Στις 29 Σεπτεμβρίου 1941, Βούλγαροι σύμμαχοι των Ναζί, προχωρώντας σε αντίποινα σκοτώνουν 2.140 ανθρώπους στη περιοχή της Δράμας. Η υπόθεση έχει καταγραφεί ως σφαγή του Δοξάτου, όπου υπήρχαν και τα περισσότερα θύματα, αλλά επεκτάθηκε στην Δράμα και 22  χωριά.  Μία ημέρα πριν, στη πρώτη εξέγερση στην κατοχική Ελλάδα, είχαν σκοτωθεί  35 Βούλγαροι και 12 συνεργάτες τους. Με αφορμή τη συμπλήρωση 73 χρόνων από την τραγωδία, το tvxs.gr δημοσιεύει ανέκδοτες μαρτυρίες  για την εξέγερση που πνίγηκε στο αίμα. Δύο (τότε) παιδιά, ο Ηλίας Τζέικος και ο Αθανάσιος Ιατρού αφηγούνται τη φρίκη που έζησαν κατά τη σφαγή στο χωριό Χωριστή.

Ads

Διαβάστε την πρώτη μαρτυρία του αφιερώματος του tvxs: Σφαγή της Δράμας-Το αντάρτικο που πνίγηκε στο αίμα
 
Ο Ηλίας Τζέικος  ήταν περίπου 11 με 12 ετών, όταν οργανώθηκε το αντάρτικο στη Δράμα. «Μόλις ήρθε η Κατοχή, όσοι ήταν κομμουνιστές, άρχισαν να συγκεντρώνουν όπλα για την εξέγερση, τα οποία είχαν ρίξει έλληνες στρατιώτες στα χαντάκια». 
 
Η σύσκεψη πριν το αντάρτικο και οι διαφωνίες
 
Δύο εβδομάδες πριν από την εξέγερση στη Δράμα, έλαβε χώρα στην αυλή του σπιτιού του μία σύσκεψη, κατά την οποία μέλη του ΚΚΕ εξέφρασαν την αντίθεσή τους ως προς την πραγματοποίηση του αντάρτικου. Ο ένας εξ αυτών ήταν εξάδελφος της μητέρας του. Πρώτος διαφώνησε κάποιος ονόματι Ηλίας Παπούδης, ο οποίος «φοβόταν αντίποινα». Στη συνέχεια έφερε αντίρρηση και ένα άλλο μέλος του ΚΚΕ «κάποιος Ηρακλής». Ο αρχηγός Παστερματζής που ήταν από τη Δράμα, «τους έπαψε και έβαλε κάποιον άλλον,  τον Δράκο τον λεγόμενο, τον Μαυρομάτη, ο οποίος ανέλαβε οπλαρχηγός».
 
Η εξέγερση και όσοι έμειναν πίσω
 
Ο Αθανάσιος Ιατρού (που ήταν επίσης τότε παιδί) διηγείται τα γεγονότα της εξέγερσης, στη Χωριστή, την 28η Σεπτεμβρίου. Στην αρχή η οικογένειά του δεν ήξερε αν επρόκειτο για επίθεση ή εξέγερση. «Κατά τις 10 το βράδυ, ήρθαν (σ.σ οι αντάρτες) και άρχισαν να χτυπάνε οι καμπάνες, να πυροβολούν συνέχεια». «Όταν ξημέρωσε τότε βγήκαμε από το σπίτι και καταλάβαμε τι έγινε. Μέχρι τότε δεν είχε βγει κανένας από το σπίτι. Όλοι ήμασταν μέσα», αναφέρει ο Αθ. Ιατρού. Το πρωί δεν υπήρχε κανείς στη Χωριστή «ούτε Βούλγαρος υπήρχε ούτε τίποτα».
 
Λίγο αργότερα, κάτοικοι «έστειλαν δυο παιδιά να πάνε στη Δράμα να μάθουν εάν απελευθερώθηκε». Στο δρόμο τα παιδιά συνάντησαν Βούλγαρους, οι οποίοι σκότωσαν το ένα παιδί ενώ το άλλο κατάφερε να ξεφύγει. Όταν οι κάτοικοι πληροφορήθηκαν τι έγινε, «αυτοί που είχαν όπλα άρχισαν να φεύγουν στο βουνό». Ένας γείτονάς του, τους είπε «εμείς φεύγουμε ». Όμως, όπως αναφέρει ο Αθ. Ιατρού, ο γείτονας «δεν είπε στους δικούς μας, τους θειούς μας, στον πατέρα μου, “πάρτε τα παιδιά και ελάτε μαζί μας στο βουνό”, ότι απέτυχε το κίνημα».
 
Έτσι, η οικογένειά του έμεινε στη Χωριστή χωρίς να ξέρουν ότι «έρχονται» αντίποινα.

Τα αντίποινα
 
Όταν άρχισαν να «πέφτουν» οι πρώτες σφαίρες, τότε «καταλάβαμε ότι κάτι έγινε και ότι ήρθαν Βούλγαροι και αρχίσαμε να τρέχουμε και να κλείνουμε πόρτες, παράθυρα και να κρυβόμαστε».
 
Τότε, οι Βούλγαροι «έβαλαν δύο δικούς μας να φωνάζουν να βγει ο κόσμος έξω για να γίνει απογραφή». Αφού βγήκαν τους μετέφεραν, μαζί με άλλους κατοίκους, στην περιοχή Γκιόλα. Όταν άρχισε να βραδιάζει «οι Βούλγαροι μας είπαν ότι θα κρατήσουμε δεκαοχτώ παιδιά για εγγύηση και ότι αν κάτι μεσολαλοβύσε, τα παιδιά θα τα σκοτώσουν οπωσδήποτε». Μετά «πήραν τα παιδιά και τα πήγαν κάτω από τα πυρομαχικά και τα σκότωσαν. Από εκεί γλίτωσαν δυο άτομα».
 
Την άλλη την ημέρα το μεσημέρι οι Βούλγαροι διέταξαν «να φύγουν τα γυναικόπαιδα» από τη Γκιόλα. Όταν έφυγαν όλα τα γυναικόπαιδα από τη Γκιόλα, «όλους τους άντρες τους έβαζαν να φωνάζουν “ούρα”, κάτι στα βουλγαρικά.  Ο πατέρας του κατάφερε και ξέφυγε, όμως ο 19χρονος αδελφός του έμεινε εκεί. Όσοι έμειναν εκτελέστηκαν με πολυβόλα «που τα είχαν οι Βούλγαροι στα υψώματα» και μετά «έριξαν χειροβομβίδες».
 
Ζητούσαν να πληρώσουν οι κάτοικοι τις σφαίρες
 
Μετά την εκτέλεση μια επιτροπή «γύριζε στα σπίτια για να πληρώσει ο κόσμος τις σφαίρες που ξόδεψαν».
 «Όταν γύρισα, το χωριό ήταν κατεστραμμένο και κυριαρχούσε ο θρήνος. Σκότωσαν τόσο κόσμο. Κάθε σπίτι είχε και από ένα άτομο σκοτωμένο. Και από εκεί και πέρα το τι τραβήξαμε στο υπόλοιπο της κατοχής».