«Πιστεύω ότι σήμερα ζούμε το Endgame, το Παιχνίδι του Τέλους, όπως αντιστρέψαμε τον γνώριμο τίτλο. Το παιχνίδι του τέλους δεν τελειώνει, συνεχίζει με καινούρια παρτίδα, με όλο πιο περιορισμένους όρους του παιχνιδιού» λέει η Λυδία Κονιόρδου στο tvxs.gr. 

Ads

Μπαίνοντας στο Θέατρο Τέχνης της Οδού Φρυνίχου οι ηθοποιοί είναι ήδη στη σκηνή. Ο τυφλός και παράλυτος  Χαμ τον οποίο υποδύεται η Λυδία Κονιόρδου είναι καθισμένος και ακίνητος σε αναπηρικό καροτσάκι σκεπασμένος από την κορφή ως τα νύχια και ο   πιστός υπηρέτη του Κλοβ (Έλενα Τοπαλίδου), διερευνά τον χώρο καθώς κινείται αργά καμπουριάζοντας. 

Ο Κώστας Χατζής τοποθέτησε σε δύο βαρέλια τους γονείς του Χαμ προσδίδοντας ακόμα ένα ενδιαφέρον στοιχείο στη λιτή σκηνοθεσία του αφού ένιωθε ο θεατής πως ο πρωταγωνιστής τους επανέφερε κάθε τόσο από το υπερπέραν μέσα σε έναν χορό του ασυνείδητου και εν μέσω του παιχνιδιού εξουσίας μέχρι τελικής πτώσεως με τον παραγιό του. 

Η Λυδία Κονιόρδου η οποία έχει επίσης μεταφράσει το έργο του Μπέκετ μας αποκαλύπτει πως τη βοήθησε ο Σόιμπλε για να μπει στο πετσί του ρόλου και υπογραμμίζει πόσο επίκαιρο είναι σήμερα το Παιχνίδι του Τέλους αφού «ζούμε το τέλος ενός πολιτισμού, έτσι όπως τον ξέραμε». 

Ads

Εκτός από το ότι τα μεγάλα έργα είναι πάντα επίκαιρα και αποκαλύπτουν αλήθειες της εποχής αλλά και θέτουν καίρια ερωτήματα υπάρχει και άλλος λόγος για τον οποίο επιλέγετε τον Μπέκετ και το συγκεκριμένο έργο  αυτή τη χρονική στιγμή;

Το έργο αυτό του Μπέκετ, με έχει γοητεύσει από την εφηβική μου ακόμα ηλικία.

Μετά το είδα στον Κουν,  με τον Χατζημάρκο και το Λογοθέτη και μου έκανε μεγάλη εντύπωση.

Το μελετούσα συχνά, δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω τα νοήματα, ήταν η εποχή του θεάτρου του παραλόγου και ό,τι δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε το αναγάγαμε στο «παράλογο».

Όμως σήμερα,  ξαφνικά ο, τι είναι παράλογο είναι αυτό που κυριαρχεί, συχνά, επιβάλλεται σαν μονόδρομος, μια εξουσία που επιβάλλουν τυφλοί και ανάπηροι, χωρίς καρδιά, όπως ο ρόλος του Χαμ που παίζω στο έργο.

Το έργο είναι απίστευτα σύγχρονο, τώρα πραγματικά καταλαβαίνεις για τι πράγμα μιλάει, χωρίς αμφιβολία.

Ζούμε σήμερα το τέλος ενός πολιτισμού, έτσι όπως τον ξέρουμε, δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω το ποτάμι και δεν ξέρουμε τι μας περιμένει. Το μόνο που κάνει ο άνθρωπος σήμερα είναι να συνεχίζει τυφλά τις ίδιες παράλογες, αδιέξοδες ρουτίνες, ατομικά και συλλογικά, να παίζει με το τέλος, αναπαραγάγοντας τον φόβο, την καταπίεση, την αλαζονεία, την σκληρότητα, την έλλειψη αλληλεγγύης.

Σήμερα αναδεικνύεται και το ιδιαίτερο ιρλανδέζικο σκληρό χιούμορ του Μπέκετ, γιατί μόνο έτσι αντέχεται αυτή η ατρόμητη, κοφτερή ματιά πάνω στην αλήθεια, απελευθερωμένη από παυσίπονες ψευδαισθήσεις.

Πιστεύω ότι σήμερα ζούμε το Endgame, το Παιχνίδι του Τέλους, όπως αντιστρέψαμε τον γνώριμο τίτλο. Το παιχνίδι του τέλους δεν τελειώνει, συνεχίζει με καινούρια παρτίδα, με όλο πιο περιορισμένους όρους του παιχνιδιού. 

Είναι πολλές οι ατάκες του έργου που σήμερα ο θεατής μπορεί άμεσα να τις συνδέσει με τη ζωή του όπως και να γελάσει με τον ίδιο τον παραλογισμό της ύπαρξης του.

Το έργο διαπραγματεύεται υπαρξιακά ζητήματα. Η αρχή και το τέλος, η ανθρώπινη δράση ως παιχνίδι, αλλά και η αθωότητα δίπλα στην επικίνδυνη ενήλικη ματιά. Ποια είναι η κεντρική διαπραγμάτευση κατά τη γνώμη σας;

Ο Μπέκετ τοποθετεί τους ήρωες του, τον «εξουσιαστή» Χαμ, τον «εξουσιαζόμενο» Κλοβ, (Έλενα Τοπαλίδου), όπως και τους δυο γονείς του,  που τους έχει βάλει σε σκουπιδοντενεκέδες (Τζίνα Θλιβέρη, Γεωργία Τσαγκαράκη), σε ένα υπόγειο καταφύγιο.

Είναι κάποιοι από τους ελάχιστους επιζήσαντες,  μετά από κάποια καταστροφή, που έχει προκαλέσει ο άνθρωπος. Δεν έχει μείνει τίποτα: «μηδέν, μηδέν και μηδέν».

Παρ’ όλα αυτά,  τα πρόσωπα συνεχίζουν να κάνουν τις ίδιες δράσεις, να λένε τα ίδια λόγια, κάθε μέρα, την ίδια ρουτίνα, να συνεχίζουν το παιχνίδι, ενώ ξέρουν ότι: «έχει τελειώσει, έχουμε τελειώσει, σχεδόν τελειώσει». Εδώ δεν περιμένουν τίποτα πια, ούτε καν τον Γκοντό. Αυτό που απομένει είναι το παιχνίδι. Ακόμα και στην σιωπή. «Το τέλος βρίσκεται στην αρχή κι όμως συνεχίζεις».

Ο Μπέκετ κάνει μια έντονη βυθομέτρηση στο σκοτάδι προκειμένου να βγει στο φως. Είναι αισιόδοξη αυτή η οπτική για σας;

Το έργο είναι όπως η εποχή μας, ούτε αισιόδοξο, ούτε απαισιόδοξο. Είναι κοφτερό και αδυσώπητο με έντονο σαρκαστικό χιούμορ, γιατί μόνο έτσι μπορείς να αντέξεις να δεις και τον εαυτό σου,  ίσως μόνο  έτσι μπορέσεις να κάνεις την υπέρβαση και να σωθείς. Πώς να είσαι αισιόδοξος με τόση αδικία,  σκληρότητα και παραλογισμό, από την άλλη πως να είσαι απαισιόδοξος μπροστά στο δώρο της ύπαρξης και της ζωής, που έχει πάντα εκπλήξεις.

Κλοβ: «Και μια μέρα, ξαφνικά, τελειώνει, αλλάζει,  δεν καταλαβαίνω». 

Ακόμα μπροστά στη δόξα της φύσης που, αδιάφορη για τα κωμικά η θλιβερά σκετσάκια των ανθρώπων συνεχίζει «να τραβάει το δρόμο της». 

Νομίζω ότι η αφύπνιση της συνείδησης και μάλιστα πριν είναι αργά μπορεί να εμπνεύσει αισιοδοξία και ελπίδα. Γι’ αυτό θελήσαμε να παρουσιάσουμε αυτό το έργο σήμερα.

Ποια είναι η σκηνοθετική προσέγγιση;

Η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Χατζή δίνει έμφαση στο χιούμορ,  με το οποίο ο Μπέκετ εμπαίζει τις ανθρώπινες παράλογες ρουτίνες και σχέσεις. Επίσης χρησιμοποιεί το φως και τη σκιά, ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει τη δουλειά του γενικότερα.

Ακόμα στη λειτουργία του παιχνιδιού, του διαλόγου, της ατάκας  και του χρόνου που στον Μπέκετ είναι καθοριστικός για το νόημα. 

Ποια είναι η πρόκληση για σας στον δικό σας ρόλο;

Σ’ αυτήν την παράσταση όλοι οι ανδρικοί ρόλοι παίζονται από γυναίκες. Εγώ λοιπόν παίζω τον Χαμ. Τον τυφλό, ανάπηρο, γέρο, που επιβάλλεται με την εξουσία του και τον φόβο πάνω σε αυτούς που νομίζει κατώτερους και τους υποτιμά, ενώ εξαρτάται από αυτούς. 

Νομίζω ότι ο Χαμ του Μπέκετ συμπυκνώνει τις αντιφάσεις του δυτικού πολιτισμού, που εγκλωβισμένος στην αλαζονική αυταρέσκεια του και την άκαρδη σκληρότητα,  παρ’ όλη την γνώση που διαθέτει βιώνει μια μεγάλη μοναξιά. 

Πηγή έμπνευσης μου υπήρξε ο Γερμανός υπουργός οικονομικών Σόιμπλε. Τον φαντάστηκα, λίγο πριν το δικό του τέλος να αναρωτιέται για τις δικές του πράξεις και να ζει τις επιπτώσεις των αποφάσεων του.

Ο Μπέκετ λέει με έναν τρόπο ότι το κάθε τέλος είναι μια αρχή. Τη  φιλοσοφική αυτή προσέγγιση του αέναου κύκλου πιστεύετε πως μπορούν να την αφουγκραστούν οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες;

Ο Μπέκετ λέει κάτι πιο βαθύ.

Χαμ: «Το τέλος βρίσκεται στην αρχή, κι όμως συνεχίζεις».

Όλη η ύπαρξη μας είναι μια μελέτη θανάτου. Κάθε μέρα είμαστε και μια μέρα πιο κοντά στο τέλος. Αν το θυμόμασταν καμιά φορά, τότε ίσως θα δίναμε πιο μεγάλη σημασία και αξία στο κάθε λεπτό ζωής που περνάει. 

Χαμ: «Δεν ήμουν ποτέ εκεί, απών πάντα, όλα συνέβησαν χωρίς εμένα, δεν ξέρω τι έχει συμβεί». 

Εξ’ άλλου μέσα από την ψύχραιμη αποδοχή του τέλους αφήνουμε χώρο στο νέο να γεννηθεί.

Οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες είναι έντρομες μπροστά στην προοπτική του τέλους, το ξορκίζουν με διάφορα μπότοξ και παιχνίδια εξουσίας, άπληστης κερδοσκοπίας. Η λύτρωση από την φυλακή της ύλης είναι μια απελευθερωτική διέξοδος για τον δυτικό άνθρωπο, η ολιγάρκεια, η φιλοσοφία του λίγου, η αποανάπτυξη.

Ακόμα η καρδιά και η αλληλεγγύη θεραπεύει την μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου.

Ασχολείστε πολλά χρόνια με το Δράμα μέσα για από τον οργανισμό Δεσμοί έχετε προσφέρει πολλά ως προς τη διάδοση αλλά και την κατανόηση. Τι έχει να προσφέρει η γνώση αυτή σήμερα και τι έχετε καταγράψει στον προσωπικό σας απολογισμό μετά την χρόνια ενασχόλησή σας;

Το αρχαίο δράμα τα έχει πει έλα, συμπυκνωμένα, βαθιά ποιητικά, επαναστατικά. Η ένταση του πνευματικού αποτυπώματος δεν έχει ξεθωριάσει, τουναντίον σήμερα τα έργα αυτά είναι τόσο σύγχρονα,  που γεμίζουν τις θεατρικές σκηνές σε ολο τον πλανήτη.

Πρόσφατα ήμουν στην Κίνα, όπου μέσα από την εργασία μας με σπουδαστές της θεατρικής Ακαδημίας της Σαγκάης πάνω στην Άλκηστη του Ευριπίδη, έζησα το μεγάλο ενδιαφέρον και σεβασμό των Κινέζων γι’ αυτό το είδος, το οποίο τοποθετούν πρώτο,  μαζί με τον Σαίξπηρ και τον Τσέχωφ, σαν τους τρεις πυλώνες του δυτικού θεάτρου.

Προσωπικά,  η ενασχόληση μου με το αρχαίο δράμα νομίζω ότι με έκανε λίγο καλύτερο άνθρωπο.