[…] Να πολιτευτούμε επί της ουσίας. Η παρουσία μας, δηλαδή, να είναι επί της ουσίας, και να μην χρησιμοποιούμε κορώνες δεξιά και αριστερά, και να μην κάνουμε όλοι, δήθεν, ότι είμαστε πάρα πολύ ευαίσθητοι δημοκράτες» ο ηθοποιός Γίαννης Μπεζος, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη, απαντώντας στο ερώτημα “Ποιές αιτίες μας έφεραν ως εδώ, και κυρίως τί πρέπει να κάνουμε;” συμμετέχοντας στην ακτιβιστική Έρευνα για την Κρίση που δημοσιεύεται στο tvxs από το 2010.

Ads

Γ.Μπ.: Πρέπει να προηγηθεί ένα άλλο ερώτημα, δηλαδή, ποιές αιτίες μας έφεραν στην προηγούμενη κατάσταση της δήθεν ευμάρειας. Διότι αυτό, είναι κάτι που δεν συζητιέται πολύ. Μάλλον δεν συζητιέται, επειδή δεν συμφέρει και δεν πολυγοητεύει τους ανθρώπους.

Τα τελευταία 30 χρόνια, αλλά και λίγο πιο πριν, από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, η Ελλάδα προσπαθώντας να μπει σε μια τροχιά ευρωπαϊκή, με την επιθυμία του Κωνσταντίνου Καραμανλή να απαλλάξει τη χώρα, ουσιαστικά από την Οθωμανική Αυτοκρατορία -η οποία δεν είχε απαλλαγεί ακόμα, απ’ ότι φάνηκε και απ’ ότι φαίνεται…- προσπάθησε να στρέψει, πολύ σωστά, τη χώρα προς την Ευρώπη.

Επειδή όταν ανοίγουν τα σύνορα, ανοίγει ο κόσμος, ανοίγει ο ορίζοντας, και η χώρα μας δεν είναι χώρα τόσο της σκέψης αλλά του συναισθήματος (ανήκει -θα έλεγα- πιο πολύ στον Διόνυσο παρά στον Απόλλωνα), μη μπορώντας να ακολουθήσει αυτό το δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο (που απαιτεί μία αστική τάξη, μία άλλου είδους παιδεία – να θυμίσω, επίσης, ότι μέχρι πριν λίγα χρόνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήμασταν ο μόνος ορθόδοξος λαός), όλο αυτό, λοιπόν, δημιούργησε ένα μιμητισμό.

Ads

Η Ελλάδα, δηλαδή, συνέχισε να μαϊμουδίζει –αυτό, μάλιστα, συμβαίνει από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους- προς τη Δύση, να συμπεριφέρεται ως δυτικός λαός, ενώ κατά βάση η καρδιά της ήταν στην Ανατολή, για να μην πω τελείως στην Ανατολή, αλλά εν πάση περιπτώσει κάπου στο ενδιάμεσο, εξ αιτίας και της γεωγραφικής της θέσης, που είναι πολύ σημαντική.

Με την είσοδό μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πιο πριν ακόμα -αν θυμάμαι καλά- υπήρχε αυτή η πλασματική εικόνα ό,τι η Ελλάδα είναι μία χώρα ευρωπαϊκή, και βεβαίως, είναι μια χώρα ευρωπαϊκή, αλλά πολιτισμικά δεν ανήκει στην Ευρώπη, όπως είδαμε.

Υποδύθηκε, λοιπόν, ότι ανήκει στην δυτική οικογένεια, πήρε τα καλά της δύσης, δηλαδή, την οικονομική της άνεση, και προσπάθησε να την συνδυάσει με τα «καλά» της ανατολής, δηλαδή την ατιμία και μια αντίληψη τελείως διαφορετική. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, ήταν καταστροφικό.

Διότι, εκεί, είναι και η τεράστια –πραγματικά τεράστια- ευθύνη του πολιτικού συστήματος, που δεν κατάφερε ποτέ, ούτε να ενημερώσει τον κόσμο, και βεβαίως, ούτε να τον οδηγήσει με έναν τρόπο και μέσα απ’ την παιδεία, και μέσα απ’ τα ΜΜΕ, και από τη γενικότερη πολιτική των κυβερνήσεων, στο ότι η Ελλάδα είναι μία χώρα η οποία έχει αυτή την ιστορία, που δεν πρέπει να την φοβάται, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι συνορεύουμε με τους Τούρκους, ή ότι συνορεύουμε με τους Βαλκάνιους γείτονές μας και έχουμε συγχρόνως και ένα κομμάτι από τη Δύση.

Αυτό, μπορεί να ακούγεται πολύ θεωρητικό, αλλά είναι πάρα πολύ ουσιαστικό. Δηλαδή, ό,τι μας οδήγησε να καταναλώσουμε πράγματα, πιστεύοντας ότι όλοι μας χρωστούν…

Αυτό συμβαίνει, διότι λειτουργούμε συμπλεγματικά, διότι αγνοούμε παντελώς το παρελθόν μας, γι’ αυτό και το φοβόμαστε. Γι’ αυτό, όπως βλέπετε, μας φοβίζουν π.χ. οι Τούρκοι, οι Σκοπιανοί, οι Αλβανοί, οι Πακιστανοί, αλλά δεν νομίζω ότι η Ελλάδα έχει αντιπάλους όλους αυτούς, αλλά ότι έχει αντίπαλο τον εαυτό της.

Τώρα, τί πρέπει να γίνει;

Για τα οικονομικά θέματα, γνωρίζουμε όλοι. Έχουν αναλυθεί λεπτομερώς, π.χ. ότι καταναλώθηκαν πάρα πολλά χρήματα τα οποία πήγανε στο βρόντο, ή ότι προσπαθήσαμε να ζήσουμε μία ζωή η οποία ήταν ανακόλουθη με τις δυνατότητές μας, δηλαδή, συμπεριφερθήκαμε καταναλώνοντας περισσότερα απ’ όσα παράγαμε.

Συμπεριφερθήκαμε, λοιπόν, σαν μία παρέα δέκα ανθρώπων που έδωσε στον εστιάτορα παραγγελία για πενήντα! Αυτό, λοιπόν, σημαίνει, ότι κάποια από αυτά θα τα καταναλώσει, τα περισσότερα θα τα πετάξει και τελευταίο και κυριότερο, θα τα πληρώσει.

Ε, αυτό κάποια στιγμή τελείωσε, διότι αυτά τα χρήματα δεν ήταν χρήματα δικά μας, δεν ήταν δηλαδή, προϊόν δικό μας, αλλά δανεισμοί για άλλους λόγους.
Υπάρχει και αυτή η συνήθεια, η τεράστια, όπως λέει ο Κικέρων, η δεύτερη φύση, η έξις, ότι συνηθίζουμε δηλαδή, στο ό,τι το κράτος, ο δήμος, και οι περιούσιοι, μας χρωστάνε όλοι!

Επίσης, η δικτατορία μας έκανε πάρα πολύ κακό, και στην αισθητική μας, και στην οικονομία, αλλά κυρίως στην αντίληψη ό,τι αφού είχαμε δικτατορία έπρεπε να το ισοφαρίσουμε κάνοντας ότι μας γουστάρει, δηλαδή, υπήρχε μια γενική… ανοχή στην ανομία, κλπ.

Αυτά όλα, όπως ξέρετε, είναι έξω από την ευρωπαϊκή σκέψη και από τον τρόπο λειτουργίας των ευρωπαίων, γι’ αυτό και μας βλέπουν με αυτόν τον τρόπο, τον περίεργο, και δεν μας καταλαβαίνουν, όπως γι’ αυτό αντίστοιχα και εμείς δεν τους καταλαβαίνουμε.

Το τι πρέπει να γίνει, λοιπόν, είναι μια άλλη ιστορία. Νομίζω, ότι υπάρχει ένα σοβαρό έλλειμμα στη χώρα μας σε ότι αφορά στο πολιτικό σύστημα, το περίφημο, που λέμε. Το οποίο, μην περιμένει κανείς να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν αλλάζουν έτσι τα πράγματα.

Ήρθε η οικονομική κρίση πολύ απότομα. Η πολιτιστική κρίση, είχε έρθει πολύ πιο πριν. Απλώς, κανείς δεν μίλαγε, γιατί δεν τον ένοιαζε και τόσο (ξέρετε, τους ανθρώπους τους ενδιαφέρει πιο πολύ το πορτοφόλι τους).

Για παράδειγμα, η κρίση στην παιδεία υπήρχε πολλά χρόνια, όπως και η κρίση στην τέχνη. Επίσης, υπήρχε η διαφθορά –το ξέραμε όλοι-, όπως υπήρχε και η περίεργη συναλλαγή, ή η φοροδιαφυγή. Απλώς, δεν είχε άμεσο αντίκτυπο στο μέσο πολίτη και το προσπερνάγαμε. Τώρα, που έχει, ξαφνικά όλοι θυμηθήκαμε τις αξίες της ζωής!

Αυτό, σημαίνει, ότι έχουμε ένα έλλειμμα παιδείας.

Και αν δεν το αναγνωρίσουμε, και αν δεν αποφασίσουμε ότι πρέπει να ζήσουμε αλλιώς και ό,τι δεν είμαστε μόνοι μας στον πλανήτη, αλλά υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι, και ό,τι είμαστε σ’ αυτήν την καταραμένη και συγχρόνως ευλογημένη θέση στην Ευρώπη -γεωγραφικά εννοώ- που συνορεύει με τους πάντες, που είναι το κέντρο του κόσμου γεωγραφικά, δηλαδή, δεν μπορούμε να έχουμε την απαίτηση να φύγουν οι Τούρκοι και να πάνε στην Σουηδία, ούτε οι Αλβανοί να πάνε στη Νορβηγία.

Και εφόσον θα μείνουν εδώ, πρέπει να συναποφασίσουμε ότι θα ζήσουμε με αυτούς τους γείτονες, αλλά θα πρέπει να θωρακιστούμε και να οπλιστούμε κυρίως με τη γλώσσα.

Δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη να εξαφανιστεί η κρίση. Δηλαδή, μας ταρακούνησε, ταρακούνησε και το πολιτικό σύστημα και τον κοινωνικό ιστό, επειδή έγιναν όλα πάρα πολύ απότομα, διότι ουδείς δεν προετοίμασε τον κόσμο γι’ αυτό -μία μεγάλη ευθύνη των πολιτικών- αποκρύφτηκε η αλήθεια, και ξαφνικά ήρθε απότομα ένα γερό χτύπημα, οπότε, τώρα, όλο το σύστημα είναι σε κραδασμό.

Πιστεύω, ό,τι θα γίνουν βήματα θετικά – δηλώνω, δηλαδή, αισιόδοξος- αλλά θα πρέπει να συμβάλλουμε όλοι σε αυτό.

Και όταν λέω, όλοι, δεν εξαιρώ τον λαό από αυτό (ο οποίος είναι πολύ αφηρημένη έννοια, και όλοι την έχουν σαν καραμέλα στο στόμα, αλλά κανείς δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει), δηλαδή, μην βγάζουμε τους πολίτες έξω από το παιχνίδι, εάν –βέβαια- θέλουμε να τους θεωρούμε πολίτες, και όχι να τους θεωρούμε πρόβατα που τα πάνε από εδώ και από εκεί.

 
Κρ.Π.: Πώς πιστεύετε ότι ο πολίτης, θα γίνει πολίτης, και θα συμμετέχει σε αυτό που είπατε;
 
Γ.Μπ.: Πολίτης, με την έννοια, ότι, εφόσον ζούμε σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, αυτή την Ελληνική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία που έχουμε, θα πρέπει και να καταλαβαίνουμε τι σημαίνει. Να μην την εννοεί ο καθένας διαφορετικά, όπως π.χ. και τη λέξη δημοκρατία, ή τη λέξη δικαίωμα, ή κυρίως τη λέξη υποχρέωση (που ουδείς την φέρει στο στόμα, λες και την φοβόμαστε).

Ξέρετε, αυτό το πολίτευμα, η δημοκρατία -είναι κάτι που το λέει πολύ καλά ο Γιανναράς ο οποίος γράφει στην Καθημερινή- είναι άθλημα! Δεν είναι δεδομένο. Θέλει, δηλαδή, καθημερινή αγωνία αυτό το πράγμα.

Όλα, αυτά, είναι θέματα της γενικότερης παιδείας μας. Και επειδή η παιδεία μας, είναι όπως βλέπετε, σ’ αυτήν την κατάσταση, δηλαδή, ατάκτως ερριμμένα πράγματα από εδώ και από εκεί, με ανθρώπους σίγουρα σημαντικούς αλλά και πάρα πολλούς ασήμαντους, οι οποίοι είναι ακατάλληλοι γι’ αυτόν τον ρόλο, εάν δεν συνέλθει, εάν δεν την πάρουμε στα σοβαρά, δεν θα έχουμε αποτελέσματα τα επόμενα δέκα – δεκαπέντε χρόνια.

Γιατί δεν μιλάω για ένα ή δύο χρόνια, όπως καταλαβαίνετε. Πιστεύω, ότι θα έχουμε αυτές τις δυσκολίες, τουλάχιστον για την επόμενη πενταετία – εξαετία. Διότι δεν είναι μόνο οι οικονομικές δυσκολίες. Είναι και ένα γενικότερο κλίμα, μια… θερμοκρασία που υπάρχει. Είναι αυτό το κλίμα της ήττας, το σκυμμένο κεφάλι, που λέμε, δηλαδή, η έλλειψη του ορίζοντα.

Και αυτό είναι ευθύνη και των πολιτικών, θα έλεγα όμως, ότι είναι ευθύνη και των ανθρώπων που έχουν μεγαλύτερο δημόσιο βήμα και δημόσια εικόνα, και βεβαίως των δημοσιογράφων, όλων αυτών που έχουν έντονη δημόσια παρουσία, και εννοώ και τον εαυτό μου.

Γι’ αυτό θα πρέπει να συμπεριφερθούμε με αρχοντιά και με γενναιότητα, γιατί ο κόσμος περιμένει από εμάς κάτι… Και δεν περιμένει να κλαίμε στα καμένα πριν καούνε, όπως συνηθίζεται να γίνεται στη χώρα μας.
 
Κρ.Π.: Όμως εδώ βλέπουμε ότι υπάρχουνε πολλά καμένα, και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Υπάρχουν τόποι και άνθρωποι που πληρώνουν πολύ άσχημα, και πολλοί με την ίδια τη ζωή τους. Κάναμε και ρεκόρ για παράδειγμα στην ανεργία, η εργασία πλέον, όπως και η υγεία, φυσικά και η παιδεία, θεωρούνται πλέον προνόμια… Μου έλεγε χτες, μάλιστα, μια κοπέλα, ότι εργάζεται για 260 ευρώ το μήνα με οκτάωρη εργασία καθημερινά.
 
Γ.Μπ.: Οι συνδικαλιστές, οι οποίοι είναι λαλίστατοι κατά τα άλλα, τί κάνουν για όλη αυτή την ιστορία; Ας πούμε αυτή η κοπέλα που δουλεύει για 260 ευρώ, ποιός την υπερασπίζεται; Θέλω να πω, είναι πολύ ωραίο να κάνουμε λαϊκές διαδηλώσεις για επαναστατική γυμναστική, επί της ουσίας, όμως, ποιός προστατεύει αυτόν τον εργαζόμενο;

Εγώ είμαι και εργοδότης, όπως ξέρετε, και δεν μπορώ, ντρέπομαι να πάρω άνθρωπο να εργαστεί, ο οποίος να μην είναι τουλάχιστον στην δική μας συλλογική σύμβαση, που ισχύει ακόμα, μέχρι το τέλος του χρόνου. Θέλω να πω, δεν διανοούμαι να κάνω κάτι τέτοιο. Και εγώ, όπως ξέρετε, θεωρούμε πιο συντηρητικός από άλλους. Λοιπόν, αυτό, τί σημαίνει;

Ποιός θα προστατεύσει αυτούς τους ανθρώπους; Δηλαδή, περιμένουμε να προστατευτούν μόνοι τους; Μα, η δημοκρατία και ο συνδικαλισμός, υποτίθεται ότι είναι για να προστατεύει τον ανίσχυρο, όχι τον ισχυρό. Ο ισχυρός δεν χρειάζεται προστασία.

Πού είναι, λοιπόν, αυτές οι φωνές; Πού είναι οι συνδικαλιστές να το κατονομάσουν αυτό;

Και εν πάση περιπτώσει, γιατί δεν καταδικάζουν όλοι μαζί στην πράξη την φοροδιαφυγή, και όχι στα λόγια; Στην πράξη!

Βλέπετε, ότι οι περισσότεροι φοροδιαφεύγουν. Ο φοροφυγάς έχει μία ασυλία από την κοινωνία μας. Τον θεωρούμε, λίγο, λαϊκό ήρωα. Εάν δεν αντιστραφεί αυτό το κλίμα, όχι στα 260 ευρώ, στα 60 θα φτάσει στο τέλος ο μισθός.

Αυτό εννοώ όταν λέω, να δούμε τα πράγματα με διαφορετική αντίληψη. Φυσικά, υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι πεινάνε, τα ζω και τα βλέπω γύρω μου. Αλλά αυτό δεν θα λυθεί εάν δεν αλλάξουμε.

Δηλαδή, εάν μας πουν ότι εντάξει σας το χαρίζουμε το χρέος, σε 10 χρόνια πάλι τα ίδια θα είναι, εάν δεν αλλάξουμε αντιλήψεις.

Κρ.Π.: Και δεν είναι μόνο οι άνθρωποι, πουλάνε πλέον όπως λέγεται και λιμάνια, και νησιά, μάλιστα όχι μόνο τα ακατοίκητα, αλλά ακούστηκε και για εκείνα που έχουν κάτω από 150 κατοίκους…
 
Γ.Μπ.: Άλλο να πουλάς κάτι και άλλο να το εκμεταλλεύεσαι. Η Ελλάδα έχει έναν πλούτο που δεν πρόκειται να τον εκμεταλλευτεί. Δεν είναι ότι δεν μπορούν να τον εκμεταλλευτούν οι άλλοι, δεν μπορεί να τον εκμεταλλευτεί η ίδια. Δεν έχει όρεξη να τα εκμεταλλευτεί.

Ο Ροϊδης έλεγε κάτι πολύ ωραίο: Η Αγγλία έχει τας ομίχλας, η Αίγυπτος τας ακρίδας και η Ελλάδα τους Έλληνας.

Αυτό σημαίνει ότι δεν βλέπουμε την πατρίδα με την έννοια της λέξης, δηλαδή, ότι είναι η γη του πατρός, ότι είναι αυτό, που εδώ αποφασίσαμε, και εδώ συμφωνήσαμε, να ζούμε με ένα τρόπο, να κλαίμε με ένα τρόπο, να χαιρόμαστε με ένα τρόπο, να κλαίμε τους νεκρούς μας με ένα τρόπο, να συμμεριζόμαστε τη χαρά του άλλου με ένα τρόπο…

Λοιπόν, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, ότι αυτός ο τόπος είναι δικός μας. Είναι δηλαδή, κάτι, που όχι μόνο το δικαιούμαστε, αλλά μας έχει ανάγκη. Σε αυτόν τον τόπο μπορούμε να αναπνέουμε, και να ζούμε, με αυτόν τον αέρα, με αυτόν τον ήλιο, με αυτές τις συνήθειες, αυτό σημαίνει πατρίδα. Δεν είναι μόνο τα σύνορα.

Κρ.Π.: Αφού όμως βλέπουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που βάλλονται από όλες τις μεριές και είναι οι πιο αδύναμοι, εμείς ως κοινωνία, πια, δεν πρέπει να κάνουμε κάτι για όλα αυτά;
 
Γ.Μπ.: Φυσικά και πρέπει, αλλά ξέρετε αυτό, είναι σαν παράγωγο αυτού που είπα πριν, δηλαδή, έχουμε συνηθίσει έναν άλλο τρόπο ζωής, και δεν έχουμε αυτή την ισχυρή αστική τάξη που είχε η δύση.

Και η κοινωνία πολιτών που λέτε, απαιτεί μία κοινωνική συνείδηση. Δηλαδή, λέμε τώρα για παράδειγμα: «οι τιμές δεν πέφτουν». Οι τιμές δεν πέφτουν, διότι τα προϊόντα καταναλώνονται.

Εάν υπήρχε κοινωνική συνείδηση, κοινωνικοί φορείς, εάν υπήρχε αυτή η κοινωνία των πολιτών, θα μπορούσε να πει, ό,τι δεν θα ψωνίσω π.χ. για μία εβδομάδα από αυτό το προϊόν, εάν δεν έρθει στην φυσιολογική του τιμή (διότι για παράδειγμα, δεν μπορεί να είναι πιο ακριβό στην Ελλάδα, απ’ ότι είναι στη Γερμανία). Τέτοιες κινήσεις, είναι όχι μόνο απαραίτητες, αλλά θα έπρεπε να είναι πρώτης προτεραιότητας. Βλέπετε, όμως, ό,τι δεν γίνονται.

Διότι, εμείς, δεν έχουμε μάθει να λειτουργούμε ως κοινωνία, δεν αναφερόμαστε στον άγνωστό μας, είμαστε στη λογική της οικογένειας, στη λογική της συντεχνίας, του σκληρού πυρήνα της οικογένειας.

Να θυμίσω ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που χρόνια τώρα κάνει συγγένειες και εξ’ αγχιστείας: κουμπαριές, βαφτίσια, κουνάδια, μπατζανάκηδες, δηλαδή, αναφερόμαστε περισσότερο στο κλειστό, στο κοντινό περιβάλλον. Δεν μας ενδιαφέρει τόσο πολύ ο άγνωστος, ο τρίτος.

Αυτό δεν είναι θέμα ευαισθησίας, είναι θέμα αντίληψης. Είναι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τη ζωή, και γενικά, του πως αντιλαμβανόμαστε την κοινωνία.

Η κοινωνία πολιτών, λοιπόν, για να υπάρξει, πρέπει να έχει και πολίτες. Ουσιαστικούς πολίτες, όμως. Όχι αυτό που βλέπουμε τώρα. Δηλαδή, κάποιους, οι οποίοι συμπεριφέρονται ραγιάδικα, και δεν τους ενδιαφέρει τίποτα, παρά μόνο να κονομήσουν οι ίδιοι.

Κι αυτό συμβαίνει σε όλη την κλίμακα, από πάνω μέχρι κάτω. Δεν θέλω να χαϊδεύω τα αυτιά κανενός. Αυτό ισχύει παντού, από πάνω μέχρι κάτω. Ξεκινάει ακόμα και από την οικογένεια. Δηλαδή, ακούς γονείς να λένε στο παιδί τους, εσύ θα κάνεις αυτό κι αυτό για να βολευτείς.
 
Κρ.Π.: Μα η νοοτροπία του Έλληνα, δεν ήταν ανάλογη, ακόμα και μετά τον εμφύλιο; Κοίτα τη δουλίτσα και το σπίτι σου, διότι αυτοί που αγωνίστηκαν για την κοινωνία, είδες τι πάθανε;
 

Γ.Μπ.: Ο εμφύλιος πόλεμος, μια και το αναφέρατε (βέβαια αυτά τώρα μπορεί να είναι ψίλοι στα άχυρα για ορισμένους) δεν έχει πολλά χρόνια που έχει γίνει στη χώρα μας, και δεν έχει τελειώσει ακόμα…

Να θυμίσω, χώρες σαν τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία, την Βρετανία, κλπ., είχαν εμφυλίους πολέμους πριν από 200 χρόνια πριν από μας. Δηλαδή, πρέπει να υπάρξει ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε αυτά τα πράγματα να αμβλυνθούμε.

Δεν το λέω αυτό με απαισιοδοξία, ή ότι αφήνομαι και λέω άσε να δούμε τι θα γίνει. Όχι.

Σας πληροφορώ, ότι καθημερινά, όσο τουλάχιστον πολιτεύομαι –με την έννοια ότι ζω, όχι πολιτεύομαι στη βουλή- προσπαθώ και μέσα από συζητήσεις και κουβέντες, να πάμε στα δύσκολα, και όχι στα εύκολα, δηλαδή, σ’ αυτά που λέμε όλοι…

Αυτά που λέμε όλοι είναι λόγια. Το πώς γίνονται, όπως λέτε, είναι το δύσκολο. Το τί μπορούμε να κάνουμε πάνω σε αυτό; Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση;

Πότε θα αποφασίσουμε εμείς οι άνθρωποι, για παράδειγμα, που είμαστε πιο εύρωστοι οικονομικά, να μειώσουμε λίγο τις ανάγκες μας; Άνθρωποι που δεν είμαστε μισθοσυντήρητοι, και βάζω τον εαυτό μου σε αυτό, πρέπει να αποφασίσουμε, ότι δεν είναι τα πάντα ευρώ, ότι υπάρχουν και άλλες αξίες.

 
Κρ.Π.: Και τί θα γίνει με τους ανθρώπους που πληρώνουν χωρίς να φταίνε;
 
Γ.Μπ.: Αυτός που πληρώνει χωρίς να φταίει, αυτό είναι το μεγάλο μας θέμα.

Δεν λειτουργεί κοινωνικά ο Έλληνας, αλλά ατομικά. Δηλαδή, εάν αποκτήσει εισόδημα, θα το ξεχάσει το θέμα του «άλλου». Είναι θέμα αντίληψης.

Για παράδειγμα, μας ενδιαφέρει να είναι πολύ καθαρό το σπίτι μας –έτσι συμβαίνει στην Ελλάδα- και δεν μας ενδιαφέρει να είναι βρώμικος ο δρόμος.

Αυτές οι αντιλήψεις πρέπει να αντιστραφούν. Δεν θα αντιστραφούν εύκολα. Θα αντιστραφούν, ξέρετε, μόνο από ανάγκη.

Λυπάμαι που το λέω, αλλά αυτή η κρίση μπορεί να γεννήσει και αυτό που λέτε, δηλαδή, την κοινωνία πολιτών, γιατί σίγουρα έτσι γίνονται κάποια πράγματα, από ανάγκη, δεν γίνονται γιατί θα το πει κάποιος, π.χ. επειδή θα το πω εγώ ή θα το πει ο πρωθυπουργός.

Γεννιούνται από την ανάγκη να διαμορφωθεί μια νέα αντίληψη ζωής, μια νέα ιεραρχία στις προτεραιότητές μας, τι είναι αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε, και όχι να νομίζουμε ότι χρειαζόμαστε πράγματα που είναι για πέταμα –γιατί αυτό κάναμε όλα αυτά τα χρόνια.

Και δεν εξαιρώ τον εαυτό μου, από αυτό, καθόλου. Δηλαδή, συνηθίσαμε να θεωρούμε ως απολύτως αναγκαία, πράγματα που μας ήταν άχρηστα. Και θα δείτε, ότι κάποια στιγμή θα συνειδητοποιήσουμε, ότι όλα αυτά ήταν ά χ ρ η σ τ α. Και αυτό, βέβαια, το κάνει ο καπιταλισμός, όπως γνωρίζετε.

Κρ.Π.: Όπως αυτή η λατρεία στο σούσι… Πριν λίγο καιρό ο Έλληνας δεν άντεχε αν δεν έτρωγε κάθε βδομάδα σούσι. Αλλά να ψαρέψει ένα ψάρι δεν ήξερε. Και βέβαια  π.χ. τα λεμόνια, τα έφερνε από την Ισπανία.
 
Γ.Μπ.: Γιατί αυτή ήταν η εύκολη λύση. Το άλλο θέλει κόπο.

Μάθαμε κάποια πράγματα να τα κάνουμε άκοπα. Μαθαίνουμε τα παιδιά να μη δουλεύουνε πολύ. Σα να γεννιούνται κουρασμένα τα παιδιά, δηλαδή.

Επειδή ασχολούμαι με τη θεατρική εκπαίδευση, πολύ, και καταλαβαίνω τις αγωνίες τους, και τα ερωτηματικά τους, κλπ., δεν έχουν μάθει να μοχθούν, δεν καταλαβαίνουν ότι μπορεί να υπάρχει και η κόπωση στην καθημερινότητα, η οποία, είναι το αντίστροφο μετά της ξεκούρασης και την απόλαυσης.

Βλέπω διάφορα φαινόμενα, όπως για παράδειγμα, παιδιά, να  προσπαθούν να απολαμβάνουν γενικά, και τελικά να μην απολαμβάνουν τίποτα, γιατί δεν καταλαβαίνουν τι είναι η απόλαυση. Δηλαδή, δεν υπάρχει κέρδος από αυτό. Είναι τα πράγματα λίγο δεδομένα.

Πρέπει να μάθουμε ότι για να κατακτήσεις κάτι πρέπει πρώτα πρώτα, λίγο, να μοχθήσεις. Βλέπετε, ότι εμείς δεν είμαστε στον αστερισμό αυτόν.

Όλοι να πάρουν πτυχίο, όλοι να μπουν στο δημόσιο, όλοι να μπουν στον ιδιωτικό τομέα, μα και ο ιδιωτικός τομέας, να μην σας πω ότι έχει γίνει χειρότερος και από τον δημόσιο τομέα, π.χ. δεν υπάρχει συναλλαγή, δεν υπάρχει αναξιοκρατία;

Να ένα κεφάλαιο μεγάλο. Όλοι μιλούν περί αναξιοκρατίας, αλλά όλοι είναι μέσα σε αυτήν.

Θέλω να πω, ότι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε και να συμφωνήσουμε, τι ακριβώς θέλουμε. Θα λειτουργούμε, για παράδειγμα, με συμπάθεια σε ορισμένους ανθρώπους, ή θα λειτουργούμε με τη λογική;

Αυτό δεν μας στερεί τη φοβερή μας ιδιοσυγκρασία, ίσα ίσα την τονώνει, αλλά θα πρέπει να συμφωνήσουμε, αν θα είναι μόνο αυτό. 

Ο Σολωμός έλεγε δύο πράγματα πολύ σημαντικά, ότι πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους, κι έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ό,τι ο νους συνέλαβε.
Επίσης έλεγε, ό,τι το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ότι είναι αληθές.

Ε, αυτά, λοιπόν, αγνοούνται παντελώς και από τους νέους και από τους παλαιότερους, όπως επίσης αγνοούμε παντελώς ότι ο Σολωμός ήταν δυτικοτραφής και μιλούσε ελάχιστα ελληνικά.

Δεν μας φοβίζει όμως αυτό, διότι θεωρούμε ότι ο Σολωμός, ήταν εθνικός ποιητής, έγραψε τον εθνικό ύμνο –που ούτε αυτόν τον ξέρουμε καλά- και κατά τα άλλα, τον τραγουδάμε στο γήπεδο, δηλαδή, όποτε μας συμφέρει.

Αυτό είναι γενικότερο πρόβλημα της παιδείας, είναι τεράστιο πρόβλημα της παιδείας στη χώρα μας. Δεν το έχουμε ακόμα συνειδητοποιήσει. Το συνειδητοποιούμε, μάλλον, τώρα, με αυτά που γίνονται.

Είναι πολύ μεγάλο πρόβλημα. Είπατε π.χ. για το σούσι. Φυσικά. Γιατί ,αυτό τους κάνει να μαϊμουδίζουν, να συμπεριφέρονται με γνώμονα αυτό το περίφημο life style. Σα να είμαστε στη Νέα Υόρκη!

Επίσης, είναι θέμα γλώσσας. Τώρα τελευταία, για παράδειγμα, μας ενοχλούν τα τούρκικα. Τα τούρκικα μας ενοχλούν γιατί μας μοιάζουνε. Γιατί καθρεφτιζόμαστε λίγο σε αυτές τις μούρες, σε αυτές τις λογικές. Πολλά από τα τούρκικα σήριαλ, αν τα δει κανείς με κλειστό τον ήχο, θα νομίζει ότι είναι ελληνικά.

Επίσης, μας φοβίζει, η γλώσσα, διότι θεωρούμε ότι ο τούρκος είναι οπωσδήποτε εχθρός! Οπωσδήποτε! Και μας φοβίζει η γλώσσα, γιατί δεν γνωρίζουμε καλά τη δική μας. Ενώ δεν μας φοβίζει να χρησιμοποιούμε π.χ. τετρακόσιες αμερικανικές λέξεις το δευτερόλεπτο. Δεν μας ενοχλεί καθόλου αυτό.

Αυτά όλα, είναι δηλαδή, σαν να υποδυόμαστε κάτι. Υποδυόμαστε τον πατριώτη, τη στιγμή που δεν καταλαβαίνουμε τι είναι η πατρίδα.

Ο Έλληνας, λοιπόν, κινείται σύμφωνα με αυτό που του λέει το προσωπικό του συμφέρον, η καρδιά του, αλλά δεν έχει ορίζοντα μακρινό.

Αυτά όλα είναι κατάλοιπα από το 1821 και μετά, για να μην σας πω τι γινόταν πριν το 1821 και… τρομάξετε περισσότερο. Αυτά, δεν τα γνωρίζουμε, επειδή μας τρομάζουν αυτά τα πράγματα. 

Ο Πέτρος Μάρκαρης, σε ένα δοκίμιο που είχε κάνει, έλεγε κάτι πολύ ωραίο, με το οποίο συμφωνώ, ότι το αίμα του Καποδίστρια θα το πληρώσουμε τώρα.

Κρ.Π.: Δηλαδή;
 
Γ.Μπ.: Να σας φέρω ένα παράδειγμα. Ο Καποδίστριας προσπαθούσε να πείσει την Τρίπολη ότι πρέπει να πληρώσουν φόρους για να γίνει ένα σχολείο στο Αγρίνιο. Δεν το καταλαβαίνανε.

Και έλεγε η Τρίπολη, γιατί να πληρώσω εγώ για να γίνει σχολείο στο Αγρίνιο; Υπήρχε αυτό που λέμε σήμερα, το συντεχνιακό, το οικογενειακό, το οποίο εξακολουθεί και υπάρχει σε ένα μεγάλο βαθμό και στις μέρες μας.
 
Για το τι θα μπορούσε να γίνει, σήμερα, θα έλεγα, όχι συμβουλευτικά, ως άποψη, ότι όσοι εν πάση περιπτώσει έχουμε σήμερα δουλειά, εννοώ αντικείμενο εργασίας, να κάνουμε τη δουλειά μας όσο καλύτερα γίνεται. Αν την κάναμε μέχρι τώρα, μία φορά καλά, τώρα πρέπει να την κάνουμε δέκα.

Ένα αυτό. Δεύτερον: Θα πρέπει, οι άνθρωποι οι οποίοι έχουμε ένα ισχυρότερο εισόδημα, τά ‘φερε έτσι η ζωή, ή οι ικανότητές μας, πείτε ότι θέλετε, θα πρέπει να συμπεριφερθούμε με έναν τρόπο στους ανθρώπους που δοκιμάζονται, είτε ως εργοδότες, είτε ως συμπολίτες, για να μην πω συνάνθρωποι, και να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν θα ζήσουμε μόνοι μας σε αυτή τη χώρα, ότι θα υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι, ότι θα ζήσουμε μαζί. Κι ότι εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να ιεραρχήσουμε κάποια στιγμή και τις ανάγκες μας, και τι είναι αυτό που χρειαζόμαστε.

Τρίτον, να πολιτευτούμε επί τοις ουσίας. Η παρουσία μας, δηλαδή, να είναι επί τοις ουσίας, και να μην χρησιμοποιούμε κορώνες δεξιά και αριστερά, και να μην κάνουμε όλοι, δήθεν, ότι είμαστε πάρα πολύ ευαίσθητοι δημοκράτες. Γιατί αυτό με λυπεί βαθύτατα. Επειδή, στο χώρο μας, λίγο πολύ γνωριζόμαστε, κάποια στιγμή να σοβαρευτούμε, και να αποδεικνύουμε αυτά που λέμε, δηλαδή, να τα εννοούμε.-

info
Ζαν Ανούιγ “Αντιγόνη”

Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης – Σκηνοθεσία: Γιάννης Μπέζος – Σκηνικά-Κοστούμια: Κέννυ ΜακΛέλλαν – Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος – Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος – Βοηθός Σκηνοθέτη: Δάφνη Σταυροπούλου

Παίζουν: Γ. Μπέζος, Γ. Στόλλας, Δ. Κανέλλος, Ελ. Κούστα, Π. Κατσώλης, Ηρ. Μπέζου, Κ. Νταντάμη, Ντ. Στασινοπούλου, Κ. Τραφαλής.

Πρώτη παράσταση: 30/1/2013 στο Νέο Ελληνικό Θέατρο Γιώργου Αρμένη στα Εξάρχεια