[…] Αυτοί είναι που πληρώνουν το τίμημα! Για όνομα του Θεού! Εγώ ουρλιάζω! Είναι κάτι το απίστευτο! Αυτοί οι άνθρωποι, είναι, ουσιαστικά, η κατηγορία των μεγάλων ορφανών! Αυτοί είναι, ορφανοί από κυβέρνηση, ορφανοί από θεσμούς, ορφανοί από προστασία, ορφανοί από τα πάντα! Αυτό το κομμάτι, είναι η Ελλάς των Ελλήνων Ορφανών! […] Ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη και το tvxs.gr, σε μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης, σε δύο μέρη.
Στο B’ μέρος της συνέντευξης απαντά διεξοδικά στο ερώτημα: «Ποιες αιτίες μας έφεραν ως εδώ, και τί πρέπει να κάνουμε;», της ακτιβιστικής Έρευνας για την Κρίση, μέσα και από τα θέματα που πραγματεύεται στα τελευταία αστυνομικά του μυθιστορήματα (Ληξιπρόθεσμα δάνειαΠεραίωσηΨωμί, παιδεία, ελευθερία) της Τριλογίας της Κρίσεως, και επιπλέον, αναφέρεται στην σχέση του: με τον κινηματογράφο, τη συγγραφή σεναρίων, και κυρίως με τον μεγάλο Έλληνα σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο που πριν λίγες μέρες, έκλεισε ένας μόλις χρόνος από το θάνατό του.

Ads

Κρ.Π.: Πώς αποφασίσατε να γράψετε την Τριλογία της Κρίσεως;
 
Π.Μ.: Η Τριλογία της Κρίσης, ξεκίνησε ουσιαστικά από τον Μάρτη του 2010. Δηλαδή, περίπου ταυτόχρονα με την εμφάνιση αυτής της κρίσης.

Όταν εκείνο το Μάρτιο άρχισε η συζήτηση για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, για την Ευρώπη, για τους δανειστές, είπα:

Αυτή η κρίση θα μας ταλαιπωρήσει πολλά χρόνια. Δεν υπάρχει περίπτωση να τελειώσει εύκολα. Ήρθε για να μείνει!

Ads

Και τότε, είπα δημόσια, ότι σκοπεύω να γράψω μία τριλογία για δύο λόγους:

Από τη μια μεριά, να επεξεργαστώ τρία θέματα τα οποία έχουν σχέση με την κρίση, και από την άλλη μεριά να παρακολουθήσω από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα, την εξέλιξη του καθημερινού βίου των Ελλήνων, και πώς επηρεάζεται από αυτήν.

Όταν το είπα, ήρθε μία νεαρή δημοσιογράφος και με ρώτησε: Κύριε Μάρκαρη, γράφεται τρία μυθιστορήματα για την κρίση; Λέω, κοιτάξτε να δείτε: Μία τριλογία είναι τρία μυθιστορήματα. Δύο αποκλείεται να είναι! Μου λέει, δεν εννοούσα, όμως, αυτό. Λέω, τί εννοούσατε; Πιστεύετε ότι θα κρατήσει η κρίση τόσο πολύ, που θα εσείς θα έχετε χρόνο να γράψετε τρία μυθιστορήματα; Και είπα: Αν τελειώσει στα τρία, να είσαι ευτυχισμένη! Αυτά, δεν περνάτε εύκολα!

Και ένα από τα μεγάλα λάθη που καταλογίζω στην πολιτική τάξη της Ελλάδας, είναι, ότι ποτέ δεν είχε την τόλμη να πει στους Έλληνες την πραγματική κατάσταση. Πάντοτε τους κοίμιζε! Έλεγε ψέμα, το ήξερε ότι ήταν ψέμα, και το έλεγε! Γι’ αυτό και σήμερα, οι αντιστάσεις των Ελλήνων, είναι τόσο μειωμένες!

Γιατί πέρασαν από τη μία διάψευση στην άλλη, από τη μία απογοήτευση στην άλλη, και ξέρετε πολύ καλά, πόσο φθείρει τις αντιστάσεις του ανθρώπου αυτό!
 
Κρ.Π.: Γι’ αυτό συνυπογράψατε και εκείνο το κείμενο με τίτλο: «Τολμήστε!»;
 
Π.Μ.: Βεβαίως! Διότι, μιλήστε! Πέστε καθαρά τί θα γίνει!

Πέστε το! Όσο κακό κι αν είναι, θα έχει ένα καλό, ότι ο λαός θα είναι προετοιμασμένος να το αντιμετωπίσει. Όχι αυτό που συνέβει, να τού ‘χρονται σβουριχτά τα χαστούκια του κακομοίρη του Έλληνα και να μην ξέρει από πού του ‘ρχονται!

Κρ.Π.: Ένας Έλληνας γνωστός μου οικονομολόγος που ζει στην Αμερική (δυστυχώς δεν θυμάμαι το όνομά του), από το 2002 κιόλας, μου είχε πει ότι «η Ελλάδα, μετά την Ολυμπιάδα, τέλειωσε!».
 
Π.Μ.: Ήταν αλήθεια αυτό!
 
Κρ.Π.: Επίσης, πρόσθεσε, ότι δεν υπάρχει οικοδόμημα να στηρίξει αυτό το… πανηγύρι που συμβαίνει και πως το γνωρίζουν οι κυβερνήσεις και της ΝΔ και του Πασοκ, αλλά κοιτάνε μόνο να επωφεληθούν. Για το τι πρόκειται να συμβεί, έφερε ως παράδειγμα, έναν γάμο που είχε γίνει στο Ισραήλ που καθώς χόρευαν οι καλεσμένοι υποχώρησε από το βάρος το πάτωμα… Δηλαδή, εδώ, το… έγκλημα, ήταν προμελετημένο.
 
Π.Μ.: Να σας πω κάτι; Διαβάστε τον Τσε.

Ο Τσε, λέει, ακριβώς, αυτή την ιστορία, με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Διότι εγώ, από τότε φώναζα: Αυτό είναι καταστροφή!

Θα σας πω μια ιστορία… Ήταν τέλη Ιουλίου – αρχές Αυγούστου του 2004, λίγο πριν ξεκινήσουν οι αγώνες. Παίρνω ένα τηλεφώνημα από έναν Γερμανό, ο οποίος μου λέει, κύριε Μάρκαρη είμαι τεχνικός σύμβουλος της Ολυμπιακής Επιτροπής της Γερμανίας, και ήρθα να δω τα Ολυμπιακά έργα, και θέλω να συζητήσω μαζί σας.

Λέω, συγγνώμη, αλλά εγώ δεν έχω σχέση με τα Ολυμπιακά έργα. Καμία. Μου λέει, άλλα θέματα θέλω να συζητήσουμε. Λέω, καλά. Βρεθήκαμε, και μου λέει:

«Με πήγαν και είδα όλα τα Ολυμπιακά έργα. Μου πλέκανε ένα τρομερό εγκώμιο με έναν τρομερό ενθουσιασμό, πόσο καταπληκτικά θα είναι όλα! Και τους ρώτησα: Καλά, δεν υπάρχει κανείς που να διαφωνεί; Και μου είπαν: Πήγαινε στον Μάρκαρη. Αυτός διαφωνεί!

Και ήρθε να μου πει τώρα «γιατί;». Του λέω, λοιπόν:

Με συγχωρείτε πάρα πολύ. Αυτή η χώρα, είναι μια χώρα η οποία δεν έχει την υποδομή κατ’ αρχήν για να ξεκινήσει Ολυμπιακά έργα. Δεύτερον, αυτό το φαγοπότι κι αυτή η σπατάλη που γίνεται, κάποια στιγμή θα πληρωθεί! Ποιός θα την πληρώσει;

Και γυρίζει και μου λέει: Έχεις απόλυτο δίκιο, εγώ τρόμαξα όταν είδα πώς βγαίνουνε…

Λοιπόν, ήταν γνωστό από τότε. Και πέντε άνθρωποι που είχαν μάτια βλέπανε τί θα γίνει! Αλλά εδώ υπήρχε ένα ολόκληρο σχέδιο  σ’ αυτήν την ιστορία,–και είχε δίκιο ο φίλος σας ο οικονομολόγος- ως αφορμή, να φάνε οι δικοί μας, και να είναι ευχαριστημένοι! Έτσι παίχτηκε το παιχνίδι των Ολυμπιακών Αγώνων!

Σήμερα, πληρώνουμε το τίμημα, και τότε ξεχάσαμε –και να με συγχωρείτε, δεν το λέω καθόλου σεξιστικά- τα μπλουζάκια με τη σημαία, πάνω στα στήθη των γυναικών! Λυπάμαι! Λυπάμαι πάρα πολύ! Εγώ είπα, τα Ολυμπιακά έργα θα τα πληρώσουμε πάρα πολύ ακριβά! Και όχι μόνο τα χρέη που δημιουργούμε, και πολλά άλλα μαζί!

Τί έμεινε; Τίποτα! Τί-πο-τα! Και μου είπε ο Γερμανός, πολύ σωστά: Καλά, από τη Βαρκελώνη δεν μάθατε τίποτα; Η Βαρκελώνη τα έκανε όλα –ουσιαστικά- προκάτ, και μετά τα γκρέμισε. Εσείς δεν το ’δατε; Και του είπα: Συγγνώμη, και ποιος θα ‘τρωγε τα λεφτά αν γινόταν έτσι;

Συνεπώς, υπάρχει ένα έγκλημα κατ’ εξακολούθησιν! Δεν ήταν στιγμιαίο! Αυτό ήθελα να δείξω και με την Τριλογία. Ότι, ξέρετε, το έγκλημα, δεν είναι στιγμιαίο! Δεν μας πήγε κάπου στραβά, δεν σκαλώσαμε και πέσαμε΄ το πάτωμα ήτανε τρύπιο και γκρέμισε!

Κρ.Π.: Και αν σκεφτούμε, ότι μέσα σε σχεδόν 6 – 7 χρόνια, από την ώρα που έγινε εθνικό μας νόμισμα το ευρώ, μπήκαμε, στο ΔΝΤ…
 
Π.Μ.: Ναι, αλλά εάν συνυπολογίσετε, ότι από το 1980 που μπήκαμε στην τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα, τα λεφτά που δόθηκαν, σπαταληθήκανε και φαγωθήκανε, είτε ήταν Αγροτικές Επιδοτήσεις, είτε ήταν τα περίφημα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, είτε ήταν τα Κοινοτικά Πακέτα Στήριξης, εάν τα πάρετε και τα δείτε, θα τρομάξετε!

Συνεπώς, αυτό το οποίο, ουσιαστικά, γκρέμισε σ’ αυτήν την επταετία την Ελλάδα, είχε τις ρίζες του, ήδη, στο 1980.

Κρ.Π.: Δηλαδή, το πώς χειριστήκαμε όλα αυτά τα λεφτά…
 
Π.Μ.: Ε, βεβαίως! Γι’ αυτό τους λέω: άπειρα λεφτά μπήκανε στην Ελλάδα! Μην κρύβεστε πίσω απ’ το δάχτυλό σας! Το αν τα φάγατε και τα σπαταλήσετε, γι’ αυτό δεν ευθύνεται καμία Ευρωπαϊκή Κοινότητα!

Το μόνο για το οποίο ευθύνεται η ΕΕ; Το είπα μια μέρα και σε έναν Αυστριακό πολιτικό: Κοιτάξτε να δείτε, εμείς φταίμε! Δεν θα διαφωνήσω. Αλλά ένα πράγμα θα σας καταλογίσω. Πότε ήρθε η ΕΕ στην Ελλάδα να πει: Για καθίστε ρε παιδιά, αυτά είναι λεφτά του Ευρωπαίου φορολογούμενου. Θέλουμε να ελέγξουμε πώς τα διαχειρίζεστε! Το έκανε ποτέ; Μη μου λέτε, λοιπόν, ότι δεν ξέρατε! Δεν θέλατε να ξέρετε! Αυτή είναι η αλήθεια!

Ξέρετε τι μου είπε; Έχετε απόλυτο δίκιο, αλλά οι Γάλλοι, με τους Γερμανούς δεν θέλαν ποτέ έλεγχο.

Λοιπόν, με συγχωρείτε! Αυτό ήταν ένα έγκλημα διαρκείας! Και διήρκησε, ουσιαστικά, μία τριακονταετία, ώσπου εκδηλώθηκε η κρίση, πραγματικά. Αυτή είναι η αλήθεια. Αυτή είναι η καταραμένη τριακονταετία!

Κρ.Π.: Και επειδή μιλάμε για έγκλημα, η δικαιοσύνη στην Ελλάδα, τί κάνει; Διότι, εκτός από αυτή την 30κονταετή διαφθορά, που το χρήμα διέβρωσε τα πάντα, βλέπουμε σήμερα να διώκονται άνθρωποι με κοινωνικό έργο, ή άνθρωποι που υποστηρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, να διαπομπεύονται και να φυλακίζονται οροθετικές πόρνες, εκτός του ότι καταδικάζονται μετανάστες π.χ. για 7 ολόκληρα χρόνια, επειδή πείναγαν και έφαγαν μια προβατίνα! Ή τώρα, αυτό που έγινε με την επίταξη των απεργών. Τί συμβαίνει; Δεν υπάρχει τίποτα πια σ’ αυτή τη χώρα;

Π.Μ.: Το ξέρω! Η χώρα έχει καταρρεύσει! Όχι, ότι είναι σε κατάρρευση… Έχει καταρρεύσει! Όλα τ’ άλλα είναι περιττά να τα συζητάμε.

Την ίδια στιγμή που καταδικάζουν ανθρώπους αθώους, την ίδια στιγμή αφήνουν τον Ματζιώτη ελεύθερο, ή ακόμη χειρότερα, τον Ψωμιάδη. Λοιπόν, εγώ, τί εμπιστοσύνη να χω σ’ αυτούς; Και να πω, για τον Ματζιώτη… άντε ήταν παραγραφή …άντε αργήσανε. Τον Ψωμιάδη; Τον Ψωμιάδη τον αφήνεις και φεύγει;

Αυτό είναι το χαρακτηριστικό δείγμα της ελληνικής δικαιοσύνης σήμερα: Ο Καπετανόπουλος που την πληρώνει, και ο Ψωμιάδης που φεύγει από το δικαστήριο κουνώντας τα χέρια του! Αυτό είναι όλο.

Δηλαδή, πραγματικά δεν το αντέχω αυτό το πράγμα. Δεν μπορώ.

Εντάξει, είναι τρομερή η κρίση. Εντάξει, έχουμε 30% ανεργία. Κάποια στιγμή όμως, δεν μπορούμε να ξεχνάμε ότι έχουμε δικαιώματα! Δεν μπορούμε να αποδεχόμαστε τον τίτλο του ορφανού! Δεν γίνεται αυτό! Επειδή, όπως είπα, στους ανθρώπους… έχει πέσει σαν κατραπακιά όλο αυτό, και έχουν ζαλιστεί… Αλλά κάπως πρέπει να τους βοηθήσουμε να βγουν απ’ τη ζαλάδα! Δεν γίνεται!

Και δεν μπορώ να δεχθώ (όχι να καταλάβω, αλλά να δεχθώ!) ότι δικαστικοί λειτουργοί, για να διεκδικήσουν μισθούς, μπορούν να κάνουν αυτήν την τρομερή ζημιά, να δικάζουν μία με δύο ώρες την ημέρα, μέχρι πριν από μία εβδομάδα (γιατί τώρα την σταματήσαν την απεργία).
 
Και λες, είναι δυνατόν να είσαι δικαστικός λειτουργός, να υπάρχουν άνθρωποι κάτω οι οποίοι διεκδικούν δεδουλευμένα, κλπ., και συ να μη δικάζεις, και να λες εγώ θέλω τα λεφτουδάκια μου; Γιατί αυτό κάνεις!

Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Το δεύτερο όμως, μεγάλο πρόβλημα, ξέρετε ποιό είναι; Ουσιαστικά, το τεράστιο έλλειμμα Παιδείας που έχει αυτή η ελληνική κοινωνία!

Τα ελλείμματα, δεν είναι μόνο χρηματικά ή χρηματιστηριακά. Είναι και άλλα! Είναι και ελλείμματα αξιών! Και η Παιδεία, είναι ένα τεράστιο έλλειμμα στην Ελλάδα! Μη γελιόμαστε…
 
Κρ.Π.: Μα ξεκινάει από τα ίδια τα βιβλία που υπάρχουν στα σχολεία. Που η νεώτερη ιστορία κακήν κακώς, τελειώνει ουσιαστικά, με το Αλβανικό και τη Βέμπο!
 
Π.Μ.: Βλέπετε ότι αυτό το έλλειμμα Παιδείας το οποίο μας βασανίζει εδώ και δεκαετίες, κανείς δεν θέλει να το αντιμετωπίσει.

Διότι, το να το αντιμετωπίσει, σημαίνει να χαλάσει ένα σύστημα, το οποίο εξωσχολικά είναι εξαιρετικά προσοδοφόρο! Δεν το πειράζει, λοιπόν. Το αφήνει! Δεν είναι τυχαίο, πως όποια συζήτηση κι αν γίνεται, είναι για τα Πανεπιστήμια! Κανείς δεν ασχολείται με τη Μέση Εκπαίδευση στην Ελλάδα. Εγώ δεν το έχω ξαναδεί αυτό το πράγμα! Δεν το καταλαβαίνω με τίποτα!

Και ξέρουμε, ότι ουσιαστικά, είναι μια άσκηση παπαγαλίας στα φροντιστήρια, αυτό που κάνουν τα παιδιά! Αλλά έτσι, κάποιοι κερδίζουν λεφτά, κάποιοι έχουν δουλειά, κάποιοι έχουν θέσεις εργασίας! Μα, δεν μπορείς να έχεις θέσεις εργασίας, οι οποίες είναι επιζήμιες για το κοινωνικό σύνολο!
 
Κρ.Π.: Είναι παραπαιδεία… Αυτό λέτε…
 
Π.Μ.: Ναι! Είναι επιζήμια για τα κοινωνικό σύνολο! Τί νόημα έχει αυτή η θέση εργασίας;
 
Κρ.Π.: Επειδή, ξεκινήσατε ήδη να μιλάτε για τις αιτίες, και το ερώτημα της έρευνας είναι «Ποιες αιτίες μας έφεραν ως εδώ, και κυρίως τι πρέπει να κάνουμε;». Στην τριλογία σας, τα τρία κύρια θέματα των αιτιών που θέτετε, ποιά είναι;
 
Π.Μ.: Ξεκίνησα στο πρώτο, με τις τράπεζες και με αυτό το ντόπινγκ που έκαναν, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ιταλία και στην Ισπανία, κλπ. Τρομερό ντόπινγκ! Θέλεις λεφτά; Πάρ’ τα! Σου στέλνω στο σπίτι με το ταχυδρομείο πιστωτική κάρτα! Πάρ’ την! Λοιπόν, αυτό ήταν ένα ντοπάρισμα κανονικότατο, και όπως όλα τα ντόπινγκ, κατέστρεψε τον… οργανισμό – τον κοινωνικό ιστό μας.

Το δεύτερο, ήταν -και είναι- για μένα, η φοροδιαφυγή, όχι απλώς μόνο επειδή χάνουμε τεράστια έσοδα –που τα χάνουμε!-, αλλά γιατί ουσιαστικά, θέτει ένα τεράστιο ερώτημα κοινωνικής συνείδησης… Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι αυτό το κράτος είναι ανίκανο ή απρόθυμο να κυνηγήσει τους φοροφυγάδες. Είναι, ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, θεωρεί θεμιτό να κλέβει από το κράτος τη δυνατότητα κοινωνικών παροχών.

Και διότι, αυτό που είπατε προηγουμένως*, ισχύει περισσότερο στο θέμα της φοροδιαφυγής: Δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στο κράτος και στη λειτουργία του ο Έλληνας! Εξ ου και λέει: Ας έχω εγώ τα λεφτουδάκια μου εξασφαλισμένα, κι ας πάει να κάνει το κράτος ότι θέλει!
 
Το τρίτο μυθιστόρημα και τα τελευταίο, είναι για τη γενιά του Πολυτεχνείου.

Γιατί, θεωρώ, ότι η γενιά του Πολυτεχνείου, στο βαθμό που άλωσε: Πολιτική, Συνδικαλισμό και Παιδεία, έχει τεράστιες ευθύνες!

Κρ.Π.: Η γενιά του Πολυτεχνείου, ηλικιακά, όχι ότι όλοι αυτοί που ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο…
 
Π.Μ.: Ηλικιακά.
 
Κρ.Π.: Γιατί, εκείνοι που ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο –και δεν μιλάμε για τις εξαιρέσεις- δεν έχει να κάνει με όλη αυτή την κατάσταση… 

Π.Μ.: Αυτή η γενιά, η οποία, ουσιαστικά, όμως, ένα κομμάτι της, εξαργύρωσε την Αντίσταση που έκανε.

Κρ.Π.: Και δυσφήμισε και τους υπόλοιπους…

Π.Μ.: Αντίθετα, ότι και να καταλογίσω στην Αριστερά του εμφυλίου, ένα δεν μπορώ να μην της το αναγνωρίσω: Πλήρωσε πολύ ακριβά το τίμημα!
Η γενιά του Πολυτεχνείου, εισέπραξε! (Ένα κομμάτι της! Όχι όλο!)

Και το μόνο που κάνω στο τρίτο μυθιστόρημα, είναι να δω αυτή τη γενιά, μέσα από τα μάτια των παιδιών της, των σημερινών ανέργων με τα Πτυχία!
 
Κρ.Π.: Που είναι και καταχρεωμένα για δεκαετίες!

Π.Μ.: Αυτό! Λέω, πώς βλέπουν και αξιολογούν αυτά τα παιδιά -στην κατάσταση την τραγική που βρίσκονται σήμερα- τους γονείς τους. Διότι για μένα, είναι μεγάλο πρόβλημα. Κι αυτό, είναι ένα τραύμα καινούργιο, το οποίο σοβεί! Ακόμα δεν βγήκε. Θα βγει, όμως!

Εμείς, το κακό το βλέπουμε, όταν το… φάμε και μετά! Θα συμβεί, όμως! Θα το βρείτε μπροστά σας!
 
Κρ.Π.: Μα, το 2008 με το Γρηγορόπουλο, δεν ήταν ένα ξέσπασμα…
 
Π.Μ.: Έτσι είναι πάντα η Ελλάδα. Η Ελλάδα τρέχει και δε φτάνει! 
 
Κρ.Π.: Για το ποιες αιτίες μας έφεραν ως εδώ, απαντήσατε και μέσα από την Τριλογία σας. Υπάρχει κάτι άλλο;
 
Π.Μ.: Τις αιτίες που μας έφεραν εδώ, τις είπαμε όλες. Πραγματικά τις είπαμε, όλες.

Να σας πω, ένα παράδειγμα, που το λέω πάντα. Η Ελλάδα στην πορεία της ιστορίας της, ήταν ένας ασθενής που τον έτρεφαν ενδοφλέβια. Ο κάθε γιατρός ξέρει, ότι όταν σταματήσεις την ενδοφλέβια τροφή, επαναφέρεις αργά τον οργανισμό σε κανονική διατροφή, γιατί αλλιώς θα πάθει μεγάλη ζημιά. Εμείς ήμασταν ο λαός που όταν του αφαίρεσαν την ενδοφλέβια διατροφή, τού ‘βαλαν μπροστά του ένα ταψί αρνάκι και πατάτες! Τέρμα! Δεν άντεξε!

Το δεύτερο, που επίσης το λέω πάντα, είναι ότι δεν υπάρχει αντιμετώπιση της φτώχειας, χωρίς αποδοχή της φτώχειας! Πρέπει πρώτα να πεις είμαι φτωχός, κάτι πρέπει να κάνω!

Όταν λες, είτε ότι, εγώ δεν είμαι φτωχός, με κλέψανε! Είτε ότι, δε με ενδιαφέρει ποσώς πως είναι οι άλλοι, εγώ τα προνόμιά μου τα θέλω, δεν πρόκειται να αντιμετωπίσεις τη φτώχεια! Δεν γίνεται!
 
Κρ.Π.: Μα, με όλα τα προβλήματα, για να βρεις λύση, δεν πρέπει πρώτα να τα έχεις αποδεχθεί;

Π.Μ.: Πρώτα είναι η αποδοχή! Το να λες άλλα ντ’ άλλων δεν έχει σημασία! Καμία! Πρέπει να το πεις ευθαρσώς! Ξέρεις, κύριε; Φτώχυνα! Κάτι πρέπει να κάνω τώρα!

Κοιτάξτε όλη αυτή τη δυστυχισμένη γενιά του ’50, πως πάλευε, γιατί ήξερε ότι ήταν φτωχειά!
 
Εγώ όταν ήρθα το 1964 στην Αθήνα, όταν περπατούσα στις συνοικίες αυτές, τις εργατικές(Δραπετσώνα, Μοσχάτο, Κερατσίνι) είδα το πιο αντιαισθητικό όνειρο ζωής που είχα δει ποτέ μου: Τις μονοκατοικίες με τις σιδεριές του μπετόν που εξείχαν!

Αυτό ήταν ένα όνειρο, όμως! Του δεύτερου ορόφου! Για την κόρη, για τον γιο. Και οι οικογένεια στερούνταν από το φαγητό της για να το πετύχει. Δεν πήγαινε να πει, πάρ’ τα δάνεια και τις κάρτες. Γιατί είχε αποδεχτεί, ότι ήταν φτωχιά, κι αγωνιζόταν.

Εμένα η απελπισία μου η μεγάλη, όταν μιλάω, είναι ότι δεν θέλουνε να αποδεχθούν ότι είμαστε πια φτωχοί! Τελείωσε! Έληξε! Δεν έχει σημασία, αν είναι δίκαιο, άδικο, είμαστε πια φτωχοί! Κάτι πρέπει να κάνουμε, λοιπόν!

Κρ.Π.: Τί πρέπει να κάνουμε;
 
Π.Μ.: Εκείνο το οποίο πρέπει να κάνουμε, είναι πρώτ’ απ’ όλα, να ασκήσουμε μια τρομερή πίεση πάνω στην πολιτική τάξη, να βάλει σε τάξη το δημόσιο χώρο.

Ο φίλος μου ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ο σκηνοθέτης, μου είπε κάτι πάρα πολύ καλό:

Πέτρο μου, μην έχεις αυταπάτες, το ελληνικό δημόσιο νίκησε την Ελλάδα! Αυτό είναι όλο!

Λοιπόν, πρέπει να ασκηθεί μία πίεση. Και πρέπει να βρεθούν, εκείνη η δυναμική, κι εκείνη η οργανωτική δυνατότητα να αντιδράσει ο κόσμος!  Πρώτ’ απ’ όλα, πιέζοντας, αυτή την πολιτική τάξη. Μου λένε δεν μπορούμε… Δεν μπορούμε να την αλλάξουμε; Να το δεχτώ. Μπορούμε όμως, να την πιέσουμε περισσότερο! Και δεν το κάνουμε!

Το δεύτερο είναι, ότι θα πρέπει ο μέσος Έλληνας να καταλάβει, ότι δεν έχει μόνο υποχρεώσεις αλλά και δικαιώματα σ’ αυτή τη ζωή! Και μπορεί να απαιτήσει, αν όχι και αύξηση μισθών, καλύτερη λειτουργία του ριμαδιασμένου του κράτους! Καλύτερη λειτουργία των νοσοκομείων του, καλύτερη λειτουργία των ταμείων του. Μπορεί να το απαιτήσει! Δεν το απαιτεί!

Κρ.Π.: Μα πλέον τα βασικά δικαιώματα, τα παρουσιάζουν σαν προνόμια. Δηλαδή, την εργασία, την ασφάλεια, την Παιδεία, την Υγεία…

Π.Μ.: Δεν καταλαβαίνει ότι έχει δικαιώματα ο Έλληνας! Δεν το καταλαβαίνει! Και δεν το καταλαβαίνει, γιατί επί 30 χρόνια τώρα… (παλιά το ήξερε καλύτερα. Το ξέρω, εγώ, απ’ τη γενιά μου), ουσιαστικά, είχε δημιουργήσει μία σχέση όχι δικαιωμάτων και διεκδικήσεων, αλλά παροχών, με το κράτος.

Κρ.Π.: Δεν ήταν πολίτης. Μόνο πήγαινε και ψήφιζε…
 
Π.Μ.: Γιατί χωρίς να το καταλάβει, μετατράπηκε σε υπήκοο! Δεν το κατάλαβε, αλλά του ‘γινε.

Δεν καταλάβαινε, ότι, ξέρεις; πρέπει να υπερασπίζεσαι και να διεκδικείς τα δικαιώματά σου, και όχι αντίθετα, να σου λέει το κράτος, έλα τώρα, σκάσε, πάρε 300 ευρώ επίδομα και μη μιλάς! Και συ να λές, ευχαριστώ πολύ, τι καλά που περνάω! Γιατί σήμερα το βρίσκεις μπροστά σου.

Αυτή η λογική, της αποδοχής της φτώχειας, έχει ακριβώς, ως παράμετρο, και την συνειδητοποίηση των δικαιωμάτων που έχεις! Γιατί έχεις! Γιατί δεν θέλεις, αυτό, να το αξιοποιήσεις; Γιατί κάθεσαι, ουσιαστικά, και λες: Α! Τελειώσανε τα επιδόματα και τα προνόμια, είμαι χαμένος! Και κάθεσαι στη γωνία σου! Ε, πρέπει να παλέψεις! Δεν γίνεται αλλιώς!

Κρ.Π.: Άρα, λέτε, ότι πρέπει να παλέψει ο ελληνικός λαός…
 
Π.Μ.: Όχι απλώς, πρέπει να παλέψει. Πρέπει από αύριο το πρωί να βγει και να διεκδικήσει!

Ξέρετε που είναι για μένα τα προβλήματα τα μεγάλα; Το μεγάλο πρόβλημα αυτής της κατάστασης, είναι ο τρόπος με τον οποίο, δρα και αντιδρά ,η Αριστερά στην Ελλάδα. Μη γελιέστε. Εγώ είμαι μεγάλος, και ξέρω την περίοδο όπου η Αριστερά έβγαινε μπροστά για να διεκδικήσει η κοινωνία.

Σήμερα, η Αριστερά αυτή, πλέον, ουσιαστικά, καλύπτει τα κεκτημένα και τίποτα παραπάνω!

Δεν μπορεί, αυτή να κάνει τίποτα, λοιπόν! Και εδώ έχει ένα μεγάλο πρόβλημα και ο Έλληνας. Τί να κάνει αυτός; Δεν μπορεί να γίνει ξαφνικά από τη μια μέρα στην άλλη διεκδικητής, την στιγμή που δεν έχει αυτές τις δυνάμεις που θα του πουν: Έλα εδώ, αύριο το πρωί κατεβαίνουμε, όχι για τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, αλλά για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα.

Δεν το λέει κανείς! Και εγώ διαβάζω όλες τις δηλώσεις, κλπ. Και τα λέω και στους παλιούς. Τους λέω, παιδιά, δεν έχετε να πείτε καμιά κουβέντα, γι’ αυτόν τον έρημο τον πολίτη που πρέπει να πάει στη δουλειά του, και πάει τόσες μέρες με τα πόδια; Γι’ αυτόν, δεν έχετε μια κουβέντα;
 
Κρ.Π.: Και αυτός ο πολίτης, μπορεί να μην ψήφισε στη ζωή του, ποτέ, όσους ευθύνονται γι‘ αυτήν την κατάσταση. Ενώ πολλοί από εκείνους που κάνουν την απεργία, μπορεί και να τους ψήφισαν και στις προηγούμενες εκλογές…

Π.Μ.: Βεβαίως και την ψήφιζαν, και βεβαίως σας πληροφορώ, ότι μετακινούνται από το ένα κόμμα κλαδικών συμφερόντων, στο επόμενο κόμμα κλαδικών συμφερόντων! Αυτό κάνουν!

Κρ.Π.: Απ’ την άλλη μεριά όμως, δεν χρειάζεται μία απεργία διαρκείας, για να διεκδικήσεις σήμερα, και να πιέσεις; Αλλά όχι μόνο ένας κλάδος για τα δικαιώματά του. Δεν πρέπει να συσπειρωθούνε όλοι οι κλάδοι; Δεν πρέπει να πούμε, κατεβαίνουμε σε μία απεργία και σε μία διεκδίκηση, όλοι, για όλους; 

Π.Μ.: Ε, πούν’ το αυτό;
 
Κρ.Π.: Αλληλεγγύη… Αυτή η λέξη έχει ξεχαστεί;

Π.Μ.: Αυτό το οποίο εγώ βλέπω, είναι ουσιαστικά, μία λογική διεκδίκησης κλαδικών συμφερόντων, μεμονωμένων και αποσπασματικών! Δεν βλέπω τίποτ’ άλλο!

Κρ.Π.: Μα, είναι δυνατόν, οι συνδικαλιστικοί φορείς των δημοσίων και των ιδιωτικών να είναι χωρισμένοι, και μάλιστα από το νόμο; Κατ’ αρχάς, αυτός είναι ο πρώτος και κύριος ρατσισμός που υπάρχει στην Ελλάδα. Ο δημόσιος και ο ιδιωτικός υπάλληλος! 
 
Π.Μ.: Αυτός ο διαχωρισμός των υπαλλήλων, υπάρχει και σ’ άλλες χώρες. Υπάρχει και στην Ισπανία…
 
Κρ.Π.: Υπάρχει όμως, ένας φορέας που τους ενώνει…

Π.Μ.: Βέβαια, γιατί υπάρχει από πάνω ένας κοινός φορέας, ο οποίος ουσιαστικά, τους καλύπτει όλους. Δεν υπάρχει ΑΔΕΔΥ και ΓΣΕΕ, αυτό δεν υπάρχει. Όχι.

Κρ.Π.: Εδώ, δεν έχουμε ένα πρόβλημα, κατ’ αρχάς από αυτό και μόνο;

Π.Μ.: Μα δεν είναι μόνο αυτό. Εδώ, έχουμε φτάσει σε ένα άλλο σημείο, τρομερό: Όταν μιλάμε για κινητοποίηση, και όταν μιλάμε για απεργία, μιλάμε μόνο για το Δημόσιο! Δηλαδή, ουσιαστικά, ο ιδιωτικός τομέας σπανίως απεργεί!

Κι έχουμε, δε, φτάσει, να ταυτίσουμε τις κινητοποιήσεις μόνο με το Δημόσιο! Το άλλο κομμάτι δεν μετράει. Εξ ου, και δεν μετράει για όλους αυτούς, και το άλλο μεγάλο κομμάτι που πλήττεται από την ανεργία, γιατί αυτό πληρώνει! Γι’ αυτό εγώ τρελαίνομαι! Ποιός μιλάει για τους άνεργους; Ποιός μιλάει γι’ αυτούς; Έχουμε φτάσει το 30%, περάσαμε την Ισπανία! Ποιός μιλάει γι’ αυτούς τους ανθρώπους;

Κρ.Π.: Επίσης, ποιος μιλάει για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, και τους μικρούς ελεύθερους επαγγελματίες που έχουν κατακερματιστεί;
 
Π.Μ.: Ναι! Ποιός τους εκπροσωπεί όλους αυτούς;

Από ένα σημείο και μετά, εμείς, ίσως, κάναμε ένα μεγάλο λάθος. Ίσως κάναμε μια μεγάλη παρεξήγηση:

Ανεξαρτήτως του κόμματος που ψηφίζαμε, είχαμε την αυταπάτη ότι ψηφίζαμε κυβέρνηση Ελλήνων, ενώ ψηφίζαμε κυβέρνηση Ελλήνων Δημοσίων Υπαλλήλων! Αυτή είναι η διαφορά! Πέσαμε σ’ αυτήν την παγίδα όλοι μας!

Διότι, εγώ, κοιτάζω γύρω μου, και βλέπω κόμματα, που μόνο αυτό υπερασπίζονται!  
 
Κρ.Π.: Μα, γιατί, έχουμε την ίδια κυβέρνηση, που μας έφερε στο σημείο που μας έφερε; Ποιοί τους ψηφίζουν αυτούς τους ανθρώπους; Οι άνεργοι; Οι ιδιωτικοί υπάλληλοι; Ή οι μικροί ελεύθεροι επαγγελματίες που έχουν καταστραφεί;
 
Π.Μ.: Έχουν καταστρέψει όλη τη μικρομεσαία τάξη της Ελλάδας. Δεν υπάρχει! Έχουν καταστρέψει το 30% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα.

Και όλη μέρα ασχολούμαστε με τις διεκδικήσεις των λειτουργών του Δημοσίου! Δεν έχω τίποτα εναντίον τους. Αυτό, όμως, δείχνει, το πόσο βαθιά κατακερματισμένη είναι αυτή η κοινωνία! Και ότι αυτό στην Ελλάδα, είναι θεσμοθετημένο!

Κρ.Π.: Και δεν ασχολείται ουσιαστικά κανείς με εκείνους τους ανθρώπους που, ενώ δεν στήριζαν εκείνους -και τις πρακτικές τους!- οι οποίοι κατά κύριο λόγο δημιούργησαν αυτή την κατάσταση, έχουν υποστεί με τον χειρότερο όλη αυτή την εξαθλίωση.

Π.Μ.: Αυτοί είναι που πληρώνουν το τίμημα! Για όνομα του Θεού! Εγώ ουρλιάζω! Είναι κάτι το απίστευτο! Αυτοί οι άνθρωποι, είναι, ουσιαστικά, η κατηγορία των μεγάλων ορφανών! Αυτοί είναι, ορφανοί από κυβέρνηση, ορφανοί από θεσμούς, ορφανοί από προστασία, ορφανοί από τα πάντα! Αυτό το κομμάτι, είναι η Ελλάς των Ελλήνων Ορφανών!

Κρ.Π.: Πώς να αντιμετωπίσουμε όλα αυτά, λοιπόν;
 
Π.Μ.: Σε ένα επίπεδο, το μόνο το οποίο, πραγματικά, μπορούμε να κάνουμε… γιατί εγώ διαβάζω, και ακούω να λένε, π.χ. να πάρουμε τη δόση! Μη με τρελαίνετε με τη δόση! Δεν είναι αυτό το πρόβλημα της Ελλάδας.

Εκείνο το οποίο πρέπει να βοηθήσουμε όλοι, για να κάνουν ειδικά αυτοί οι άνθρωποι, είναι να τους πείσουμε ότι πρέπει ουσιαστικά να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Πρέπει να τους πείσουμε, ότι δεν είναι ορφανοί! Δεν είναι ορφανοί! Έστω, και λίγους συγγενείς, έχουν!  Διότι αυτό είναι το πρώτο που πρέπει να κάνουμε! Αυτοί οι άνθρωποι είναι χαμένοι τελείως!

Κρ.Π.: Πώς να τα διεκδικήσουν; Να βγουν όλοι μαζί να κάνουν απεργία πείνας; Τί να κάνουνε;
 
Π.Μ.: Αν κατεβαίνανε όλοι αυτοί οι οποίοι είναι άνεργοι, σε μία οργανωμένη αντίδραση απέναντι στο κράτος. Δηλαδή, ξέρετε πώς; Πολύ απλά:

Κατεβαίνουμε αύριο όλοι μαζί, όσοι μπορούμε πιο πολλοί, και λέμε: Κοιτάξτε μας, εμείς είμαστε οι άνεργοι της Ελλάδας!

Κρ.Π.: … ή οι άποροι της Ελλάδας, οι ανασφάλιστοι της Ελλάδας, κλπ.

Ξέρεις τι θα γίνει αν το κάνουνε; Ένα κομμάτι στην Αθήνα, ένα κομμάτι στην Θεσσαλονίκη(που έχει και χειρότερο πρόβλημα). Και να πούνε, κοιτάξτε μας! Μπορείτε και να μας φωτογραφίσετε! Ξέρετε τι θα γίνει την άλλη μέρα το πρωί;  Υπάρχουν τρόποι! Δηλαδή, πραγματικά υπάρχουν τρόποι!

Ακούστε, αυτοθυσία και γενναιοδωρία στους ανθρώπους δεν υπάρχει. Όχι μόνο σε μας, πουθενά! Εγώ λέω πολλές φορές, όταν μου λένε οι Γερμανοί και άλλοι: Κοιτάξτε, εγώ είμαι 75 χρονών, στα 75 αυτά χρόνια, δεν έχω δει πλούσιο που να λέει: Δεν ξέρετε πόσο ευτυχισμένος είμαι, θα μοιραστώ την περιουσία μου με τους φτωχούς! Τό ‘χει πει κανείς;
 
Κρ.Π.: θα ακουγόταν ως ανέκδοτο…
 
Π.Μ.: Από εκεί λοιπόν, μην περιμένετε. Το άλλο, τα οποίο μπορεί να γίνει, είναι να κατέβουν να διεκδικήσουν παράταση του επιδόματος ανεργίας για ένα επιπλέον χρόνο. Στους δώδεκα μήνες, αυτοί είναι στο δρόμο όλοι! Να πουν, κόψτε από αλλού, αλλά εμάς, θα μας δώσετε ακόμα ένα δωδεκάμηνο το επίδομα. Θα πεθάνουν οι οικογένειές μας! Τί να γίνει δηλαδή;

Πού είναι η Αριστερά; Γιατί δεν το κάνει; Πού ‘ντην; Συγγνώμη, αλλά από ένα σημείο και μετά, όλοι αυτοί παίζουν τις κουμπάρες! Λέω, λοιπόν, βγαίνετε και φωνάζετε για τους εργαζόμενους στο μετρό, και καλά κάνετε. Βγήκατε πότε, όμως, να πείτε: Κατεβάζουμε αύριο, όλους τους Έλληνες ανέργους στο δρόμο για να διεκδικήσουν, π.χ. δώδεκα μήνες ακόμα, επίδομα ανεργίας, κλπ; Ποιός θα το κάνει; Λοιπόν, ψάχνω τρόπο, να βρω, να τους κατεβάσουμε κάτω, όλους αυτούς…

Κρ.Π.: Τέλος, ως σεναριογράφος, και για τη σχέση σας με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τί έχετε να πείτε;
 
Π.Μ.: Για μένα η απώλεια του Θόδωρου, ήταν μία τρομερή απώλεια. Όχι μόνο επειδή συνεργαστήκαμε μαζί, αλλά επειδή είμαστε 40 χρόνια φίλοι, κι αχώριστοι.

Δηλαδή, ήξερε για μένα κι ήξερα γι’ αυτόν, τα πάντα! Ξέραμε τις οικογένειές μας. Είμαστε πολύ δεμένοι άνθρωποι. Κι είχαμε, πέραν αυτού, τρόπο ειδικό, πάντοτε να συνεννοούμαστε, όχι σε επίπεδο αλληλολιβανίσματος, αλλά μαλώνοντας. Μαλώναμε συνέχεια!

Ήταν κάτι το απίστευτο οι καυγάδες που είχαμε. Αλλά, οι καυγάδες αυτοί, ήταν καυγάδες παραγωγικοί.

Κάποτε είμαστε στη Βενετία, και είπε, εγώ τον Πέτρο τον αγαπώ και τον θέλω, γιατί είναι ο μόνος που μου λέει τα πράγματα ωμά, όπως θέλω να τ’ ακούσω. Δεν τα ωραιοποιεί ποτέ.

Λοιπόν, αυτή η σχέση, δεν αντικαθίσταται εύκολα, ούτε και μπορεί να περάσει στο περιθώριο. Εμένα, η απώλεια του Θόδωρου, είναι μια απώλεια καθημερινή, ακόμα και σήμερα που μιλάμε, μετά από έναν χρόνο.

Και ξέρετε ποια ήταν μεγάλη ικανοποίηση με τον Θόδωρο; Καταλαβαίναμε ο ένας τον άλλο, όχι μόνο γιατί οι χαρακτήρες μας ήταν κοντά, αλλά και γιατί ήμασταν η ίδια γενιά. Και είχαμε τις ίδιες εμπειρίες, την ίδια μνήμη, και είχαμε και την ίδια ματιά πάνω στην κοινωνία.

Κάποτε μου είπε: Ξέρεις γιατί δουλεύουμε καλά εμείς οι δυο; Του λέω, για πες μου ρε Θόδωρε γιατί δουλεύουμε καλά εμείς οι δύο; Γιατί εσύ έχεις μια ματιά καταπληκτική πάνω στο παρόν, και εγώ έχω μια ματιά πολύ διεισδυτική πάνω στο παρελθόν. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλον. Είχε δίκιο! Είναι, όντως, έτσι.

Κρ.Π.: Στην ταινία «Η Σκόνη του Χρόνου», λέει, σε μία σκηνή: Τίποτα ποτέ δεν τελειώνει…
 
Π.Μ.: Η Η Σκόνη του Χρόνου, ήτανε ένας διάλογος που κάναμε… Και μου είπε, κοίταξε να δεις, εγώ θέλω να κάνω ένα διάλογο με το παρελθόν, αλλά όχι το παρελθόν μόνο το Αριστερό, γενικότερα το παρελθόν. Τι σήμαινε αυτή η εποχή για μας;

Αρχίσαμε λοιπόν, τη συζήτηση πάνω στην εξορία, πάνω στην Τασκένδη, πάνω στο τι σημαίνει να χάσεις τη σχέση με τα παιδιά σου, όλα αυτά, για να καταλήξουμε τελικά, μέσα από ποιες διαδρομές ξενιτιάς ο Έλλην επιβιώνει. Γιατί αυτό ήταν το ερώτημα, στο τέλος.

Ξεκινήσαμε, λοιπόν, από τη συνέχεια, ουσιαστικά του πρώτου, δηλαδή απ’ Το Λιβάδι, πώς γίνεται αυτός ο χωρισμός; Με τον αγαπημένο, με τον άντρα, με τα παιδιά, τι σημαίνει αυτό; Για να καταλήξουμε στο ερώτημα, μέσα από ποιες διαδρομές ξενιτιάς, ο Έλληνας μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Αυτό ήταν το τελικό ερώτημα. Αλλά αυτό για να το θέσουμε, μας πήρε ένα εξάμηνο.

Όπως, η ίδια ιστορία, η τρελή ιστορία, που πέρασα εγώ, μαζί του, με το Βλέμμα του Οδυσσέα.

Όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε το Βλέμμα του Οδυσσέα, μου έλεγε: Θα το γυρίσω στο Σαράγιεβο. Κι έλεγα, Θόδωρε, αυτά είναι βλακείες. Δεν μπορείς να πας στο Σαράγιεβο και να γυρίσεις ταινίες, εκεί γίνεται χαμός! Θα βρω έναν τρόπο, έλεγε εκείνος. Κάποια στιγμή, του λέω, μη με πρήζεις, γιατί δεν πρόκειται να βρεις ποτέ τον τρόπο! Λοιπόν, κάτσε να γράψουμε εδώ πέρα, και άσε το Σαράγιεβο.

Κάποια μέρα γυρίζει και μου λέει, Δεν μπορώ να πάω στο Σαράγιεβο. Καλημέρα σου… του λέω. Αλλά μπορώ να πάω στο Μόσταρ! απαντά. Λέω, είσαι τρελός.
Και συνεχίζει: Πρέπει να πάω τώρα, γιατί υπάρχει εκεχειρία. Και του λέω, που θα πας ρε παιδάκι μου; Ούτε μια σελίδα του σεναρίου δεν έχουμε γράψει! Μου λέει, δεν έχω άλλη λύση, πρέπει να πάω τώρα, αλλιώς δεν θα πάω ποτέ. Τα μαζεύει, και πάει.

Πώς τα κατάφερνε, μου λέτε; Και με έπαιρνε κάθε δεύτερο βράδυ -για να μη σας πω κάθε βράδυ- από το Μόσταρ για να γράφουμε το σενάριο; Κάποια στιγμή τον ρώτησα, ρε συ Θόδωρε, πώς τα καταφέρνεις; Άστο, μου λέει (του άρεσαν τα μυστήρια). Αλλά ήταν αυτό το καταπληκτικό. Ο άνθρωπος αυτός όταν ήθελε να κάνει κάτι, δεν τό ‘βαζε κάτω. Πολεμούσε! Ήταν η γενιά που πολεμούσε, αγωνιζόταν.

Εγώ, έλεγα, ότι το χαρακτηριστικό της δική μας γενιάς ήταν το: Όχι, δεν θα τους περάσει! Αυτό… Ε, αυτό το ήξερε ο Θόδωρος. Έλεγε, δεν θα τους περάσει! Θα το κάνω!
 
Κρ.Π.: Και από όλες τις ταινίες που γυρίσατε μαζί, ποιό ήταν το χαρακτηριστικό που συνόδευε τη δουλειά και τη σχέση σας; Σε ποιές ταινίες συνεργαστήκατε;  
 
Π.Μ.: Κάναμε μαζί τις Μέρες του ’36 (1972), τον Μεγαλέξαντρο (1980), μετά το μετέωρο βήμα του πελαργού (1991), την αιωνιότητα και μια μέρα (1998), Και την τελευταία τριλογία: Το λιβάδι (2004), τη Σκόνη του Χρόνου (2008), και αυτό που δεν πρόλαβε να γυρίσει, την Άλλη Θάλασσα.
 
Κρ.Π.: Και δεν πρόκειται;
 
Π.Μ.: Δεν γίνεται. Έχει γυρίσει τα πρώτα δέκα λεπτά. Δυστυχώς, γιατί ίσως, για μένα, είναι ένα από τα καλύτερα σενάρια. Αφού, είπα, κρίμα ρε παιδιά, τουλάχιστον βγάλτε το σε βιβλίο να υπάρχει. Είναι εξαιρετικό σενάριο. Και μας βασάνισε, όσο δεν έπαιρνε άλλο…
 
Αν και του έλεγα, εγώ θεωρώ ένα από τα καλύτερα σενάριά σου, το πρώτο, την Αναπαράσταση (1970).

Δυστυχώς, ήταν η μεγάλη μας ατυχία. Δική του, και δική μας…
 
Κρ.Π.: Τι θυμάστε περισσότερο, από όλα αυτά; 
 
Π.Μ.: Περισσότερο θυμάμαι εικόνες συνεργασίας. Όπως, όταν μαλώναμε, γινόμαστε έξαλλοι ο ένας με τον άλλον, κάποια στιγμή… Αυτό είναι που θυμάμαι, περισσότερο απ’ όλα.

Του έλεγα: Κοίταξε να δεις Θόδωρε, ξέρω πολύ καλά, ότι μπορείς να βρεις μια καλύτερη λύση και θα περιμένω ώσπου να τη βρεις. Πήγαινα σπίτι, και δεν τον έπαιρνα τηλέφωνο, δεν έκανα τίποτε.

Περνούσε μια βδομάδα; Περνούσαν δέκα μέρες; Επτά η ώρα το πρωί, χτυπούσε το τηλέφωνο! Η μάνα μου που ζούσε ακόμα, φώναζε: Ο Αγγελόπουλος!

Επτά η ώρα το πρωί, δεν έπαιρνε κανένας άλλος.

Λοιπόν, σήκωνα το τηλέφωνο και μου έλεγε: Ακόμα διαφωνώ με τις αντιρρήσεις που έχεις, αλλά έχω μια ιδέα! Αυτό το «Έχω μια ιδέα», πιστεύω ότι με έδεσε μαζί του σαράντα χρόνια! Γιατί πάντα ήταν έτοιμος, να λύσει το πρόβλημα, με μια καινούργια ιδέα!

Κρ.Π.: Να συνθέσει…
 
Π.Μ.: Ήταν ο άνθρωπος ο οποίος ποτέ δεν θα σου ‘λεγε, όχι, εγώ έτσι το σκέφτηκα. Ποτέ! Σου ‘λεγε, εντάξει, έχω μια άλλη ιδέα. Να τη συζητήσουμε;

Είναι, η φράση του Θόδωρου, που θα με συνοδεύει, σ’ όλη μου τη ζωή!

Κρ.Π.: Συγκινητικό…
 
Π.Μ.: Δεν μπορείτε να φανταστείτε.  

Κι όταν του έλεγα, δεν θα σε πάρω τηλέφωνο, ήξερα! Ήμουν σίγουρος, δεν είχα καμιά αμφιβολία. Το ήξερα πια. Ότι θα με πάρει και θα μου πει: Έχω μια ιδέα!


Στο A’ μέρος της συνέντευξης
Πέτρος Μάρκαρης: Εξελιχθήκαμε με μία λογική θυλάκων!” ο συγγραφέας, ξεκινά από τη ζωή του στην Κωσταντινούπολη, την απόφασή του να ζήσει στην Αθήνα λόγω της συγγραφής του πρώτου θεατρικού του έργου στη μητρική του γλώσσα, αναφέρεται στην ελληνική λογοτεχνία, όπως και στην ξαφνική «εμφάνιση» του βασικού ήρωα των 8 -μέχρι στιγμής- αστυνομικών μυθιστορημάτων του, μιλώντας παράλληλα και για την Τριλογία της Κρίσεως*, δίνοντας έμφαση στον ανεπίλυτο -μέχρι σήμερα- διχασμό της ελληνικής κοινωνίας, και τα αποτελέσματά του.

*A’ μέρος, στην ερώτηση “Ο πρώην διευθυντής του Κέντρου Έρευνας της Ελληνικής Κοινωνίας […] το μικρό προσωπικό τους κύκλο…