[…] Καθήκον της διανόησης είναι η υπενθύμιση και υποστήριξη «οικουμενικών αξιών», σε  μια εποχή που η εμπορευματοποίηση των πάντων, στο όνομα του χρήματος και της νομής της εξουσίας, απειλεί τη συνοχή των κοινωνιών μας. Είναι καιρός η υπόσταση του διανοούμενου να συνδεθεί με την έννοια της αρετής με τη σωκρατική σημασία του όρου […]
Toυ Ζήση Δ. Παπδημητρίου, Ομότιμου Καθηγητή Γενικής και Πολιτικής Κοινωνιολογίας του ΑΠΘ.

Ads

Κομίζω, νομίζω, «γλαύκαν εις Αθήνας», επισημαίνοντας την κρίση θεσμών και αξιών που αντιμετωπίζει η σύγχρονη ελληνική κοινωνία.

Πρόκειται για μια κρίση, τα αίτια της οποίας θα πρέπει να αναζητηθούν τόσο στις επιδράσεις που δέχεται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως η περιώνυμη παγκοσμιοποίηση των οικονομικών και πολιτικών δομών και οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, όσο και στον τρόπο που λειτουργεί η ίδια, στην προσπάθειά της να προσαρμοστεί στα νέα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά  και πολιτιστικά δεδομένα της εποχής μας.

            Η ελληνική κοινωνία, όντας ενσωματωμένη πλήρως στο διεθνές καταναλωτικό κύκλωμα, παρουσιάζει, τα τελευταία χρόνια, σημαντικές αλλαγές στον τρόπο οργάνωσης της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, οι οποίοι, ακολουθώντας ξενόφερτα πρότυπα συμπεριφοράς, αποβάλλουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, την ελληνικότητά τους ως βίωμα και τρόπο ζωής,  επαναφέροντας έτσι στο προσκήνιο της επικαιρότητας τη συζήτηση σχετικά με την  εθνική μας ταυτότητα.  

Ads

Η ομογενοποίηση του καταναλωτικού προτύπου σε παγκόσμια κλίμακα επιδρά καταλυτικά στην κοινωνική ζωή του Νεοέλληνα, αφού τα άτομα αναζητούν πλέον μέσω του συμβολισμού της καταναλωτικής πράξης την κοινωνική τους καταξίωση, με αποτέλεσμα να εντείνονται τα φαινόμενα αλλοτρίωσης.[3] Καθώς το χρήμα έχει αναδειχθεί σε κυρίαρχη αξία, στην κοινωνική μας ζωή τείνουν να επικρατήσουν φαινόμενα ατομικισμού, ωχαδερφισμού και προσωπικού βολέματος, εξέλιξη που απειλεί με αφανισμό κάθε ίχνος συλλογικής συνείδησης που συνέχει, ως γνωστόν, τις κοινωνίες.

            Χαρακτηριστικό επίσης γνώρισμα της εποχής μας είναι η αφερεγγυότητα του πολιτικού λόγου, καθώς οι πολιτικοί τείνουν να μετατραπούν σε κυνικούς διαχειριστές της εξουσίας, όχι σπάνια στο όνομα ιδίων αλλά και αλλότριων συμφερόντων. Όντας σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένοι από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, αφού σε αυτά και όχι στο έργο τους οφείλουν συχνά την αναγνωρισιμότητά τους και συνακόλουθα την πολιτική τους καριέρα, ξιφουλκούν μεταξύ τους, μέσα από τα τηλεοπτικά παράθυρα, πλειοδοτώντας σε λεκτικό ριζοσπαστισμό και ανέξοδες υποσχέσεις.

Τα ΜΜΕ δεν υπηρετούν πλέον την πολιτική πολλαπλότητα αλλά τις υφιστάμενες δομές εξουσίας. Την ίδια στιγμή οι πολίτες, αντιμέτωποι με τα καθημερινά προβλήματα, αντί να αντισταθούν στη διαφθορά και την απαξίωση του πολιτικού συστήματος και να διεκδικήσουν συλλογικά το δικαίωμα στην πολιτική, αναπτύσσουν συνήθως ατομικές στρατηγικές με βάση τη λογική των πελατειακών σχέσεων, εξοβελίζοντας έτσι από την κοινωνική μας ζωή κάθε έννοια αξιοκρατίας[4].

Στη χώρα μας, ακόμα κι αν οι ασκούντες την εξουσία διαθέτουν την απαραίτητη πολιτική βούληση για τη βελτίωση των κακώς εχόντων, αντιμετωπίζουν χίλια-μύρια εμπόδια, καθώς  έχουν να αντιπαλέψουν τον υφιστάμενο ανορθολογισμό στην οργάνωση των κρατικών και δημόσιων υπηρεσιών.

            Η μη σύνδεση του πολιτικού λόγου με την υλική του υπόσταση, τουτέστιν με την κοινωνική πραγματικότητα, τον καθιστά αναγκαστικά εγωκεντρικό, ατομικιστικό και, γιατί όχι, αντιδεοντολογικό.

Έτσι, οι καθημερινές πολιτικές αντιπαραθέσεις στους δημόσιους και μη χώρους προσλαμβάνουν το χαρακτήρα της ποδοσφαιρικής ή καλαθοσφαιρικής αναμέτρησης, γεγονός που οδηγεί αναπόφευκτα στην ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής ζωής και στην «πολιτικοποίηση» του ποδοσφαίρου, με θύτες και θύματα κυρίως τα περιθωριοποιημένα άτομα της κοινωνίας μας[5].

            Η έλλειψη ουσιαστικής πολιτικής στράτευσης με γνώμονα το κοινό συμφέρον, μετατρέπει τους πολίτες σε καταναλωτές πολιτικών ειδήσεων.‘Ετσι, η ελληνική κοινωνία παρουσιάζει την εικόνα μιας κοινωνίας, φραστικά τουλάχιστον, υπερπολιτικοποιημένων, ουσιαστικά ωστόσο απολίτικων όντων, τα οποία, προκειμένου να λύσουν τα προβλήματά τους, καταφεύγουν στους εκάστοτε φορείς της εξουσίας, αφού έχουν παύσει να πιστεύουν στους πολιτικούς θεσμούς καθώς και στην αποτελεσματικότητα του κράτους[6]

            Εξίσου προβληματική είναι η κατάσταση στο χώρο της παιδείας, η οποία χειμάζεται κυριολεκτικά. Με την μετατόπιση των κέντρων λήψης αποφάσεων από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο που προωθεί το πολυεθνικό κεφάλαιο, τα εκπαιδευτικά συστήματα των βιομηχανικών χωρών της Δύσης τείνουν να ομογενοποιηθούν, τουτέστιν να εξομοιωθούν με το κυρίαρχο αγγλοσαξονικό μοντέλο, αποβάλλοντας βαθμιαία τον εθνικό τους χαρακτήρα, αφού η παγκοσμιοποίηση στο όνομα της αξιοποίησης του πολυεθνικού κεφαλαίου, επιβάλλει την εξομοίωση όχι μόνον των προτύπων οικονομικής ανάπτυξης  και καταναλωτικής συμπεριφοράς αλλά και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, εντείνοντας συγχρόνως τις τάσεις συγκεντρωτικού ελέγχου της γνώσης. 

Η μαζική χρήση των νέων τεχνολογιών της πληροφορικής και η αναγόρευση του τεχνολογικού και επιστημονικού επαγγελματισμού σε κυρίαρχο στοιχείο της οικονομίας, έχει επιφέρει ριζικές αλλαγές στον χώρο παραγωγής και αναπαραγωγής της επιστημονικής γνώσης, πράγμα που επηρεάζει έντονα τη διαμόρφωση των εκπαιδευτικών συστημάτων.

Στόχος των αλλαγών αυτών είναι η παραγωγή και η εξασφάλιση ειδικευμένης γνώσης. Οι απαιτήσεις της εξειδίκευσης, ωστόσο, καθώς προσλαμβάνουν αναγκαστικά τεχνοκρατικό χαρακτήρα, οδηγούν τελικά στην αποψίλωση του εκπαιδευτικού συστήματος από τα ανθρωπιστικά του στοιχεία.

Αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών είναι η παρατηρούμενη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ της έννοιας της παιδείας και αυτής της εκπαίδευσης, στο βαθμό που η γνώση υπηρετεί κυρίως χρησιμοθηρικούς σκοπούς, αποστερώντας έτσι την εργασία από την οντολογική της και συνακόλουθα από την κοινωνικοποιητική  της διάσταση[7].

            Η μετατόπιση του κέντρου βάρους της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης από την έννοια της παιδείας σε αυτήν της εξειδικευμένης γνώσης, έχει σαν επακόλουθο, μακροπρόθεσμα, την υπονόμευση του κύρους των ακαδημαϊκών δασκάλων, στο μέτρο, βέβαια, που δεν το έχουν πράξει ήδη οι ίδιοι, με την υποταγή τους στα κελεύσματα των ασκούντων την εξουσία. 

Σε αντίθεση με τους θιασώτες του άκρατου νεοφιλελευθερισμού που ομνύουν στο όνομα της εξειδίκευσης, η συνθετότητα και η πολυπλοκότητα των κοινωνιών μας καθιστούν απαραίτητη την αναβίωση της έννοιας της παιδείας με την κλασική σημασία του όρου.

Η ανθρωπιστική παιδεία, όπως αυτή αναδείχθηκε μέσα από το έργο των αρχαίων  Ελλήνων φιλοσόφων και παιδαγωγών, στο πνεύμα της οποίας γαλουχήθηκε ολόκληρος ο δυτικός κόσμος, όσο και αν ορισμένοι δήθεν Ευρωπαίοι θέλουν να το αμφισβητούν, θα πρέπει να αποτελέσει τη βάση, πάνω στην οποία οφείλουμε να στηρίξουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα, αν θέλουμε να αποφύγουμε τον κίνδυνο της πνευματικής λοβοτομής του λαού μας.

Η ύπαρξη ανθρωπιστικής παιδείας όχι μόνον δεν περιορίζει τις δυνατότητες των ανθρώπων για εξειδίκευση, όπως διατείνονται οι παντός είδους θεωρητικοί της τεχνοκρατίας, αλλά, αντίθετα, ενισχύει την ικανότητα ευέλικτης προσαρμογής στις προκλήσεις της εποχής μας.

Η ευρύτητα γνώσεων αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία μπορεί να στηριχθεί τόσο η ευελιξία όσο και η δυνατότητα συνεχούς ανανέωσης και επικαιροποίησης της γνώσης[8].

            Εξίσου σημαντικές αλλαγές παρουσιάζει στη χώρα μας και ο θεσμός της οικογένειας. Αποφασιστικής σημασίας για την εξέλιξη της ελληνικής οικογένειας υπήρξε η ενσωμάτωση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν πρωτίστως η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και η μετεξέλιξη της κοινωνίας μας σε έντονα καταναλωτική κοινωνία με εμφανή τα συμπτώματα του υλικού ευδαιμονισμού, αναδεικνύοντας έτσι νέες στάσεις και συμπεριφορές, οι οποίες υπονομεύουν βασικές παραδοσιακές αξίες, όπως η αγάπη για την ελευθερία, η αλληλεγγύη, το φιλότιμο κλπ.,  αξίες που αποτέλεσαν το συνεκτικό κρίκο της κοινωνίας μας διαχρονικά και επέτρεψαν στο λαό μας, σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους,  να μην λυγίσει κάτω από το βάρος της εκάστοτε απειλής και να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Φαινόμενα όπως ο ατομικισμός στη διαμόρφωση των ενδοοικογενειακών σχέσεων καλλιεργούν, συχνά, τον εγωκεντρισμό μεταξύ των μελών της οικογένειας, γεγονός που υπονομεύει την μεταξύ τους εμπιστοσύνη, η οποία και αποτελεί την πεμπτουσία της οικογενειακής συνύπαρξης.

Στις μέρες μας, υποβαθμίζεται σημαντικά ο  ρόλος της οικογένειας ως θεσμού κοινωνικοποίησης, καθώς το σύστημα των παραδοσιακών αξιών, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε στο παρελθόν, φθίνει, χωρίς όμως και να εμφανίζονται νέες αξίες που να ανταποκρίνονται καλύτερα στις  ανάγκες της ραγδαία εξελισσόμενης ελληνικής κοινωνίας.

Πολλοί γονείς δεν είναι πλέον σε θέση να ανταποκριθούν στο ρόλο του φυσικού παιδαγωγού και να ενισχύσουν τη διαδικασία κοινωνικής ένταξης των παιδιών τους, ιδιαίτερα στην περίοδο της εφηβείας που είναι άλλωστε και η πιο προβληματική στη ζωή του ατόμου.

Η φθίνουσα λειτουργικότητα της οικογένειας δημιουργεί προβλήματα στην εξοικείωση των νέων με τους ρόλους που τους επιβάλλει η κοινωνική πραγματικότητα. Στο βαθμό που την εκμάθηση των ρόλων αυτών δεν αναλαμβάνει κάποιος άλλος θεσμός, όπως π.χ. το σχολείο κλπ., τότε ο κίνδυνος να αναπτύξουν τα παιδιά, κάτω από ορισμένες συνθήκες, παραβατική συμπεριφορά είναι πραγματικά μεγάλος[9].

Σε περιόδους κρίσης ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος της διανόησης. Τίθεται, ωστόσο, το ερώτημα, αν υφίσταται στις μέρες μας και πως λειτουργεί η διανόηση. Αν εξαιρέσει κανείς τους αποκαλούμενους οργανικούς διανοούμενους, αυτούς δηλαδή που στελεχώνουν τα οικονομικά, κοινωνικά, επιστημονικά, ερευνητικά, τεχνολογικά, καλλιτεχνικά κλπ. ιδρύματα και οι οποίοι αποτελούν ουσιαστικά μέρος του συστήματος, ο υποκειμενικά και αντικειμενικά ανεξάρτητος διανοούμενος, ο οποίος λειτουργεί έξω και μακριά από τη λογική της εξουσίας, απαλλαγμένος από τις όποιες  κομματικές, πολιτικές και γενικά ιδεολογικές παρωπίδες σπανίζει και απειλείται από εξαφάνιση.

Κατά το Νίκο Καζαντζάκη η μεγαλύτερη απειλή των κοινωνιών είναι η διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στα διανοητικά και ηθικά στοιχεία του ανθρώπου, κι ενώ διανοητικά ο άνθρωπος έχει αγγίξει τα όρια του υπεράνθρωπου, ηθικά παραμένει «ανάπηρος».

Καθήκον του πνευματικού ανθρώπου είναι «να πολεμάει την αδικία όπου και να τη βρίσκει». Βασική προϋπόθεση για να νιώθει ελεύθερος  και για να μπορεί να  κρίνει αντικειμενικά είναι να μείνει ανεξάρτητος,  μακριά από κομματικές δεσμεύσεις και εξουσιαστικές σχέσεις[10]

Όπως σωστά έχει επισημανθεί, οι διανοούμενοι στην εποχή μας, αν και είναι η κοινωνική ομάδα που με το κριτικό της πνεύμα θα μπορούσε να προωθήσει διεθνώς μια συζήτηση  με αντικείμενο τις ριζικές αλλαγές που χαρακτηρίζουν τις κοινωνίες μας, δεν είναι σε θέση να δώσει «αισιόδοξα μηνύματα»[11].

Στις μέρες μας υπάρχει «μια κρίση του διανοούμενου και μια κρίση στους διανοούμενους». Η πιθανή εξαφάνισή τους «προς όφελος των διαφόρων επαγγελματικών αρμοδιοτήτων θα σήμανε, στο δημόσιο τομέα, την εξαφάνιση κάθε γενικού και θεμελιώδους προβληματισμού», καθώς αποστολή των διανοούμενων είναι να «θέτουν δημοσίως τα θεμελιώδη προβλήματα της παιδείας, της πολιτείας, κι ακόμη περισσότερο της ηθικής», αφού η διανόηση είναι αυτή που με καταλυτικό τρόπο συνέβαλλε στη διαμόρφωση των εθνικών συνειδήσεων[12].

Οι πιέσεις επαγγελματισμού, τεχνοκρατίας και επιστημονισμού υπονομεύουν και απειλούν μακροπρόθεσμα να καταστρέψουν το ρόλο του διανοούμενου, καθώς ο εξειδικευμένος αδυνατεί να αναστοχασθεί γύρω από τη γνώση της οποίας δεν κατέχει  παρά ένα τμήμα της, όπως  επίσης  είναι ανίκανος να προσεγγίσει κριτικά, όχι μόνον αυτό που εμπεριέχει η ειδικότητά του, αλλά και την ίδια την ειδικότητά του.

Το ίδιο ισχύει και για τον τεχνικό, τον επιστήμονα και γενικά για κάθε ειδικό που επικεντρώνει το ενδιαφέρον του αποκλειστικά και μόνον στο γνωστικό του αντικείμενο, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές επιπτώσεις της εξειδικευμένης ενασχόλησής τους. 

Η εξέλιξη αυτή έχει σαν αποτέλεσμα τη «διανοητική μηδαμινότητα», ενώ  η αξία των διανοούμενων, συνίσταται, παρά τις αδυναμίες τους, στην ικανότητά τους «να αναγνωρίζουν τουλάχιστον την ύπαρξη των μεγάλων προβλημάτων»[13].

Η πράγματι αυστηρότατη αυτή αξιολόγηση των οργανικών διανοούμενων του Γάλλου κοινωνικού φιλοσόφου Edgar Morin, παραπέμπει σε ένα υφιστάμενο πρόβλημα της εποχής μας και συγκεκριμένα στην κατά τα άλλα απαραίτητη εξειδίκευση, η οποία και λειτουργεί ανασχετικά στην όποια  προσπάθειά τους να προσεγγίσουν κριτικά τη δουλειά τους καθώς και  το ρόλο που διαδραματίζουν στη σύγχρονη κοινωνία. 

Σύμφωνα με την άποψη του επίσης Γάλλου φιλοσόφου Alain Badiou, ο τύπος του στρατευμένου διανοούμενου έχει αισθητά περιοριστεί και μεγάλος αριθμός διανοούμενων δεν υπερασπίζεται πλέον, τις τελευταίες δεκαετίες, την ιδέα μιας βαθιάς πολιτικής αλλαγής. Κι ενώ συνεχίζουν να ασκούν επιλεκτικά, βέβαια, κριτική στα φαινόμενα παρακμής των κοινωνιών μας, εγκατέλειψαν τελικά «το αίτημα της χειραφέτησης», δηλαδή  «την άσκηση κριτικής στις επικρατούσες γνώμες και απόψεις» που αποτελεί, άλλωστε, και την πεμπτουσία της φιλοσοφίας, η οποία αλλιώς «δεν έχει λόγο ύπαρξης»[14].

            Σε ό,τι αφορά τη σχέση των διανοούμενων με την πολιτική, καθήκον τους είναι να αποκαλύπτουν τον αφερέγγυο πολιτικό λόγο και να αναλύουν με συστηματικό και πειστικό τρόπο τις δραστηριότητες των κομμάτων και των κυβερνήσεων, αποκαλύπτοντας τα πραγματικά κίνητρα των αποφάσεών τους και τις προθέσεις τους[15].

Αν και στόχος της διανόησης θα πρέπει να είναι η καταγγελία του ψέματος και η αποκάλυψη της αλήθειας, συχνά οι διανοούμενοι ενισχύουν με τη στάση τους την εμφάνιση και επικράτηση στο χώρο της πολιτικής απόψεων που υπηρετούν τις πλέον σκοτεινές επιδιώξεις του κατεστημένου.

Η στάση τους αυτή, άκρως χρησιμοθηρική, νομιμοποιεί την εκάστοτε εξουσία, συμβάλλοντας έτσι αποφασιστικά στον ιδεολογικό αποπροσανατολισμό των πολιτών, τους οποίους και καθιστά έρμαια πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα καταστάσεων κάθετα αντίθετων με τα ζωτικά τους συμφέροντα. Η στάση αυτή πολλών διανοούμενων επιβεβαιώνει, δυστυχώς, την άποψη ότι «ο οπορτουνισμός είναι η κατεξοχήν πνευματική αρρώστια των διανοούμενων»[16].

Εκείνο που κάνει το διανοούμενο να  ξεχωρίζει από το διανοουμενίσκο είναι η πολιτική του στράτευση, με την ευρύτερη σημασία του όρου, στην υπηρεσία της αλήθειας, ορμώμενος από ηθικά και μόνο κίνητρα.

Στρατευμένος, ωστόσο, διανοούμενος δεν σημαίνει υποταγμένος σε κάποια κέντρα εξουσίας ή ιδεολογικά ευνουχισμένος. Στόχος του δεν είναι η διατεταγμένη υπηρεσία αλλά η εργώδης προσπάθειά του να μπολιάσει με «καθολικότητα και «υπερβατικότητα» τον κόσμο της πολιτικής[17]

Όταν οι διανοούμενοι περνούν τον καιρό τους εμφανιζόμενοι σε ανιαρές τηλεοπτικές συζητήσεις, δεν συμβάλλουν ιδιαίτερα στην πρόοδο του πνεύματος και του πολιτισμού. Είναι, λοιπόν απαραίτητο, οι διανοούμενοι ως πνευματικοί άνθρωποι (συγγραφείς, καλλιτέχνες και επιστήμονες) να συνεχίζουν, με βαθιά συνείδηση του καθήκοντος, να επιτελούν το έργο τους, γιατί η διάκρισή τους στο χώρο τον οποίο διακονούν, αναβαθμίζει το κοινωνικό τους κύρος και τους επιτρέπει έτσι να στρατεύονται στην υπηρεσία της αλήθειας[18].

Τέλος «η μυθολογία της ‘ηθικής ουδετερότητας΄του επιστήμονα ή του φιλοσόφου, εν είδει ενός  ‘αμερόληπτου θεατή’, ο οποίος καταλήγει να εγκαταλείπει όλα τα φλέγοντα προβλήματα έξω από την πόρτα του εργαστηρίου του, είναι το ίδιο ολέθρια όσο και η υποταγή της έρευνας σε πολιτικούς σκοπούς».[19]

Στην εποχή μας, ο «στρατευμένος» διανοούμενος έχει προ πολλού εκχωρήσει τη θέση του σε ανθρώπους που έλκονται από τις επιτυχίες στη σφαίρα των ΜΜΕ και από τις «υλικές ή συμβολικές αμοιβές παρά από τους κριτικούς αγώνες»[20].

Η ηθική υπάρχει και είναι δεσμευτική, εφόσον, βέβαια, οι αρχές της γίνουν βίωμα και  δεν λειτουργούν απλά και μόνον ως σημείο αναφοράς των υποκριτών στην υπηρεσία της κοινωνικής τους αυτοπροβολής. Με άλλα λόγια, οι ηθικές αρχές, για να καθοδηγήσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά στο δρόμο προς την αρετή και το αγαθό ως προϋπόθεση του πλατωνικού «ευδαίμονος βίου», θα πρέπει να  μετουσιωθούν σε  καντιανής μορφής «κατηγορική προσταγή», αλλιώς εκπίπτουν σε ηθικολογία προς το «θεαθήναι τοις ανθρώποις» και συνακόλουθα λειτουργούν σε βάρος της αλήθειας. 

Καθήκον, λοιπόν, της διανόησης είναι η υπενθύμιση και υποστήριξη «οικουμενικών αξιών», σε  μια εποχή που η εμπορευματοποίηση των πάντων, στο όνομα του χρήματος και της νομής της εξουσίας. απειλεί τη συνοχή των κοινωνιών μας. Είναι καιρός η υπόσταση του διανοούμενου να συνδεθεί με την έννοια της αρετής με τη σωκρατική σημασία του όρου.

Για τον πολύ κόσμο, ο διανοούμενος, «συνιστά έναν συνένοχο της μεγάλης ανομολόγητης και διαρκούς αναζητούμενης αλήθειας», εντύπωση που «ενισχύεται ή (και) αποδυναμώνεται ανάλογα και με την προσωπική συνέπεια με την οποία ο τελευταίος υποστηρίζει μια τέτοια εικόνα»[21].

Επικρατεί συχνά η αντίληψη ότι ο πραγματικός διανοούμενος είναι απόμακρος και δεν έχει καμιά σχέση με την καθημερινότητα των ανθρώπων. «Η αληθινή διανόηση», γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης, «ταιριάζει με το λαϊκό, ενώ ο διανοουμενίσκος δεν είναι μόνο εχθρός του λαϊκού αλλά η καρικατούρα της διανόησης… Αρνείται τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς, ενδεδυμένος με τον τριμμένο μανδύα της δήθεν προοδευτικότητας, προσφέρει ιδεολογική κάλυψη στους παντός είδους σαλτιμπάγκους της εξουσίας»[22].

            Συχνά ο ρόλος των δήθεν διανοούμενων περιορίζεται στο αναμάσημα και στη  «εκλαίκευση» θεωριών από την αλλοδαπή[23]. Η έλλειψη βαθιάς γνώσης των θεωριών που υποτίθεται ότι μεταφέρουν, αντικαθίσταται, συχνά από έναν περίεργο «λεκτικό ναρκισσισμό», ο οποίος και λειτουργεί ως άλλοθι, «καθώς ελπίζουν πως οι ασυναρτησίες τους θα εκληφθούν από το κοινό ως ‘ακαδημαϊκή επαγγελματική αρρώστια΄»[24].

Η εξουσία χρειάζεται αυτού του είδους διανοούμενους, «γιατί, μέσω του επιστημονικού επιχρίσματος των όσων αναπτύσσουν, τη νομιμοποιούν στη συνείδηση της αλλοτριωμένης κοινής γνώμης»[25]

Δεν λείπουν στη χώρα μας και εκείνοι οι διανοούμενοι που «καλλιεργούν το σύνδρομο της κατωτερότητας του σύγχρονου Έλληνα απέναντι στην ανωτερότητα των ξένων»[26].

Μια τέτοια στάση, να συγκρίνουμε, δηλαδή, τους εαυτούς μας ως Έλληνες με τους ξένους και να μεμψιμοιρούμε σε βάρος μας, υπονομεύει κάθε προσπάθεια αποκατάστασης του κύρους μας ως λαού.

Καθώς η κοινωνία μας βυθίζεται αργά αλλά, ως φαίνεται, σταθερά στο έρεβος της παρακμής, η μόνη επιτρεπτή σύγκριση είναι αυτή με τους ίδιους τους εαυτούς μας, με αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε ως Έλληνες, αν είχαμε επίγνωση και γνώση της ιστορίας, της πολιτιστικής προσφοράς και των δημοκρατικών αγώνων του λαού μας, ο οποίος, στις μέρες μας, παραπαίει μεταξύ υπέρμετρου εγωκεντρισμού και εσωτερικευμένης μειονεξίας.

            Διανοούμενος δεν νοείται  όποιος δεν επικεντρώνει το γνωστικό του ενδιαφέρον στην αναζήτηση της αλήθειας προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Όμως η αλήθεια δεν είναι μια και μοναδική, αλήθειες υπάρχουν πολλές, ανάλογα με τις ιδέες και την ταξική τοποθέτηση του καθενός. Παραφράζοντας τη φράση του George Orwell στη γνωστή «Φάρμα των ζώων», ότι «όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα»[27]θα μπορούσε κανείς να πεί, ότι ορισμένες αλήθειες είναι πιο αληθινές από τις άλλες, όταν αυτές δεν εξυπηρετούν εξουσιαστικά συμφέροντα αλλά συμβάλλουν στη βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης.

            Στη χώρα μας η διανόηση (προοδευτική και συντηρητική, ανάλογα με την ταξική της στράτευση) κάποτε αποτελούσε τη συνείδηση του έθνους. Στις μέρες μας έχει ενσωματωθεί στη λογική του συστήματος. Όσοι ακόμη διατηρούν την κριτική συνείδηση, εξωθούνται στον πνευματικό αναχωρητισμό και στην ιδιώτευση.

Ιδιαίτερη ευθύνη φέρουν οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, καθώς ουκ ολίγοι αλληθωρίζουν συστηματικά προς την εξουσία, την οποία και αντιμετωπίζουν με δέος, αυτοπεριορίζοντας την πνευματική τους ελευθερία που αποτελεί σήμα κατατεθέν της συνεπούς διανόησης διαχρονικά, ευτελίζοντας έτσι τον τίτλο του ακαδημαϊκού δασκάλου στη συνείδηση των πολιτών.

             Αντιμέτωπη με την κρίση θεσμών και αξιών και με την αμφισβήτηση κάθε ηθικής αρχής που ταλανίζει την κοινωνία μας, η διανόηση της χώρας μας, αντί να στηλιτεύσει τα φαινόμενα παρακμής και πάνω  απ΄ όλα να καταγγείλει την απαξίωση του πολιτικού λόγου που χαρακτηρίζει, δυστυχώς, την πολιτική ζωή του τόπου (το ίδιο, βέβαια, συμβαίνει και στις άλλες χώρες και με την έννοια αυτή δεν αποτελούμε εξαίρεση), ενδιαφέρεται περισσότερο για την επωνυμία και ως εκ τούτου για την αυτοπροβολή της μέσα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, εκφέροντας γνώμη επί παντός επιστητού και αδιαφορώντας επιδεικτικά για το μέλλον του λαού μας.

‘Αλλοι, πάλι, στο όνομα ενός ακατανόητου διεθνισμού, και προκειμένου να προβάλουν τη δήθεν προοδευτικότητά τους, ρίχνουν με τις δηλώσεις τους νερό στους μύλους έξαλλων εθνικιστών στις γειτονικές μας χώρες, οι οποίοι, παραχαράσσοντας την ιστορία, διεκδικούν τίτλους και ιδιότητες που δεν τους ανήκουν. Οι διανούμενοι αυτοί προωθούν μια αντίληψη κοσμοπολιτισμού που σχετικοποιεί τα διαχρονικά πνευματικά επιτεύγματα και τους δημοκρατικούς αγώνες του λαού μας, τους οποίους και εργαλειοποιούν, προκειμένου να στηρίξουν τις υποτιθέμενες θεωρητικές τους απόψεις.

Ωστόσο, κοσμοπολίτικος τρόπος ζωής δεν σημαίνει ισοπέδωση των ταυτοτήτων. Αντίθετα. Για να είναι κανείς σωστός κοσμοπολίτης, πρέπει πρωτίστως να ταυτίζεται με την πατρίδα του, όχι ως πολιτικό σύστημα αλλά ως οντότητα και ιδιοσυστασία του λαού του, διατί η ισχυρή πολιτιστική ταυτότητα προστατεύει τον άνθρωπο από κέθε είδους συμπλέγματα κατωτερότητας, τον κάνει ελεύθερο, έτοιμο να υψώσει τείχος αδιαπέραστο στους εθνικιστικούς παραλογισμούς που ταλαιπωρούν ακόμη την περιοχή μας.  

Ακριβώς αυτό έχει κατά νου o Edgar Morin, αυτός ο κατεξοχήν Γάλλος κοσμοπολίτης, εκφράζοντας την άποψη ότι «οι διανοούμενοι των ευρωπαϊκών χωρών είναι αυτοί που θα μπορούσαν και θα όφειλαν να εκφράσουν τη συνείδηση της κοινής μοίρας και της κοινής ταυτότητας για να επιτρέψουν την έκφραση της κοινής ανάγκης»[28], διαδικασία στην οποία η ελληνική διανόηση θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικότατο ρόλο, εφόσον, βέβαια, ανανήψει πνευματικά και ηθικά, για να σταθεί και πάλι, όπως συχνά στο παρελθόν, στις δύσκολες στιγμές που αντιμετώπισε η πατρίδα μας, στο ύψος των περιστάσεων.

Η ενότητα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν απαιτεί την κατάργηση των ξεχωριστών ταυτοτήτων των λαών που τη συγκροτούν. Πολύ σωστά έχει επισημανθεί ότι η διάλυση των εθνικών ταυτοτήτων θα είχε ως αποτέλεσμα, η Ευρώπη να χάσει την εσωτερική της δυναμική[29].

Η διαφορετικότητα δεν σημαίνει αντιπαλότητα αλλά εμπλουτισμό των επιμέρους  πολιτιστικών ταυτοτήτων, στο όνομα μιας  Ενωμένης Ευρώπης των λαών και των πολιτών  και όχι των χρηματοοικονομικών πολυεθνικών συγκροτημάτων που λυμαίνονται ασύστολα τους λαούς του κόσμου.-

(Κοινωνία και Διανόηση[1]  του Ζήση Δ. Παπαδημητρίου[2])  , απόσπασμα από το βιβλίο του, Στον αστερισμό της αβεβαιότητας, εκδ. Θερμαϊκός, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 94-104)

[1] Πρόκειται για την ομιλία που ο συγγραφέας έκανε στις 30 Ιανουαρίου 2010, ημέρα των Τριών Ιεραρχών, σε εκδήλωση της Πρυτανείας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης προς τιμήν των ομότιμων καθηγητών.

[2] Ο Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Νομικής
του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

[3] Βλ. Παπαδημητρίου, Ζήσης, Παρεμβάσεις, εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 42 κ.ε..

[4] Στο ίδιο, σελ.  146 κ.ε.

[5] Στο  ίδιο, σελ. 147 κ.ε.

[6] Στο ίδιο, σελ. 148.

[7] Στο ίδιο, σελ. 19 κ.ε..

[8] Στο ίδιο, σελ. 28.

[9] Παπαδημητρίου, Ζήσης, Κοινωνιολογικά Ανάλεκτα. Όψεις της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 21 κ.ε..

[10] Αναφέρεται στο «Νίκος Καζαντζάκης….όπως τον γνωρίσαμε», Αφιέρωμα στον Καζαντζάκη, Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη αριθμός 462, Παρασκευή 20 Ιουλίου 2007, σελ. 14.

[11] Ulrich Beck, Συνέντευξη στο Χρήστο Ζέρβα, «Ελευθεροτυπία», Σάββατο 21. Νοεμβρίου 2009.

[12] Εdgar Morin, Να σκεφτούμε την Ευρώπη, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1991, σελ. 142 και 216.

[13] Στο ίδιο.

[14] Alain Badiou, Συνέντευξη στο Βασίλη Καλαμαρά, «Ελευθεροτυπία», 23.11.2009.

[15] Noam Chomsky, Die Verantwortung der Intellektuellen, Suhrkamp Verlag, Frankfurt am Main 1969, σελ. 125.

[16] Oskar Negt, Achtundsechzig. Politische Intellektuelle und die Macht, Steidl,  Vierte Auflage, Göttingen 2008, σελ. 9.

[17] Pierre Bourdieu, Νόστιμον ήμαρ, Ινστιτούτο Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1999, σελ. 89.

[18] Στο ίδιο, σελ. 90

[19] Στο ίδιο, σελ. 125.

[20] Στο ίδιο, σελ. 127.
 

[21] Μεταξάς, Γιάννης, Η πολιτική ευθύνη του διανοούμενου λόγου, στο : Όψεις του Σύγχρονου Πολιτισμού, Κέντρο Πολιτιστικών Μελετώ, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006, σελ. 133.

[22] Θεοδωράκης, Μίκης, «Ο ψεύτικος μανδύας της δήθεν προοδευτικότητας», στο: Μίκης Θεοδωράκης/Γιώργος Κοντογιώργης, Ελληνικότητα και «διανόηση», εκδ. ΙΑΝΟΣ, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 14, 15 και 17.

[23] Βολιώτης-Καπετανάκης, Ηλίας, Μούσα πολύτροπος. Μελωδική και κοινωνική διαδρομή από το δημοτικό στο «ρεμπετικο». Εκδ. Μετρονόμος, Αθήνα 2007, σελ. 37.

[24] Παπαδημητρίου, Ζήσης, «Από την Οικουμενικότητα του Διαφωτισμού στα Μεταμοντέρνα Αδιέξοδα : Αναζητώντας το Μίτο του Ορθού Λόγου», στο : του ίδιου, Μεταμοντέρνα Αδιέξοδα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 20.

[25] Στο ίδιο.

[26] Θεοδωράκης, Μίκης, «Το. πρόβλημα της Ελληνικότητας», στο : Μίκης Θεοδωράκης/Γιώργος Κοντογιώργης, ό.π., σελ. 72.

[27] George Orwell, Η φάρμα των ζώων, εκδ. Γιάννη Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 124.

[28] Edgar Morin, ό.π., σελ. 214.

[29] Ulrich Beck, ό.π.