“Πρώτη παράσταση της Madama Butterfly, λιμπρέτο των Ίλλικα και Τζιακόζα, μουσική του Πουτσίνι, γρυλισμοί, μυκηθμοί, γκαρίσματα, γέλια, καγχασμοί. Οι μοναδικές φωνές μπις δεν είχαν άλλο λόγο παρά για να ερεθίσουν περισσότερο τους θεατές. Ιδού περιληπτικά ποια ήταν η υποδοχή που επεφύλαξε το κοινό της Σκάλας στο νέο έργο του Τζιάκομο Πουτσίνι. Έπειτα από αυτό το πανδαιμόνιο, που κατά τη διάρκειά του δεν μπόρεσε να ακουστεί τίποτα, το κοινό φεύγει από το θέατρο ευχαριστημένο”.

Ads

Αυτά γράφει ο ιταλικός τύπος για το λιντζάρισμα της Σκάλας στην Μαντάμα Μπατερφλάϋ στις 17 Φεβρουαρίου του 1904, που καμιά επιτυχία στην συνέχεια δεν μπόρεσε να σβύσει στην ψυχή του Πουτσίνι, παρά τον αληθινό θρίαμβο που είχε η όπερα αυτή, αρχής γενομένης από την επόμενη παράσταση στη Μπρέσσια και μετά στο Λονδίνο, αλλά κυρίως στο Παρίσι το 1906. Ο Πουτσίνι, εκείνη τη βραδιά της Σκάλας και αφού επέστρεψε στο θέατρο την αμοιβή του, σίγουρος ωστόσο για την αξία της όπερας, θα γράψει πάνω σε ένα σχέδιο της μικρής γιαπωνέζας, που του είχε χαρίσει ένας φίλος του ζωγράφος, ο Μετλίκοβιτς, έναν ωραίο στίχο του Τζιακόζα: “Παραγνωρισμένη και ευτυχισμένη”.

Η Μαντάμα Μπαττερφλάι είναι μια «γιαπωνέζικη τραγωδία», σε λιμπρέττο των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, εμπνευσμένο από το ομότιτλο μονόπρακτο θεατρικό έργο (1900) του αμερικανού Ντέιβιντ Μπελάσκο, το οποίο βασίστηκε σε σύντομο διήγημα (1898) του επίσης αμερικανού Τζων Λούθερ Λονγκ, ενώ αρκετά στοιχεία πηγάζουν επίσης από το μυθιστόρημα Μαντάμ Κρυζαντέμ (1887) του Γάλλου Πιέρ Λοτί. Η υπόθεση της όπερας αφορά το μοιραίο έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ναγκασάκι, αρχές 20ού αιώνα: Ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, ο αξιωματικός επιστρέφει με την αμερικανίδα σύζυγό του στην Ιαπωνία, μαθαίνοντας ότι έχει αποκτήσει γιο από τη Μπαττερφλάι. Εκείνη δέχεται να παραδώσει το παιδί στον Πίνκερτον, αλλά στη συνέχεια αυτοκτονεί.

Μετά την τεράστια επιτυχία που είχαν οι παραστάσεις της Μπατερφλάϋ σε όλο τον κόσμο, στην Ελλάδα περιλήφθηκε στο ρεπερτόριο του Γ΄ Ελληνικού Μελοδράματος ήδη από το 1919. Τον Απρίλιο του 1930 ανέβηκε εκ νέου στο –πρώτο– Θέατρο Ολύμπια της Αθήνας από τη μελοδραματική σχολή του Ελληνικού Ωδείου, με τη Μαρία Τριβέλλα, δασκάλα της Μαρίας Κάλλας, στον κεντρικό ρόλο. Την ορχήστρα διεύθυνε ο Αλέξανδρος Κυπαρίσσης.

Ads

Η Μαντάμα Μπαττερφλάι υπήρξε επίσης η πρώτη όπερα που παρουσιάστηκε από την Εθνική Λυρική Σκηνή, μετά την πρεμιέρα του νεοϊδρυθέντος θιάσου με την οπερέτα Η Νυχτερίδα του Γιόχαν Στράους υιού. Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε κατά την περιοδεία του θιάσου στο θερινό Βασιλικό Θέατρο Θεσσαλονίκης στις 4 Σεπτεμβρίου 1940. Η επίσημη πρεμιέρα δόθηκε στην Αθήνα, στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στις 25 Οκτωβρίου 1940. Τον κεντρικό ρόλο ερμήνευαν εναλλάξ η Ζωή Βλαχοπούλου και η Άννα Ρεμούνδου, ενώ την ορχήστρα διεύθυνε ο Λεωνίδας Ζώρας.

Η Εθνική Λυρική Σκηνή κάνει πρεμιέρα αύριο, στο Μέγαρο Μουσικής, με την Μαντάμα Μπαττερφλάι για έξι μόνο παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών – Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη, σε μουσική διεύθυνση Λουίς Φερνάντο Μαλέιρο – Ηλία Βουδούρη και σκηνοθεσία, σκηνικά, κοστούμια, φωτισμούς του Νίκου Σ. Πετρόπουλου.

Η Μαντάμα Μπαττερφλάι έγινε διάσημη για τις υπέροχες άριες και την θεατρικότητά της. Συγκινεί διαχρονικά και να προκαλεί έντονα συναισθήματα, ανάγοντας σε σύμβολο ανεξάντλητης υπομονής και αιώνιας, σταθερής αγάπης την μορφή της ηρωίδας του. Βρισκόμαστε στην εποχή όπου ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός στρέφει το βλέμμα προς την Ανατολή, αναγνωρίζοντας την πολύτιμη ιστορική ιδιομορφία των πολιτισμών της Κίνας, της Ιαπωνίας, αλλά και της Αφρικής, κάνοντας ένα διορθωτικό βήμα από την επιφυλακτικότητα έναντι εθνικής ιδιοπροσωπίας και κουλτούρας που είχε επιβάλλει η εποχή του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Ο 19ος αιώνας, αντλεί από την επαφή αυτή με τους πολιτισμούς της Ασίας νέα δύναμη για να θεμελιώσει σε πιο σταθερές βάσεις τις αξίες πάνω στις οποίες έχει επενδύσει: την προσφορά, τα αυθεντικά συναισθήματα, τη θυσία, τον έρωτα, αξίες οι οποίες αμφισβητούν εν μέρει τον ψυχρό ορθολογικό κόσμο του 18ου αιώνα και επιστρέφουν στις μεσαιωνικές αρετές.

Η «γιαπωνέζικη τραγωδία», η οποία εξιστορεί το μοιραίο έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, φωτίζει μουσικά την αντιπαράθεση των δύο πολιτισμών, του ιαπωνικού και του δυτικού-αμερικάνικου. Tην νεαρή γκέισα “δεσποινίς Πεταλούδα” νοίκιασε έναντι 39 δολαρίων το μήνα ένας Αμερικάνος Αξιωματικός. Από αυτά, 4 δολάρια στοίχιζε η κρατική άδεια που της επέτρεπε να είναι ερωμένη του και της εξασφάλιζε πρόσβαση στα δημόσια λουτρά, 25 δολάρια στοίχιζε η κατοικία και 10 ακόμα δολάρια μια υπηρέτρια. Εκείνος απολάμβανε τις ανέσεις ενός “γάμου” με ημερομηνία λήξης και εκείνη είχε στέγη και υπηρέτρια. Ο αξιωματικός φεύγοντας για την Αμερική της υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε κοντά της όταν ο κοκκινολαίμης θα ξανάφτιαχνε τη φωλιά του. Αντ’ αυτού την άφησε πάμπτωχη με ένα μωρό στην αγκαλιά”. Το διήγημα του Τζων Λούθερ Λονγκ, που αποτέλεσε τη βάση για το θεατρικό έργο και στη συνέχεια για την όπερα του Πουτσίνι, βασίζεται στην πραγματική ιστορία της γκέισας Τσο-Σαν, την οποία περιέγραψε στο συγγραφέα η αδελφή του που έζησε στο Ναγκασάκι ως σύζυγος ιεραποστόλου.

Τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους φωτισμούς της παραγωγής, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε από την ΕΛΣ το 2005, υπογράφει ο Νίκος Σ. Πετρόπουλος: “Μελετώντας σε βάθος την όπερα του Πουτσίνι προκειμένου να σκηνοθετήσω το έργο για την Εθνική Λυρική Σκηνή, μια σημαντική λεπτομέρεια έγινε απόλυτα σαφής στο μυαλό μου: Η όπερα αυτή δεν θέλει μια «γιαπωνέζικη» προσέγγιση, στο ύφος του Θεάτρου Νο, αλλά μια καθαρά «δυτική» αντιμετώπιση, γιατί το έργο αυτό είναι ουσιαστικά η δυτική ματιά σε μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην Ιαπωνία στις αρχές του 20ού αιώνα. Είναι η ματιά του Πιερ Λοτί και της Madame Chrysanthème, του βιβλίου του πάνω στο οποίο βασίστηκε το λιμπρέτο της όπερας του Πουτσίνι. Προσπάθησα λοιπόν να δώσω το «άρωμα» της γιαπωνέζικης κουλτούρας, χωρίς απαραίτητα να την αντιγράψω κατά γράμμα. Το σκηνικό είναι άσπρο και αφαιρετικό, τόσο για να τονίσει την αίσθηση της απλότητας που έχει η άποψη αυτού του λαού για τη ζωή, όσο και τον επερχόμενο θάνατο της ηρωίδας, εφόσον το πένθιμο χρώμα στην Ιαπωνία είναι το λευκό”, σημειώνει ο σκηνοθέτης.

Τις παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών διευθύνουν οι Λουίς Φερνάντο Μαλέιρο και Ηλίας Βουδούρης, ενώ τη στιλιστική κινησιολογία υπογράφει η Μαρίζα Βινιεράτου. Στον ομώνυμο ρόλο η Τσέλια Κοστέα. Στη δεύτερη διανομή η Ιταλίδα σοπράνο Ραφαέλλα Αντζελέττι. Στον ρόλο του Μ.Φ. Πίνκερτον θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε τον Ιταλό τενόρο Ντάριο Ντι Βιέτρι και τον Δημήτρη Πακσόγλου. Στον ρόλο του Σάρπλες, ο βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης, και ο Πέτρος Σαλάτας.

Ταυτότητα της παράστασης

Μαντάμα Μπαττερφλάι
Γιαπωνέζικη τραγωδία σε τρεις πράξεις του Τζάκομο Πουτσίνι
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
17, 20, 22, 23, 24, 27 Ιανουαρίου 2015 / Ώρα έναρξης 20.00
Μουσική διεύθυνση Λουίς Φερνάντο Μαλέιρο – Ηλίας Βουδούρης
Σκηνοθεσία – σκηνικά – κοστούμια – φωτισμοί Νίκος Σ. Πετρόπουλος