Λάθος – ίσως – ήταν ο τίτλος.

Ads

Καλώς ανέβηκε η παράσταση, κακώς κατέβηκε, καλώς ξανανέβηκε, προσωπική μου άποψη και με δικαιολογημένες τις αντιδράσεις, υποστηρικτών και επικριτών.

Όλοι καταδικάζουμε – ή θα έπρεπε – την τρομοκρατία και το έγκλημα, αλλά και όλοι καταδικάζουμε – και θα έπρεπε – τα βασανιστήρια, σωματικά και ψυχικά και την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το βιβλίο ενός καταδικασμένου τρομοκράτη εγκληματία για τις ημέρες που έζησε στην ανάκριση αυτό ακριβώς περιγράφει.

Αυτό ήταν το θέμα, αυτός θα έπρεπε να ήταν και ο τίτλος του έργου. Λίγη περισσότερη τόλμη ήθελε, λίγο λιγότερο αποπροσανατολισμό.

Ads

Ούτε οι «Δίκαιοι» του Αλμπέρ Καμύ του Γάλλου νομπελίστα που μέσα από μια αληθινή ιστορία ομάδας επαναστατών στην τσαρική  Μόσχα του 1906 αναρωτιέται αν δικαιούται ο εξεγερμένος να σκοτώνει (ένα ακόμα έργο που θα μπορούσε να «λογοκριθεί») κι ας ξεκίνησε και τέλειωσε μ’ αυτούς η παράσταση.

Ούτε ο Τζον Φορμπς Νας, ο νομπελίστας μαθηματικός – οικονομολόγος και «Υπέροχος άνθρωπος» του σινεμά,  η «ισορροπία του» – η σταθερή κατάσταση όπου κανένας παίκτης δεν κερδίζει το παραμικρό πλεονέκτημα αν αλλάξει τη δική του στρατηγική υπό την προϋπόθεση πως οι υπόλοιποι παίκτες θα μείνουν σταθεροί στις επιλογές τους – που ακολούθησε τις «θεωρίες των παιγνίων» – μεθοδολογία που μελετά τη συμπεριφορά των παικτών, εφαρμόζεται για τη λήψη αποφάσεων και όπου ο παίκτης μπορεί να είναι επιχείρηση, κράτος, ομάδα, κόμμα, κυβέρνηση, με πιο γνωστό παράδειγμά της της το δίλημμα του φυλακισμένου.

Το έργο που σκηνοθέτησε η Πηγή Δημητρακοπούλου και είναι σε μεγάλο μέρος βασισμένο στα αποσπάσματα από το βιβλίο του Σάββα Ξηρού «Η Μέρα Εκείνη – 1560 ώρες στην εντατική – Μια μαρτυρία για το δικό μας Γκουαντάναμο», αυτό και μόνο ενόχλησε.

Νύχτα στην Πανεπιστημίου…

Σχεδόν μεσάνυχτα. Άλλοι έμειναν για τη συζήτηση που θ’ ακολουθούσε την παράσταση «για την υπεράσπιση της ελευθερίας της Τέχνης στην Ελλάδα» άλλοι έφυγαν ή βγήκαν για τσιγάρο. «Δεν υπερασπίζεται την τρομοκρατία, το αντίθετο…», σχολιάζει ένα ζευγάρι. 

«Έπρεπε να παιχτεί για να έχουμε άποψη, δική μας…» λέει μια γυναίκα στην παρέα της… «Έχω παππού αντάρτη και δε με άφησαν να μπω…» διαμαρτύρεται ένας νεαρός.

Τελικά;

Το έργο δεν υποστηρίζει τη βία, δεν ηρωοποιεί τους τρομοκράτες, δεν φτιάχνει ψεύτικα είδωλα, δεν δίνει λάθος μηνύματα, άρα δεν είναι επικίνδυνο. Το επικίνδυνο είναι το μαύρο και η άγνοια.

Η ελευθερία – του να γνωρίζεις, να αποδεχθείς ή να απορρίψεις – έχει τη δική της ισορροπία. Δε χρειάζεται θεωρίες, ούτε παίγνια…