Είμαστε στις αρχές Μαΐου του 1936 και ελάχιστες ημέρες πριν, στις 25 Απριλίου, ο βασιλιάς Γεώργιος επιβάλει και η βουλή ψηφίζει τον αδιάφορο μέχρι τότε πολιτικά Ιωάννη Μεταξά ως νέο πρωθυπουργό της χώρας. Οι πρώτοι που μαθαίνουν ποιες είναι οι αντιλήψεις του Μεταξά περί δημοκρατικών θεσμών είναι οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης που διεκδικούν αύξηση των ημερομισθίων από 75 δρχ στις 120-130 δρχ. Με τους εργοδότες ν’ αντιπροτείνουν μόλις 80δρχ.

Ads

Η απεργία τους εξαπλώνεται ταχύτατα σε όλη τη χώρα και το πρωί της 8ης Μαΐου 6.000 από αυτούς διοργανώνουν πορεία στη Θεσσαλονίκη αλλά η απαγόρευση της χωροφυλακής στο να πλησιάσουν το Διοικητήριο της πόλης γίνεται αφορμή για να ξεσπάσουν τα πρώτα επεισόδια.  

Στις συγκρούσεις που ακολουθούν οι χωροφύλακες δείχνουν απρόσμενη σκληρότητα με ξυλοδαρμούς και πυροβολισμούς στον αέρα, ενώ οι άοπλοι διαδηλωτές απαντούν με πέτρες και ξύλα. Η συγκέντρωση διαλύεται αλλά στους καπνεργάτες προσθέτονται πλέον με μαζικές απεργίες σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, εργάτες ηλεκτρισμού και τροχιοδρομικοί. Η μόλις μερικών ημερών κυβέρνηση Μεταξά δείχνει από την αρχή την προτίμησή της σε στρατιωτικά μέσα στέλνοντας στη πόλη το Γ΄ Σώμα Στρατού και επιστρατεύοντας τους  απεργούς.

Όμως, αντί τα σκληρά μέτρα να εκτονώσουν την κατάσταση, προκαλούν νέες απεργίες αλληλεγγύης από λιμενεργάτες, αρτεργάτες, κλπ. αλλά, κυρίως,  ένα πρωτόγνωρο κύμα ανυπακοής με αποτέλεσμα οι απεργοί να αγνοήσουν την κυβερνητική επιστράτευση.

Ads

Πλέον όλη η Θεσσαλονίκη βρίσκεται  στους δρόμους και απεργεί. Το τεράστιο πλήθος που πλημμυρίζει τους δρόμους της πόλης προσπαθεί να κινηθεί προς το κτίριο της Γενικής Διοίκησης. Όπως και την προηγούμενη ημέρα οι χωροφύλακες το εμποδίζουν να πλησιάσει, αλλά αυτή τη φορά δεν πυροβολούν στο αέρα, αλλά στο ψαχνό. Πρώτος νεκρός είναι ο Τάσος Τούσης το πτώμα του οποίου τοποθετείτε από τους απεργούς πάνω σε μια πόρτα, αποτελώντας έτσι τη σπίθα που ανάβει την φωτιά.

Η εφημερίδα “Ακρόπολις” των ημερών προσομοιάζει τις οδομαχίες με τον ισπανικό εμφύλιο που μαίνονται εκείνη την εποχή :“Οι απεργοί ορμητικότατοι, άφοβοι, πρώτην φοράν παρουσιασθέντες με τόσην πολεμικήν διάθεσιν, επαναστατικήν αυτόχρημα  εμάχοντο, ανθίσταντο, επετίθεντο, έφευγον καταδιωκόμενοι και συνεχώς ανασυγκροτούμενοι, απεδοκίμαζαν, εγιουχάιζαν, εζητοκραύγαζαν με ένα θάρρος πρωτοφανές μέσα εις τας απείρους, αδέσποτας σφαίρας, μέσα εις ένα γενικόν και απερίγραπτον πανικόν της πόλεως.

Έτσι η εικών ήτο πρωτοφανής. Μόνο όσοι εδιάβασαν εις τας εφημερίδας περιγραφάς των γεγονότων της Ισπανίας μπορούν να φανταστούν την σημερινήν όψιν της ισπανοποιηθείσης Θεσσαλονίκης”. Παραπλήσιος και ο πρωτοσέλιδος τίτλος της εφημερίδας “Μακεδονία”:“Τα ακατονόμαστα αίσχη των χωροφυλάκων μετέτρεψαν την ήσυχον Θεσσαλονίκην εις μιαν επαναστατημένην Βαρκελώνην”.

Η οπλισμένη και αποφασισμένη να διαλύσει το πλήθος χωροφυλακή, πυροβολεί στο ψαχνό κατά των διαδηλωτών ενώ έφιπποι χωροφύλακες επιτίθενται με σπάθες σε άοπλους. Η μανία των ανδρών της χωροφυλακής είναι τέτοια, που η επέμβαση στρατιωτικών τμημάτων που τους   συγκρατεί αποτρέπει μεγαλύτερη σφαγή.

Ακόμα κι έτσι όμως υπάρχουν 12 νεκροί, 32 βαριά τραυματίες, 250 ελαφρά, χωρίς μέσα σε αυτούς να υπάρχει ούτε ένας χωροφύλακας. Τα ονόματα των νεκρών είναι:Β. Σταύρου, Ίντο Σεννόρ, Ι. Πανόπουλος, Δ. Αγλαμίδης, Αναστάσιος Τούσης, Σαλβαντόρ Ματαράσο, Δημήτρης Λαιλάνης, Αναστασία Καρανικόλα, Σ. Διαμαντόπουλος, Ιωάννης Πιτάρης, Ευθύμης Μάνος και Εμμανουήλ Ζαχαρίου.

Η διαδήλωση φυσικά διαλύεται αλλά η οργή όλων των Θεσσαλονικέων για τους χωροφύλακες που προκαλούν τόσους αναίτιους θανάτους, είναι τόσο μεγάλη που η κυβέρνηση φοβούμενη το λιντσάρισμα τους από το πλήθος που κυριαρχεί  πλέον στα προάστια της πόλης, τους κλείνει στα αστυνομικά τμήματα δίνοντας πρώτο ρόλο στο στρατό.

Με αυτό το νέο δεδομένο οι διαδηλωτές συγκεντρώνονται πάλι το απόγευμα της 9ης Μαΐου και παρότι το πλήθος είναι περισσότερο από το πρωί, δεν σημειώνεται το παραμικρό επεισόδιο. Έτσι καταρρίπτεται το μετέπειτα επιχείρημα του Μεταξά για την κήρυξη της δικτατορίας, που χρησιμοποιώντας τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, μιλά για “…κτύπημα απεργιακής συνωμοσίας” με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος και την εγκαθίδρυση κομμουνιστικού συστήματος…

Αν υπήρχε κάποιο τέτοιο οργανωμένο σχέδιο δεν θα εγκαταλείπονταν την ώρα που φαινόταν ότι κατάφερνε τους σκοπούς του, με τον κόσμο στους δρόμους, τη χωροφυλακή κλεισμένη στα αστυνομικά τμήματα και το στρατό δίπλα στους διαδηλωτές.

Παρότι η Θεσσαλονίκη είναι εκείνες τις στιγμές ακυβέρνητη πόλη, ο μόνος που επιχειρεί να ανατρέψει την κατάσταση δεν είναι ο λαός, αλλά ο Μεταξάς στέλνοντας εσπευσμένα εκεί τέσσερα αντιτορπιλικά και ένα Σύνταγμα πεζικού “αναγκάζοντας” τον τότε πρόεδρο της βουλής Θεμιστοκλή Σοφούλη να δηλώσει ότι :“Τα αιματηρά γεγονότα της Θεσσαλονίκης ενθυμίζουν τσαρικάς σφαγάς και προοιωνίζονται την εξέγερσιν των ψυχών”.

Στις κηδείες των θυμάτων δύο ημέρες μετά, δεκάδες χιλιάδες κόσμου ακολουθούν αμίλητοι  την πομπή προς το νεκροταφείο, ενώ ο στρατός όχι μόνο δεν παίζει το ρόλο της περιφρούρησης που του ανατίθεται αλλά ενώνεται με το πλήθος και καταθέτει στεφάνι για τα θύματα της χωροφυλακής.

Ο επικεφαλής της στρατιωτικής δύναμης σηκώνεται στα χέρια των πολιτών και δηλώνει στους συγκεντρωμένους ότι όλος ο στρατός είναι στο πλευρό τους. Ο Μεταξάς δεν ξεχνά ποτέ αυτή την “ήττα” από τον αγαπημένο του στρατό, και θα τον επαναφέρει στην “τάξη” λίγους μήνες μετά με την κήρυξη της δικτατορίας.

Η αντίστροφη μέτρηση γι’ αυτή έχει ήδη δοθεί την ημέρα της παλλαϊκής κηδείας με τη συνάντηση Μεταξά-Γεωργίου, όπου ο πρώτος μιλά για την αναγκαιότητά της και ο δεύτερος δίνει την συγκατάθεσή του.

Ο Επιτάφιος των Ρίτσου-Θεοδωράκη 

Τα αιματηρά γεγονότα του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη, δεν αφήνουν ανεπηρέαστο τον Γιάννη Ρίτσο. Ο μεγάλος μας ποιητής βλέποντας τη μάνα του 25χρονου αυτοκινητιστή Τάσου Τούση να σπαράζει πάνω από το νεκρό παιδί της στους δρόμους της πόλης, αφήνει το συλλογικό στοιχείο του αγώνα για να εστιάσει στο προσωπικό δράμα της μάνας, και επιστέφει στην ανάγκη για συλλογικό αγώνα για να μην πάει χαμένος και αυτός ο θάνατος.

Το έργο του “Επιτάφιος” που κυκλοφορεί μέσα στην ίδια χρονιά, όχι μόνο απαγορεύεται από τη λογοκρισία της 4ης Αυγούστου, αλλά και αντίτυπα του βιβλίου καίγονται στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

Όμως η φλόγα του κορυφαίου έργου όχι μόνο δε σβήνει αλλά ξαναφουντώνει το 1960 όταν ο Μίκης Θεοδωράκης λαμβάνει στο Παρίσι την ομώνυμη ποιητική συλλογή, και συγκλονισμένος γράφει ουσιαστικά σ’ ένα απόγευμα, τα τραγούδια που περνούν τα τραγικά  γεγονότα του 1936 στα χείλη όλων των Ελλήνων.

 
Όπως είναι φυσικό τα τραγικά γεγονότα μονοπωλούν για ημέρες τα πρωτοσέλιδα των ημερών. ..

 

 
Η κηδεία του Τάσου Δούση μετατρέπεται σε διαδήλωση διαμαρτυρίας κατά της κυβέρνησης Μεταξά 

 
Χωροφύλακες επί το έργον… 

 
Η τραγική μητέρα που θρηνεί το χαμό του γιου της γίνεται πηγή έμπνευσης για τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου.