Νομίζω πως το θέμα του ”Κεντρικού Σχεδιασμού” είναι ένα από τα πιο σημαντικά για την κομμουνιστική επαναστατική προοπτική και για την ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας. Και είναι εξαιρετικά παράδοξο που το ζήτημα αυτό δεν φαίνεται να απασχολεί, στις ουσιώδεις πτυχές του, σχεδόν κανένα. Και εννοώ την αποσαφήνιση κάποιων γενικών-θεωρητικών αρχών αυτού του σχεδιασμού, στην οποία δεν πρόλαβαν να προβούν οι κλασικοί με έναν πιο ειδικό τρόπο. 

Ads

     Δυστυχώς θα αποφύγω τις παραπομπές λόγω έλλειψης χρόνου. Επιφυλάσσομαι όμως για συγκεκριμένες αναφορές σε σχόλια που θα κάνω ή σε μια επόμενη ανάρτηση.

                                                       

Πρόλογος

 

      Το πρόταγμα του κλασικού μαρξισμού είναι κυρίως ορθολογικό και λιγότερο ”ηθικό”. Είναι η ανάγκη συνειδητού και συλλογικού σχεδιασμού της παραγωγής της κοινωνίας, ώστε οι άνθρωποι να ελέγχουν τους όρους της ζωής τους και όχι να ελέγχονται σαν όροι της ζωής άλλων ανθρώπων, των εκμεταλλευτών τους.
      Αν η μελέτη του καπιταλισμού από τον Μάρξ έγινε υπό το πρίσμα της μελέτης μιας ”οργανικής ολότητας”, μπορούμε να πούμε ότι ο καπιταλισμός σήμερα εμφανίζεται σαν ένας οργανισμός με ανεπτυγμένο το κυκλοφοριακό του σύστημα (ροές χρημάτων και εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της εργασιακής δύναμης, ροές πληροφορίας), με όλο και περισσότερο αρθρωμένα τα μέρη του παραγωγικού σώματός του (παγκόσμιος κατα-μερισμός της εργασίας), έχοντας υποστεί ιστορικές μεταλλάξεις μέσα στη σφοδρότητα της ταξικής πάλης, με γαντζωμένους πάνω του βηματοδότες που προσπαθούν τεχνητά να τον συντηρήσουν (βλ. ”μηχανισμοί στήριξης”), με μεταμοσχεύσεις ξένων οργάνων που εσωτερικεύονται σαν λειτουργικά εξαρτήματά του (βλ ”πραγματική υπαγωγή”). Αλλά και με μια ξεχωριστή ικανότητα να επανασυναρμολογεί τον εαυτό του εγκαθιστώντας νέα μοντέλα συσσώρευσης του πλούτου και απομύζησης των εργαζομένων, βάζοντας φωτιά στα σαπισμένα κομμάτια του και αναγεννώντας τον εαυτό του από τις στάχτες του.
      Την διαδικασία αυτή εσωτερίκευσης και αναδιοργάνωσης της κοινωνικο-οικονομικής παραγωγής από τον καπιταλισμό ως δομικά κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, περιγράφει ο Κ.Μάρξ με τον κρίσιμο όρο της ”πραγματικής υπαγωγής”. Μια πλήρης υπαγωγή στο κεφάλαιο που θα συνοδευόταν όμως από έναν καθολικό-ορθολογικό σχεδιασμό, θα σήμαινε πως η παραγωγή όλη της ανθρωπότητας υπάγεται σε μια Κεφαλαιοκρατική Υπερσυνείδηση, η οποία ελέγχει και σχεδιάζει συνειδητά και ορθολογικά αυτήν την παραγωγή των ανθρώπινων όρων ζωής.
      Μια τέτοια Υπερσυνείδηση, ωστόσο, είναι αδύνατη, γιατί θα σήμαινε την κατάργηση των ατομικών-μερικών επιδιώξεων των μερίδων του κεφαλαίου και την υποταγή τους σε ένα Καθολικό Κεφαλαιοκρατικό Πνεύμα, το οποίο θα είχε τον έλεγχο άρα και την ιδιοκτησία αν όχι όλων τότε των πολλών βασικών όρων της ύπαρξής του. Είναι φανερό πως αυτός ο συνειδητός ”υπερέλεγχος” είναι αδύνατος εφόσον υπάρχει ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από ”ατομικούς” ή και ”συνδυασμένους” κεφαλαιοκράτες (όρος του Μάρξ για τις ”μετοχικές εταιρίες”), οι οποίοι ανταγωνίζονται μεταξύ τους.
      Η αλήθεια της αναγκαιότητας και το ψεύδος της ρεαλιστικής ύπαρξης ή της ρεαλιστικής δυνατότητας αυτής της Οργανωτικής/Σχεδιαστικής Κεφαλαιοκρατικής Υπερσυνείδησης εντός των σημερινών αστικών σχέσεων παραγωγής αναδύεται, στο μεταίχμιο των δύο αυτών διαστάσεων (αναγκαιότητα-πραγματικότητα) ως σύμπτωμα στην παθολογία της σύγχρονης κοινωνικής συνείδησης. Έτσι, σαν μορφή κοινωνική συνείδησης ή σύμπτωμα της ουσιώδους αυτής αντίφασης (ανάγκη για Αυτοσυνείδηση-”Κεντρικό σχεδιασμό” της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής παραγωγής-αδυνατότητα αυτής αφού θα σήμαινε την αυτοαναίρεση της κεφαλαιοκρατίας) εμφανίζονται τα εξής δύο ιδεολογήματα:
     1) ”Ρεαλιστική” Ύπαρξη μιας ”Νέας Τάξης Πραγμάτων” ή μιας κλειστής ελίτ καπιταλιστών που συνεδριάζει σε κάποιο μυστικό γραφείο έχοντας την εποπτεία και τον καθολικό έλεγχο της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής παραγωγής.
     2) ”Ρεαλιστική” Δυνατότητα ”ελέγχου του χρηματοπιστωτικού συστήματος” ή των ”Αγορών” με λίγα ”θεσμικά μέτρα”, φόρος ”Tobin” και όλες οι λοιπές σοσιαλδημοκρατικές ονειρώξεις (μαζί και η ύπαρξη ενός Κράτους-ρυθμιστή των καπιταλιστών που θα τους βάλει στον ίσιο δρόμο κλπ κλπ).

Ads

       Όπως είπα, τα συμπτώματα αυτά αποτελούν ενότητα αλήθειας και ψεύδους. Αυτός είναι και ο λόγος που ριζώνουν τόσο βαθιά στη λαϊκή συνείδηση. Η μορφολογία αυτή λοιπόν δεν είναι μορφολογία ”κατασκευασμένων” μύθων των αστικών Ιδεολογικών Μηχανισμών αλλά μορφολογία της πραγματικής αντιφατικής ζωής και κίνησης του καπιταλισμού σήμερα. Οι Ιδεολογικοί Μηχανισμοί αναδεικνύουν, παραπλανούν, ωραιοποιούν, αλλά δεν δημιουργούν, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, εκ του μηδενός. Ο ”ίδιος” ο καπιταλισμός ”ζει” με αυτούς τους μύθους, για να μπορέσει να στερεώσει την ύπαρξή του.
       Ο καπιταλισμός λοιπόν είναι ένας οργανισμός χωρίς εγκέφαλο. Στην καλύτερη περίπτωση, είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιος, για να παραφράσω το βιβλίο του Ν.Μπογιόπουλου.
       Με βάση τα παραπάνω, προαπεικάσματα της ανάγκης του καπιταλισμού για ορθολογικό-συνειδητό σχεδιασμό, δηλαδή προαπεικάσματα του εφικτού κομμουνιστικού μέλλοντος, είναι ακόμα και τα ίδια τα μονοπώλια, πολύ περισσότερο οι πολυεθνικές. Γιατί το ίδιο καπιταλιστικό σύστημα ένιωσε ”αυθόρμητα” την ανάγκη να γεννήσει μονάδες σχεδιασμού της παραγωγής σε εκτεταμένες επικράτειες και σε ένα ορισμένο βάθος χρόνου. Τα μονοπώλια όμως δεν μπορούν να σχεδιοποιήσουν την παγκόσμια κεφαλαιοκρατική παραγωγή, ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους και μη μπορώντας καν να διατηρήσουν τις ηγετικές θέσεις τους. Προσπάθειες καπιταλιστικών ολοκληρώσεων πολλαπλών επιπέδων (όπως η Ε.Ε, οι ομάδες των ”G” αλλά και ευρύτερες διηπειρωτικές συνεργασίες με σκοπό την χάραξη γενικών κατευθύνσεων), προσπαθούν, ανεπιτυχώς όπως δείχνει η σημερινή κρίση, να υπερκαλύψουν το έλλειμμα μιας ”Υπερσυνείδησης”.

      Κεντρικός Σχεδιασμός και Μετακαπιταλιστική Κοινωνία

    α) Λίγες παρατηρήσεις για την ΕΣΣΔ

        Η πρόταση για ”κεντρικό σχεδιασμό” στον σοσιαλισμό συνήθως αντιπαραβάλλεται με την πρόταση για ”αποκεντρωμένο σχεδιασμό” ή για ”σοσιαλισμό της αγοράς”. Στο ”σοβιετικό μοντέλο” αντιτάχθηκαν, την εποχή του ”ψυχρού πολέμου”, διάφορα μοντέλα ομοσπονδιοποίησης της κοινωνικής παραγωγής, ή ”μικτής” οικονομίας με κρατικό σοσιαλισμό και ελεγχόμενες μέσα σε ορισμένα πλαίσια εμπορευματοχρηματικές σχέσεις. Έναντι της εικόνας του σοβιετικού ”Συμβουλίου των Υπουργών” και της κατάρτισης των Γενικών Πλάνων (βλ πενταετή πλάνα), τα οποία συμπλήρωναν ανά τόπους τα Ειδικά Πλάνα, προβλήθηκε μία οργάνωση αυτόνομων οικονομικών μονάδων που θα μπορούσαν να συνάπτουν εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, μέσα σε ορισμένα ρευστά όρια μιας γενικής κατεύθυνσης. Πρόκειται, φαινομενικά, για ζήτημα αντιπαράθεσης ενός σχεδιασμού ”από τα πάνω” και ενός σχεδιασμού ”από τα κάτω” (έτσι θέτουν συνήθως το ζήτημα και όσοι πολώθηκαν στο ένα ή το άλλο άκρο, προβάλλοντας τα υπέρ και τα κατά της κάθε πλευράς).
        Η ίδια η πορεία της ΕΣΣΔ σημαδεύεται από αυτόν τον μετεωρισμό. Ο ”απόλυτος κρατισμός” του σχεδιασμού (Κεντρικός Σχεδιασμός), έγινε ”σοσιαλισμός της αγοράς” με περισσότερη ”ελευθερία” και τελικά ”ο καπιταλισμός που γνωρίσαμε” σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, με την παλινόρθωση.
       Οι κουβέντες για τον σχεδιασμό στην ΕΣΣΔ παρουσιάζουν πολύ ενδιαφέρον. Αυτό αποτελεί θέμα ειδικότερης έρευνας, χαρακτηριστική όμως είναι η περίπτωση του Γκλουσκόφ. Ο Γκλουσκόφ είχε προτείνει, αντί της διεύρυνσης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων ώστε να ρυθμιστεί η αγορά, οι τιμές, η προσφορά και η ζήτηση, μια περαιτέρω αυτοματοποίηση του κεντρικού σχεδιασμού με βάση την επιστήμη της εποχής του, που θα λογιστικοποιούσε σε μεγαλύτερο βαθμό την πληροφορία συγκεντρώνοντάς την ταχύτερα και οργανώνοντάς την με μεγαλύτερη τάξη, διευκολύνοντας την απορρόφησή της, συνεπώς και την ακρίβεια του σχεδιασμού. Οι αλλαγές αυτές θα συνοδεύονταν φυσικά με την αυτοματοποίηση των ίδιων των μέσων παραγωγής. Η μείωση του ανθρώπινου-σωματικού παράγοντα που μετέχει της παραγωγής σημαίνει όχι μόνο απελευθέρωση από τη δουλεία της μηχανικά επαναλαμβανόμενης εργασίας, αλλά και μείωση του ”αστάθμητου παράγοντα” (κούραση, άρνηση της εργασίας ή εργασία σε χαμηλότερη ένταση από τους στόχους κλπ), όπως ακριβώς η τεχνολογική διαμεσολάβηση της ”φυσικής” αγροτικής καλλιέργειας (βλ. πχ θερμοκήπια) σημαίνει μείωση του αστάθμητου παράγοντα των απότομων κλιματικών αλλαγών (φυσικές καταστροφές κ.α). Και λέω ”αστάθμητος παράγοντας” γιατί ο κεντρικός σχεδιασμός δεν μπορεί να προβλέψει ακριβώς την προθυμία και την παραγωγικότητα των εργαζομένων, αφού αυτοί δεν είναι μηχανές ούτε πράγματα, ακόμα και αν επιστρατεύεται καμιά φορά από τους κεφαλαιοκράτες ο βούρδουλας.
   
       Πρέπει λοιπόν να γίνει κατανοητό πως η ”αποκρατικοποίηση” του σχεδιασμού στην ΕΣΣΔ, ήταν αποτέλεσμα της πραγματικής αποτυχίας του τόσο στην κούρσα της ΕΣΣΔ με αντίπαλο την Αμερική, όσο και στην αδυναμία του κεντρικού σχεδιασμού να δώσει πραγματικά ορθολογικά πλάνα, αφού αδυνατούσε να συγκεντρώσει ακριβείς πληροφορίες από μια ολοένα αναπτυσσόμενη, εκτατικά, οικονομία, και τα πλάνα έβγαιναν εντελώς ”εκτός στόχων”. Έτσι εισήχθη η λογική της αποκέντρωσης, την ”εντοπιοποίησης” του σχεδιασμού, που οδήγησε στην ανάπτυξη εξωτερικών σχέσεων μεταξύ των τοπικών μονάδων παραγωγής (αντί οι τοπικές μονάδες να είναι εσωτερικές στιγμές ενός καθολικού σχεδιασμού), ήτοι στην ανάπτυξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, που δεν μπορούσαν παρά να είναι ανταγωνιστικές.
       Αυτή η ανατροπή λοιπόν, που οδήγησε αναπόφευκτα στην διόγκωση της παραοικονομίας (η οποία ήδη υπήρχε και έχει χαρακτηριστεί ως ”διπλή οικονομική βάση”), δεν ήρθε από το πουθενά ούτε απλά και μόνο από μια προδοσία. Είχε την υλική της βάση στις ιστορικές συνθήκες ύπαρξης του έως τότε σχεδιασμού. Οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις διογκώθηκαν ώστε να εναρμονίσουν την προσφορά και τη ζήτηση. Έγινε σιωπηλά αποδεκτό πως κάποιο λάθος είχε γίνει… Γιατί εν τέλει φαινόταν πως ο μόνος τρόπος συγκέντρωσης των πληροφοριών και ρύθμισης της σχέσης παραγωγής-κατανάλωσης ήταν οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις. Και οι αστοί, για να είμαστε ενήμεροι, επιτίθενται με μεγάλη σφοδρότητα στο σημείο αυτό.
       Κατά τη γνώμη μου, και αφήνοντας στην άκρη το ιστορικά αναγκαίο της κρατικής συγκέντρωσης των μέσων παραγωγής στην ΕΣΣΔ, μπορούμε να πούμε πως ένας απολύτως Κεντρικός Σχεδιασμός είναι εμφανώς προβληματικός. Αυτό έγινε κατανοητό εξ αρχής στην ΕΣΣΔ με τη διάκριση γενικών και ειδικών πλάνων. Αλλά δεν αρκούσε αυτό, και αυτό μπορούμε να το κρίνουμε εκ των υστέρων, χωρίς να σημαίνει αυτό πώς υπήρχε πράγματι ιστορική εναλλακτική. Το δίλημμα κατά τη γνώμη μου δεν είναι κεντρικός ή αποκεντρωμένος σχεδιασμός, αλλά η αρχιτεκτονική του συνδυασμού τους. Κεντρικός και αποκεντρωμένος σχεδιασμός δεν ταυτίζονται πάντως με ψευδοδίπολα του τύπου ”ολοκληρωτισμός”-”δημοκρατία”.

       Είναι λάθος να πιστεύει κανείς πως ο Κεντρικός Σχεδιασμός είναι μια ”απλή αντιστροφή” της απουσίας ορθολογικού-συνειδητού σχεδιασμού στον καπιταλισμό (με την έννοια της ”αναγκαιότητας” του ”εγκεφάλου”, για την οποία μίλησα στο πρόλογο). Η ”σκέψη”, η ”ορθολογικότητα”, η ”συνείδηση” κάθε παραγωγικού σώματος δεν ταυτίζεται με το όργανο στο οποίο, ανατομικά και λειτουργικά, κεντρώνεται η ”συνείδηση” αυτή. Με άλλα λόγια, όπως ο άνθρωπος δεν ”σκέφτεται” μόνο με τον εγκέφαλο, έτσι και κάθε συλλογικό παραγωγικό σώμα δεν σκέφτεται μοναχά μέσω μιας Κεντρικής Διεύθυνσης, σαν αυτή να ήταν, μονοσήμαντα, η Αιτία του σχεδιασμού των κινήσεών του, ένας απομονωμένος εγκέφαλος από τον οποίο απορρέουν όλες οι δράσεις του σώματος. Ένα παραγωγικό σώμα είναι ένας σύνθετο πλέγμα λειτουργιών και δραστηριοτήτων, και είναι πάντα ένα σκεπτόμενο σώμα. Η συνολική λειτουργία σχετισμού με τον εαυτό, λειτουργία αυτοκαθορισμού, αυτοσυνείδησης, ως λειτουργία αποκτά ένα συγκεκριμένο εξειδικευμένο όργανο που υπηρετεί αποκλειστικά αυτή, ας το πούμε ”εγκέφαλο”, όμως ο εγκέφαλος δεν εξαντλεί την λειτουργία ούτε προηγείται αυτής.
       Ο σχεδιασμός της κοινωνικής παραγωγής είναι συνειδητός σχετισμός της κοινωνίας με τον εαυτό της (αυτοσχετισμος). Αυτοσχετισμός με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της. Αυτή η ενότητα των πλευρών, η ολότητα των μερών, μοιάζει με μια Υπερέχουσα Ενότητα πάνω από τα συνθετικά της μέρη. Η στιγμή υπερβατικότητας εκφαίνεται στην λειτουργία της κεντρικής διεύθυνσης. Αυτή η λειτουργία ”αυξάνει” την υπερβατικότητά της, άρα και την αποξένωσή της από την εμμένεια της κοινωνικής ζωής και τους άμεσους παραγωγούς, όσο περισσότερο υποστασιοποιείται σαν ένα ξεχωριστό όργανο ή σαν ένα συμπαγές, αυτονομημένο σώμα οργάνων.
       Ακόμα και στον κομμουνισμό, αν προσπαθήσουμε να τον περιγράψουμε, φαίνεται πως θα υπάρχει μια γενική κατεύθυνση της παραγωγής, η οποία δεν θα έχει να αντιμετωπίσει ανταγωνιστικές προθέσεις-επιθέσεις. Θα υπάρχει και τότε μια κοινή κομμουνιστική συνείδηση και κατεύθυνση της κοινωνικής παραγωγής, μόνο που θα έχει γίνει τόσο ενύπαρκτη στην κοινωνική ζωή, τόσο εμμενής, έτσι ώστε θα διαχέεται μέσα της και δεν θα αυτονομείται σαν θεσμός-όργανο-διευθυντήριο.
   
       Ένας Κεντρικός Σχεδιασμός που δεν θα έβλεπε την πλευρά της αποκέντρωσης, η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής που δεν θα έβλεπε την αποσυγκέντρωση, το κέντρο βάρους του ορθολογικού σχεδιασμού που δεν θα έβλεπε την πολύτροπη και πολυεπίπεδη μετατόπισή του, θα έτεινε στο να γίνει μια αποξενωμένη εξουσία πάνω από τους άμεσους παραγωγούς, υποστασιοποιημένη κάποιο ανώτερο εποπτικό όργανο. Τα μέλη ενός τέτοιου οργάνου πολύ απέχουν από το έχουν την ίδια σχέση με τα μέσα παραγωγής με όλα τα άλλα μέλη της κοινωνίας (αυτό είναι η ”κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής), αφού το όργανο αυτό σχεδιάζει αυτονομημένο. Η διαπίστωση αυτή βρίσκεται σε χαοτική απόσταση από αναλυτικές προχειρότητες και αδέξιες συγκολλήσεις όπως ”κρατικός καπιταλισμός”, ”γραφειοκρατικά εκφυλισμένος σοσιαλισμός”, κ.ο.κ.
        Βέβαια, η συγκεντροποίηση της κοινωνικής παραγωγής ως διαδικασία (που σημαίνει και συγκέντρωση της εξουσίας επί της παραγωγής), όταν υπάρχουν εξωτερικοί εχθροί (βλ. καπιταλιστική περικύκλωση), είναι μια αναμενόμενη αντίδραση του κοινωνικού σώματος απέναντι σε διαλυτικές και ”εξωτερικές” προς αυτό απειλές (ακόμη και αν, ”εδαφικά”, εντοπίζονται στο εσωτερικό του). Το ίδιο ισχύει και για τον καπιταλισμό, βλ ”κράτη έκτακτης ανάγκης” κ.ο.κ.
        Η ποιοτική διαφορά είναι πως, όταν αυτή η σχέση συγκέντρωσης-αποκέντρωσης είναι κυρίαρχα πολιτική σχέση, μπορεί να κυμαίνεται ή και να ανατρέπεται. Ενώ όταν είναι μια κυρίαρχα οικονομική και νομική-εξαναγκαστή σχέση (βλ καπιταλισμός), τότε έχουμε μια ”αξιωματικοποίηση” του κυρίαρχου στρώματος ως κυρίαρχης τάξης (βλ αστική τάξη).
    
       Κατά τη γνώμη μου, δεδομένου ότι σοσιαλισμός σημαίνει και απονέκρωση του Κράτους, η ”σοσιαλιστική αρχή” δεν είναι απλώς η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και η πλήρης κρατικοποίησή τους. Αυτό μετατρέπει τον σοσιαλισμό σε μια ακίνητη ταυτότητα, τον εξισώνει με μια στατική αρχή (ή ένα στατικό σύνολο αρχών, που είναι το ίδιο). Αντιθέτως, ο σοσιαλισμός είναι και στιγμή και κίνηση, βάσει της μαρξιστικής θεωρίας. Για αυτό, σε σχέση με τα μέσα παραγωγής, μια βασική ”αρχή” του σοσιαλισμού είναι η διαλεκτική σχέση συγκέντρωσης και αποκέντρωσης του σχεδιασμού της κοινωνικής παραγωγής. Ο όξυνση της αντίθεσης σε αντίφαση σημαίνει το πέρασμα του ενός πόλου μέσα στον άλλο, και την σχετική αδιακρισία τους. Με άλλα λόγια, στον κομμουνισμό επικρατεί τελικά μια κατάσταση που δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί συγκέντρωση ή αποκέντρωση του σχεδιασμού. Δύσκολα μπορεί δηλαδή να χαρακτηριστεί κεντρικός ή αποκεντρωμένος σχεδιασμός.
       Μια ”σκέτη αποκέντρωση” σημαίνει αδυναμία της κοινωνίας να χαράξει σε μεγαλύτερη επικράτεια και σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου στρατηγικό σχεδιασμό. Πολύ απλά, πρέπει να υπάρχει κάποιος κοινός βηματισμός μεταξύ των παραγωγικών μονάδων, ώστε να εξυπηρετούνται γενικές ανάγκες τους, να επιμερίζεται ο πλούτος, να δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα στον ένα τομέα έναντι του άλλου, κλπ. Από την άλλη μεριά, ένας σκέτα ”κεντρικός” σχεδιασμός δεν έχει τους απαραίτητους ”ιμάντες μεταβίβασης” όπως έλεγε ο Ι.Στάλιν σε άλλα συμφραζόμενα, δεν έχει τα απαραίτητα ”πλοκάμια” να συλλέξει την πληροφορία ”από τα κάτω”. Δεν μπορεί επίσης να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον του σε κάθε επιμέρους δραστηριότητα, που ενώ για το κεντρικό επίπεδο αποτελεί αμελητέα ποσότητα, για το τοπικό επίπεδο μπορεί η ίδια δραστηριότητα να αποτελεί ουσιώδες συστατικό στοιχείο. Αναπόφευκτα, αν δεν εκχωρεί ο κεντρικός σχεδιασμός ορισμένες εξουσίες σε αποκεντρωμένα κέντρα ελέγχου της παραγωγής, θα αδυνατεί να ρυθμίσει το πεδίο των δραστηριοτήτων στη μικροκλίμακα αλλά και σε μεσαία κοινωνική κλίμακα, πέφτοντας έξω στους υπολογισμούς του.
       Και να μην ξεχνάμε το εξής. Ακόμα και μια αποκεντρωμένη μονάδα σχεδιασμού είναι κεντρική μονάδα σε σχέση με μια μικρότερη κλίμακα. Έτσι, ο σχεδιασμός που γίνεται σε περιφερειακό ή ”δημοτικό” επίπεδο είναι αποκεντρωμένος σε σχέση με το εθνικό, αλλά κεντρικός σε σχέση με όσα περιέχει. Ο σχεδιασμός από κάθε ξεχωριστή παραγωγική μονάδα μοιάζει ένας έσχατος βαθμός αποκέντρωσης, την ίδια στιγμή όμως αποτελεί ”κεντρικό σχεδιασμό” σε σχέση με τους όρους παραγωγής που συνενώνει στο εσωτερικό του (εργαλεία-μέσα παραγωγής, πρώτες ύλες, άνθρωποι).
       Το ζήτημα λοιπόν, αν το εξετάσουμε μονομερώς από τη σκοπιά του όγκου και της σχέσης συγκέντρωσης-αποκέντρωσης, είναι ζήτημα κλίμακας και χωροχρονικών συντεταγμένων, και όχι ζήτημα μιας άγονης αντιπαράθεσης που απολυτοποιεί τον ένα ή τον άλλο όρο της σχέσης. Άλλο ζήτημα είναι βεβαίως η σχετική αυτοτέλεια του κάθε όρου ξεχωριστά, ο τρόπος της σχέσης, το τί θα αντικαταστήσει τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, κ.α.

      β) Ζητήματα Χώρου και Χρόνου στον Σχεδιασμό

       Είναι γνωστή η θέση πολλών μαρξιστών (Λένιν, Μάο, Αλτουσέρ κ.α), για την ανισόμετρη ανάπτυξη, την άνιση ανάπτυξη των αντιθέτων, κλπ. Ο Λένιν στον ”Ιμπεριαλισμό” έδειξε πως αυτό το χαρακτηριστικό αποτελούσε καίριο γνώρισμα του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού της εποχής του. Αυτό που συνήθως δεν εξετάζεται είναι το πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού. Κατά την γνώμη μου, ανισόμετρη ανάπτυξη υπάρχει πάντα, απλώς στον καπιταλισμό, πολλώ δε μάλλον στην ιμπεριαλιστική φάση του, έχει εντατικοποιηθεί τόσο που παγιώνει μια άλλη ”ποιότητα”. Μπορεί να διατυπωθεί ευρύτερα ως γενικός νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης στο χώρο. Έτσι αναδύονται διαφορετικοί χώροι με άνισες σχέσεις μεταξύ τους. Οι οποίοι, σαν διαφορετικοί χώροι, αναπτύσσουν επίσης ιδιαίτερες χρονικότητες. Έτσι ο νόμος γίνεται νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης του χώρου και του χρόνου. Ο νόμος αυτός είναι πραγματικότητα και στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, άρα και στις μετακαπιταλιστικές. Το πιο χτυπητό παράδειγμα είναι το σχήμα κέντρο-περιφέρεια (βλ. για παράδειγμα την σχέση μητροπόλεων-αποικιών στην αρχαιότητα, βλ. τον Δήμο, την Αγορά και τα γυμναστήρια στην Αρχαία Αθήνα, κ.α). Μεταξύ περιφέρειας και κέντρου δημιουργούνται άνισες ροές υπέρ του κέντρου. Άλλα φαινόμενα στον χώρο, που δεν είναι της παρούσης να συζητηθούν εκτενέστερα, είναι αυτό της συμμετρίας και της ασυμμετρίας, το ”φαινόμενο του καθρέφτη-αντικατοπτρισμού”(mirror effect), το φαινόμενο της οριο-θέτησης και επαναχάραξης των ορίων κ.α. Όσον αφορά τις διαφορετικές χρονικότητες, αυτό σημαίνει πως ο κάθε χώρος αναπτύσσει δικούς του ρυθμούς, συχνότητες, χρονικούς ορίζοντες, και συγκροτείται από μια σχετικά ιδιαίτερη ιστορία.
       Ένας υπερβάλλων Κεντρικός Σχεδιασμός, για να μπορέσει να σχεδιάσει ενιαία και με βάση την δική του πρόσληψη της πραγματικότητας, θα τείνει να πολτοποιήσει τις διαφορές των χώρων και τον χρονικοτήτων σε έναν ενοποιημένο ”Υπερχώρο”, για τον οποίο θα χρειάζεται ένα καθορισμένο σώμα πληροφοριών και θα αρκεί για τον σχεδιασμό του μια εξίσου καθορισμένη στρατηγική. Πάντα όμως ένας τέτοιος ”Υπερχώρος” εξωθημένος ως τα άκρα είναι μια πλαστή εικόνα της πραγματικότητας.
       Από την άλλη μεριά, ένας πλήρως αποκεντρωμένος σχεδιασμός, θα οξύνει τα όρια των χώρων μεταξύ τους ώστε αυτοί θα είναι αδύνατο να ενοποιηθούν σε ένα ανώτερο επίπεδο, για τον σχεδιασμό σε μεγαλύτερη χωρική και χρονική κλίμακα. Έτσι οδηγούμαστε στη διάλυση και την απεξάρθρωση.
       Επομένως στην αρχιτεκτονική κεντρικού-αποκεντρωμένου σχεδιασμού, έχει μεγάλη σημασία ποιοί χώροι και ποιές χρονικότητες μπορούν να ενοποιηθούν συναποτελώντας έναν μεγαλύτερο χώρο που θα μπορεί να εκληφθεί στον σχεδιασμό ως Ένας και όχι Πολλοί, και ποιά πεδία πρέπει/μπορούν να κατακερματιστούν σε μικρότερα. Κάτι τέτοιο αποτελεί ζήτημα ειδικής ιστορικής μελέτης. Έτσι, λ.χ, ενδεχομένως είναι αδύνατο όλη η Πελοπόννησος να θεωρηθεί ένας ενιαίος χώρος, και να πρέπει να χωριστεί σε 2 ή 3 ”χωρικές μονάδες”-”δήμους”. Ή ενδεχομένως να πρέπει να αποτελέσει μια χωρική μονάδα, μαζί με τα Επτάνησα. Αν, με βάση το παράδειγμά μας, η Πελοπόννησος διακρίνεται για την ιδιαίτερη πολιτισμική και ”υλική-οικονομική” (πχ πρώτες ύλες, ανάγκες σε αγαθά κ.α) συνοχή, τότε είναι σκόπιμο να εκληφθεί ως ένας Χώρος, με τις όποιες ιδιαίτερες πλευρές του. Επίσης, η κίνηση λ.χ ανάμεσα στα νησιά θα είναι διαφορετικής συχνότητας και διαφορετικού τύπου από την κίνηση των πληθυσμών σε χερσαίο έδαφος, θα απαιτεί άλλη κοινωνική μέριμνα και υποδομές, άλλους υπολογισμούς, κ.ο.κ. Συνεπώς, ο σχεδιασμός θα διαιρεί και θα επανενοποιεί χώρους και χρονικότητες, μέχρι να βρει την κατάλληλη αρχιτεκτονική.

      Εφόσον ο ελληνικός χώρος υπάρχει ως τέτοιος, οριοθετημένος από τα σύνορά του, ανακύπτει ευθύς αμέσως το ζήτημα της ”εθνικής” συνοχής. Όσον και αν θέλει κανείς να ξεσκεπάσει το έθνος ως ”κατασκευή” ή δεν ξέρω τί άλλο, μέχρι, με το καλό, να εξαπλωθεί η επανάσταση, το ελληνικό έδαφος, ο ελληνικός χρόνος-χρονικότητα και Ιστορία, και η μορφή κοινωνικής συνείδησης που λέγεται ”έθνος”, θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Το παράδειγμα της ΕΣΣΔ σε αυτό το ζήτημα, όσο και να άλλαξαν οι καιροί, είναι αποκαλυπτικό.

      Αν δούμε τα πράγματα από την σκοπιά την κλαδικής μονάδας (που για τον σοσιαλισμό είναι αξιολογικά ανώτερη-πχ ιατροί, εργάτες στην παραγωγή μέσων παραγωγής, κτηνοτρόφοι, εργάτες στον τομέα των συγκοινωνιών, οργανωμένοι στα σώματά τους και επανενοποιούμενοι σε ανώτερο κλαδικό επίπεδο, κλπ), ο χωρικός και χρονικός χαρακτήρας καθορίζεται, όχι απλώς γεωγραφικά, αλλά και με βάση τα ειδικά χαρακτηριστικά του κάθε κλάδου (ο ”χώρος του εργοστασίου” και οι χρονικότητες των εργασιών εκεί, είναι τελείως διαφορετικά από τον ”χώρο” του ενός ή του άλλου γραφείου, ο ”χώρος” του ιατρείου από το χώρο του τουρισμού, κ.ο.κ).
      Είναι πολύ σημαντικό όμως, ότι ιδιαίτερο χώρο και ιδιαίτερη χρονικότητα αποτελεί και το ανθρώπινο σώμα. Το καλύτερο παράδειγμα εδώ είναι τα ”διαβατήρια κίνησης” στην ΕΣΣΔ. Μεγάλες μάζες πληθυσμών μετατοπίστηκαν από την περιφέρεια στις πόλεις-κέντρα, και έγιναν βιομηχανικοί εργάτες, αφού έπρεπε να προχωρήσει η παραγωγική ανασυγκρότηση της ΕΣΣΔ (μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, πολύ περισσότερο μετά τον Α’Παγκόσμιο Πόλεμο). Αν ήταν απολύτως ελεύθερη και άναρχη η μετακίνησή τους, οι άνθρωποι ως ενεργητικοί όροι της παραγωγής δεν θα μπορούσαν να ”σχεδιαστούν”, να συμπεριληφθούν δηλαδή ως υπολογίσιμα στοιχεία στον κεντρικό σχεδιασμό, ούτε θα μπορούσε η οικονομική και κοινωνική παραγωγή να πάρει μια ορισμένη κατεύθυνση.
      Αυτός ο υπολογισμός και η ”πραγμοποίηση” που φέρνει ο καθορισμός της χωρικής και της χρονικής ευελιξίας κάθε ανθρώπινου σώματος, αποτελεί απομεινάρι του καπιταλισμού αλλά και γενικά όλων των εκμεταλλευτικών κοινωνιών. Για αυτό ο Φουκώ μπορούσε να μιλά για ”διακυβέρνηση των σωμάτων” στην ΕΣΣΔ. Αντιθέτως, η αποκέντρωση σημαίνει τον μεγαλύτερο χωρικό και χρονικό αυτοκαθορισμό, αφού παραγωγικά σώματα λίγων ατόμων, έχοντας μάλιστα και προσωπικές, εκ του σύνεγγυς σχέσεις (και όχι απρόσωπες σχέσεις με τη διαμεσολάβηση του Κεντρικού Σχεδιασμού) αποφασίζουν και σχεδιάζουν τη δράση τους. Ωστόσο, η υπέρβαση ενός συγκεκριμένου ιστορικού ορίου αποκέντρωσης δημιουργεί αταξία, αδυναμία χάραξης κοινού κοινωνικού σχεδιασμού, διάλυση της παραγωγικής και πολιτισμικής συνοχής, ανταγωνισμό μεταξύ των παραγωγών.
      Η προσπάθεια ”να γίνουν όλοι ίδιοι”, να προτυποποιηθούν, για να σχεδιαστούν, γίνεται από κάθε κοινωνία. Αλλά ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης είναι αμείλικτος. Τα ανθρώπινα σώματα αναπτύσσονται άνισα, γιατί άνιση (ιδιαίτερη) είναι και η ιστορία τους. Αν θυμηθούμε αυτό που έλεγε ο Μάρξ στην ”Κριτική του Προγράμματος της Γκότα”, ότι το δίκαιο είναι το άνισο δικαίωμα, γιατί λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες των ατόμων και δεν τα πολτοποιεί κάτω από μια τυπική-μορφική ισότητα, καταλαβαίνουμε τί σημαίνουν τα παραπάνω (σχολικό παράδειγμα: είναι ”δίκαιο” να παίρνει η σύγχρονη εργαζόμενη γυναίκα σύνταξη στην ίδια ηλικία που παίρνει και ένας άντρας, στο όνομα της ”ισότητας των φύλων”???Ας συγκριθούν επίσης οι ανάγκες στον χώρο και τον χρόνο ενός οικογενειάρχη και οι ανάγκες ενός εργένη).

       Αφήνω το θέμα ανοιχτό με σκοπό να επιστρέψω κάποια άλλη στιγμή σε αυτό.

       Προηγουμένως ανέφερα τις άνισες ροές που δημιουργούνται μεταξύ κέντρων και περιφερειών (βλ. Ευρωπαϊκό Βορρά και Ευρωπαϊκό Νότο). Στην ΕΣΣΔ αυτό φάνηκε ιδιαίτερα με τις άνισες ροές μεταξύ των πόλεων και των χωριών (βλ. αναλυτικά, Wolff&Resning, ”Ταξική θεωρία και ιστορία. Καπιταλισμός και σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ”). Οι άνισες ροές είναι ιδιαίτερα στον καπιταλισμό ροές οικονομικών όρων, και ευρύτερα στις κοινωνίες, ροές κοινωνικών όρων. Έτσι έχουμε μετακινήσεις πληθυσμών. μεταβιβάσεις πολιτισμικών, οικονομικών, γλωσσικών όρων, κ.α. Επίσης, παρατηρείται χρονική υστέρηση της περιφέρειας σε σχέση με το κέντρο σε ζητήματα που καθορίζουν συσχετισμούς δυνάμεων, σχεδιασμός σε μεγαλύτερη χρονική εμβέλεια από το ”κέντρο”, διακύμανση των ορίων κέντρου και περιφέρειας υπέρ του ”κέντρου”, φαινόμενα ”αντικατοπτρισμού” έτσι ώστε ο υποτελής στην σχέση αυτή να αποτελεί το ”ανεστραμμένο είδωλο” του ισχυρού, πολλές φορές το κακέκτυπό του (για να μην εγκλωβιζόμαστε στην εικόνα των διεθνικών σχέσεων, μπορούμε όλα αυτά να τα μεταφέρουμε και στο εσωτερικό μιας πόλης).
       Μια πόλη σαν την Αθήνα, είναι κατά τη γνώμη αναντίστοιχη με ένα εγχείρημα σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Ελλάδα. Η χαοτική διαφορά της συσσώρευσης κοινωνικών και οικονομικών όρων στο αθηναϊκό κέντρο θα δημιουργούσε μεγάλες σχέσεις ανισότητας σε σχέση με την ”επαρχία”. Κάποτε η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής στην πόλη θεωρήθηκε μια απολύτως προοδευτική εξέλιξη (με τη συγκρότηση της εργατικής τάξης), όμως πρέπει να μας προβληματίσει και η αρνητική πλευρά της εξέλιξης αυτής, που μας δίδαξε η σοβιετική εμπειρία. Επιπλέον, στην Αθήνα η τεράστια πυκνότητα του πληθυσμού ανά τετραγωνικό μέτρο δημιουργεί τριβές μεταξύ των άνισα ”αναπτυγμένων” ως προς τα χαρακτηριστικά τους ανθρώπινων σωμάτων, δημιουργεί μεγάλη πολυπλοκότητα χωροχρονικών διασταυρώσεων, πράγμα που δημιουργεί ξενωτικά χαρακτηριστικά. Επ’αυτού υπάρχουν δύο ”λύσεις”. μείωση της πολυπλοκότητας μέσω της τεχνολογίας (βλ. διαδίκτυο, on line συνομιλίες, τηλε-εργασία κλπ) και μιας νέας πολεοδόμησης της πόλης, και μείωση της πολυπλοκότητας μέσω της πραγματικής απο-αστικοποίησης-αποκέντρωσης. Και πάλι το ιστορικό ζήτημα είναι ο συνδυασμός των δύο. Λ.χ στην Ελλάδα, η ανάγκη σε παραγωγή ειδών πρώτης ανάγκης στην ύπαιθρο (πχ κτηνοτροφία, αγροτικά προιόντα), σε συνδυασμό με την αποβιομηχάνιση (με τις ευλογίες της Ε.Ε), θα καλέσει τον κεντρικό σχεδιασμό να κινηθεί προς την κατεύθυνση της πραγματικής αποκέντρωσης αλλά και της δημιουργίας βιομηχανικών συγκροτημάτων στη περιφέρεια. Αυτό πρέπει να γίνει με τρόπο που θα ευνοήσει την οικοδόμηση της κατάλληλης ”κοινωνικής γεωγραφίας”.
        Για να κλείνω με το κεφάλαιο αυτό, είναι αυτονόητο ακόμα και για τον καπιταλισμό ότι οι διαδικτύωση των γεωγραφικών διαμερισμάτων, μέσω τις κατασκευής δρόμων, μέσω της παροχής φτηνών μέσων μεταφοράς, μέσω της διάχυσης της πληροφορίας ακαριαία χωρίς την ανάγκη πραγματικής σωματικής μετακίνησης (βλ. emails), είναι καθοριστικής σημασίας. Η ταχύτητα μετακίνησης μεταξύ του τόπου Α και του τόπου Β, προσφέρει το πλεονέκτημα ότι ενώ δεν παραβλέπεται η πραγματική ιδιαιτερότητα των δύο τόπων, η ακαριαία μεταφορά πληροφορίας ή και των ίδιων των ανθρώπων ”σβήνει” αυτή την πραγματική απόσταση (άλλος τρόπος θα ήταν η βίαιη ομογενοποίηση των δύο χώρων, η οποία όμως δεν μπορεί να υπερβεί την πραγματική απόστασή τους, απλά μετατρέπει τους δύο απομακρυσμένους-γεωγραφικά,πολιτισμικά,οικονομικά- τόπους σε δύο εξίσου απομακρυσμένα σημεία-θέσεις μέσα στον ίδιο χώρο). Τελικά, η αύξηση της ταχύτητας μετακίνησης και η επαναλαμβανόμενη γρήγορη εναλλαγή θέσεων στον χώρο σχετικοποιεί και σχεδόν απαλείφει τα σύνορα με ουσιαστικό τρόπο.

   γ) Πληροφορία

      Συνηθίζεται να λέγεται πως η ανάπτυξη των μέσων παραγωγής, η αυτοματοποίηση κλπ επιτρέπει τον πιο εύκολο ορθολογικό έλεγχο της παραγωγής. Αυτό είναι σωστό, αρκεί να μην ξεχαστεί μια παράμετρος. Με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, με την αυξανόμενη διαδικτύωση, με την σφυρηλάτηση όλο και περισσότερων δεσμών και διακλαδώσεων όλων των σημείων ενός χάρτη, αυξάνεται και η πολυπλοκότητά του πλέγματος σχέσεων. Η σύγχρονη ζωή παράγει τα μέσα για ορθολογικό σχεδιασμό της, αλλά παράγει και πολύ περισσότερο όγκο και ταχύτητα πληροφορίας. Η μείωση της πολυπλοκότητας των κοινωνικών δεσμών οδηγεί στην εισαγωγή καινούργιων διαδικασιών. Η συνθετότητα μειώνεται μέσω λειτουργιών-”μηχανών” που την απλοποιούν, αλλά και οι μηχανές αυτές συνήθως είναι ιδιαίτερα σύνθετες. Κατά κάποιο τρόπο η κοινωνικά σημαντική πληροφορία, όταν δαπανάται, ”αυτοαξιοποιείται”, οδηγείται δηλαδή στη ”διευρυμένη αναπαραγωγή” της. Για αυτό απαιτείται η κωδικοποίηση-απλούστευση της πληροφορίας ως τέτοιας, αν είναι δυνατόν εν τη γενέσει της, και όχι μια ”τακτοποίησή” και απορρόφησή της ”σε δεύτερο χρόνο”.
       Ας φανταστούμε μία σχολική τάξη. Ο δάσκαλος έχει ζητήσει από τους μαθητές του να γράψουν μία έκθεση ο καθένας, για το τί θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει. Στη συνέχεια θέλει, αφού συλλέξει τις εκθέσεις, να καταρτίσει ατομικά προγράμματα επαγγελματικού προσανατολισμού για κάθε μαθητή, ”ανάλογα με τις ανάγκες” του. Οι μαθητές μπορούν να γράψουν τις εκθέσεις τους, να τις παραδώσουν, και ο δάσκαλος θα πρέπει να τις διαβάσει όλες και να καταλήξει στο τί πρόγραμμα θα επιφυλάξει στον καθένα. Θα ήταν όμως πολύ λιγότερο χρονοβόρο αν ο κάθε μαθητής έβαζε τίτλο στην έκθεσή του το επάγγελμα που θέλει να ακολουθήσει. Και ακόμη λιγότερο χρονοβόρο, αν έβαζε τίτλο την γενική κατεύθυνση (θεωρητική, θετική ή τεχνολογική), και υπότιτλο το συγκεκριμένο επάγγελμα. Έτσι άμεσα ο δάσκαλος, πριν διαβάσει αναλυτικά τις εκθέσεις, θα χώριζε τους μαθητές σε τρεις ομάδες, και σε κάθε ομάδα τους μαθητές σε μικρότερες ομάδες, ανάλογα με τα επαγγέλματα που επέλεξαν και τα ”προσεχή γένη”. Έτσι ο δάσκαλος δεν θα έχανε τον μπούσουλα με την κακή αρχική έμπνευσή του να μοιράσει τους μαθητές σε ατομικά προγράμματα χωρίς να τους ταξινομήσει σε ευρύτερα σύνολα.
       Έτσι ο πλούτος των πληροφοριών των εκθέσεων κωδικοποιήθηκε σε ορισμένες απλούστερες σχέσεις, και τελικά, σε μια σχέση τριπλής αποκλειστικής επιλογής (ή θεωρητική, ή θετική, ή τεχνολογική κατεύθυνση-ενδεχομένως θετική και τεχνολογική λόγω κοινών μαθημάτων συγχωνευθούν σε ένα σύνολο). Με αυτό το τρόπο ο δάσκαλος δεν είναι ανάγκη να ”σκανάρει” όλη την πληροφορία για να κάνει την ταξινόμηση. Έτσι εξοικονομεί χρόνο και μειώνει την πολυπλοκότητα. Η πληροφορία που ”έμεινε απέξω” από τον αφαιρετικό κώδικα δεν εξανεμίστηκε. Όμως στην προκειμένη περίπτωση, δεν ενδιαφέρει για να λειτουργήσει το σύστημα της ταξινόμησης.

       Ας δούμε ένα ακόμα παράδειγμα, από τη λογοτεχνία. Στον ”Πύργο” του Κάφκα, όλοι γνωρίζουν τον Κλαμ, την ”απρόσωπη” αρχή του χωριού στον οποίο δεσπόζει ο Πύργος. Ανάλογα με τις διαθέσεις των κατοίκων του χωριού, ανάλογα με τον τόπο, ανάλογα με τον χρόνο συνάντησής τους με τον Κλάμ, ο Κλαμ παίρνει διαφορετικές μορφές στη διαλεκτική σχέση του με τους κατοίκους του χωριού. Έτσι, εκείνος που θα δει τον Κλαμ προβάλλει στη μορφή του Κλάμ τον εαυτό του, τα συναισθήματά του, αλλά και όλο το χωροχρονικό πεδίο μέσα στο οποίο γίνεται αυτή η συνάντηση. Ο κώδικας του Πύργου και η κυρίαρχη αξία του, ο ”Κλάμ”, διαχέεται σε όλη την επικράτεια της εξουσίας του Πύργου, και είναι μια άκεντρη, σχεδόν ”μεταμοντέρνα” εξουσία. Ο κάθε κάτοικος έχει τόσο εσωτερικεύσει τον κώδικα αυτό, ώστε να αναγνωρίζει το πρόσωπο του Κλαμ σε κάθε στιγμιαία έκφανση της Υπερβατικής Εξουσίας του Πύργου, παρ’όλο που ο Κλαμ είναι πολύμορφος, πολύτροπος, απροσδιόριστος. Έτσι, εν τη γενέσει του το συμβάν της πληροφορίας που αναδύεται μέσα σε αυτό το χωροχρονικό πλαίσιο αναγνωρίζεται ως ”συνάντηση με το Κλάμ”, και όλα τα άλλα χαρακτηριστικά εκτοπίζονται. Η άπειρη συνθετότητα της κατάστασης συμπυκνώνεται στο όνομα του Κλάμ, όταν η συνάντηση αυτή είναι συνάντηση με την Εξουσία του Πύργου. Έτσι οι στιγμές του συστήματος Εξουσίας του Πύργου συγκεφαλαιώνονται ως ένας αριθμός συναντήσεων με τον Κλαμ και ένας ορισμένος αριθμός εμφανίσεων του τελευταίου, και όχι ως μια πληθώρα περιστατικών, όπου επουσιώδη και ουσιώδη στοιχεία είναι δυσδιάκριτα σε μια χαώδη παράσταση της συνάντησης αυτής.
       Κάθε κοινωνικό σύστημα κωδικοποιεί και απλουστεύει τον όγκο της πληροφορίας του. Ένα μετακαπιταλιστικό, σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό σύστημα, πρέπει μάλλον να τείνει σε μια αποκέντρωση της εξουσίας επιλογής των τρόπων κωδικοποίησης στο βαθμό που αυτά κατανοούνται ως ελεύθερα επιλεγόμενα και όχι επιβεβλημένα από κάποια εξωτερική αναγκαιότητα. Ωστόσο κάθε μετακαπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός έχει στην αξιωματική του σχεδιασμού της κοινωνικής παραγωγής ένα σώμα αρχών που είναι αντίθετες προς την κεφαλαιοκρατία και κάθε ταξική κοινωνία. Με πρώτη και κύρια, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής της ζωής. Από εκεί και πέρα, η συνειδητή, οικειοθελής ενσωμάτωση των διαφόρων κωδίκων και κυρίως της κομμουνιστικής αξιωματικής που αποτελεί και την θεμελιακή σχέση της κομμουνιστικής ολότητας, μοιάζει με την ”συνήθεια” του Λένιν και είναι τόσο εύκολη για τους ανθρώπους όσο ”το να πίνεις ένα ποτήρι νερό”, όπως έλεγε ο Ιλιένκοφ (αν θυμάμαι σωστά το νόημα αντί της ακριβούς διατύπωσης).
       Οι ”λογικές”, ”διαφανείς” (κατά τον Μάρξ) σχέσεις των ανθρώπων στον κομμουνισμό, είναι τόσο λογικές και διαφανείς ώστε να μην υπάρχει ταξική ανισότητα. Και η διαφάνειά τους έγκειται στο ότι οι κοινωνικές σχέσεις κυλούν ανεμπόδιστα, η ”απόκρυψή τους” (φαντασιακή ή ιδεολογική), δεν γεννά ταξικές αντιθέσεις, η πληροφορία δεν έχει σκοτεινές, άβατες ζώνες ώστε να δημιουργείται μεγάλη, ξενωτική ανισότητα γνώσης (βλ. αστούς ”οικονομολόγους”, που μέσα από μια πολλές φορές σκόπιμα μπερδεμένη γλώσσα θέλουν να μας πείσουν πως η ”εσωτερική υποτίμηση” είμαι μια απόφαση των ειδημόνων).

 
                                                                  Επίλογος

        Προσπάθησα να καλύψω διάφορα κατά τη γνώμη μου σημαντικά θέματα όσον αφορά τον ”κεντρικό σχεδιασμό”, και βλέπω αυτό το κείμενο σαν ένα κείμενο συμβολής στη συζήτηση που πρέπει να ανοίξει. Έχω σκοπό να επιστρέψω, όσο το επιτρέπουν οι υλικές και πνευματικές μου παραγωγικές δυνάμεις, αλλά και τα καθορισμένα όρια (αυτο)λογοκρισίας του διαδικτύου.
        Η χρήση από μέρους μου της ”γενικής θεωρίας των συστημάτων” σε κάποια σημεία της παραπάνω περιγραφής, δεν νομίζω ότι είναι υποχώρηση προς την ”αστική θεωρία”. Η Ιστορία παίζει παράξενα παιχνίδια, τόσο παράξενα ώστε μπορείτε να δείτε στον σύνδεσμο που έδωσα για τον Γκλουσκώφ, πως ο Γκλουσκώφ ήταν ”άριστος γνώστης” της κυβερνητικής, για αυτό και μπόρεσε να είναι διορατικός όσον αφορά το ζήτημα του κεντρικού σχεδιασμού στην ΕΣΣΔ. Ακριβώς επειδή ήταν γνώστης τόσο του μαρξισμού όσο και της θεωρίας των συστημάτων, που τότε χρησιμοποιούσαν οι Αμερικανοί σε διάφορους υπολογισμούς, όπως αναφέρεται και στο άρθρο, και ξεπερνούσαν στον τομέα αυτό τους σοβιετικούς, που έπρεπε να καλύψουν το έδαφος. Η Ιστορία παίζει τόσο παράξενα παιχνίδια, ώστε η θεωρία του Μπογκντάνωφ για τα ”Οργανωμένα Συστήματα”, να αποτελεί κατά το κοινώς λεγόμενο σήμερα έναν από τους προδρόμους της κυβερνητικής. Ναι, του Μπογκντάνωφ στον οποίο ασκεί δριμεία κριτική ο Λένιν στον ”Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό”.

Πηγή: Τάξεις και Ηθική