Για την παράσταση «ΣΟΥΕΛ!», την υπόθεση του έργου αλλά και τα επόμενα σχέδιά του μιλά στο Tvxs.gr ο σκηνοθέτης Θοδωρής Τσαπακίδης.

Ads

Η Μαρία Μπαρμπαρούσου, βασικό πρόσωπο του έργου, είναι μία θρησκευόμενη γυναίκα, γύρω στα 50, πολύ περήφανη που κατάγεται από την Πάρο, από γενιά κουρσάρων πειρατών. Κατοικεί μόνη, σε ένα διαμέρισμα στην Αθήνα, και εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικών σε ένα δημόσιο εσπερινό σχολείο. Πρόσφατα, μεσούσης μιας πανδημίας, ταλαιπωρήθηκε από τους γείτονές της, που παραλίγο να κάψουν την πολυκατοικία με την αντικοινωνική συμπεριφορά τους. Αυτοί καλά μετακόμισαν, αλλά η Μαρία αναγκάστηκε να περάσει όλο το καλοκαίρι στης αδερφής της, στην Πάρο, μέχρι να τελειώσουν οι επισκευές στο σπίτι της. Τώρα, μέσα Σεπτέμβρη, πίσω στην Αθήνα, στην αρχή ενός δεύτερου lockdown, ανακαλύπτει ότι οι νέοι της γείτονες είναι ακόμα χειρότεροι από τους προηγούμενους. Και είναι έτοιμη να αναλάβει δράση…

Δώδεκα χρόνια μετά. Η Μαρία έχει συνταξιοδοτηθεί και μένει μόνιμα στην Πάρο με την υιοθετημένη κόρη της Νικολέτα. Η Νικολέτα έχει περάσει στην Ιατρική και ετοιμάζεται να μετακομίσει στην Αθήνα. Οι δυο τους βρίσκονται σε μία ήσυχη παραλία για μπάνιο, λίγες μέρες πριν την αναχώρηση της Νικολέτας. Κάτω από τον ανηλεή καλοκαιρινό ήλιο, η Μαρία βασανίζεται από τον φόβο ότι στην Αθήνα η Νικολέτα θα ανακαλύψει την αλήθεια για τους βιολογικούς της γονείς και τις τραγικές συνθήκες του θανάτου τους.

Τρομοκρατημένη από αυτό το ενδεχόμενο, αναρωτιέται τι πρέπει να αποκαλύψει στην κόρη της. Κάτι; Τίποτα; Τα πάντα; Τι αντίκτυπο μπορεί να έχει στο μέλλον μία απόφαση που παίρνουμε σε μία στιγμή κρίσης; Η απάντηση δεν θα είναι απλή, ακόμα και για την τρισέγγονη ενός διάσημου πειρατή.

Ads

Ακολουθεί η συνέντευξη με τον σκηνοθέτη:

Πείτε μας λίγα λόγια για την υπόθεση της παράστασης ΣΟΥΕΛ την οποία γράψατε και σκηνοθετήσατε, ξεκινώντας από το πως επιλέχθηκε και τι σημαίνει ο τίτλος της.

«Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, μαβιές και άσπρες, θέλω να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου, που ‘ναι σα χόρτα στην άκρη του ποταμού».

Τώρα, θα αναρωτιέστε γιατί σας απαντάω μνημονεύοντας στίχους της Μάτσης Χατζηλαζάρου. Είναι γιατί το «ΣΟΥΕΛ!» είναι η πρώτη παραγωγή της BLANDA. Και Blanda είναι η ονομασία της βαλκανικής ανεμώνης, ενός λουλουδιού του αγρού, εφήμερου όπως η τέχνη του θεάτρου… και όμορφου. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, γιατί διαλέξαμε το BLANDA ως όνομα της ομάδας μας.

Από την άλλη, το ΣΟΥΕΛ είναι πιο δύσκολο, όπως δύσκολα ήταν και τα δύο προηγούμενα χρόνια, που περάσαμε. Θυμόμαστε, άραγε, ότι για μήνες ολόκληρους ζούσαμε σε κατ’ οίκον περιορισμό, με μόνη διέξοδο (για πολλούς) τον «προαυλισμό», με αναγκαστική αποστολή τηλεφωνικού μηνύματος σε μια ανωτέρα αρχή;

Σουέλ, λοιπόν, για να απαντήσω, είναι εκείνη η φουσκοθαλασσιά, η θαλασσοταραχή που μας καταλαμβάνει εξαπίνης, γιατί δεν οφείλεται στον καιρό στον παρόντα χρόνο. Τη λένε και βουβό κύμα και προέρχεται από (καιρικά) φαινόμενα μέρες πριν ή και μίλια μακριά. Είναι λες και τη θάλασσα την πιάνουν ξαφνικά τα κλάματα όπως και εμάς καμιά φορά, χωρίς κάποιον προφανή λόγο.

Και για να έρθω στην υπόθεση του έργου, όχι το «ΣΟΥΕΛ!» δεν είναι θαλασσινή περιπέτεια, παρότι η ηρωίδα, η κα Μπαρμπαρούσου είναι μακρινή απόγονος παριανών κουρσάρων. Το «ΣΟΥΕΛ!» είναι η ιστορία της, η ιστορία μιας καθηγήτριας αγγλικών σε εσπερινό σχολείο, που δεν άντεχε να ξυπνάει το πρωί. Και που, όταν τα παιδάκια των νέων γειτόνων της βάλθηκαν να σηκώνουν την πολυκατοικία στο πόδι, κόντεψε να τρελαθεί και να της καεί το σπίτι (της μισοκάηκε, δηλαδή).

Το «ΣΟΥΕΛ!» είναι το δι ασήμαντον αφορμή δράμα της, το δράμα των πολυκατοικιών με την ανύπαρκτη μόνωση, τις ανύπαρκτες σχέσεις, την ανέφικτη επικοινωνία, τις ανοιχτές τηλεοράσεις, τα στενά μπαλκόνια. Είναι το δράμα της κουταλιάς του νερού όπου πνιγόμαστε. Όπως και το δράμα της σταγόνας που ξεχειλίζει το ποτήρι. Για θυμηθείτε, πόσων από εμάς τα νεύρα δεν έγιναν κουρέλι μες στην καραντίνα/καραντίνες;

Όμως, το «ΣΟΥΕΛ!» δεν είναι μόνον νεύρα, σχέσεις κακής γειτονίας, και ιδιοτροπίες μιας μεσήλικης γυναίκας, με όλη την κωμικότητα αυτών των καταστάσεων (ναι είναι και κωμωδία).

Σουέλ (swell) στα αγγλικά σημαίνει και θαυμάσια, καταπληκτικά, περίφημα, και μάλιστα εμφατικά, με θαυμαστικό. Και, πράγματι, οι κρίσεις, όπως και η υγειονομική που περάσαμε, στέκονται συχνά η αιτία για να ξαναδούμε πολλά πράγματα στη ζωή μας, και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας.

Έτσι και η κα Μπαρμπαρούσου, η καθηγήτρια των αγγλικών, που δεν άντεχε να ξυπνάει το πρωί, θα κάνει πράγματα που δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι μπορούσε, και για τα οποία ήρθε ώρα να λογοδοτήσει ή –στην καλύτερη γι’ αυτήν περίπτωση– να τα μοιραστεί με τη θετή της κόρη (και με όλους εμάς).

Αυτό το ερώτημα τη βασανίζει: «Τι να της πω και τι να αφήσω;» Αυτό το ερώτημα βασανίζει και εμάς, «Τι να πούμε για όλα αυτά που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια;» που είμαστε σαν την κα Μπαρμπαρούσου, αγριολούλουδα μέσα σε βάζο.

image

Το έργο θίγει μεταξύ άλλων και το θέμα της υιοθεσίας, ένα ζήτημα που βρίσκεται πάντα στην επικαιρότητα, γιατί επιλέξατε να το αγγίξετε, και ποια είναι η θέση σας απέναντι στη νομοθεσία της χώρας μας σχετικά με αυτό;

Η ηρωίδα του «ΣΟΥΕΛ!», η καθηγήτρια αγγλικών, που δεν άντεχε να ξυπνάει το πρωί, η «ασήμαντη» κα Μπαρμπαρούσου βρίσκεται ενώπιον του διλήμματος να μιλήσει ή όχι στη θετή της κόρη για τους βιολογικούς της γονείς.

«Η μυστικότητα στην οικογένεια έχει μία μακρά παράδοση, εντοπίζεται τόσο στη λογοτεχνία, στον τύπο, στις εκφάνσεις τις ζωής μας, στον τρόπο που μεγάλωσα κι εγώ […] μαζί με τους συνομήλικους μου. Το γνωστό για εμάς “τα εν οίκω μη εν δήμω” είναι κάτι που ακούγαμε από τις γιαγιάδες μας και από τους γονείς μας, είναι ένας  τόσο  οικείος  τρόπος  για  να  συμπεριφέρεται  κανείς  σε  ό,τι  αφορά  τα “οικογενειακά”. Κάποια πράγματα “δεν λέγονται”, “δεν τα λέμε”, είναι “τα δικά μας”, μία στάση που καθορίζει το ελληνικό οικείο πράττειν μέχρι σήμερα» (Ε. Παπαδάκη, βλ. παρακάτω)

Ας έρθουμε, λοιπόν, στο θέμα της υιοθεσίας. Την περίοδο της τεκμηρίωσης, θα έλεγα, του «ΣΟΥΕΛ!» έτυχε να διαβάσω τη διδακτορική διατριβή της Ειρήνης Παπαδάκη «Πολιτικές εκσυγγένευσης: Υιοθεσία και η ηθική οικονομία της αναπαραγωγής στην σύγχρονη Ελλάδα», όπου μπορεί να βρει κανείς πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για την υιοθεσία και για τις αντιλήψεις που επικρατούν γύρω απ’ αυτήν στη χώρα μας και αλλού.

Εκεί διαβάζουμε για τη «μεγάλη ανάγκη των υιοθετημένων να μάθουν από πού ήρθαν προκειμένου να αποκτήσουν μία ολοκληρωμένη προσωπικότητα και να μάθουν ποιοι πραγματικά είναι». Και αυτό γιατί τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική επικρατεί η αντίληψη ότι για να αποκτήσει ένα υιοθετημένο άτομο ταυτότητα θα πρέπει να αποκτήσει γνώση για την γενεαλογική του ιστορία.

Με εντυπωσίασε η αναφορά της Παπαδάκη σε μια προγενέστερη έρευνα της Καλούση-Ταυλαρίδου, η οποία διαπίστωσε ότι οι Έλληνες θετοί γονείς αρνούνται κατηγορηματικά να αποκαλύψουν την αλήθεια στο παιδί (46 στις 47 περιπτώσεις). Μάλιστα σε τρεις απ’ αυτές τις περιπτώσεις οι θετοί γονείς είχαν προβεί σε τέτοιες ενέργειες ώστε το παιδί να εμφανίζεται τυπικά σαν φυσικό τέκνο τους. Ακόμη και σε κάποιες περιπτώσεις που έμαθαν τα παιδιά από αλλού για την υιοθεσία τους, οι γονείς διέψευσαν την πληροφορία λέγοντας για παράδειγμα «Μην το πιστεύεις παιδί μου, το είπε γιατί ζηλεύει που είσαι μοναχοκόρη». Αυτή η μυστικότητα έγινε, μάλιστα, δομικό χαρακτηριστικό της υιοθεσίας με τον νόμο του 1996.

image

Η παραδοξότητα των καταστάσεων που προκύπτουν από τις κυρίαρχες αυτές αντιλήψεις γίνεται ιδιαίτερα φανερή στο παράδειγμα μιας (υιοθετημένης) γυναίκας, που αναφέρει η Παπαδάκη:

«Η μητέρα μου είναι γιατρός και όταν με υιοθέτησαν ήταν 50 χρονών. Μεγάλωσα σε ένα πολύ ευκατάστατο περιβάλλον, αλλά ποτέ κανείς δεν έλεγε την λέξη υιοθεσία, ούτε οι συγγενείς ούτε οι φίλοι των γονιών μου. Για να καταλάβεις πόσο πολύ δεν το λέγανε είχα πάει να κάνω μία εγχείρηση και ρωτήσανε τη μητέρα μου πριν το χειρουργείο αν υπάρχει ιστορικό για κάποιο αιματολογικό πρόβλημα, την ρώτησαν, έχετε εσείς ή ο άντρας αιματολογικό πρόβλημα; Και παρόλο που είναι γιατρός λέει όχι δεν έχουμε εμείς κάποιο πρόβλημα. Και μου έκανε τρομερή εντύπωση ότι δεν ανέφερε στο γιατρό ότι είμαι υιοθετημένη και ήθελα να πιάσω το γιατρό η ίδια αλλά μετά άλλαξα νοσοκομείο. Δηλαδή δεν ξέρω ή το ξεχνά και η ίδια, έρχονται στιγμές που το έχει ξεχάσει τελείως ότι με υιοθέτησε ή ηθελημένα δεν θέλουν να το λένε, νιώθουν άβολα γι’ αυτό».

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, προσωπικά δεν είμαι της άποψης ότι το θέμα της υιοθεσίας βρίσκεται στην επικαιρότητα. Και μια που ρωτήσατε τη γνώμη μου για τη σχετική νομοθεσία στη χώρα μας, να πω ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρώπης όπου επιτρέπονται ακόμη οι ιδιωτικές υιοθεσίες, και μάλλον όχι η μοναδική που –όπως μας ενημερώνει η ηλεκτρονική πλατφόρμα για τις υιοθεσίες– «δεν προβλέπεται η υιοθεσία από πρόσωπα σε σύμφωνο συμβίωσης».

image

Ένα μέρος του έργου εκτυλίσσεται μέσα στην πανδημία, να υποθέσουμε ότι το έργο γράφτηκε μέσα στην καραντίνα ή λίγο αφότου άρχισαν να γίνονται πιο ελαστικά τα μέτρα, η περίοδος αυτή επιλέχθηκε και για κάποιον επιπλέον λόγο ή μόνο γιατί έτυχε να συμπέσει χρονικά με τη γραφή ενός επίκαιρου έργου;

Όταν έκανα τη θητεία μου στον ελληνικό στρατό, πέρασα ένα διάστημα σε ένα κέντρο εκπαίδευσης αποθηκάριων πυρομαχικών, κοντά στον Δομοκό. Εκεί μας έβαζαν όλη μέρα να μαζεύουμε πέτρες από μια έκταση μπροστά στο σπίτι του διοικητή, για να μπορέσει ο άνθρωπος κάποια στιγμή να το οργώσει το χωράφι, και να φτιάξει το περιβολάκι του.

Όταν πήγα στον στρατό, κρατούσα ημερολόγιο για να μην χάσω τον εαυτό μου, για να διατηρήσω μία συνέχεια με το ποιος ήμουν πριν. Μερικά χρόνια αργότερα, διαβάζοντάς το, διαπίστωσα ότι ένα διάστημα, που συνέπιπτε με την εποχή που βρισκόμουν στο κέντρο εκπαίδευσης, έλειπε. Με είχε πάρει τόσο πολύ από κάτω η πραγματικότητα που δεν είχα το κουράγιο ή τη θέληση να γράψω για τα όσα αδιανόητα περνούσα.

Δεν θέλω να μου ξανασυμβεί αυτό. Δεν θα επιτρέψω να μου ξανακλέψουν τον χρόνο μου. Έτσι γεννήθηκε το «ΣΟΥΕΛ!», από την ανάγκη να μην ξεχάσω ποιος είμαι ούτε τι περάσαμε τα τελευταία δύο χρόνια.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;

Θυμάστε που στην αρχή αυτής της συνέντευξης μιλάγαμε για τις ανεμώνες; Θα έχετε προσέξει πως στα μέρη που βγαίνουν ανεμώνες τη μία χρονιά, το πιθανότερο είναι να βγουν και την επόμενη και την επόμενη. Αυτό είναι και το δικό μας σχέδιο ως BLANDA, παρότι τεχνουργοί μιας τέχνης εφήμερης, να φτιάξουμε ένα έδαφος για να βλασταίνουμε ξανά και ξανά…