Τι κάνει σύγχρονο ένα ελισαβετιανό δράμα; Ίσως το αμείλικτο παιχνίδι εξουσίας; Ο «ΡΙΧΑΡΔΟΣ ΙΙ» του Σαίξπηρ επιστρέφει μετά από επτά δεκαετίες στη θεατρική σκηνή του Βυρσοδεψείου και μιλά για το σήμερα. «Από πολίτες έχουμε μετατραπεί σε υπηκόους» λέει στο tvxs.gr η σκηνοθέτης Έλλη Παπακωνσταντίνου. Ακτινογραφεί με σημερινό βλέμμα το σαιξπηρικό κείμενο κι αμφισβητεί την έννοια της προόδου: «Προοδεύουμε ή γυρίζουμε πίσω σε έναν βαθύ Μεσαίωνα;». Αναζητά το πολιτικό θέατρο: «Να αλλάξουμε τον τρόπο που κάνουμε τέχνη. Ας λέμε: “Κατεβαίνω στα θέατρα”. Όπως λέμε: “κατεβαίνω στις πορείες”». Το Tvxs καλεί τους αναγνώστες του σε μια ειδική γι’ αυτούς παράσταση με μειωμένο εισιτήριο στην τιμή των 10 ευρώ, την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου στις 20.45, στο θέατρο Βυρσοδεψείο. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να δηλώσουν συμμετοχή (χωρίς κλήρωση) με e-mail στο [email protected] (για όσα άτομα επιθυμούν) μέχρι και Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου στις 18.00, αναφέροντας τα στοιχεία τους.

Ads

Τι γίνεται φέτος στο Βυρσοδεψείο;

Ανεβάζουμε «Ριχάρδο ΙΙ» του Σαίξπηρ αλλά με ένα πολύ σύγχρονο βλέμμα. Στο συγκεκριμένο έργο του Σαίξπηρ καταγράφεται με απαράμιλλη ποίηση το μεγάλο ταξίδι της αλαζονείας και η πτώση ενός τυράννου. Με ενδιαφέρει ιδιαίτερα αυτό το στοιχείο καθώς διανύουμε σήμερα μια περίοδο που με κάνει να αισθάνομαι βαθιά αμηχανία και βαθύ θυμό λόγω της κατάστασης που επικρατεί, του συστήματος διακυβέρνησης αλλά και της απόστασης από την πολιτική σκηνή. Αναζητούσα λοιπόν ένα έργο που να ανοίγει κάποια ερωτήματα. Το συγκεκριμένο λοιπόν κείμενο διατυπώνει αυτά τα συναισθήματα με μια εξαιρετικά ποιητική γλώσσα – φάρμακο για την ψυχή. Διατυπώνει τον φόβο σε μια γλώσσα που εξυψώνει. Γι’ αυτό κατέληξα στον Ριχάρδο τον ΙΙ. Αυτό συμβαίνει φέτος στο Βυρσοδεψείο.  

Ο «Ριχάρδος ΙΙ» είναι ένα ελισαβετιανό δράμα. Ποιο είναι το στοιχείο εκείνο που το κάνει σύγχρονο;

Ads

Το κείμενο είναι εξαιρετικά επίκαιρο. Υπάρχουν στιγμές μέσα στην παράσταση που οι ηθοποιοί διευκρινίζουν στον θεατή ότι πρόκειται όντως για κείμενο του Σαίξπηρ. Επίκαιρο είναι επειδή καταγράφει μια εποχή – την περίοδο του Μεσαίωνα – όταν οι βασιλείς κυβερνούσαν ελέω Θεού. Οι πολίτες δεν ήταν πολίτες της χώρας αλλά υπήκοοι. Δεν υπήρχε τρόπος να αμφισβητήσουν το βασιλιά. Οποιουδήποτε είδους αμφισβήτηση ήταν μια άσεβης πράξη απέναντι στον Θεό. Θεωρώ ότι δυστυχώς διανύουμε μια αντίστοιχη εποχή. Οι πολίτες έχουν χάσει τα δικαιώματά τους, υπάρχει μεγάλη απόσταση από τους κυβερνώντες, μεγάλη αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος, μεγάλη αμηχανία. Έχουμε μετατραπεί σε υπηκόους.

image

Τελικά ο κόσμος ψάχνει έναν βασιλιά ή έναν τρόπο για να τον εκθρονίσει;

Θεωρώ ότι ο κόσμος ψάχνει και τα δύο. Και η παράσταση καταγράφει αυτήν ακριβώς την τάση. Όσο προβοκατόρικο κι αν είναι αυτό που λέω, αναζητούμε την ασφάλεια στο πολιτικό σύστημα, την αξιοκρατία αλλά και τη βιωσιμότητα του πολιτικού συστήματος. Την ίδια στιγμή δεν θέλουμε να είναι ένα αυταρχικό πολιτικό σύστημα. Σήμερα βιώνουμε δυο πράγματα τα οποία καταγράφονται και στο κείμενο του Σαίξπηρ. Πρώτον, μια τυραννική παρέμβαση. Νομοθεσίες επιβάλλονται στους πολίτες. Επιπλέον υπάρχει η πίεση ώστε οι πολίτες να πιστέψουν ότι οι νόμοι είναι θέσφατο. Να πειστούν ότι δεν μπορούν να παρέμβουν, ότι οι νόμοι είναι κατά κάποιον τρόπο «θεϊκές εντολές» και άρα πρέπει να τις αποδεχτούν ως τέτοιες. Δεύτερον, βιώνουμε τη μεγάλη παρακμή του πολιτικού συστήματος. Αυτό που λέμε στον υπότιτλό του έργου «Ο βασιλιάς λένε πως πέθανε». Μια φράση από τον «Ριχάρδο ΙΙ» που ακούγεται όταν πια φεύγει ο βασιλιάς κι αρχίζουν να καταρρέουν τα πάντα. Σαν τα ποντίκια τρέχουν όλοι δεξιά και αριστερά και γίνεται η ανατροπή του. Σήμερα τα βιώνουμε και τα δυο αυτά στοιχεία. Το δίπολο αυτό καταγράφεται στο έργο κι αυτό είναι που με ενδιέφερε ιδιαίτερα γιατί αφορά την εποχή που διανύουμε.

«Προφήτες που ψιθυρίζουν για απαίσιες αλλαγές, θλιμμένοι πλούσιοι, χαρούμενοι φαύλοι». Όλοι αυτοί στη σαιξπηρική σκηνή του Βυρσοδεψείου. Θυμίζει εξαιρετικά την οικονομική κρίση του σήμερα.

Πρόκειται για απόσπασμα από το σαιξπηρικό κείμενο και δείχνει ακριβώς πόσο επίκαιρο είναι. Μιλάει για το σήμερα. Η πρόθεσή μου δεν είναι να κάνω ένα έργο πολιτικό με ρεαλιστικούς όρους. Έχω κουραστεί να συζητάμε για την κρίση ή να ακούω τι λένε στην τηλεόραση γι’ αυτή. Δεν με ενδιαφέρει πια αυτός ο λόγος, δεν με αφορά. Με αφορά όμως να σκεφτώ. Να πάρω μια απόσταση από τα γεγονότα. Ο χρόνος του θεάτρου δεν είναι μια συνέχεια της καθημερινότητας. Ο χρόνος του θεάτρου κάνει τομή στο χρόνο της καθημερινότητας. Ο κόσμος που ανοίγει το θέατρο πρέπει να είναι αλλόκοτος, αλούτερος, ποιητικός και ο «Ριχάρδος ΙΙ» ανοίγει έναν τέτοιο κόσμο μαγικό. Έναν άλλο κόσμο, όχι την Ελλάδα του σήμερα. Το κείμενο είναι ποιητικό και φέρει μια εξαιρετική επικαιρότητα. Με ενδιαφέρει πολύ η απόσταση από το καθ’ ημάς. Θέλω το κοινό να μπορέσει να πάρει αυτή την απόσταση. Θέλω να δημιουργήσω έναν καθρέφτη. Αλλά έναν καθρέφτη παραμορφωτικό. Έτσι ώστε να πάρουμε τις αποστάσεις μας και να σκεφτούμε χωρίς να ταΐσουμε το θεατή λύσεις και απαντήσεις.

Η μεγαλύτερη ερώτηση που διατρέχει όλη την παράσταση είναι η εξής: Από το Μεσαίωνα μέχρι σήμερα έχουμε διανύσει Αναγέννηση, Διαφωτισμό και πλέον θεωρούμε ότι έχουμε πολιτικά κεκτημένα. Υπάρχει αυτό που ονομάζουμε πρόοδος της ανθρωπότητας; Υπάρχει αυτό που ονομάζουμε πρόοδο στο πώς και με ποιους όρους επιλέγουμε να μας κυβερνήσουν; Τι συστήματα διακυβέρνησης δημιουργούμε; Έχουμε όντως προοδεύσει ή γυρίζουμε πίσω σε έναν βαθύ Μεσαίωνα; Ή κάνουμε κύκλους; Προσωπικά αμφισβητώ αυτή την έννοια της προόδου. Θεωρώ όμως ότι αυτό είναι κάτι εξαιρετικά γόνιμο.

image

Υπάρχει ρόλος για τον θεατή στην παράσταση;

Ο θεατής έχει πολύ μεγάλο ρόλο όπως και ο ηθοποιός που μεταφέρει το βλέμμα του σε αυτό το έργο. Αφηγούμαστε το έργο μέσα από δυο γραμμές. Αφενός μέσα από την πλοκή, την ιστορία και αφετέρου μέσα από τα σχόλια των ηθοποιών, σχόλια σημερινών ανθρώπων που απευθύνονται στο κοινό και θέτουν ερωτήματα. Κι εκεί ξεκινά μια διάδραση με το κοινό. Δεν είναι διάδραση για τη διάδραση. Με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η ενεργητική θέση του κοινού. Θέλω να διαπραγματευτώ το πώς κάνω θέατρο και το γιατί κάνω  θέατρο μέσα σε αυτή την εποχή που διανύουμε. Πρέπει να ξανασκεφτούμε εκ νέου πολλά πράγματα. Ανάμεσα σε αυτά και το γιατί κάνουμε θέατρο. Το πώς θέλουμε να σταθεί το κοινό απέναντί μας. Κάνουμε θέατρο με σοβαροφάνεια; Θέλουμε ένα σοβαροφανές κοινό που δεν αναπνέει γιατί παρακολουθεί Σαίξπηρ; Όχι. Για μένα προέχει η δυναμική της εποχής, η δυναμική των ζωντανών ανθρώπων που πρέπει να εκτονωθούν μέσα στη συνθήκη του θεατρικού κώδικα. Να υπάρξει ένας διαξιφισμός. Δεν μπορούμε να κάνουμε θέατρο εξ’ απαλών ονύχων σήμερα. Ούτε να ξέρουμε εκ των προτέρων τι είναι το πολιτικό θέατρο. Δεν γνωρίζω τι είναι. Αναζητώ τι είναι. Αναζητώ μέσα από αυτό το θέατρο να ανοίξω παράθυρα. Και να ιντριγκάρω το θεατή.

Το έργο δεν έχει παιχτεί από το ’45. Είναι ένα αριστούργημα. Είναι λοιπόν μια ευκαιρία να έχει επαφή ο Αθηναίος με αυτό το κείμενο. Πρόκειται για μια παράσταση λαϊκή. Είναι λαϊκό θέαμα κι όχι ένα θέαμα για μια μικρή ελίτ. Δεν με ενδιαφέρει να δημιουργώ πράγματα για μια μικρή ελίτ. Ο Σαίξπηρ στην εποχή του ήταν λαϊκό θέατρο, λαϊκό θέαμα και έτσι θέλησα να το παρουσιάσω. Διατηρώντας την απλότητα της ιστορίας. Είναι μια απλή ιστορία.

Αν είναι μια απλή ιστορία, γιατί στην πραγματική διάσταση εμείς οι άνθρωποι μπερδευόμαστε τόσο;

Αυτό λέει και ο Σαίξπηρ. Είναι απλή η ζωή. Είναι περίπλοκη – και αυτό καταγράφει – η προσπάθεια του ανθρώπου να ξεμπλέξει τα μπλεγμένα για να καταλάβει και να κατανοήσει. Το σαιξπηρικό κείμενο βέβαια εμπεριέχει και τη χαρά της ζωής. Είναι ένα παραμύθι που έρχεται μέσα από τα βάθη του κόσμου να υπενθυμίσει ότι δεν είμαστε μόνοι, ότι αυτό που βιώνουμε τώρα δεν συμβαίνει για πρώτη φορά στην ιστορία και τέλος ότι υπάρχει η χαρά της ζωής μέσα σε όλο αυτό. Υπάρχει όμως και η ευθύνη. Να μην ξεχνάμε ότι στο τέλος του έργου έρχεται ο θάνατος. Και ο απίστευτος μονόλογος του Ριχάρδου που συνειδητοποιεί: «Κατέστρεψα τον χρόνο και τώρα ο χρόνος καταστρέφει εμένα. Με έχει κάνει ρολόι του». Στην πραγματικότητα ακόμη και ο Ριχάρδος είναι ένα πρόσωπο που έχει μπλεχτεί στα γρανάζια της εξουσίας. Έχουμε εδώ ένα έργο κι έναν συγγραφέα που μας οδηγούν πέρα από τα γρανάζια. Τίθεται το ζήτημα να μην καταστρέψουμε το χρόνο μας. Να ζήσουμε τη ζωή μας και να τη ζήσουμε με βάση τις δικές μας επιλογές. Ας μην μετατραπούμε σε ρολόγια κανενός.

image

Πίσω στη σκηνή. Οι ρόλοι ερμηνεύονται από ηθοποιούς του αντίθετου φύλου. Τι εξυπηρετεί αυτό;

Οι ρόλοι ερμηνεύονται, όχι απαραίτητα, αλλά και από ηθοποιούς του αντίθετου φύλλου. Με ενδιαφέρει το στοιχείο του ερμαφρόδιτου στον Σαίξπηρ. Αν και ο Σαίξπηρ είναι το «σχολείο μου» καθώς έχω ζήσει δέκα χρόνια στο Λονδίνο, είναι η πρώτη φορά που σκηνοθετώ κείμενό του και είναι μια πολύ μεγάλη ανακάλυψη για μένα. Είναι διαφορετικό το να μπαίνεις σαν σκηνοθέτης σε αυτό τον κόσμο. Η μεγαλύτερη έκπληξη είναι ο ύψιστος βαθμός θεατρικότητας και παιχνιδιού. Απαιτεί από τον σκηνοθέτη και τον ηθοποιό μια τερατώδη εγρήγορση. Πρέπει να χαίρεται το παιχνίδι στη σκηνή. Αυτό προέχει. Είναι πάνω απ’ όλα. Μέσα σε αυτό δεν υπάρχουν λοιπόν και τα φύλα; Όπως εκείνη την εποχή που άντρες έπαιζαν τις γυναίκες. Αυτό δίνει έναν επιπλέον βαθμό θεατρικότητας στο τοπίο που παύει να είναι τόσο ρεαλιστικό.

Είναι τρία τα επίπεδα. Είναι ο Adrian Frieling, ένας Γερμανός που ζει στην Ελλάδα σήμερα. Φοράει μια περούκα και γίνεται βασίλισσα. Είναι ο άνθρωπος Adrian Frieling που πριν λίγο έπαιζε έναν αντρικό ρόλο. Τώρα γίνεται βασίλισσα και σε λίγο θα γίνει κάτι άλλο. Υπάρχει μια διαρκής ροή και μια διαρκής εναλλαγή ρόλων και προσώπων. Δεν υπάρχουν καν ρόλοι. Είναι μια σκυταλοδρομία. Τέσσερις άνθρωποι αφηγούνται και τσαλαβουτάνε σαν παιδιά μέσα στον κόσμο του Σαίξπηρ. Έναν κόσμο βίας αλλά και χαράς και παιχνιδιού και τραγουδιού. Ένας κόσμος στον οποίο ο άνθρωπος προσπαθεί να καταλάβει γιατί βρίσκεται εκεί. Να ορίσει καλύτερα τις σχέσεις του με το συνάνθρωπό του. Όλα αυτά γίνονται μέσα σε έναν ίλιγγο. Δεν γίνονται τακτικά. Δεν υπάρχει τάξη σε αυτόν τον κόσμο. Η δική μου ανάγνωση του Σαίξπηρ είναι αυτή. Και πηγάζει μέσα από την ανάγκη μου να καταγράψω την εποχή μου. Όχι να κάνω μαθήματα θεατρολογίας για το τι είναι ο Σαίξπηρ σήμερα. Δεν ξέρω τι είναι ο Σαίξπηρ. Αποτελεί έναν τεράστιο κόσμο μέσα στον οποίο μπήκα για να εκφράσω το σήμερα στους σημερινούς ανθρώπους. Αυτό με ενδιαφέρει.

Έχετε κάνει πολιτικό θέατρο και στο παρελθόν. Σας τραβάει η θεματολογία ή πρόκειται για συνειδητή επιλογή στρατευμένης τέχνης;

Εγώ έκανα αντίστροφη μετανάστευση. Ζούσα στο Βερολίνο και όταν μπήκαμε στο ΔΝΤ επέστρεψα στη χώρα μου. Αυτό προσδιορίζει τις επιλογές μου. Γύρισα συνειδητά. Δεν έχω άλλο τρόπο. Έχω τις πορείες και το θέατρο. Κάνω ότι μπορώ με την τέχνη που έχω μάθει. Αυτή είναι η τέχνη μου και με αυτήν εκφράζομαι. Αλλά προέχει στην ταυτότητά μου η ιδιότητα του πολίτη. Έπεται το στοιχείο του καλλιτέχνη. Μου εκλείπει ο ναρκισσισμός. Δεν θέλω ούτε να δοξαστώ, ούτε να αρέσω, ούτε να μου γράψουν καλές κριτικές. Δεν με αφορά. Έχει κλείσει αυτό το θέμα για εμένα. Θυμάμαι όταν ανεβάζαμε το «Μετά». Πηγαίναμε όλοι μαζί στις πορείες, γυρίζαμε στον χώρο που κάναμε πρόβες, ξερνάγαμε όλοι μαζί, κάναμε θέατρο και την άλλη μέρα ξανά. Αυτό με προσδιόρισε στο γιατί και στο πως κάνω θέατρο. Ένα δεύτερο στοιχείο είναι η προβοκάτσια. Δεν με ενδιαφέρει «να ταΐσω» γιατί δεν έχω τη λύση. Ούτε βρίσκομαι σε κάποια θέση ισχύος ούτε βλέπω καμιά λύση στον ορίζοντα. Άρα αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο στη δουλειά μου είναι να προβοκάρω, όχι να εξηγήσω τα πάντα.  

Ζούμε σε μια εποχή που όσο περισσότερο προσπαθούμε να εξηγήσουμε τα πράγματα τόσο λιγότερο δραστικοί γινόμαστε. Και επίσης τόσο λιγότερο καταλαβαίνουμε τι μας συμβαίνει. Ο ρόλος του θεάτρου είναι να δώσει στο θεατή μια μεταφορά για το χάος και το ανεξήγητο που βιώνουμε. Και γι’ αυτά τα πράγματα που δεν λέγονται αλλά διατυπώνονται στο θέατρο και στη συγκεκριμένη περίπτωση μέσα από μια απαράμιλλη ποίηση. Διατυπώνονται ανοιχτά κι αυτό είναι πολύ κατευναστικό. Μας κάνει καλό να ακούμε κάτι διατυπωμένο με έναν τρόπο που να μην μας γεμίζει ενοχή, θυμό και φόβο όπως όταν πατάμε το κουμπί της τηλεόρασης. Γιατί αυτή τη στιγμή αυτού του είδους η γλώσσα είναι η κυρίαρχη. Μας δομεί καθημερινά τον εγκέφαλο ώστε να φοβόμαστε, να νιώθουμε ενοχές και να αδρανούμε. Η τέχνη μας γλυκαίνει, μας ανοίγει τις πολλές δυνατότητες του ανθρώπου. Απίθανες δυνατότητες που δεν μπορούν να διατυπωθούν αν δεν γίνουν πράξη. Με τις πράξεις μας θα τις διατυπώσουμε. Και δεν θα κάνουμε κάποιο κίνημα αλλά θα το κάνουμε μέσα στην απλή καθημερινότητά μας.

image

Τα τελευταία χρόνια και στο θέατρο και στο σινεμά και στο χορό ιδιαίτερα οι καλλιτέχνες ασκούν κριτική στα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δρώμενα. Ωστόσο, συχνά ακούγεται η κριτική ότι ο κόσμος της τέχνης δεν παίρνει θέση.

Ένα ζήτημα είναι για ποιους καλλιτέχνες μιλάμε όταν λέμε ότι δεν παίρνουν θέση. Διότι εγώ βλέπω αντίθετα ότι υπάρχει μια άνθηση στον χώρο της τέχνης κι ένας πυρήνας ανθρώπων που με τεράστια αυτοθυσία συνεχίζουν και επιμένουν να προσπαθούν. Με αντίστοιχη αυτοθυσία κατεβαίνουν στις πορείες και τρώνε δακρυγόνα στην πρώτη γραμμή. Αυτή είναι μια καθαρή θέση. Πρόκειται για καλλιτέχνες που δεν αναγνωρίζονται επειδή δεν είναι συστημικοί. Για ποιους καλλιτέχνες λοιπόν λέμε ότι δεν παίρνουν θέση; Προφανώς γι’ αυτούς που παρουσιάζουν τις δουλείες τους στις μεγάλες σκηνές ή έχουν επιλέξει τη δεδομένη στιγμή να κινηθούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Είναι θεμιτό, δεν είναι κατακριτέο. Δεν παίρνω θέση. Αλλά δεν μπορεί από αυτό να λέμε ότι δεν υπάρχει αντίδραση. Δεν μπορεί να λέμε ότι τέχνη είναι μόνο οι μεγάλες παραγωγές κι ότι αυτές δίνουν το στίγμα. Ούτε εν μέσω της κρίσης που έχουν διαλυθεί όλοι οι θεσμοί να λέμε ότι δεν γίνεται τίποτα.

Επειδή ζω υπό τη διπλή ιδιότητα και της καλλιτεχνικής διευθύντριας του Βυρσοδεψείου βλέπω την απόλυτη αδιαφορία της πολιτείας. Μερικές φορές μάλιστα δεν είναι απλώς αδιάφορη αλλά απέναντί μας, όπως στο θέμα των αδειών ή το θέμα των επιχορηγήσεων που μετά από δυο χρόνια δόθηκε τελικά το ένα τέταρτο. Η πολιτεία αδιαφορεί και δεν είναι απρόσωπη αλλά συγκεκριμένοι άνθρωποι μέσα σε συγκεκριμένα γραφεία και στους οποίους έχουν πρόσβαση συγκεκριμένοι καλλιτέχνες μιας άλλης γενιάς. Οι καλλιτέχνες από τα 40 και κάτω είναι μια γενιά που δεν έχει χρηματοδοτηθεί ποτέ και δεν έχει υποστηριχθεί ποτέ. Που έχει διεκδικήσει χώρο αλλά ποτέ δεν της δόθηκε.

Στο Βυρσοδεψείο έχουμε συνεργασία με πάρα πολλές καλλιτεχνικές ομάδες και βλέπω τι γίνεται στον χώρο. Την ανάγκη των ανθρώπων. Πόσο στοχευμένη είναι. Πως παίρνουν θέση απέναντι στα πράγματα. Πόσο πολιτικοποιημένοι είναι. Εξάλλου η πολυφωνία ήταν σε αυτό τον τόπο που γέννησε τον πολιτισμό το μεγάλο ατού. Πολυφωνία σε όλα τα επίπεδα. Εμένα δεν μου αρέσουν όλα τα είδη θεάτρου. Μου αρέσει όμως που στην Αθήνα υπάρχουν πολλές σκηνές και μεγάλη πολυφωνία. Αυτό το λέω γιατί βλέπω ότι εν καιρώ κρίσης υπάρχει η τάση να πάψει να υπάρχει αυτή η πολυφωνία και να ιδρυματοποιηθεί η τέχνη. Την προηγούμενη δεκαετία επενδύσαμε στα ντουβάρια, στα Μέγαρα. Δεν επενδύσαμε στην παραγωγή. Τώρα δεν  επενδύουμε ούτε στα ντουβάρια, ούτε στην παραγωγή. Επιμένουν απλώς να τα κλείσουν όλα και να παραμείνουν πέντε μεγάλα ιδρύματα που θα κάνουν τέχνη. Έτσι όμως δεν παράγεται τέχνη πουθενά. Στη Μεγάλη Βρετανία η εισβολή του αμερικανικού κεφαλαίου στο βρετανικό θέατρο είχε σαν αποτέλεσμα να ενισχυθούν μόνο οι μεγάλες σκηνές και χάσει η χώρα όλη της τη δυναμική. Πλέον στο Λονδίνο δεν βλέπω παραστάσεις που με ενδιαφέρουν. Υπάρχουν mainstream πράγματα για τουρίστες.  

Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο πολιτισμός είναι ευθύνη όλων. Και δεν εννοώ μόνο το θέατρο αλλά ακόμη και το σύστημα διακυβέρνησης. Το ποιοι μας κυβερνούν, πώς μας κυβερνούν, ποιοι παράγουν τέχνη, πώς παράγουν τέχνη. Πρέπει να πάρουμε θέση απέναντι σε όλα. Γι’ αυτό θέλω και το κοινό που έρχεται στην παράσταση να συμμετέχει. Να αλλάξουμε τον τρόπο που κάνουμε τέχνη, τον τρόπο που την αντιλαμβανόμαστε. Ας λέμε: «Κατεβαίνω στα θέατρα». Όπως λέμε: «κατεβαίνω στις πορείες». Υπάρχει ταύτιση αυτών των πραγμάτων. Για πολύ κόσμο υπάρχει. Ας αρχίσουμε να το ακούμε. Μπορεί να μην υπάρχει στα θέατρα της Πανεπιστημίου γιατί εκεί είναι άλλα τα ζητούμενα και το καταλαβαίνω, είναι θεμιτό. Αλλά ο παλμός δεν δίνεται εκεί. Ας μην το ξεχνάμε αυτό. Ας μην αναζητούμε το προφίλ του αστού πετυχημένου, το αμπαλάζ της δεκαετίας του ’90, το lifestyle και στο τέλος να λέμε ότι δεν υπάρχει τίποτα. Υπάρχει. Υπάρχει αυτό που συμβαίνει στον παρόντα χρόνο. Ας πάψουμε να νοσταλγούμε κι ας γίνουμε διαδραστικοί. Αυτό είναι επιλογή και για το κοινό, όχι μόνο για τον καλλιτέχνη. Πρόκειται εξάλλου για μια συνάντηση ανθρώπων.

INFO
ΡΙΧΑΡΔΟΣ ΙΙ του Σαίξπηρ
(Ο βασιλιάς λένε πώς πέθανε)
Θέατρο Βυρσοδεψείο, Ορφέως 174, Βοτανικός
Παραστάσεις: Κυριακή, Δευτέρα & Τρίτη στις 20.45
Διάρκεια 2 ώρες

 
Συντελεστές
 
Μετάφραση: Κ. Καρθαίος
Σύλληψη/Διασκευή/Σκηνοθεσία: Έλλη Παπακωνσταντίνου
 
Παίζουν οι ηθοποιοί: Μελέτης Ηλίας, Βάλια Παπαχρήστου, Αγλαΐα Παππά, Adrian Frieling
 
Μουσική σύνθεση: Τηλέμαχος Μούσας
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Πάνος Σβολάκης, Ρωμανός Σιμωνετάτος
 
Σκηνικά/Κοστούμια: Τέλης Καρανάνος, Αλεξάνδρα Σιάφκου
Βοηθοί Σκηνικών/Κοστουμιών: Μελίνα Λούρου, Ανθή Μαλάκη, Βάσια Σταματελοπούλου
 
Κατασκευές: Σπύρος Δουκέρης, Kamel Boussahsah
Φωτισμοί: Adrian Frieling
Φωτογραφίες: Alex Kat
Προβολές: Παναγιώτης Λαμπής
Παραγωγή: ΟΔC