Πώς αντιμετωπίζουμε το οικονομικό αδιέξοδο, πώς αφήσουμε πίσω την «κανονική» μας ζωή μετά από το απόλυτο χάος; Στην θεατρική παράσταση «Μια Κανονική Μέρα», μία γυναίκα που χάνει τον σύζυγό της, ο οποίος αυτοκτονεί λόγω χρεών, μάχεται για να συνεχίσει να ζει, για την ίδια και τα παιδιά της. «Η ζωή από μόνη της σε αναγκάζει να βάλεις το ένα πόδι μπρος και να προχωρήσεις. Το θέμα είναι να δεις τι μένει ακόμα να αξίζει», λέει στο tvxs.gr η Κατερίνα Γιαννάκου, σεναριογράφος και δημιουργός του θεατρικού μονολόγου. Το Tvxs καλεί τους αναγνώστες σε μια ειδική γι’ αυτούς παράσταση του «Μια Κανονική Μέρα» με μειωμένο εισιτήριο στην τιμή των 10 ευρώ, το Σάββατο 8 Φεβρουαρίου στις 21:15, στο Θέατρο Olvio. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να δηλώσουν συμμετοχή (χωρίς κλήρωση) με e-mail στο [email protected] (για όσα άτομα επιθυμούν) μέχρι και την Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου στις 18.00, αναφέροντας τα στοιχεία τους.

Ads

Η Κατερίνα Γιαννάκου, που ανήκει στη νέα γενιά ελλήνων σεναριογράφων, στο πρώτο της θεατρικό έργο, «Μια Κανονική Μέρα», καταφέρνει να αναδείξει την πολυεπίπεδη κρίση στην Ελλάδα του σήμερα. Εκκινώντας από την σπαρακτικη ιστορία μιας γυναίκας, που καλείται να αντιμετωπίσει τη σκληρή πραγματικότητα μετά την αυτοκτονία του άντρα της, μας δείχνει τελικά ότι υπάρχει «φως στο τούνελ» και ότι είμαστε πιο δυνατοί από όσο φανταζόμασταν.

Διαβάστε επίσης:  
Η Ράνια Σχίζα στο tvxs.gr: «Η ουδετερότητα είναι συνενοχή»

image
Η Κατερίνα Γιαννάκου

Ads

Από την Αγγλία, όπου βρίσκεται, συνεχίζοντας τις σπουδές της στο National Film and Television Schoοl κάνοντας Master στο σενάριο, η Κατερίνα Γιαννάκου μιλάει στο Tvxs για το θεατρικό της έργο:

Η ιστορία της πρωταγωνίστριας ξεκινάει από ένα σοκ. Ο άντρας της αυτοκτονεί λόγω χρεών και βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα χάος. Ως κοινωνία, μετά την κρίση, είμαστε ακόμη σε σοκ; Από την ευημερία στην κατάθλιψη;
 
Είμαστε σε σοκ, αλλά νομίζω ότι αυτό που ζούμε τώρα είναι σα να έχουμε μόλις ξυπνήσει από ένα ωραίο όνειρο. Το σοκ έχει να κάνει με το ότι αντιμετωπίζουμε την πραγματική ζωή. Επί της ουσίας, για μένα, το σοκ ήταν αυτό που ζούσαμε πριν.
 
Δηλαδή η «φούσκα»;
 
Το σοκ ήταν η «φούσκα», ήταν το ότι ζούσαμε κάτι το οποίο ήταν ψευδές, παρόλο που είχε μια αληθοφάνεια. Αλλά, ουσιαστικά από εκεί προέρχεται το σοκ και όχι από την τωρινή πραγματικότητα. Από την απότομη, δηλαδή, αλλαγή. Έχω την αίσθηση ότι είναι σα να έχεις πατήσει πολύ καιρό σε λάσπη, ξαφνικά γυρίζεις και κοιτάς τα παπούτσια σου και βλέπεις ότι έχουν λάσπες. Και λες «ωχ ποιος το έκανε αυτό;». Είναι σα να μην το έχεις κάνεις εσύ, σα να μη θυμάσαι ότι εσύ ήσουν που περπατούσες στη λάσπη.
 
Ήταν κατά κάποιο τρόπο αναπόφευκτη η κρίση;
 
Για μένα το βασικό της κρίσης δεν είναι μόνο το οικονομικό. Είναι ότι λόγω της ευημερίας νιώσαμε όλοι τόσο δυνατοί κάποια στιγμή, που δεν σεβόμασταν ο ένας τον άλλον. Γιατί ένιωθε τόσο δυνατός ο καθένας για τον εαυτό του, που θεωρούσε ότι ήταν κυρίαρχος του παιχνιδιού και δεν χρειαζόταν να έχει το χέρι του πιασμένο με τα χέρια των άλλων. Θα ήταν πολύ ωραίo ως λαός να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλο, να σεβόμαστε ο ένας τον άλλον.
 
«Μπερδέψαμε την τσέπη μας με την αξιοπρέπειά μας», λέει σε ένα σημείο του έργου η πρωταγωνίστρια. Μιλάτε για μια κρίση αξιών μέσα μας;

Ναι, πάντα. Δεν είναι μόνο οικονομική η κρίση. Δυστυχώς, ζούμε σε μια καπιταλιστική κοινωνία. Αναπόφευκτα όταν μπορείς να σταθείς οικονομικά στα πόδια σου, είσαι χαρούμενος. Το πρόβλημα είναι όταν έχεις χρήματα και θες συνεχώς περισσότερα, όταν γίνεσαι άπληστος. Γι’ αυτό πιστεύω ότι είναι ζήτημα αξιών. Είναι ο τρόπος που αυτή την ευημερία τη διαχειριστήκαμε.
 
Η πρωταγωνίστρια καταφέρνει να επιβιώσει, βρίσκει την ελπίδα και ζει κάθε μέρα ξεχωριστά. Αυτή είναι η «λύση» στο πένθος και την απώλεια, το «βήμα-βήμα»;

Φοβάμαι πάρα πολύ τον θάνατο και τον σέβομαι, επειδή ακριβώς τον φοβάμαι. Αυτό που με τρομάζει περισσότερο στον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου είναι ότι πρέπει να συνεχίσεις. Υπάρχουν μάνες που χάνουν τα παιδιά τους και εύχονται να πεθάνουν αλλά δεν πεθαίνουν. Άρα, η ζωή από μόνη της σε αναγκάζει να βάλεις το ένα πόδι μπρος και να προχωρήσεις, αυτό που λέω και στο έργο. Το θέμα είναι, όταν έχεις μία απώλεια, να δεις τι  μένει να αξίζει ακόμα στη ζωή. Και κάθε μέρα πρέπει να βλέπουμε τι αξίζει, ώστε να το σεβόμαστε και να το εκτιμάμε όταν το έχουμε. Αλλά και όταν το χάνουμε, να ξέρουμε ποια είναι τα υπόλοιπα που αξίζουν.

Εν ολίγοις, αυτό που με τρομάζει είναι η συνήθεια και η καθημερινότητα, γιατί για μένα είναι ένας μικρής μορφής θάνατος και αυτό διαπραγματεύεται σε ένα μεγάλο βαθμό το έργο. Κάποια στιγμή στο έργο υπάρχει η εξής ατάκα, «προσέξτε λίγο γιατί είναι πολύ εύκολο να πεθάνετε την όποια ημέρα, την κανονική», την καθημερινή ημέρα. Ζούμε και δεν ζούμε κάποιες ημέρες της ζωής μας ενώ μπορεί αύριο να μας πατήσει το τρένο, μπορεί να γίνει ο,τιδήποτε. Το θέμα είναι να εκτιμάμε κάθε ημέρα αυτά που έχουμε.

Ο σύζυγος της πρωταγωνίστριας δεν κατάφερε να ξεπεράσει το σοκ, δεν βρήκε τελικά την ελπίδα..

Ο σύζυγός της ήταν ένας άνθρωπος που δεν είχε –όπως και εκείνη- κανένα φόβο για το μέλλον. Εκείνος, όταν συνειδητοποίησε ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει δεν το άντεξε. Εκείνη, ενώ στην αρχή παραλίγο να μην το αντέξει, αναγκάζεται τελικά να θυμηθεί την αξιακή της βάση, την οικογένειά της, τα παιδιά της, τι μένει πίσω, γιατί αξίζει να ζει. Οπότε μέσα στο σοκ αναγκάζεται να τα βρει με τον εαυτό της.

Έχει πολιτικό ή κοινωνικό μήνυμα το έργο; Τοποθετείται χρονικά στο σήμερα έχοντας όλα τα στοιχεία της κρίσης, τα χρέη, τις αυτοκτονίες… 
 
Κοινωνικό μήνυμα υπάρχει οπωσδήποτε, δηλαδή την άποψή μου σε σχέση με την κοινωνία. Χρονικά τοποθετείται συγκεκριμένα επίτηδες καθώς έχει ένα πολιτικό μήνυμα με την  έννοια του ανθρώπου ως πολιτικού όντος. Ήμασταν πολιτικά όντα, ξέραμε τι ψηφίζαμε, ξέραμε την κοινωνία μέσα στην οποία ζούσαμε και κάναμε ότι δεν τη βλέπαμε.

Αυτό ήταν η «ύβρις», με όρους αρχαίας τραγωδίας;
 

Ακριβώς, με όρους αρχαίας τραγωδίας ήταν η ύβρις. Αλλά η τρόικα δεν ήταν ο από μηχανής θεός. Το μέσα μας είναι ο από μηχανής θεός, η επαφή με τις ηθικές μας αξίες.

Είναι απλό ως σκέψη αλλά πρέπει να είναι πολύ δύσκολο στην πράξη, έτσι δεν είναι;
 
Λένε ότι φτάνει κανείς στην ύψιστη μορφή Τέχνης όταν δεν υπάρχει τίποτε άλλο να αφαιρέσει, όχι να προσθέσει. Άρα και στη ζωή, που είναι η ύψιστη μορφή Τέχνης, αυτό πρέπει να γίνεται. Να μην έχουμε τίποτε άλλο να αφαιρέσουμε, να φύγουν τα περιττά και ψευδή βάρη. Ασχοληθήκαμε πολύ με πρακτικά ζητήματα, τι αυτοκίνητο θα έχουμε, πώς θα είμαστε καλύτεροι από τον γείτονά μας… Αυτό που έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ, ότι κανείς δεν προσπαθεί να γίνει καλύτερος από τον εαυτό του αλλά όλοι θέλουμε να γίνουμε καλύτεροι από τον διπλανό μας, αυτό περάσαμε εμείς για 20 χρόνια.  

Ουσιαστικά ξεχάσαμε ότι το πιο απλό που έχεις να κάνεις είναι να πιάνεις το χέρι του άλλου και να πηγαίνεις. Αυτό μαθαίνει να κάνει η γυναίκα στο έργο, να έχει επαφή όχι μόνο με τον εαυτό της αλλά και με τους ανθρώπους γύρω της, να μην είναι εγωκεντρικό ον, να ζει επί της ουσίας κοινωνικά, είτε αυτό έχει σχέση με τα παιδιά της είτε με την κατάσταση γύρω της που τώρα συνειδητοποιεί ότι ήταν μέρος της.

Η πρωταγωνίστρια ήταν μια νοικοκυρά που μεγάλωνε τα παιδιά της και δεν είχε κάποια επαγγελματική δραστηριότητα. Από «αδύναμη» και εξαρτώμενη από το σύζυγό της, γίνεται «μαχήτρια». Αυτό το στοιχείο είναι ένα δικό σας σχόλιο ως προς τον ρόλο της γυναίκας;

Είναι υπό μια συγκεκριμένη έννοια. Αυτή η γυναίκα ήταν μια νοικοκυρά, ήταν μια γυναίκα που είχε «γαντζωθεί» από τον άνδρα της και ψυχολογικά. Προς το τέλος του έργου λέει -και είναι ο τρόπος της να το ξεπεράσει- «το ότι σε έκανα να πνιγείς ήταν επειδή δεν είχα ποτέ όνειρα δικά μου».

Για να απαντήσω, για μένα είναι πολύ όμορφο μία γυναίκα να επιλέγει τι θέλει να κάνει, είτε να είναι στο σπίτι με τα παιδιά είτε να δουλεύει. Σε κάθε περίπτωση, αν είσαι στο σπίτι και όλη σου η ζωή είναι τα παιδιά σου και η οικογένειά σου, είναι εντελώς θεμιτό. Φτάνει να το κάνεις συνειδητά και να είναι αυτό το όνειρο σου. Εκείνη είχε ξεχάσει τα όνειρά της. Ζούσε και εκείνη την καθημερινότητα. Ζούσε μία ζωή στον αυτόματο πιλότο. Θεωρώ ότι πρέπει οι άνθρωποι να είμαστε dream-driven, δεν υπάρχει και κατάλληλη λέξη στα ελληνικά.

Και στις προηγούμενες δουλειές σας, τις τηλεοπτικές, επικεντρώνεστε κυρίως σε γυναικείους χαρακτήρες. Γιατί τις προτιμάτε;
 
Αυτό ξεκίνησε αρχικά ως ανασφάλεια. Όταν άρχισα να γράφω σενάρια θεώρησα ότι είναι καλύτερα, για να είμαι εντελώς ειλικρινής ως προς του χαρακτήρες, να γράφω για κάτι που το ξέρω, δηλαδή τις γυναίκες. Κάτι που μου βγήκε φυσικά. Δεν θα ήταν εύκολο ξεκινώντας, να γράψω μία σειρά για άντρες.
 
Στην ουσία, για παράδειγμα στις «Κούκλες», ξεκινώντας πάλι από εκεί, ήθελα να δω αν οι γυναίκες στη σημερινή κοινωνία είναι οι γυναίκες του «Sex and the city». Εγώ δεν έβλεπα ότι είναι. Έβλεπα όμως φίλες μου και τον εαυτό μου να κολλάμε σε τέτοια μοτίβα και να θέλουμε να ζήσουμε μία τέτοια ζωή, ενώ επί της ουσίας για άλλη μια φορά παραμυθιαζόμασταν ξεχνώντας την πραγματική μας ζωή. Επειδή είμαι ένας άνθρωπος που είμαι συνέχεια στα σύννεφα και όταν προσγειωθώ παθαίνω ένα σοκ, προσπαθώ να γράφω γειωμένα. Ίσως είναι ο αντίποδας που έχω βρει στη δική μου μεγάλη ονειροπόληση.

Αυτό που σας έκανε να ξεκινήσετε να γράψετε τον μονόλογο ήταν το φαινόμενο των αυτοκτονιών στην Ελλάδα;

Φυσικά είχα στο μυαλό μου τις αυτοκτονίες, το οποίο με είχε τρομάξει πάρα πολύ και το θεώρησα φρικτά σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο για να μην το αναλύσει κάποιος. Προσπάθησα όμως, προς Θεού, να μην το εκμεταλλευτώ καθόλου. Δεν είναι η θέση μου να αναλύσω κοινωνικά το γιατί κάποιος αυτοκτονεί και τα αίτια κάποιας αυτοκτονίας. Είναι περίπλοκο φαινόμενο και με ιατρικές συνιστώσες.

Αυτό που με ενδιέφερε είναι το πώς ζεις μετά από έναν χαμό, τον χαμό μίας ολόκληρης συνήθειας, δηλαδή της εποχής που μάθαμε να ζούμε, τον χαμό ενός ανθρώπου που αγαπάς ή τον χαμό τελικά της δικής σου προσωπικότητας, που πρέπει να αναπροσδιορίσεις. Όλα, λοιπόν έχουν σχέση με το πώς ζεις μετά από… από ο,τιδήποτε. Αυτή η παράσταση περιγράφει τα στάδια του πένθους, στα οποία υπήρξα πολύ προσεκτική. Μίλησα με ψυχιάτρους, με ψυχολόγους. Αλλά τελικά είναι και τα στάδια του πένθους που περνάει η κοινωνία αυτά τα χρόνια, όχι μία μόνο μία γυναίκα.
 
Επιπλέον αυτό το έργο το έγραψα για να αναπροσδιοριστώ κι εγώ και η Ράνια (Ράνια Σχίζα). Να πατήσουμε ξανά κάτω. Το ξεκίνησα ύστερα από πολλές κουβέντες που είχαμε με άλλους ανθρώπους. Προσπαθούσαμε να βρούμε τι είναι αυτό που θα μας κάνει τα δούμε αλλιώς, ένα φως στο τούνελ που δεν θα είναι η νταλίκα που έρχεται…

******

INFO
«Μια Κανονική Μέρα» της Κατερίνας Γιαννάκου
Με τη Ράνια Σχίζα
Θέατρο Olvio
Ιερά Οδός 67 & Φαλαισίας 7, Βοτανικός
 
Παραστάσεις
Σάββατο στις 21:15
Κυριακή στις 19:00

 
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
 
Σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη
Σκηνικά – κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Μουσική επιμέλεια: Νέστορας Κοψιδάς
Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Γεωργουδάκη