“[…] είναι η μόνη περίοδος που το παρόν παραμένει ατραγούδιστο. Δεν έχουμε καινούργια τραγούδια που να εκφράζουν το αίσθημα του κόσμου. Κι αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο έλλειμμα και μία πολύ μεγάλη απώλεια […] Νομίζω ότι ειδικά αυτή την περίοδο, οι Έλληνες δημιουργοί θα πρέπει να δουλέψουν όσο γίνεται περισσότερο, για να ενώσουν την κοινωνία στην αντιπαράθεσή της με όλο αυτό που συμβαίνει” Ο στιχουργός Παρασκευάς Καρασούλος, μιλά με την Κρυσταλία Πατούλη με αφορμή την ειδική έκδοση, ένα βιβλίο με 3  cd με  τίτλο Τρεις τελείες, αφιερωμένο στα 25 χρόνια της στιχουργικής του παρουσίας στο ελληνικό τραγούδι, αλλά και συμμετέχοντας στον δημόσιο διάλογο του tvxs.gr.

Ads

Π.Κ.: Η Ελλάδα υπήρξε μια χώρα κυρίως προφορικού πολιτισμού, οπότε μοιραία το τραγούδι είχε πολύ μεγάλη βαρύτητα στις ζωές και στις αναφορές όλων μας.

Φέτος, στην επέτειο του Πολυτεχνείου, το κανάλι της  Βουλής αναμετάδωσε την συναυλία του Άξιον Εστί στο Λυκαβηττό πριν 35 χρόνια, το 1977.  Η εικόνα ήταν καθηλωτική: Έβλεπες χιλιάδες ανθρώπους να επικοινωνούν με θρησκευτική ευλάβεια με ένα σπουδαίο μουσικό και ποιητικό έργο που και η εικόνα μόνο, διατηρούσε τη δύναμη της πρώτης συγκίνησης αναλοίωτη. Από την άλλη πλευρά η απόσταση των χρόνων έμοιαζε αγεφύρωτη…

Εύλογα  γεννιόταν το ερώτημα: τί μεσολάβησε όλα αυτά τα χρόνια, ώστε ένας ολόκληρος λαός να χάσει το τραγούδι του,  να αλλάξουν όλα τόσο πολύ; Για μένα το παρόν δεν πρέπει να μένει ατραγούδιστο, σε χώρες όπως η δική μας. Γιατί αν συμβεί αυτό χάνεται ένα όπλο έκφρασης, ενότητας  και άμυνας από τα χέρια του κόσμου πολύ σημαντικό. Η ευθύνη όλων μας είναι πολύ μεγάλη. Δεν πρέπει να  αφήσουμε να συμβεί κάτι τέτοιο.

Ads

Κρ.Π.: Για ποιό από τα τραγούδια σου, θα πεις την ιστορία του;

Π.Κ.: Νομίζω ότι ένα από τα πιο αυτοβιογραφικά τραγούδια μου είναι  η «Μικρή Πατρίδα» .

Στην πραγματικότητα  το τραγούδι αυτό όρισε τα σύνορα της δικής μου «εσωτερικής πατρίδας», την απόφασή μου να μείνω «εντός» και να ζήσω με τα υλικά που η ζωή μου δημιούργησε, τις σχέσεις μου, τις επιλογές  και τις αναφορές μου. Το λέω αυτό γιατί κυρίαρχο αίσθημα τα χρόνια που πέρασαν ήταν η φυγή. Η τάση να  δραπετεύουμε από τη χώρα μας –την εσωτερική αλλά και την ευρύτερη- να κόβουμε βίαια τις ρίζες και την σχέση μας με την ιστορία, να γινόμαστε αναλώσιμοι.

Βρισκόμουν σε μία περίοδο, το 1993, όταν γράφτηκε στο χαρτί, που ήταν πολύ μεταβατικά τα πράγματα, η χώρα άλλαζε, το τραγούδι της επίσης.

Ένιωσα ότι το μόνο στήριγμα, η μόνη μυθολογία που εξακολουθούσε να διαθέτει αυτάρκεια και δύναμη στη ζωή μου ήταν οι φίλοι μου, οι άνθρωποί μου με τους οποίους μοιράστηκα αξίες και οράματα,  άρα, η εσωτερική μου πατρίδα. Και το «δεν έκανα ταξίδια μακρινά», βγήκε αβίαστα στο χαρτί…

Άλλωστε, όλα τα τραγούδια  στον ομώνυμο δίσκο, είναι αφιερωμένα σε ανθρώπους που υπήρξαν στη ζωή μου και με έκαναν να αγαπήσω αυτή την χώρα, την Ελλάδα, που με διαμόρφωσαν, και αν θέλετε μ’ αυτό τον τρόπο τους επέστρεψα την οφειλή μου…

Κρ.Π.: Είχες δηλαδή στο νου σου  κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους όταν το έγραφες; Έχει τη δική της ιστορία η Μικρή πατρίδα ως δίσκος και τραγούδι;
 
Π.Κ.: Ήταν μια ενότητα τραγουδιών αφιερωμένων σε 13 ανθρώπους. Αρχική πρόθεση μου ήταν να δημιουργήσω τραγούδια – πορτραίτα φίλων μου που στην πραγματικότητα οι κοινές μας ζωές συγκρότησαν την προσωπική μου μυθολογία, την ιστορία μου λίγο ως πολύ.

Γράφτηκε μετά από μία περίοδο δύο ετών που υπήρξε για μένα δημιουργικά άνυδρη. Ένιωθα ότι είχε κλείσει ένας κύκλος και φοβόμουν ότι ίσως και να μην μπορέσω να ξαναγράψω πια.  Αφελώς βέβαια, γιατί σε έναν δημιουργό τα πράγματα δουλεύονται εσωτερικά, το εσωτερικό του εργαστήριο δουλεύει ακατάπαυστα.

Έτσι, όταν έφυγα ένα ταξίδι μόνος μου στη Μονεμβασιά και απομονώθηκα, όλη αυτή η ενότητα των τραγουδιών βγήκε αβίαστα μέσα σε 13 μέρες, κάτι που ήταν μια μοναδική εμπειρία.  Μέχρι που είπα, σταμάτα να γράφεις, γιατί μπορεί να γράφεις, πια, και βλακείες!

Μετά ως  ενότητα τραγουδιών, έκανε ένα ολόκληρο ταξίδι σε χέρια πολλών συνθετών, μέχρι να καταλήξει στα χέρια του Γιώργου Ανδρέου, ο οποίος ανέλαβε την τελική μελοποίησή της , και από εκεί και πέρα μας «πάντρεψε» και μας χαρακτήρισε και τους δύο αυτή η δουλειά.

Εκδόθηκε το 1996 σε cd και  αποτέλεσε και την «ιδρυτική πράξη» της Μικρής Άρκτου, που ξεκινήσαμε  με τον Ανδρέα Γεωργιάδη τον ίδιο χρόνο. Ήταν μια εποχή ευμάρειας και μεγάλων ζωτικών ψευδών για την ελληνική κοινωνία που,  δεν ευνοούσε  τις ανεξάρτητες δισκογραφικές ή εκδοτικές πρωτοβουλίες,  οπότε ήταν ένα ρίσκο και μια πολύ τολμηρή απόφαση από μεριάς μας.

Το τραγούδι «Μικρή πατρίδα», δεν ήταν από τα τραγούδια του δίσκου που  υπολογίζαμε ότι  θα ήταν πρώτης ακρόασης και άμεσης μεγάλης απήχησης. Παρόλα αυτά, μέσα στο χρόνο κέρδισε την απόσταση και με δική του ταχύτητα,  έγινε ένα τραγούδι, νομίζω, εμβληματικό των τελευταίων δεκαετιών.

Τραγουδήθηκε σχεδόν απ’ όλους τους Έλληνες τραγουδιστές, είναι δηλαδή, ένα από τα πιο πολυερμηνευμένα τραγούδια και ένα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία της ζωής και της ιστορίας αυτού του δίσκου, είναι ότι ποτέ μα ποτέ δεν παρουσιάστηκε ζωντανά σαν ενότητα.

Θυμάμαι επίσης ότι για την πρώτη έκδοση του δίσκου που έγινε το 1996, συγκεντρώθηκαν όλοι οι φίλοι μας για να βοηθήσουν στο κατασκευαστικό μέρος  της συσκευασίας του δίσκου και του cd,  μιας και ήταν η πρώτη έκδοση ενός χειροποίητου οικολογικού cd στην ελληνική δισκογραφία. Τα γραφεία ήταν γεμάτα κόσμο, κι όλοι μας προσπαθούσαμε  να διεκπεραιώσουμε μία πολύ δύσκολη αλλά και πολύ όμορφη πρόταση συσκευασίας ενός κοινού ονείρου.

Από κει και πέρα, η Μικρή Πατρίδα είχε την δική της πορεία, τη δική της ιστορία, και νομίζω ότι είναι από τα τραγούδια που χαρακτηρίζουν περισσότερο τη δουλειά μου στο σύνολό της, κι  ένας πολύ μεγάλος σταθμός, τόσο στην εκδοτική μου δουλειά, όσο και στην προσωπική μου ζωή.
 
Κρ.Π.: Πώς βρέθηκες να γράφεις στίχους και ποιήματα;
 
Π.Κ.: Νομίζω, ότι ξεκινά κανείς όπως μπορεί. Εγώ άρχισα από πολύ μικρός, από το Δημοτικό συγκεκριμένα, να γράφω.

Κάποια στιγμή έδειξα  στίχους μου στην Αφροδίτη Μάνου, που είναι και η νονά μου στο τραγούδι, κι εκείνη  μου είπε, κοίταξε Παρασκευά, ή θα πρέπει να επιλέξεις να γράφεις για σένα, ή θα πρέπει να βρεις τον τρόπο να γράφεις για τους άλλους. Είναι δύο διαφορετικοί δρόμοι, ο δρόμος τη ψυχολογικής εκτόνωσης από τον δρόμο της έκδοσης.

Κρ.Π.: Της επικοινωνίας…
 
Π.Κ.: Της επικοινωνίας με τους άλλους, της συγκρότησης του δικού σου εκφραστικού τρόπου και του καλλιτεχνικού σου αιτήματος… Η αλήθεια είναι, πως η αυστηρότητα της Αφροδίτης προς στιγμήν με σόκαρε πολύ.  Ήταν και η περίοδος που  ήμουν στον στρατό. Αργότερα, όμως κατάλαβα πόσο δίκιο είχε, και πόσο σωστή και σοφή οδηγία ήταν.

Είναι δύο διαφορετικές επιλογές, δύο διαφορετικοί δρόμοι, το να γράφεις για σένα και το να γράφεις με αόρατο αποδέκτη, ακόμη κι αν έχεις στο νου σου, το ιδανικό σου κοινό. Είναι στοιχείο ωρίμανσης  η απόσταση που πρέπει να κατακτά από το υλικό του ένας δημιουργός.

Επέστρεψα στην Αφροδίτη, μετά από ένα χρόνο περίπου, με σχεδόν έτοιμη την πρώτη δισκογραφική δουλειά μου, το «Μαγικό κλειδί» και μέσα σε ένα χρόνο προχωρήσαμε στην διαμόρφωση των στίχων σε τραγούδια και μετά στην έκδοσή τους.

Το πιστεύω πάρα πολύ, και το επαναλαμβάνω σε νέους ανθρώπους, ότι είναι άλλο πράγμα να γράφεις για σένα και άλλο πράγμα να γράφεις θέλοντας να επικοινωνήσεις με τους άλλους ανθρώπους. Κι αφού το τραγούδι είναι τέχνη άρα αυτονόητα  προϋποθέτει την ανακάλυψη της τεχνικής του,  των μυστικών του. Και την κατακτάς, όταν μπορέσεις να αποκτήσεις την απόσταση από το υλικό σου.

Κρ.Π.: Τι εννοείς «απόσταση»;
                 
Π.Κ.: Να μπορείς να υποτάξεις τον ναρκισσισμό σου στα επιτρεπτά εκείνα όρια που δεν αποκλείουν τον άλλο από το έργο σου. Να διατηρείς μια σαφή σχέση και γνώση του τι προηγήθηκε της δικής παρουσίας αλλά και του στόχου, του προσωπικού σου…

Εγώ ήμουν τυχερός, γιατί βγήκα σε μια περίοδο που ακόμα δισκογραφούσαν πολύ σημαντικοί και μεγάλοι Έλληνες, και άρα δημιουργούσαν και τον πήχη που προσπαθούσε ο καθένας να φτάσει ή να υπερβεί. Η πολύ σημαντική παραγωγή που ακόμη υπήρχε στο ελληνικό τραγούδι, διαμόρφωνε κριτήρια και πολύ απαιτητικά μάλιστα κριτήρια. Τότε, έγραφαν ακόμα ο Γκάτσος, ο Σαββόπουλος, ο Χατζιδάκις, ο Μικρούτσικος. Οι φλέβες του ελληνικού τραγουδιού πάλλονταν.

Κυριαρχούσε το τραγούδι που αποκαλέσαμε έντεχνο, και σωστά το αποκαλέσαμε έτσι γιατί είχε και πρόθεση και σαφή στόχο καλλιτεχνικό. Και μια ζωή πολιτιστική γεμάτη εκπλήξεις και θαύματα.
 
Κρ.Π.: Πόσο βοήθησε η τέχνη σου την ζωή σου;

Π.Κ.: Ο Σεφέρης έλεγε «Πρέπει να ζει κανείς όπως σκέφτεται, διαφορετικά γρήγορα καταλήγει να σκέφτεται όπως έχει ζήσει». Και να γράφει όπως ζει. Ακολούθησα αυτή τη συμβουλή κι όσες δυσκολίες κι αν αντιμετώπισα στη ζωή και την τέχνη μου δεν το μετάνιωσα. Δεν αγάπησα καμία στιγμή την «ψευδοφάνεια» των καιρών. Το να παρουσιάζεσαι  διαρκώς διαφορετικός  απ’ ότι πραγματικά είσαι…

Δεδομένου ότι όλη η ζωή μου, τόσο η γραφή, όσο και οι πολιτιστικές πρωτοβουλίες που πήρα στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού,  ήταν ένας ενιαίος κύκλος και μια στάση ζωής. Ήταν μια πολιτική επιλογή.

Είτε αυτή η επιλογή ήταν η Μικρή Άρκτος, είτε ήταν οι Ακροάσεις Νέων Δημιουργών της Μικρής Άρκτου, είτε η λειτουργία μου σε συλλογικότητες και πρωτοβουλίες , όλα αυτά αποτελούν αδιαχώριστες συνιστώσες μιας ενιαίας έκφρασης και δράσης. Επέλεξα να ζω όπως σκεφτόμουν. Και δέχθηκα να πληρώσω και το κόστος αυτής της επιλογής. Και αυτό εξακολουθεί να είναι και το βασικό μου στοίχημα.

Νομίζω πως η Κρίση κι ο Πόλεμος που ζούμε αυτά τα χρόνια θα επαναθεμελιώσουν κριτήρια και αξίες και αιτήματα.

Κρ.Π.: Εάν και όπως… επιβιώσει, βέβαια η ελληνική κοινωνία…
 
Π.Κ.: Αυτό είναι το κοινό μας στοίχημα.  Εμείς οφείλουμε να το περιφρουρήσουμε και να το διεκδικήσουμε. Αν θέλεις και αυτό που ονομάζουμε «πνευματικοί άνθρωποι» θα πρέπει να είναι στην εμπροσθοφυλακή ενός αιτήματος επιβίωσης και άμυνας της κοινωνίας. 

Νομίζω ότι ειδικά αυτή την περίοδο, οι Έλληνες δημιουργοί θα πρέπει να δουλέψουν όσο γίνεται περισσότερο, για να ενώσουν την κοινωνία στην αντιπαράθεσή της με όλο αυτό που συμβαίνει. Πιστεύω ότι πρέπει να είμαστε όσο γίνεται περισσότερο παραγωγικοί. Ο πολιτισμός είναι ένας κρίκος που δένει την κοινωνία, ένας κρίκος που βοηθά την κοινωνική συνοχή και αντίσταση. Να τραγουδήσουμε, να εκφράσουμε, τις αγωνίες και τα αιτήματα του κόσμου.  Γιατί στην πραγματικότητα είναι ένας πόλεμος. Και η τέχνη οφείλει να δώσει τα πολεμοφόδια που χρειάζεται η κοινωνία αυτή τη στιγμή για να αμυνθεί.

Κρ.Π.: Και να ενώσει;
 
Π.Κ.: Ακριβώς. Η αμηχανία που νιώθουμε όλοι μας, (γιατί νομίζω στο ελληνικό τραγούδι, επικρατεί μία έντονη αμηχανία, τουλάχιστον στο κομμάτι που αφορά το λόγο), είναι και εύλογη και κατανοητή.

Από την άλλη μεριά, είναι η μόνη περίοδος που το παρόν παραμένει ατραγούδιστο. Δεν έχουμε καινούργια τραγούδια που να εκφράζουν το αίσθημα του κόσμου. Κι αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο έλλειμμα και μία πολύ μεγάλη απώλεια.

Αυτή την απόσταση θα πρέπει να την κερδίσει όσο γίνεται γρηγορότερα το ελληνικό τραγούδι, και δεν έχει σημασία να βγουν μεγάλες και κορυφαίες εργασίες, είτε στιχουργικές είτε μουσικές.

Σημασία έχει να υπάρξει η παρουσία των ίδιων των δημιουργών και να επαναθεμελιωθεί η σχέση τους με την κοινωνία. Σημασία έχει να είναι παρόντες οι δημιουργοί, μέσα σε όλο αυτόν τον πανικό και τον πόλεμο. 

Κρ.Π.: Έχω παρατηρήσει και μέσα από αυτά τα 2μιση χρόνια που πραγματοποιώ αυτή την ποιοτική έρευνα για την κρίση, τον δημόσιο διάλογο που δημοσιεύεται στο tvxs.gr, ότι η Ελλάδα κατά πλειοψηφία, δεν έχει φωνή – θέση, και όταν λέω Ελλάδα, εννοώ την ψυχή της, γιατί ο πολιτισμός είναι η ψυχή μιας χώρας. Με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, που όμως επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
 
Π.Κ.: Εγώ είμαι αισιόδοξος. Νομίζω ότι αυτή η διαδρομή θα αναγκάσει ανθρώπους να τοποθετηθούν. Γιατί ζούμε πρωτοφανείς καταστάσεις, που δεν τις έχουμε ζήσει, ειδικά οι μεταπολιτευτικές γενιές, και με κάποιον τρόπο σε καλούν να πάρεις θέση στα πράγματα.

Οι ευκολίες έχουν καταργηθεί, τα προσχήματα επίσης. Δεν υπάρχει άλλοθι για κανέναν μας. Οι ζωές μας έχουν αλλάξει. Και να προσθέσω κάτι: το ελληνικό τραγούδι, (όπως το διαμόρφωσαν οι ελληνικές αγορές την τελευταία εικοσαετία, και διαμόρφωσαν την φθίνουσα πορεία του όλα αυτά τα χρόνια) έζησε πριν από την ελληνική κοινωνία όλη αυτή την κρίση.

Έχω γράψει πριν δύο μήνες ένα άρθρο γι’ αυτό το θέμα, που έλεγα εκτός των άλλων, ότι

«Η μεγάλη τέχνη βρίσκεται οπουδήποτε ο άνθρωπος κατορθώνει να αναγνωρίζει τον αληθινό εαυτό του και να τον εκφράζει με πληρότητα μες στο ελάχιστο. Σε αντίθετη πορεία, το ελληνικό τραγούδι των τελευταίων χρόνων επέλεξε να ταυτιστεί και να εκφράσει το ψέμα μιας κοινωνίας που ήθελε να ξεχάσει τον εαυτό της, την ιδιοπροσωπία της, τον ολοένα και πιο παρασιτικό προσανατολισμό της, λες κι έτσι θα σταματούσαν να λειτουργούν οι αντιφάσεις που τη χαρακτήριζαν. Το ελληνικό τραγούδι μέσα στη μικρομεσαία θάλασσα που έπεσε, ξέχασε να κολυμπά κι έτσι έμεινε για χρόνια στα ρηχά. Γι’ αυτό κι αποκαλύπτεται τώρα ο βασιλιάς πιο γυμνός από ποτέ στα μάτια όλων μας.» 

Το ελληνικό τραγούδι, όμως, υπήρξε και υπάρχει μόνο στη σχέση του με την κοινωνία, είναι η εμπροσθοφυλακή του πολιτισμού μας,  δεν μπορεί να ζήσει ερήμην του παρόντος.  
 
Κρ.Π.: Πολλοί αν όχι οι περισσότεροι πνευματικοί άνθρωποι της Ελλάδας είναι μάλλον κρατικοδίαιτοι και αλλοτριωμένοι πλέον, γι’ αυτό έχουν καθυστερήσει τόσο και μέσα από την τέχνη τους και γενικά να εκφράσουν το παρόν εδώ και δυόμιση χρόνια τουλάχιστον. Και είναι επίσης λίγοι εκείνοι που έχουν εκείνη την ψυχή, που είναι ικανή να τιμήσει το κοινό αίσθημα του λαού της Ελλάδας.

Π.Κ.: Αυτό που είναι πιο τρομοκρατικό, δεν είναι τόσο ότι οι παλιοί καλλιτέχνες, δεν εκφράζονται, αλλά το γεγονός ότι οι νέοι που βγήκανε την τελευταία δεκαετία, οι οποίοι όφειλαν να είναι οι νέοι πρωταγωνιστές είναι απόντες.

Κρ.Π.: Μιλούσα και για παλιούς και για νέους.

Π.Κ.: Όντως, ζήσαμε την αποστασία των διανοουμένων τα τελευταία χρόνια.  Επί Σημίτη, άλλωστε, οι διανοούμενοι δεν κυβερνούσαν; Τον εκσυγχρονισμό ως  μεγάλο όραμα της ελληνικής κοινωνίας ποιος τον διαπίστευσε;

Κρ.Π.: Σήμερα θα μπορούσε να γίνει μία εκδήλωση – διαμαρτυρία από καλλιτέχνες και διανοούμενους, όπου θα σειόταν το… σύμπαν και θα ακουγόταν η φωνή της Ελλάδας παγκοσμίως. Αλλά δεν γίνεται τίποτα.
 
Π.Κ.: Μην ξεχνάς, ότι στην ιστορία του Οτσαλάν και στην ιστορία της Σερβίας, οι καλλιτέχνες μπήκαν πρώτοι και έγιναν τεράστιες και ογκωδέστατες συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις.

Αμέσως μετά και όχι τυχαία, το ελληνικό τραγούδι ακολούθησε μία πορεία τόσο φθίνουσα που αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να υπάρξει ως εργαλείο συσπείρωσης και αντιπαράθεσης του ίδιου του κόσμου. Εγώ, νομίζω δεν ήταν τυχαίο αυτό. Νομίζω ότι το σύστημα, τρόμαξε λίγο εκείνη την περίοδο, με την αυτονομία των καλλιτεχνών από τα κόμματα και την αντιπαραθετική λογική τους.

Κρ.Π.: Και γιατί σήμερα δεν γίνεται κάτι ανάλογο, πιστεύεις; Μήπως γιατί στα προβλήματα των άλλων έχουμε… πιο ανοιχτά μάτια;

Π.Κ.: Γιατί από τότε και ύστερα ανέλαβαν οι αγορές να λύσουν το πρόβλημα… Και απλώς, κατέστρεψαν το ελληνικό τραγούδι και αμέσως μετά την ελληνική κοινωνία. Και όχι τυχαία. Γιατί ήταν ένα από τα πιο μαζικά, αμυντικά εργαλεία του ίδιου του κόσμου.

Πριν απ’ όλα το ελληνικό τραγούδι, είναι ένα από τα πιο βασικά εργαλεία διάσωσης της γλώσσας άρα της ταυτότητας του ίδιου του λαού. Έπειτα είναι το νήμα που δημιουργεί συνέχεια με την παράδοση και τέλος αποτελεί έκφραση της ελληνικής ιδιοπροσωπίας.

Οι  αγορές απεχθάνονται όλα τα παραπάνω. Και τα πολέμησαν. Βέβαια, ακούμπησαν και στην αδράνεια και στην αδυναμία και στην έλλειψη συλλογικής αντίδρασης των ίδιων των δημιουργών. Αλλά δεν μπορούμε να απαιτούμε κι από τους έλληνες τραγουδοποιούς να λειτουργούν πάντα και ως μεσσίες.
 
Κρ.Π.: Και ο Θεοδωράκης όταν μίλαγε, τον έλεγαν γραφικό…
 
Π.Κ.: Έτσι. Ο κόσμος γενικά από το κακό και το καλό επιλέγει συνήθως ό,τι είναι πιο εύκολο. Και συνήθως το κακό είναι πιο εύκολα εφικτό. Θέλει πολύ δουλειά για να κάνεις «εύκολο» το δύσκολο. Νομίζω, ότι ίσως, είναι ακόμη νωρίς για να γίνει κάτι.

Ίσως το 2013, δούμε να αλλάζει όλο το τοπίο. Νομίζω ότι η ελληνική κοινωνία, ακόμα το σοκ που έχει υποστεί δεν το έχει μετατρέψει σε επίθεση..

Κρ.Π.: Δεν το έχει διαχειριστεί, γιατί ο καθένας προσπαθεί να διαχειριστεί ακόμα τις απώλειές του. Αλλά, όταν θα έχουν καταστραφεί όλα, να βγούμε να κάνουμε τί; Οι πνευματικοί άνθρωποι αυτού του τόπου έχουν καθυστερήσει πάρα πολύ να συνεργαστούν για κάτι κοινό, και έχουν ευθύνη γι’ αυτό.

Π.Κ.: Και εγώ από την δική μου την πλευρά όσες φορές προσπάθησα με άλλους μαζί  να ενώσουμε  ομάδες καλλιτεχνών, αντιμετωπίσαμε  και φόβο και επιφύλαξη, και αδράνεια. Και στους καλλιτέχνες όπως και στην κοινωνία υπάρχουν δύο στρατόπεδα. Υπάρχει το μνημονιακό, και το στρατόπεδο εκείνο που θέλει μία άλλη πορεία αντίστασης και δημιουργικής ανασυγκρότησης.

Κρ.Π.: Και αυτοί οι άνθρωποι θα ‘πρεπε κάποτε να συνεννοηθούν…

Π.Κ.: Θα ‘πρεπε κάποτε να αναλάβουμε την πρωτοβουλία να ενωθούμε. Να λάβουμε μέρος σε αυτόν τον πόλεμο, γιατί παίρνουμε μέρος και με την αδράνειά μας και με την παθητικότητά μας. Γιατί, εν τω μεταξύ, οι ζωές μας καταστρέφονται. Το  ότι στέρησαν από αυτόν τον λαό το αίσθημα της ελπίδας, είναι το πιο σημαντικό και το πιο θεμελιακό. Γιατί περπατάς στην Αθήνα και βλέπεις ανθρώπους βουτηγμένους στη θλίψη, την απόγνωση και την απελπισία.  Γιατί ο πολιτισμός είναι από τους χώρους που έχουν υποστεί ανεπανόρθωτες βλάβες.

Κρ.Π.: Ναι, την ελπίδα και το μέλλον μας, όμως, ξέρουμε όλοι, ότι μόνοι μας την δημιουργούμε με τις πράξεις μας. Και υπάρχουν και οι άλλοι κάπου μισοί Έλληνες, που ανάμεσα σε αυτούς που λες, περπατάνε συνεχίζοντας να στηρίζουν όσους μας έφεραν ως εδώ! Η τέχνη και ο πολιτισμός, όμως, αντίθετα, αυτό το νόημα δεν έχουν; Να ξυπνάνε την ελπίδα στον κόσμο για να παλέψει, να αντισταθεί και να διεκδικήσει;

Π.Κ.: Ξέρεις, όμως, όλα αυτά τα χρόνια, και οι καλλιτέχνες όπως και ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας σκεφτόταν όπως ζούσαν. Η ψευδοφάνεια που λέγαμε … Ενώ κανείς, όπως είπαμε πριν, πρέπει να ζει όπως σκέφτεται.  Έτσι δημιουργείται η πιο πλούσια εσωτερική περιουσία.-

imageimage
Info
Σήμερα το απόγευμα η Μικρή Άρκτος και η Αλυσίδα Πολιτισμού IANOS θα παρουσιάσουν το βιβλίο ‑ cd, Τρεις τελείες του Παρασκευά Καρασούλου, μια επιλογή τραγουδιών από το έργο του στιχουργού.
 
Για την έκδοση θα μιλήσουν:
Γιώργος Ανδρέου, Δήμητρα Γαλάνη, Μαργαρίτα Μυτιληναίου και Ανταίος Χρυσοστομίδης
 
Ιανός, Τετάρτη, 19 Δεκεμβρίου 2012, στις 20:00. Σταδίου 24, Αθήνα.