[…] Η έλλειψη ουσιαστικής πολιτικής στράτευσης ειρηνικού χαρακτήρα έχει μετατρέψει τους πολίτες αναγκαστικά σε καταναλωτές πολιτικών ειδήσεων. Έτσι, η ελληνική κοινωνία π.χ. παρουσιάζει την εικόνα  μιας κοινωνίας, φραστικά τουλάχιστον υπερπολιτικοποιημένων, ουσιαστικά ωστόσο απολιτικών όντων, τα οποία, αντί να αντισταθούν μαζικά στο σύστημα εξουσίας, καταφεύγουν στους εκάστοτε φορείς του, προκειμένου να λύσουν τα προβλήματά τους, καθιστώντας την έννοια του ενεργού πολίτη κενό γράμμα […] Η σχέση βίας και πολιτικής είναι σχέση διαλεκτική και υπόκειται στη λογική της εξέλιξης, γι΄αυτό και κάθε εποχή διαμορφώνει με το δικό της τρόπο τις συνθήκες απελευθέρωσης του ανθρώπου από τα δεσμά της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Το γεγονός ότι τα επαναστατικά κινήματα του παρελθόντος απέτυχαν, δεν σημαίνει πως η ανθρωπότητα είναι καταδικασμένη στην απραξία και την  καταστροφή, αρκεί εμείς οι άνθρωποι να συνειδητοποιήσουμε την αναγκαιότητα της συλλογικής δράσης ως μέσο απελευθέρωσης.  (Βία και πολιτική στη μαρξική θεωρία[1]  Του Ζήση Δ. Παπαδημητρίου[2])

Ads

Ο ρόλος της βίας στην ιστορία αποτελεί, ως γνωστόν, κεντρικό σημείο στην κοινωνική θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού. «Η βία», γράφει ο Κάρολος Μαρξ , «είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας που κυοφορεί μέσα της μια καινούργια.  Η ίδια αποτελεί οικονομική δύναμη»[3].

Με τον ορισμό αυτό, ο Μαρξ δίνει το στίγμα της επαναστατικής βίας, την οποία και συνδέει άμεσα με την ιστορική εξέλιξη της ανθρωπότητας, τις οικονομικές σχέσεις, τις μορφές εξουσίας που αυτές συνεπάγονται και τέλος με τη διαδικασία συνειδητοποίησης των μαζών.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στο διάλογο για το ρόλο της βίας πολλοί μελετητές, όταν παραπέμπουν στην έννοια της βίας στο Μαρξ, αποφεύγουν να αναφέρουν τη συμπληρωματική φράση «η ίδια αποτελεί οικονομική δύναμη» που εκφράζει και την πεμπτουσία της υλικής διάστασης της πολιτικής βίας, καθώς τη συνδέει με την έννοια των παραγωγικών σχέσεων και την ιδιοκτησία.

Ads

Ο Μαρξ, τον οποίο επικαλούνται συχνά οι θιασώτες της ατομικής βίας, όπως πολύ σωστά παρατηρεί η Χάννα ‘Αρεντ σε δοκίμιό της για τη βία «είχε επίγνωση του ρόλου της βίας στην ιστορία, αλλά και για κείνον τούτος ο ρόλος ήταν δευτερεύων. Δεν ήταν η βία που επέφερε το τέλος της παλιάς κοινωνίας, αλλά οι εγγενείς αντιφάσεις της. Τα ξεσπάσματα της βίας προηγούντο τα της αναδύσεως μιας νέας κοινωνίας αλλά δεν την προκαλούσαν, γι΄αυτό και ο Μαρξ  τα παρουσιάζει με τις ωδίνες του τοκετού, οι οποίες προηγούνται μεν του γεγονότος της οργανικής γεννήσεως, αλλά φυσικά δεν το προκαλούν. Με το ίδιο πνεύμα θεωρούσε το κράτος ως εργαλείο βίας στα χέρια της άρχουσας τάξης. Αλλά η πραγματική δύναμη της άρχουσας τάξης  δεν συνίστατο ούτε στηριζόταν στη βία. Οριζόταν από τον ρόλο που έπαιζε η άρχουσα τάξη στην κοινωνία ή ακριβέστερα από τον ρόλο της στη διαδικασία παραγωγής»[4].

Ορισμένοι, προκειμένου να  δικαιολογήσουν την αναγκαιότητα της ένοπλης σύγκρουσης με το πολιτικό σύστημα, επικαλούνται τη γνωστή ρήση του Μαρξ ότι «το όπλο της κριτικής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κριτική των όπλων» ή ακόμη και την άποψη του Μάο Τσε Τουνγκ ότι «η δύναμη απορρέει από την κάννη ενός όπλου», όμως οι απόψεις αυτές αποτελούν περισσότερο υπενθυμίσεις ότι το κεφαλαιοκρατικό σύστημα δεν σκοπεύει να παραιτηθεί εθελοντικά από την εξουσία και πως θα χρησιμοποιήσει με κάθε τρόπο τους μηχανισμούς καταστολής που διαθέτει, είτε με τη μορφή της αστυνομίας και του στρατού, είτε με τον αποκλεισμό των μαζών από τη συμμετοχή στην κατανομή του κοινωνικού πλούτου.

Η άποψη του Μαρξ πως «το κλειδί της ιστορίας είναι ο συντηρητισμός των μαζών» υποδηλώνει πως οι μάζες ήταν, είναι και θα είναι το υποκείμενο της ιστορίας, εφόσον βέβαια αποκτήσουν συνείδηση της δύναμής τους.

Με την έννοια αυτή, η λογική της ατομικής βίας στην πολιτική είναι ξένη προς τη μαρξική σκέψη που έχει ως αρχή και τέλος τον άνθρωπο, τον πνευματικά, πολιτικά και κοινωνικά χειραφετημένο άνθρωπο.

Αν αυτή χρησιμοποιείται από την πλευρά των καταπιεσμένων ως μέσο απελευθέρωσης, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η άρχουσα τάξη κάθε άλλο παρά διατεθημένη είναι να εγκαταλείψει την εξουσία ειρηνικά, πράγμα που εξαναγκάζει τους εξεγερμένους να κάνουν χρήση της βίας, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την υφιστάμενη βία της εξουσίας.  

Στο πνεύμα αυτό κινείται και η Χάννα Άρεντ, την οποία δεν θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ως οπαδό της μαρξικής αντίληψης για την ιστορία. Γράφει, λοιπόν, σχετικά με την ατομική βία: «Οι πολιτικές δολοφονίες πέρα από κάποιες πράξεις τρομοκρατίας εναντίον μεμονωμένων ατόμων, που διαπράχθηκαν από μικρές ομάδες αναρχικών, αποτελούσαν κυρίως προνόμιο της Δεξιάς, ενώ οι οργανωμένες ένοπλες εξεγέρσεις παρέμειναν ειδικότητα των στρατιωτικών»[5].

Ήδη ο Φρειδερίκος Ένγκελς τόνιζε ότι «όλες οι συνομωσίες δεν είναι μόνον άχρηστες αλλά και επιζήμιες… Οι επαναστάσεις δεν γίνονται εκ προθέσεως και αυθαίρετα… ‘Ηταν παντού και πάντοτε το αναγκαίο αποτέλεσμα συγκυριών εντελώς ανεξάρτητων από τη θέληση και την  καθοδήγηση συγκεκριμένων κομμάτων και ολόκληρων τάξεων»[6]. Επισημαίνει, με άλλα λόγια, τον αυθορμητισμό των μαζών, όταν οι ίδιες συνειδητοποιήσουν, μέσω της συγκρότησης συλλογικής συνείδησης, την αναγκαιότητα της κοινωνικής αλλαγής.

Ο Λέων Τρότσκι, μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του επαναστατικού κινήματος της Ρωσίας, αναφερόμενος στην τρομοκρατία ως μορφή πολιτικής βίας, γράφει: «Ο λόγος για τον οποίο είμαστε εναντίον της τρομοκρατικής βίας είναι ότι περιορίζει την πολιτική συνείδηση των μαζών. Οι τελευταίες εθίζονται έτσι στην  αδυναμία τους να εναποθέτουν τις ελπίδες τους μόνον σε έναν μεγάλο εκδικητή και ελευθερωτή, που  θα έρθει κάποια μέρα για να τις σώσει»[7].

Tην ίδια περίπου άποψη διατύπωσε και ο Τheodor W. Adorno για τη σχέση φασισμού και αυταρχικής προσωπικότητας[8]. Πρόκειται για την ταύτιση ανθρώπων με την ισχυρή προσωπικότητα η οποία και θα βγάλει γι΄ αυτούς «τα κάστανα από τη φωτιά».

Η κοινωνική απελευθέρωση ωστόσο δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί με τη χρήση  βίας, ακόμη κι αν αυτή είναι αποτελεσματική σε ό,τι αφορά την εξόντωση  βασικών φορέων του συστήματος εξουσίας. Η επανάσταση ως κοινωνική και πολιτική πράξη προϋποθέτει την παραγωγή συλλογικής συνείδησης σε μαζικό επίπεδο.

Η ιστορία απέδειξε πως η κατάληψη της εξουσίας από επαναστατικές πρωτοπορίες, ανεξάρτητα από τις επιθυμίες και τα ιδεολογικά πιστεύω των πρωταγωνιστών, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εμφάνιση νέων εξουσιαστικών δομών σε βάρος του ίδιου του ιστορικού υποκειμένου και τέλος στην προσωποποίηση της εξουσίας. Αρκεί να θυμηθούμε την πορεία καθώς και το τραγικό τέλος της Ρωσικής Επανάστασης!

Ως γνωστόν, οι κοινωνίες μας εδραιώνουν το θετικο-δικαιϊκό τους σύστημα στην «καθολική νομιμοποιητική ισχύ του κράτους». Σύμφωνα με αυτήν την αρχή «το σύγχρονο κράτος ως γενική πολιτική μορφή της κοινωνίας των πολιτών αποτελεί το μοναδικό ιστορικο-κοινωνικό υποκείμενο δικαίου, στο οποίο ο άνθρωπος, σε κάποια στιγμή της ιστορίας του, εκχωρεί το δικαίωμα της τιμωρίας και το αποκλειστικό δικαίωμα της άσκησης βίας. Πίσω όμως από αυτή την όψη της πραγματικότητας που αναδεικνύει τους κοινούς έννομους σκοπούς, υπάρχει η άλλη όψη της πραγματικότητας, που αποκαλύπτει τον συγκρουσιακό χαρακτήρα του συστήματος παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης»[9].

Στον ταξικό  δηλαδή χαρακτήρα του κράτους και στην αναγκαιότητα αναίρεσης των ηθικών και δικαιϊκών σκοπών του αναφέρεται συνήθως η λογική της εξέγερσης καθώς και η λογική της τρομοκρατικής πράξης[10].

Στην εποχή μας η προβληματική της βίας στην πολιτική είναι αλληλένδετη με τις επιλογές, τις αποφάσεις και τον έλεγχο που ασκούν διεθνώς οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους του ΝΑΤΟ.

Δεν είναι δυνατόν, τονίζει ο Νόαμ Τσόμσκι, να αντιμετωπίσουμε την τρομοκρατία των αδυνάτων κατά των ισχυρών χωρίς να αντιμετωπίσουμε «την ανομολόγητη αλλά πολύ σκληρότερη  τρομοκρατία των ισχυρών κατά των αδυνάτων»[11]. Ωχριά η βία των τρομοκρατών μπροστά στη βία υπό τη μορφή της «οικονομικής δύναμης» των ισχυρών αυτού του κόσμου που καταδικάζει εκατομμύρια ανθρώπων στη φτώχεια, την εξαθλίωση και τo θάνατο.

Όπως ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα έτσι και τα μέσα δεν αγιάζουν το σκοπό. Η χρήση βίας ως μέσο για την επίτευξη πολιτικών στόχων, εκθέτει τους ίδιους τους πολιτικούς στόχους.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως σε περιπτώσεις που οι καταπιεσμένοι «δεν έχουν να χάσουν τίποτα… παρά μόνον τις αλυσίδες τους»[12], και τέτοιες περιπτώσεις υπήρξαν και συνεχίζουν να υπάρχουν  και στην εποχή μας πολλές, προσφεύγουν δικαίως, ενόψει της υπεροχής του αντιπάλου, στη χρήση βίας, όπως π.χ. στην περίπτωση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων.

Η απόφασή τους αυτή νομιμοποιείται πολιτικά, καθότι είναι τα ίδια τα καταπιεστικά καθεστώτα που επιλέγουν και επιβάλλουν τη λογική της βίας.

Στις μέρες μας, η βία στη διεθνή πολιτική εφαρμόζεται κυρίως από το ΝΑΤΟ στο όνομα δήθεν του εκδημοκρατισμού δικτατορικών καθεστώτων, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για την εξυπηρέτηση γεωστρατηγικών, γεωπολιτικών και φυσικά γεωοικονομικών συμφερόντων.

Ως αντίπαλο δέος, η βία έχει προσλάβει το χαρακτήρα της τρομοκρατικής πράξης, όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα στις εμπόλεμες περιοχές του πλανήτη μας με εκατοντάδες νεκρούς, με κυρίαρχη τη θρησκευτική φονταμενταλιστική βία.

Τέτοιου είδους πράξεις, όσο κατανοητές κι αν είναι για συναισθηματικούς κυρίως λόγους, δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να αποτελέσουν την ultima ratio ενός λαού που αγωνίζεται για την επιβίωσή του, σχετίζονται με θρησκευτικούς ολοκληρωτισμούς, τα συμφέροντα των οποίων και εξυπηρετούν.

Αναφερόμενος στα εκατομμύρια των οικονομικών και πολιτικών προσφύγων που «αισθάνονται ότι έχουν παραμείνει πολίτες δεύτερης κατηγορίας ανάμεσα στους οικοδεσπότες τους», ο Αμερικανός καθηγητής του Χάρβαρντ  Stanley Hoffmann  γράφει  στη μελέτη του «Χάος και βία»: «Όπως οι κοσμικές ιδεολογίες του 19ου και του 20ου αιώνα», η φονταμενταλιστική βία « προσφέρει στους απόβλητους, στους ταπεινωμένους και στους οργισμένους ένα ποτήρι αιματηρής εκδίκησης και μια υπόσχεση ανταμοιβής μετά θάνατον»[13].

Κάποτε αναγνωρίζαμε, χωρίς περιστροφές, την  αναγκαιότητα της ένοπλης βίας των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων του Τρίτου Κόσμου, προκειμένου να απαλλαγούν από τα αποικιοκρατικά και ιμπεριαλιστικά καθεστώτα της Δύσης, σήμερα διαπιστώνουμε, δυστυχώς, πως, αντί της ελευθερίας και της οικονομικής ευημερίας των λαών, έφεραν στην εξουσία δικτατορικά καθεστώτα, καταργώντας κάθε έννοια δικαιοσύνης. Οι εξελίξεις των τελευταίων ετών στον αραβικό κόσμο  αλλά και σε ασιατικές χώρες όπως το Αφγανιστάν, το Ιράκ κλπ. επιβεβαιώνουν περίτρανα «του λόγου το ασφαλές»!

Η βία στην πολιτική εκφράζει περισσότερο την άρνηση μιας παρούσας κατάστασης και δεν μπορεί να υποκαταστήσει σε καμιά περίπτωση την υλική δύναμη τής πολιτικά και κοινωνικά συνειδητοποιημένης μάζας. Το ερώτημα είναι, αν και σε ποιο βαθμό τα κοινωνικά κινήματα μπορούν να αντιμετωπίσουν την αλαζονεία των ισχυρών του κόσμου, δρομολογώντας νέες εξελίξεις ικανές να αποτρέψουν το νέο κύμα βαρβαρότητας που απειλεί τον ήδη ταλαιπωρημένο πλανήτη μας.

Οι τρομοκρατικές οργανώσεις, όσο κι αν διατείνονται ότι αποτελούν την πρωτοπορία του αγωνιζόμενου λαού, υπηρετούν σε τελευταία ανάλυση, ανεξάρτητα από τα θεωρητικά και  ιδεολογικά τους προτάγματα και τις προθέσεις τους, συνειδητά η ασυνείδητα τη λογική του κατεστημένου, στο βαθμό που λειτουργούν ως άλλοθι για την περαιτέρω ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους σε βάρος των ατομικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, νομιμοποιώντας τους συγχρόνως στη συνείδηση των πολιτών.

Δεν λείπουν βέβαια και οι περιπτώσεις διείσδυσης των μυστικών υπηρεσιών στις τρομοκρατικές οργανώσεις και η εργαλειοποίησή τους για την επίτευξη πολιτικών στόχων του ντόπιου ή/και του διεθνούς κατεστημένου, όπως π.χ. στην περίπτωση των «Κόκκινων Ταξιαρχιών» στην Ιταλία, τη δεκαετία του ΄70, οι οποίες δολοφόνησαν τον πρωθυπουργό της χώρας Άλντο Μόρο, τορπιλίζοντας έτσι την επικείμενη, γνωστή ως «Ιστορικό Συμβιβασμό» συμφωνία μεταξύ του Χριστανοδημοκρατικού Κόμματος του Μόρο και του Κομμουνιστικού Κόμματος υπό τον Μπερλιγκουέρ, ιστορική συμφωνία που θα άλλαζε ενδεχομένως την πορεία των πολιτικών εξελίξεων, τουλάχιστον στην Ευρώπη, και ειδικότερα τις σχέσεις Σοβιετικής Ένωσης και ευρωπαϊκών χωρών, πολιτική εξέλιξη που οι ΗΠΑ απεύχονταν, καθώς είχαν δρομολογήσει ήδη τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία και επήλθε, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρξαν οι γνωστές αδυναμίες του σοβιετικού καθεστώτος, οι οποίες και επέσπευσαν τελικά την πτώση!

Όπως διαπιστώνουμε, με αφορμή την πάταξη της τρομοκρατίας υπονομεύονται βασικές αρχές ακόμη και αυτού του αστικού κράτους δικαίου, όπως π.χ. στην περίπτωση δημοσιοποίησης των καταθέσεων των συλληφθέντων, εξέλιξη που εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους σε ό,τι αφορά το μέλλον των κοινωνιών μας. Αξίζει να επισημανθεί το γεγονός της ανεξέλεγκτης παρακολούθησης των κυβερνήσεων των καπιταλιστικών κρατών μεταξύ τους με τη χρήση υψηλής τεχνολογίας ενόψει των αδιεξόδων που δημιουργεί η παρούσα κρίση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού συστήματος.

Σε αντίθεση με άλλες εποχές, όταν η εξουσία ήταν προσωποποιημένη, ταυτίζονταν δηλαδή στη συνείδηση του λαού με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, όπως π.χ.  αυτό του μονάρχη, η εξόντωση του οποίου θα μπορούσε να λειτουργήσει συμβολικά, δρομολογώντας πιθανές πολιτικές εξελίξεις, στις οργανωμένες κοινωνίες, όπως οι δικές μας, η ατομική βία είναι όχι μόνον αναποτελεσματική αλλά και αδιέξοδη, δεδομένου ότι κανείς στους κόλπους του συστήματος δεν είναι αναντικατάστατος, όσο ψηλά και αν βρίσκεται στην ιεραρχία του συστήματος.

‘Ετσι, η ατομική βία που ασκούν οι τρομοκρατικές οργανώσεις, αφαιρώντας τη ζωή συγκεκριμένων ατόμων, είναι όχι μόνον ηθικά καταδικαστέα αλλά και πολιτικά αντεπαναστατική. Η τρομοκρατική βία δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υποκαταστήσει την επαναστατική πράξη των συνειδητοποιημένων μαζών και με την έννοια αυτή δεν νομιμοποιείται πολιτικά.

Πολύ περισσότερο σήμερα που η δύναμη του συστήματος δεν συνίσταται τόσο στην ύπαρξη κατασταλτικών μηχανισμών όσο στις διάφορες  μορφές «συμβολικής βίας» (Πιερ Μπουρντιέ), όπως π.χ. ο καταναλωτισμός, η μόδα και πάνω απ΄ όλα τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας γενικά και η τηλεόραση ειδικότερα που αποτελεί και το πλέον αποτελεσματικό μέσον συνειδητής χειραγώγησης και ενσωμάτωσης των μαζών στη λογική του συστήματος.

Συμβολική βία είναι η βία που δεν γίνεται αντιληπτή από εκείνον στον οποίο ασκείται, δεν είναι εξωγενής σε σχέση με το υποκείμενο, είναι εσωτερικευμένος τρόπος συμπεριφοράς και με την  έννοια αυτή ιδιαίτερα αποτελεσματική. Πρόκειται, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Pierre Bourdieu, για  βία που «ασκείται σε καθημερινή βάση, εκ του προχείρου, μέσα στις οικογένειες, στα εργοστάσια, στα εργαστήρια, στα αστυνομικά τμήματα, στις φυλακές, ακόμη και στα νοσοκομεία ή στα σχολεία, και η οποία είναι το προϊόν της ΄αδρανούς΄ βίας των οικονομικών και κοινωνικών δομών και των αμείλικτων μηχανισμών που συμβάλλουν στην αναπαραγωγή τους»[14].

Η αντιμετώπιση αυτού του είδους πολιτικής χειραγώγησης των μαζών είναι πράγματι ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς είναι συνυφασμένη με την καθημερινότητα και τις τηλεκατευθυνόμενες κοινωνικές σχέσεις και συνήθειες των ανθρώπων μέσω του συστήματος εμπορευματοποίησης των ισχυρών.

Αν και δεν υπάρχουν δοκιμασμένες συνταγές, σημαντική στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσε να αποδειχθεί η πρωτοποριακή παρέμβαση της κριτικά σκεπτόμενης διανόησης σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής, ενισχύοντας έτσι υφιστάμενες αντικειμενικά τάσεις αντίστασης των μαζών και συμβάλλοντας έτσι στη διαδικασία συγκρότησης συλλογικής συνείδησης.

Προέχει, λοιπόν, η ενίσχυση του υφιστάμενου κοινωνικού κινήματος ενάντια στον πόλεμο, τη φτώχεια και την καταπίεση των λαών, όποιες και αν είναι οι ιδεολογικές και οργανωτικές του αδυναμίες, οι οποίες και θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν μέσω της πολιτικής συνειδητοποίησης των μαζών, βασική προϋπόθεση για την απελευθέρωση των ανθρώπων της εργασίας από τη  ιδεολογική και πολιτιστική ηγεμονία της άρχουσας τάξης, θέση την οποία πρόβαλε και υποστήριξε με πάθος ο μεγάλος Ιταλός θεωρητικός  Α. Gramsci.

Tο κοινωνικό κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση που καταδικάζει δισεκατομμύρια ανθρώπους στην πείνα, την πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική εξαθλίωση, θα μπορούσε να αποτελέσει πόλο συσπείρωσης για την καταπολέμηση των ανισοτήτων τόσο μεταξύ των διαφόρων χωρών όσο και στο εσωτερικό της κάθε χώρας. 

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της παγκοσμιοποίησης είναι η συγκέντρωση του κοινωνικού πλούτου στα χέρια ολίγων με κυρίαρχο πλέον το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τουτέστιν τις τράπεζες και το κερδοσκοπικό κεφάλαιο.

Η χειραφέτηση των κοινωνιών μας, όσο και αν μια τέτοια άποψη αντηχεί ουτοπική, προϋποθέτει την επαναδιατύπωση της επαναστατικής θεωρίας με βάση τα σημερινά δεδομένα, με στόχο την άμεση δημοκρατία, όχι βέβαια ως ρομαντική επίκληση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και έκφραση ανέξοδων αντικαπιταλιστικών βερμπαλισμών αλλά ως βασική αρχή κοινωνικής οργάνωσης με στόχο την απελευθέρωση του ανθρώπου, αλλάζοντας πρωτίστως τις υλικές συνθήκες αναπαραγωγής που καθορίζουν σε τελευταία ανάλυση την πορεία της ανθρωπότητας.

Στα μέσα του 19ου αιώνα, στο επίκεντρο της μαρξικής επαναστατικής θεωρίας ήταν η ανερχόμενη εργατική τάξη, το βιομηχανικό προλεταριάτο, το οποίο, κατά το Μαρξ, στη μετάβασή του από «τάξη καθευατή» σε «τάξη για τον εαυτό της», αποκτά συνείδηση της ιστορικής του αποστολής και λειτουργεί ως ολότητα διαμορφώνοντας έτσι τις συνθήκες για την ανατροπή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, προκειμένου η ανθρωπότητα στο σύνολό της να περάσει από την  εποχή της αναγκαιότητας στην εποχή της ελευθερίας.

Με βάση τα σημερινά δεδομένα, η έννοια του ιστορικού υποκειμένου  θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί, καθότι τόσο οι οργανωτικές και τεχνολογικές συνθήκες εργασίας όσο και η σύνθεση της εργατικής τάξης έχουν υποστεί ριζικές αλλαγές.

Το κλασικό ιστορικό υποκείμενο της παραδοσιακής Αριστεράς, η βιομηχανική εργατική τάξη, έχει εξαφανιστεί ως ηγετική πρωτοποριακή δύναμη, αποτελεί πλέον ένα νέο πολυσχιδές σύμπηγμα εξαρτημένων σχέσεων απασχόλησης, στις οποίες συνδυάζονται τα πιο διαφορετικά χρονικά καθεστώτα, τεχνικές εκμετάλλευσης και μορφές αμοιβής.

Αυτό το νέο «Πολυσύμπαν» των εργαζόμενων τάξεων και στρωμάτων διευρύνεται διαρκώς, αγκαλιάζοντας ολοένα και περισσότερες κοινωνικές δυνάμεις.

Από τη  μια μεριά, προς τα κάτω, συνορεύει με τη νέα μαζική φτώχεια, η οποία περιλαμβάνει κατεστραμμένα εργατικά νοικοκυριά, μόνιμα ανέργους, απαξιωμένους ειδικευμένους, φτωχούς ηλικιωμένους που συντηρούνται με κοινωνικά επιδόματα και μετανάστες, από την άλλη, στην ανώτερη κλίμακα, τοποθετούνται οι σημερινοί εργάτες της γνώσης με επισφαλείς θέσεις εργασίας, οι επιστήμονες, οι εκπαιδευτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι καλλιτέχνες κλπ..[15]

Όλοι μαζί συγκροτούν μια νέα πρωτόγνωρη κοινωνική δύναμη, η οποία, στο βαθμό που αποκτήσει συλλογική συνείδηση, είναι δυνατόν να ανατρέψει τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα.

Στις αναπτυγμένες βιομηχανικές κοινωνίες, με κυρίαρχο πλέον το χρηματιστικό κεφάλαιο σε βάρος της πραγματικής οικονομίας, η βία στην πολιτική προσλαμβάνει πλέον το χαρακτήρα της χειραγώγησης των μαζών, ενσωματώνοντας τες στο πνεύμα της καταναλωτικής κοινωνίας με στόχο τη  προώθηση του άκρατου ατομικισμού και την εμπορευματοποίηση των συνειδήσεων.

Ενώ σε παγκόσμια κλίμακα το σύστημα εξουσίας συνεχίζει να χρησιμοποιεί την ένοπλη βία, στο εσωτερικό των αναπτυγμένων χωρών επικεντρώνει το ενδιαφέρον του πρωτίστως στην ιδεολογική χειραγώγηση των μαζών, εμποδίζοντας έτσι τη συγκρότηση συλλογικής συνείδησης.

Η ειρηνική κάθοδος στους δρόμους εκατομμυρίων ανθρώπων είναι η μορφή βίας που απεύχεται το σύστημα, γιατί είναι η μοναδική  δύναμη που μπορεί να αμφισβητήσει αποτελεσματικά τις δομές εξουσίας.

Η έλλειψη ουσιαστικής πολιτικής στράτευσης ειρηνικού χαρακτήρα έχει μετατρέψει τους πολίτες αναγκαστικά σε καταναλωτές πολιτικών ειδήσεων. Έτσι, η ελληνική κοινωνία π.χ. παρουσιάζει την εικόνα  μιας κοινωνίας, φραστικά τουλάχιστον υπερπολιτικοποιημένων, ουσιαστικά ωστόσο απολιτικών όντων, τα οποία, αντί να αντισταθούν μαζικά στο σύστημα εξουσίας, καταφεύγουν στους εκάστοτε φορείς του, προκειμένου να λύσουν τα προβλήματά τους, καθιστώντας την έννοια του ενεργού πολίτη κενό γράμμα[16].

Η σχέση βίας και πολιτικής είναι σχέση διαλεκτική και υπόκειται στη λογική της εξέλιξης, γι΄αυτό και κάθε εποχή διαμορφώνει με το δικό της τρόπο τις συνθήκες απελευθέρωσης του ανθρώπου από τα δεσμά της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Το γεγονός ότι τα επαναστατικά κινήματα του παρελθόντος απέτυχαν, δεν σημαίνει πως η ανθρωπότητα είναι καταδικασμένη στην απραξία και την  καταστροφή, αρκεί εμείς οι άνθρωποι να συνειδητοποιήσουμε την αναγκαιότητα της συλλογικής δράσης ως μέσο απελευθέρωσης.

Διαβάστε επίσης στο tvxs:


[1] Η εισήγηση στηρίζεται στην επεξεργασία και διεύρυνση κειμένου του συγγραφέα που δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Πολιτική τρομοκρατία και κοινωνικά κινήματα» στο : Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου, Παρεμβάσεις, εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 45-52.

[2] Ο Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

[3] Βλ.Karl Marx, Das Kapital, Marx-Engels Werke Band 23 , Dietz Verlag, Berlin (Ost), 1968, σελ. 779.

[4] Arendt, Hannah, „Περί βίας», εισαγωγή-μετάφραση Νικολαίδου-Κυριανίδου, Βάνα,  εκδ, Αλεξάνδρεια,
Αθήνα 2000, σελ. 24.

[5] Στο ίδιο

[6] Αναφέρεται από την Hannah Arendt, στο ίδιο.

[7] Leon Trotzki, „Der  Zerfall des Terrorismus“,  στο : Fetscher, Iring Rohmoser, G., Analysen zum Terrorismus. 1. Ideologien und Strategien, Westdeutscher Verlag, 1981, σελ. 20.

[8] Βλ. σχετικά Theodor W. Adorno, Studien zum autoritären Charakter, Suhrkamp Verlag, Frankfurt am Main 1980, ιδιαίτερα σελ. 322 κ.ε..

[9] Βλ. Βαγγέλης Πίσσιας, Εισαγωγή στο : Balencie Jean-Mark/De la Grange Arnaud, «Εξεγερμένοι Κόσμοι. Αντάρτικο, Μιλίτσιες, Τρομοκρατικές Ομάδες,. Εγκυκλοπαίδεια των πρωταγωνιστών, των συγκρούσεων και της πολιτικής βίας», Εισαγωγή-Επιμέλεια Β. Πίσσιας, μετάφραση Μαλαφέκα Μαρίκα, Τυπωθήτω-Γιώργος Δάρδανος, Αθήνα 2003, σελ. 26 κ.ε..

[10] Σχετικά με την έννοια της τρομοκρατίας, βλ. το εμπεριστατωμένο άρθρο της Συμεωνίδου-Καστανίδου Ελισάβετ, «Ο  ορισμός της τρομοκρατίας», Ποινική Δικαιοσύνη, τεύχος 1(2002), σελ. 59-70.

[11] Βλ. Νόαμ Τσόμσκι, Εξουσία και τρομοκρατία, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2003, σελ. 9.

[12] Karl Marx/Engels, Friedrich, Manifest der ´kommunistischen Partei, Marx/Engels Werke, Band 4, Dietz Verlag, Berlin (Ost) 19 71, σελ. 493.

[13] Βλ. Stanley Hoffmann, Χάος και βία. Η παγκοσμιοποίηση, τα καταρρέοντα κράτη, η τρομοκρατία και η αμερικανική εξωτερική πολιτική, μετάφραση Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2011, σελ. 65.

[14] Βλ. Pierre Bourdieu, νόστιμον ήμαρ, Οκτώβριος 1996, επιμ.-πρόλογος Ν. Παναγιωτόπουλου, Ινστιτούτο του Βιβλίου Α.  Καρδαμίτσα, σελ. 136.

[15] Βλ. σχετικά Καρλ Χάιντς Ροτ/Ζήσης Παπαδημητρίου,  Να εμποδίσουμε την καταστροφή. Μανιφέστο για μια Ευρώπη της ισότητας, εκδ, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 83 κ.ε..

[16] Βλ. Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου, Παρεμβάσεις, εκδ.  Σύγχρονοι Ορίζοντες, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 148.