Ας μου επιτραπεί να προσημειώσω ότι τυγχάνω ερευνήτρια του γιαννιώτικου εβραϊσμού από τη δεκαετία του 1980, και προς τούτοις αναφέρω ενδεικτικά την πρώιμη ανακοίνωσή μου στο ιστορικό Συνέδριο της Θεσσαλονίκης, το 1992, με τίτλο «Γιωσέφ Ελιγιά – Σαμπεθάι Καμπιλή: Ιδεολογικά προβλήματα στην προπολεμική Ισραηλιτική Κοινότητα Ιωαννίνων».

Ads

Δεν αναφέρω περαιτέρω και τις μέχρι σήμερα δημοσιεύσεις ή εργασίες μου εβραϊκού περιεχομένου, παρά μόνον ότι δίδαξα κατά τις δεκαετίες του 1990 και 2000 τον ελληνοεβραίο ποιητή και διανοούμενο Γιωσέφ Ελιγιά στα Τμήματα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ακόμη, έχω ασχοληθεί με τα ολοκαυτώματα των χωριών του Νομού Ιωαννίνων κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, βλ. σχετικές ομιλίες μου και δημοσιεύσεις στον τοπικό τύπο. Για όλες αυτές τις ενασχολήσεις μου, έχω κατηγορηθεί επισήμως από συναδέλφους μου του Ακαδημαϊκού χώρου ότι «Ασχολούμαι με εβραίους ποιητές», και έχει τεθεί επίσης το παράλληλο ερώτημα, «Τί είδους μαθήματος μπορεί να γίνεται, μεταφέροντας τους φοιτητές στα χωριά των ολοκαυτωμάτων», όπως για παράδειγμα τούτο συνέβη στα χωριά Λυγκιάδες και Μουσιωτίτσα.

Από αυτή τη θέση μου, θα ήθελα να κάνω κάποιες παρατηρήσεις όσον αφορά τη συνέντευξη του δημοσιογράφου Σταύρου Τζίμα που έλαβε από την Εσθήρ (Στέλλα) Κοέν (το γένος Μιγιωνή) και που δημοσιεύτηκε στο ένθετο της Καθημερινής στις 16 Μαρτίου 2014 (τεύχ. 563). Κατ’ αρχάς και κατ’ αρχήν, όταν κάποιος ερευνητής ή δημοσιογράφος λαμβάνει μια μαρτυρία συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής, πρέπει να γνωρίζει έστω και σχετικά τον τόπο, τον χρόνο και τα πρόσωπα που περιτυλίγουν αυτή τη μαρτυρία. Και για παράδειγμα στο κείμενο της «Κ» γράφεται: «Ήταν ξημερώματα της 25ης Μαρτίου του 1944, όταν Έλληνες χωροφύλακες κατ’ εντολήν της Γκεστάπο περικύκλωσαν τις εβραϊκές συνοικίες γύρω από το Κάστρο και την ευρύτερη παραλίμνια περιοχή».

Τίποτα πιο αφελές: Γιατί, κατά την αναφορά της 27/03/1944, βλ. «Gruppe Geheime Feldpolizei 621, Kommando bei dem XXII. Geb. A. K.», «Betr.: Evakuierung der Juden aus Ioannina», «Την 25 Μαρτίου 1944 έλαβε χώρα η μεταφορά των εβραίων των Ιωαννίνων υπό τας διαταγάς του αντισυνταγματάρχου Χάφρανεκ της Αστυνομίας Τάξεως, με τη συνεργασία του Στρατού, της Στρατιωτικής Αστυνομίας, της Αστυνομίας Τάξεως και της GFP [Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας, σ.σ.] 621 [Παράρτημα Ιωαννίνων, σ.σ.]. Εχρησιμοποιήθη ωσαύτως και η συνεργασία της Ελληνικής Αστυνομίας [Χωροφυλακής, σ.σ.]». Ας σημειωθεί ότι οι παραπάνω Γερμανικές υπηρεσίες, δεν ανήκουν στη «Γκεστάπο», αλλά σε μονάδες Στρατού, δηλαδή στο XXII Ορεινό Σώμα Στρατού και σε άλλες παραπλήσιες μυστικές Γερμανικές υπηρεσίες. Και στη συνέχεια του παραπάνω εγγράφου, αναφέρεται ότι «Τη συνεννόηση με τους Εβραίους διεξήγαγαν μέλη της Ελληνικής Χωροφυλακής και της Ασφαλείας [Sicherheitspolizei, σ.σ.], ως και μέλη του Εβραϊκού Συμβουλίου». Το έγγραφο τούτο περιγράφει επακριβώς, με γερμανική γραφειοκρατική ακρίβεια, το τί συνέβη εκείνη την ημέρα. Υπάρχουν προς τούτοις πάμπολλες μαρτυρίες εκείνου του πρωινού, τις οποίες όμως δεν μπορούμε να καταθέσουμε εδώ, λόγω του περιορισμένου χώρου αυτού το κειμένου. Αλλά, ας υπεισέλθουμε στη μαρτυρία της Εσθήρ Κοέν.

Ads

Κατά τον δημοσιογράφο Σταύρο Τζίμα, «Η ιστορία της Εσθήρ Κοέν…, όπως την αφηγείται στο «Κ», είναι και για μας τους Έλληνες μια γερή γροθιά στο στομάχι», όπου εδώ υπεισέρχεται και η συγκινησιακή φόρτιση. Κατά την Εσθήρ Κοέν, «Κανένας δεν πόνεσε, ούτε ένα δάκρυ. Τί τους κάναμε; Δεν τράβηξε κανείς γείτονας το κουρτινάκι να δει να μας σέρνουν στους δρόμους». Δεν θα ανατρέξουμε εδώ σε μαρτυρίες γιαννιωτών ελληνοεβραίων και ιστορικών του Ολοκαυτώματος, παρά μόνον στο κλασσικό σύγγραμμα In Memoriam– Αφιέρωμα εις Μνήμην των Ισραηλιτών Θυμάτων του Ναζισμού εν Ελλάδι, έργο του Ραββίνου Μιχαήλ Μόλχο και του λόγιου Ιωσήφ Νεχαμά, που εκδόθηκε τα έτη 1945-1949 στη Θεσσαλονίκη, το 1953 στο Μπουένος Άιρες σε τρεις τόμους, και στη Θεσσαλονίκη το 1976.

Εκεί, γράφεται ότι: «Μπορούμε, δίχως υπερβολή να πούμε πως οι Κοινότητες που ολοσχερώς κατεστράφηκαν, όπως της Καστοριάς, των Ιωαννίνων, της Άρτας, της Κερκύρας, της Πρεβέζης, της Ρόδου, των Χανίων, που είχαν όλον τον καιρό να φυλαχθούν, να σωθούν πραγματικά, ηυτοκτόνησαν θεληματικά, ή τουλάχιστον, χρεωστούν τον χαμό τους στην υπέρμετρη εμπιστοσύνη των και με μια παράξενη τύφλωσή των.» (σελ. 182). Και συμπερασματικά: «Ένας έμπορος των Ιωαννίνων, που [ο Ραββίνος Μόλχο, σ.σ.] του επανελάμβανε την προειδοποίηση, επιμένοντας στο ότι η Κοινότης της Ηπειρωτικής πρωτευούσης, ανέκαθεν κλεισμένης σε πραγματικά θεληματικά γκέττο, ήταν εύκολο θήραμα και έπρεπε, δίχως αναβολή, να ληφθούν μέτρα σωτηρίας, απήντησε σε τόνο ειρωνικό πως οι Εβραίοι των Ιωαννίνων, ήσαν πολύ πιο πονηροί από τους ομοθρήσκους των της Θεσσαλονίκης και θα κατόρθωναν, στην κατάλληλη στιγμή να γλυτώσουν με επιδεξιότητα.» (σελ. 230). Μάλλον εδώ αυτή η αναφορά φωτογραφίζει τον μεγαλέμπορο Σαμπεθάι Καμπιλή, τον ουσιαστικό ηγέτη της εβραϊκής Κοινότητας Ιωαννίνων. Είναι η στιγμή όπου ο Δημήτρης Χατζής με το διήγημά του «Σαμπεθάι Καμπιλής» στο βιβλίο του Το Τέλος της μικρής μας πόλης, κάνει μια τομή που αφορά το τέλος της εβραϊκής Κοινότητας Ιωαννίνων.

Ο «Αναθεωρητισμός» του Ολοκαυτώματος, όπως αυτός έχει καταγραφεί σε σύγχρονες έρευνες, στην προκείμενη περίπτωση, εκούσια ή ακούσια, συνδράμει στη μικρή μας αυτή ιστορία. Ένας «Αναθεωρητισμός», ο οποίος δεν μπορεί να αντισταθεί σε πολυπληθή συγγράμματα, όπως για ενδεικτικό παράδειγμα στο βιβλίο του Daniel Jonah Goldhagen, Hitlers Willing Executioners Ordinary Germans and the Holocaust. Ή άλλως, μια «συναισθηματική» συνέντευξη που αφορά μια μικρή εβραϊκή κοινότητα της Ευρώπης, δεν μπορεί να «αναθεωρήσει» ένα ευρύτερο γεγονός με «παράπλευρες» εξηγήσεις του σχεδίου της «Τελικής Λύσης» (Endlösung), και δη με μια συγκινησιακή συνέντευξη.
 
Ελένη Κουρμαντζή                                                               
Πανεπιστημιακός
Ερευνήτρια Ρωμανιώτικου εβραϊσμού