Παρόλο που η περίοδος της Μεταπολίτευσης σηματοδοτεί και θεμελιώνει την πολυπόθητη μετάβαση στη δημοκρατία, μετά από επτά χρόνια που η Ελλάδα μπήκε στο «γύψο» των συνταγματαρχών, αποτελεί παράλληλα και την ιστορική περίοδο που έχει λοιδορηθεί ίσως όσο καμία άλλη από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους, ως συνώνυμη της διαφθοράς και της αυτοκαταστροφικής πορείας της Ελλάδας. Όμως, το φαινόμενο της διαπλοκής του πολιτικού και οικονομικού βίου, δεν είναι φαινόμενο των τελευταίων σαράντα μόνο χρόνων, αλλά δομική παθογένεια της σύστασης και λειτουργίας του ελληνικού κράτους. Αυτό που ίσως διαφοροποιείται κατά την Μεταπολίτευση και μπορεί να καταλογιστεί στα επιτεύγματα της μέσα από τη σωρεία λαθών της, είναι η μεγαλύτερη πρόσβαση στο τι σκανδαλώδες συμβαίνει, πίσω από τις κλειστές πόρτες των οβάλ γραφείων. Το tvxs.gr παρουσίαζει σε συνέχειες μερικά μόλις από τα μεγάλα «αμαρτήματα» τα οποία αποδείχτηκαν θανάσιμα για το κύρος της δημοκρατίας της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Τα σκάνδαλα που λειτούργησαν ως «ορεκτικό» πριν το μεγάλο φαγοπότι, η εισαγωγή της κατασκοπείας στην πολιτική ζωή του τόπου, το καλαμπόκι που πήρε ελληνική ιθαγένεια, αλλά και το σκάνδαλο Κοσκωτά που οδήγησε στο Ειδικό Δικαστήριο τον Ανδρέα Παπανδρέου και στο βρώμικο ’89, στο πρώτο μέρος του αφιερώματος.

Ads
 

Των Ελένης Μπέλλου και Φώτη Τάκου

Ads

Πριν το μεγάλο φαγοπότι

Τα σκάνδαλα στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακολούθησαν όλους τους γαστριμαργικούς κανόνες . Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα πρώτα μικροσκάνδαλα ή  σκάνδαλα στα οποία δεν δόθηκε η δέουσα σημασία λειτούργησαν ως ορεκτικό για την μετέπειτα υφαρπαγή ή κατασπατάληση δημοσίου χρήματος, που ήταν το κυρίως πιάτο.

Έτσι την περίοδο 1981-1985 είχαμε την εμφάνιση των πρώτων μεταπολιτευτικών  σκανδάλων. Συγκεκριμένα το πρώτο σκάνδαλο ήταν αυτό της κρατικής εταιρείας ΠΡΟΜΕΤ όπου εισήγαγε λαθραία καφέ ,υπερτιμολογώντας  στα 2000 δολάρια τον τόνο τη στιγμή που η επίσημη τιμή εισαγωγής ήταν 1500 δολάρια. Επίσης η ίδια εταιρεία αγόρασε από φιλανδική εταιρεία εξαγωγών ξυλείας ποσότητες καυσόξυλων έναντι του εξωφρενικού τότε ποσού των 250 εκατομμυρίων δραχμών , η οποίες κρίθηκαν ακατάλληλες από τους Έλληνες ξυλουργούς και τελικά, βρέθηκαν να σαπίζουν στο λιμάνι της Ελευσίνας.

Επόμενο σκάνδαλο ήταν αυτό των Αγροτικών Εξαγωγών (ΑΓΡΕΞ), μια σειρά από κομπίνες και υπεξαιρέσεις στον εν λόγω οργανισμό . Στο γαϊτανάκι τον πρώτων σκανδάλων ενεπλάκη και η ΠΥΡΚΑΛ με την αγορά του άχρηστου ναυπηγείου πλαστικών σκαφών στο Λαύριο έναντι του ποσού των 370 εκατομμυρίων δραχμών καθώς και ότι την ίδια περίοδο πωλούσε οβίδες στον ιρακινό στρατό στην τιμή των 112 δολαρίων την οβίδα ενώ στον ελληνικό στρατό 201 δολάρια την οβίδα. Επόμενος σταθμός ήταν το σκάνδαλο εις βάρος της ΕΤΒΑ και δύο θυγατρικών ναυτιλιακών εταιρειών της (ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων δραχμών) με την αγορά πλοίων από δύο άγνωστες κυπριακές εταιρείες φαντάσματα, οι οποίες εμφανίζονταν χωρίς κεφάλαια και χωρίς μετόχους.

Χαρακτηριστική περίπτωση σκανδάλου ήταν η περίπτωση του τότε διοικητή της ΔΕΗ , Δημήτρη Μαυράκη, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι πήρε προμήθεια από ανάθεση έργου της ΔΕΗ ύψους 500 εκατομμυρίων δραχμών. Ιστορική θα μείνει η «επίπληξη» του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου , ο οποίος είπε: « Είπαμε να κάνουμε δώρα στους εαυτούς , αλλά όχι και 500 εκατομμύρια». Ο Μαυράκης θα βρεθεί και πάλι στην επικαιρότητα με τη συμφωνία για αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από την Αλβανία, προκαλώντας ζημιά 120 εκατομμυρίων δρχ. στη ΔΕΗ. Ωστόσο και για τις δύο υποθέσεις υπήρξε απαλλακτικό βούλευμα .

Ο πρώτος διδάξας των παρακολουθήσεων

Η χρονική περίοδος 1981-1989 σημαδεύτηκε και από μία σειρά σκανδάλων συγκεκριμένου χαρακτήρα, αυτού των τηλεφωνικών υποκλοπών πολιτικών προσώπων. Πολιτικοί, πρώην στρατιωτικοί, υπάλληλοι της ΚΥΠ και του ΟΤΕ ενεπλάκησαν σε αρκετές υποθέσεις παρακολουθήσεων πολώνοντας αρκετά το κλίμα της εποχής. Η αρχή έγινε με το σκάνδαλο Τόμπρα το οποίο ήρθε στο φως της δημοσιότητας στα μέσα της δεκαετίας του ’80.

Ο Θεοφάνης Τόμπρας υπήρξε λοχαγός Διαβιβάσεων και προσωπικός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ το όνομά του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων και αρχηγών κομμάτων την περίοδο 1981-1989 . Το 1981 τοποθετήθηκε υποδιοικητής του ΟΤΕ, ενώ τον Φεβρουάριο του 1984 έγινε διοικητής. Το 1987, ο τίτλος του άλλαξε και έγινε γενικός διευθυντής. Υπήρξε στενός φίλος του επιχειρηματία Σωκράτη Κόκκαλη καθώς και των δημοσιογράφων Νίκου Κακαουνάκη και Μάκη Κουρή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές «διευκολύνσεις» προς τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Συγκεκριμένα στην εφημερίδα της εποχής το «Καλάμι»(εκδότης Ν.Κακαουνάκης) είχαν δημοσιευτεί αρκετές φορές κασέτες που περιείχαν ιδιωτικές συνομιλίες ηγετών της ΝΔ, με αποτέλεσμα το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας να καταγγείλλει τον Τόμπρα ως πηγή αυτών των κασετών. Επίσης την περίοδο της διοίκησής του στον ΟΤΕ  παραχωρήθηκε έναντι μικρού ποσού ο πύργος του Οργανισμού στη Θεσσαλονίκη στον Γιώργο Κουρή για τη χρήση του ράδιο Θεσσαλονίκη , στο οποίο συμμετείχε τότε ο εκδότης.

Επί της ουσίας ο Θ. Τόμπρας υπήρξε το μάτι και κυρίως το αυτί του Α. Παπανδρέου μέσω της μαζικής παρακολούθησης τηλεφώνων, δημιουργώντας μία ομάδα τεχνικών με βαθύτατη γνώση των υποκλοπών, μεταξύ των οποίων ξεχώριζε ο Χρήστος Μαυρίκης, το όνομα του οποίου εμπλέκεται σε μετέπειτα σκάνδαλα. Μετά την πτώση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, το καλοκαίρι του 1989, ο Τόμπρας κατηγορήθηκε για τις καταθέσεις του ΟΤΕ στην Τράπεζα Κρήτης (μέρος του σκανδάλου Κοσκωτά) καθώς και για παράνομες τηλεφωνικές υποκλοπές πολιτικών αντιπάλων του ΠΑΣΟΚ. Μάλιστα ο ίδιος ο Τόμπρας άφηνε να εννοηθεί ότι είναι πιθανόν να διαρρεύσει αρκετές συνομιλίες τόσο στον Τύπο όσο και σε κασέτες που θα πωλούνταν στην Ομόνοια.  Για την πρώτη υπόθεση αθωώθηκε, ενώ η δεύτερη δεν έφτασε ποτέ στη Δικαιοσύνη επειδή η Βουλή ανέστειλε τη δίωξη μετά την αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου για την υπόθεση Κοσκωτά και την αλλαγή του πολιτικού κλίματος τον Ιανουάριο του 1992.

Λίγο πριν αποχωρήσει από την διοίκηση του ΟΤΕ, ο Τόμπρας υπέγραψε μία μεγάλη σύμβαση με την εταιρεία Siemens για την ψηφιοποίηση των τηλεφώνων, μία σύμβαση από την οποία δεν μπορούσε εύκολα να απαλλαγεί η μετέπειτα οικουμενική κυβέρνηση και μέρος της οποίας δόθηκε στην εταιρεία Intracom του Σωκράτη Κόκκαλη. Η συμφωνία αυτή, με απευθείας ανάθεση, αφορούσε 470.000 ψηφιακές παροχές αξίας 32,5 δισεκατομμυρίων δραχμών. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινούσε και ο σφιχτός επιχειρηματικός εναγκαλισμός της Siemens, της Intracom και του ΟΤΕ.

Ο Κοσκωτάς και το βρώμικο ’89

Το σκάνδαλο Κοσκωτά  αποτέλεσε την κορωνίδα των σκανδάλων των δεκαετιών του ’80 και του ’90. Ήταν ένα οικονομικό και πολιτικό σκάνδαλο στο οποίο ενεπλάκησαν εξέχοντα κυβερνητικά στελέχη και ο πρωθυπουργός της χώρας και έφερε στην επιφάνεια τις πολιτικές συγκρούσεις για τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος και των ΜΜΕ. Η χρονική του περίοδος καλύπτει αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις , δημιουργία οικουμενικής κυβέρνησης για πρώτη φορά στην Ελλαδά και μία σημαντική δολοφονία πολιτικού προσώπου, αυτή του Παύλου Μπακογιάννη.

Ο Γιώργος Κοσκωτάς  μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1970 και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1979, όπου εργάστηκε ως διευθυντής συναλλάγματος στην τράπεζα Κρήτης. Το 1984 αγόρασε το 56% του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Κρήτης (αργότερα έφτασε να κατέχει το 82%), έναντι του ποσού του 1 δισεκατομμυρίου δραχμών. Την ίδια περίοδο αγοράζει αρκετές εφημερίδες όπως η Βραδυνή , η Εβδόμη και η Καθημερινή, δημιουργώντας έναν εκδοτικό κολοσσό, ενώ προσπάθησε να αγοράσει και την Ελευθεροτυπία. Το 1987 αγοράζει και την ΠΑΕ Ολυμπιακός. Στο πρόσωπο του Κοσκωτά, ο Α. Παπανδρέου έβλεπε ακριβώς εκείνον τον επιχειρηματία, μέσω του οποίου θα μπορούσε να ελέγξει καλύτερα το τραπεζικό σύστημα της χώρας αλλά και να πιέσει καλύτερα τα ισχυρά εκδοτικά «τζάκια» της εποχής.

Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν άργησε να ενισχύσει τις σχέσεις της με τον ραγδαία ανερχόμενο επιχειρηματία. Οι καταθέσεις στην Τράπεζα Κρήτης αυξήθηκαν κατακόρυφα με χρήματα των ΔΕΚΟ (συνολικού ύψους 13 δισεκατομμυρίων το 1988), ενώ πολλοί ανώτατοι αξιωματούχοι του ελληνικού δημοσίου ήταν και επίσημοι συνεργάτες του. Στο μεταξύ οι ευνοϊκές ρυθμίσεις που εξασφάλιζε για τους πελάτες του, διόγκωσαν τις καταθέσεις στην Τράπεζα Κρήτης στα 76,5 δισεκατομμύρια δραχμές. Οι εκδότες των υπόλοιπων μεγάλων ελληνικών εφημερίδων νιώθωντας τεράστια απειλή από τον Γιώργο Κοσκωτά, ξεσηκώθηκαν εναντίον του και άρχισαν να καταγγέλουν ότι τα χρήματα που αφειδώς ξόδευε ήταν προϊόν ύποπτων συναλλαγών.

Τον Οκτώβριο του 1987 άρχισαν να έρχονται στο φως αποκαλύψεις για το παρελθόν του Κοσκωτά όπως πλαστογραφίες, φορολογικά αδικήματα, παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος, κ.α.  Παρά τις καταγγελίες, η κυβέρνηση αρνείτο να κινήσει διαδικασίες για φορολογικό έλεγχο. Τον Ιούλιο του 1988 διατάχθηκε, με εισαγγελική παρέμβαση, τοποθέτηση προσωρινού επιτρόπου και άρση τραπεζικού απορρήτου στην τράπεζα Κρήτης, προκειμένου να διεξαχθεί η έρευνα. Όμως ένα μήνα αργότερα, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης, Μένιος Κουτσόγιωργας έφερε τροπολογία στη Βουλή, η οποία άφηνε προνομιακά περιθώρια στον υπό εξέταση επιχειρηματία Γιώργο Κοσκωτά. Επρόκειτο για τον αποκαλούμενο «Κουτσονόμο» (Νόμος 1806/1988), για τον οποίο όπως τεκμηριωμένα αποκαλύφθηκε αργότερα, το αντάλλαγμα ήταν η κατάθεση 2 εκατομμυρίων δολαρίων στο όνομα του Μένιου Κουτσόγιωργα σε ελβετική τράπεζα. Παρόλαυτά, το δικαστικό πόρισμα αποκάλυψε ότι ο Κοσκωτάς είχε προχωρήσει σε υπεξαίρεση κεφαλαίων από την τράπεζα Κρήτης ύψους 33,5 δισεκατομμυρίων δραχμών. Ο επιχειρηματίας διέφυγε στο εξωτερικό και συνελήφθη αργότερα από τις αμερικανικές αρχές.  

Τον Ιούλιο του 1989  η Βουλή αποφάσισε τη σύσταση ειδικής προανακριτικής επιτροπής προκειμένου να διαπιστωθεί η ενοχή ή μη των Ανδρέα Παπανδρέου, Μένιου Κουτσόγιωργα, Δημήτρη Τσοβόλα, Γιώργου Πέτσου και Παναγιώτη Ρουμελιώτη, ενώ τον Σεπτέμβριου του ιδίου  έτους  η βουλή αποφάσισε μετά από μυστική ψηφοφορία την παραπομπή και των 5 πολιτικών προσώπων στο Ειδικό Δικαστήριο με  κατηγορίες για παθητική δωροδοκία, αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, απιστία περί την υπηρεσία. Η δίκη ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1991 στην οποία δεν παρέστη ο Ανδρέας Παπανδρέου, ενώ ο Παναγιωτής Ρουμελιώτης δεν δικάστηκε λόγω μη άρσης της ασυλίας του από την Ευρωβουλή. Τον Απρίλιο του 1991 και κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας,  απεβίωσε ο Μένιος Κουτσόγιωργας ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Τον Ιανουάριο του 1992 εξεδόθη η απόφαση σύμφωνα με την οποία  ο Ανδρέας Παπανδρέου αθωώθηκε με ψήφους 7 προς 6. Ο Δ.Τσοβόλας κρίθηκε ένοχος με ποινή φυλάκισης δυόμισι ετών αλλά εξαγοράσιμη και τριετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, ενώ ο Γ. Πέτσος  κρίθηκε ένοχος με ποινή φυλάκισης 10 μηνών με αναστολή και τριετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.

Το καλαμπόκι που πήρε ελληνική ιθαγένεια

Το καλοκαίρι του 1989 και ενώ η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχανε την εξουσία εξαιτίας της κορύφωσης της υπόθεσης Κοσκωτά, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Βουλή το σκάνδαλο της ελληνοποίησης γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού. Η υπόθεση αυτή μαζί με την υπόθεση Κοσκωτά και τις υποκλοπές Τόμπρα αποτέλεσε την τριάδα σκανδάλων που άφησαν εποχή την περίοδο 1981-1989.  

Το επονομαζόμενο «σκάνδαλο του καλαμποκιού»  αφορούσε την λαθραία εισαγωγή εκατοντάδων τόνων γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού από την ελληνική κρατική εταιρεία ITCO και τη μετέπειτα πώλησή του σε χώρες της Ευρωπαϊκής κοινότητας ως ελληνικό . Στόχος της κομπίνας των στελεχών του υπουργείου Οικονομικών ήταν να εμφανιστεί η Ελλάδα με μεγαλύτερη παραγωγή, ώστε να εισπράξει περισσότερες κοινοτικές επιδοτήσεις. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η Κομισιόν να  παραπέμψει την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο αιτούμενη επιστροφές ύψους 400 εκατομμυρίων δραχμών. Αξίζει να αναφερθεί πως τα κέρδη ξεπερνούσαν το 1,5 εκατ. δολάρια , ενώ στα επίσημα παραστατικά το ποσό δεν ξεπερνούσε τις 1 εκατ. δραχμές.

Κύριος κατηγορούμενος υπήρξε ο τότε υφυπουργός Οικονομικών, Νικόλαος Αθανασόπουλος, ο οποίος δικάστηκε το 1990 (ηθική αυτουργία σε έκδοση ψευδών βεβαιώσεων, χρήση πλαστού εγγράφου, απλή συνέργεια σε νόθευση βιβλίων απόπλου-κατάπλου λιμεναρχείου Καβάλας) και  καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών και έξι μηνών. Στις φυλακές Κορυδαλλού παρέμεινε επί 19 μήνες και αποφυλακίστηκε ενώ  η Βουλή τον Ιανουάριο του 1994 προχώρησε σε άρση της καταδίκης. Επίσης ο Ν. Αθανασόπουλος ήταν το  μοναδικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1981-89 που οδηγήθηκε στη φυλακή . Άξιο αναφοράς είναι και το γεγονός ότι το 1990 , παρόλο που βρισκόταν υπό κράτηση στις φυλακές Κορυδαλλού εξελέγη στην Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ και στις εκλογές του 1993 εξελέγη πανηγυρικά βουλευτής της Β’ Αθηνών.

Το δεύτερο κρόυσμα υποκλοπών

Η υπόθεση Μαυρίκη αποτέλεσε το δεύτερο κατά χρονολογική σειρά σκάνδαλο  με αντικείμενο τηλεφωνικές συνομιλίες δημοσίων προσώπων που κυριαρχούσαν μετά το 1989 και συνέβαλαν στην έντονη πολιτική αστάθεια και την πόλωση εκείνης της περιόδου. Μετά την απόφαση της Βουλής για αναστολή της δίωξης του Α. Παπανδρέου τον Μάιο του 1992 ,όλα έδειχναν ότι το πολιτικό κλίμα της πόλωσης οδηγείτο σιγά σιγά σε εξομάλυνση. Όμως τον Απρίλιο του 1993 ο υπάλληλος του ΟΤΕ, Χρήστος Μαυρίκης, καταγγέλλει ότι διενεργούσε υποκλοπές κατ’ εντολή του στρατηγού Ν. Γρυλλάκη, στενού συνεργάτη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

Ο Μαυρίκης , και ενώ έχει προηγηθεί η δημοσίευση στον Τύπο, εμφανίζεται με πλήθος κασετών  τηλεφωνικών υποκλοπών πολιτικών προσώπων κυρίως του ΠΑΣΟΚ -ανάμεσά τους και ο Ανδρέας Παπανδρέου.Ο ίδιος ο υπάλληλος του ΟΤΕ, σε τηλεοπτικές εμφανίσεις δήλωνε ότι το περιεχόμενο των συνομιλιών τον διασκέδαζε , εκβιάζοντας έτσι εμμέσως αρκετά πρόσωπα, τα οποία γνώριζαν πλέον ότι παρακολουθούνταν.

Τον Μάιο του 1993 συγκροτήθηκε επιτροπή για τη διερεύνηση των καταγγελιών του Χρήστου Μαυρίκη σε βάρος του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για τις τηλεφωνικές υποκλοπές. Στο στόχαστρο μπαίνουν αυτή τη φορά ο τότε πρωθυπουργός και η κόρη του, Ντόρα Μπακογιάννη. Τον Ιούλιο του 1993, δώδεκα βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, των οποίων οι συνομιλίες παρακολουθούνταν, υποβάλλουν μηνυτήρια αναφορά και το πόρισμα των ανακριτών δημοσιεύεται τον Δεκέμβριο του 1993, ενώ η Ν.Δ. έχει ήδη απολέσει την εξουσία. Τον Ιανουάριο του 1994 οι Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Ντόρα Μπακογιάννη παραπέμπονται σε προανακριτική επιτροπή. Μετά το πόρισμα της προανακριτικής ακολούθησαν οι παραπομπές στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.

Στις 16 Ιουνίου 1994, η Βουλή παρέπεμψε ως «υποκλοπέα» μόνο τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, χωρίς τους πιθανούς συνενόχους του για πέντε αδικήματα με 164 υπέρ, 6 κατά και 5 «παρών», αλλά με απόντες τους βουλευτές της Ν.Δ. Τον Νοέμβριο του 1994, το δικαστήριο παραπέμπει τα μη πολιτικά πρόσωπα και  στις 16 Ιανουαρίου 1995, ο Α. Παπανδρέου ζητεί από τη Βουλή την αναστολή των ποινικών διώξεων. Ο τότε πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Μ. Εβερτ ζητά  να προχωρήσουν οι διαδικασίες για να μη δοθεί η εντύπωση του συμψηφισμού. Τα αποτελέσματα της μυστικής ψηφοφορίας οδηγούν  στην αναστολή των διώξεων του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και των συνεργατών του.

*Αύριο, στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος οι αγορές του αιώνα, η φούσκα του χρηματιστηρίου, τα σαράντα κύματα του Κτηματολογίου και η εκκαθάριση της ΕΤΒΑ.