Στο πρώιμο έργο του Νίκου Πουλαντζά κυριαρχεί μια λενινιστική, εργαλειακή αντίληψη για το κράτος, με επίκεντρο τη δυαδική εξουσία. Ο δισυπόστατος αυτός χαρακτήρας του κράτους (από τη μια οι πολιτικο-καταναγκαστικοί, και από την άλλη οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του) καθορίζεται από αντικειμενικές σχέσεις οι οποίες δεν αφορούν ούτε τις διαπλοκές της αστικής τάξης με τους φορείς της κρατικής εξουσίας ούτε τη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού από μέλη της οικονομικά κυρίαρχης τάξης· άπτονται των κοινωνικοοικονομικών δομών που καθιστούν το κράτος παράγοντα συνοχής του συσχετισμού δυνάμεων συμβάλλοντας έτσι στην αναπαραγωγή του συστήματος. Του Γιώργου Καλπαδάκη

Ads

Στις μεταγενέστερες αναλύσεις του Πουλαντζά, το κράτος παύει να είναι επιφαινόμενο της οικονομικής βάσης: η σχετική αυτονομία του δεν απορρέει μόνο από την οικονομική υποδομή, αλλά αποτελεί τη συνισταμένη των αντιφατικών σχέσεων μεταξύ των εξουσιαζόμενων τάξεων, των υποκειμένων της ταξικής κυριαρχίας και των φορέων της κρατικής εξουσίας. Στο κύκνειο άσμα του, Κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός (1978), ο Πουλαντζάς επιστρέφει στον επαναστατικό υλισμό του Κεφαλαίου, όπου η αναπαραγωγή των υλικών και θεσμικών μορφών του κεφαλαίου παρουσιάζεται ως καθοριστικός παράγοντας για την ταξική πάλη και τη δυναμική συσσώρευσής του. Απώτερος στόχος της στρατηγικής του Πουλαντζά, η χάραξη κατευθυντήριων γραμμών («οδοδεικτών») που δύνανται να καταδείξουν την πορεία μετάβασης προς το δημοκρατικό σοσιαλισμό.

Όπως μας λέει και ο Τζέσοπ, ο Πουλαντζάς δεν πραγματοποίησε τις αναζητήσεις του σε ένα «γυάλινο πύργο». Οι συνδικαλιστικές και πολιτικές του δραστηριότητες επέδρασαν αποφασιστικά στο ύστερο έργο του, αποκαθιστώντας τη σημασία της πολιτικής συγκυρίας και της συνθετότητας του ταξικού αγώνα. Ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα του ’68, ο Πουλαντζάς πείσθηκε ότι η αναζήτηση δημοκρατικών διαρθρωτικών αλλαγών και του ριζικού μετασχηματισμού του κράτους συνιστά μια εφικτή σοσιαλιστική επιδίωξη, που δεν καταλήγει απαραίτητα σε ένα σοσιαλδημοκρατικού τύπου ρεφορμισμό, ενώ η κατάρρευση των στρατιωτικών δικτατοριών χωρίς τη συνακόλουθη δημιουργία μιας κατάστασης δυαδικής εξουσίας υπήρξε καταλυτική για την εγκατάλειψη της λενινιστικής πρωτοποριακής στρατηγικής της εφόδου. Η ολοένα μεγαλύτερη ενασχόλησή του με τα προβλήματα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», με τη δυναμική των εντάσεων μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και των νέων αταξικών κινημάτων, καθώς και η προϊούσα ανάδυση του «αυταρχικού κρατικού» συστήματος στις καπιταλιστικές κοινωνίες υπήρξαν παράγοντες που τον ώθησαν προς το ρεύμα του «αριστερού ευρωκομουνισμού», στην αποφασιστική ρήξη με τον αλτουσεριανό δομισμό, και στη διττή προοπτική του ριζικού μετασχηματισμού του κράτους παράλληλα με την ανάπτυξη αμεσοδημοκρατικών πρακτικών στη λαϊκή βάση.

Στις συνεντεύξεις που ακολουθούν, τρεις προσωπικότητες που συνδέθηκαν με τον Πουλαντζά τοποθετούνται για τη συμβολή και την επικαιρότητα του έργου του, τα λάθη και τις αδυναμίες αυτού του τελευταίου μεγάλου μαρξιστή θεωρητικού του κράτους. Ο κοινωνιολόγος Μπομπ Τζέσοπ, διακεκριμένος καθηγητής και διευθυντής του Ινστιτούτου Ανωτάτων Σπουδών στο πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ, είναι ο κατεξοχήν μελετητής του έργου του Πουλαντζά και συγγραφέας της πιο ολοκληρωμένης ακαδημαϊκής του βιογραφίας, Nicos Poulantzas: Marxist Theory and Political Strategy (Macmillan: Λονδίνο 1979). Ο οικονομολόγος Γιόαχιμ Μπίσοφ, πρώην στέλεχος του PDS και αντιπρόσωπος του Die Linke στο Bugerschaft του Αμβούργου, είναι συνεκδότης του περιοδικού Sozialismus μέσα από το οποίο έχει παρουσιάσει το έργο του Πουλαντζά στο γερμανικό κοινό. Ο Ερνέστο Λακλάου, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Έσεξ στην Αγγλία και διευθυντής του Κέντρου Θεωρητικών Σπουδών του ίδιου πανεπιστημίου, συνδέθηκε με το έργο του Πουλαντζά μέσα από τις καίριες κριτικές του πάνω στο Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις και το Φασισμός και Δικτατορία που δημοσιεύθηκαν στη χώρα μας το 1983 με τον τίτλο Πολιτική και Ιδεολογία στη Μαρξιστική Θεωρία: Καπιταλισμός, Λαϊκισμός, Φασισμός (Σύγχρονα Θέματα).

Ads

Διαβάσε την Κυριακή τη συνέντευξη με τον Γιόαχιμ Μπισόφ

Bob Jessop

image

Εκτός του ότι είσθε ειδικός πάνω στο έργο του Πουλαντζά έχετε ερευνήσει και τη βιογραφία του, συνδέοντάς την σε πολλές περιπτώσεις με την εξέλιξη της σκέψης του. Πείτε μας πώς το ιστορικό και επαγγελματικό πλαίσιο στο οποίο έζησε και εργάσθηκε, καθώς και συγκεκριμένες συγκυρίες, επέδρασαν στη σκέψη του.
 
Είναι ξεκάθαρο ότι ο Πουλαντζάς δεν διεξήγε τις θεωρητικές του αναζητήσεις γύρω από το κράτος ζώντας σε έναν γυάλινο πύργο. Αυτό προκύπτει από την κριτική του ενασχόληση με τις κυρίαρχες θεωρητικές τάσεις στη φιλοσοφία (τον σαρτρικό υπαρξισμό, τον αλτουσεριανό δομισμό, την αναλυτική του Φουκώ περί εξουσίας), καθώς και από τη συστηματική του προσπάθεια να αναπτύξει μια μαρξιστική θεωρία για το κράτος και την κρατική εξουσία (αρχικά ως γενικότερη θεωρία περί κράτους, και ύστερα μέσα από μια ολοένα στενότερη ενασχόληση με το κράτος εκτάκτου ανάγκης και με την ανάδυση του αυταρχικού κρατισμού). Προκύπτει επίσης από το στοχασμό του γύρω από τη δημοκρατική πολιτική, τον δημοκρατικό σοσιαλισμό και την κρίση του κρατικού σοσιαλισμού. Παρόλο που η ακολουθία στο έργο του είναι εμφανέστατη, υπάρχουν εντούτοις σημαντικές τομές, οι οποίες εκφράζονται τόσο φιλοσοφικά όσο και θεωρητικά και πυροδοτήθηκαν επί το πλείστον από απρόσμενα συμβάντα, συγκυρίες και μεταβατικά επεισόδια. Ιδιαίτερα σημαντικά ήταν το στρατιωτικό πραξικόπημα του 67, που τον παρακίνησε να στοχαστεί πάνω στη διάκριση μεταξύ φασισμού και στρατιωτικών δικτατοριών και στην περιοδολόγηση του ιμπεριαλισμού – εν μέρει για να αμφισβητήσει την απλουστευτική εξίσωση της μεταπολεμικής στρατιωτικής δικτατορίας (σε μια εξαρτημένη καπιταλιστική οικονομία) με το προπολεμικό ναζιστικό κράτος (σε μια ανεπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία)· τα γεγονότα του Μάη του 68, ειδικά στη Γαλλία, που τον οδήγησαν να επανεξετάσει τη φύση της ταξικής πολιτικής, το ρόλο των μαζικών κοινωνικών κινημάτων αλλά και τη βασιμότητα της λενινιστικής στρατηγικής με γνώμονα την πρωτοπορία· η αύξηση της ξένης άμεσης επένδυσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ευρώπη· η άνοδος του αντιαμερικανισμού ως αντίδραση στην αμερικανική πρόκληση (le défi américain: βλ. Servan-Schreiber κ.ά.), και ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αντιιμπεριαλιστική στρατηγική· η κατάρρευση των στρατιωτικών δικτατοριών στη νότια Ευρώπη, η οποία προέκυψε λόγω των εσωτερικών αντιφάσεων που οξύνθηκαν, και όχι μέσω μιας στρατηγικής επαναστατικής ή άμεσης εξέγερσης· η επακόλουθη ανα-θεώρηση της φύσης της κρατικής εξουσίας ως κοινωνικής σχέσης που αντανακλά ένα ευρύ φάσμα αγώνων στα πλαίσια του κράτους, πέρα, και σε απόσταση από αυτό. Όλα τα παραπάνω τον έφεραν αντιμέτωπο με αντινομίες που δεν εναρμονίζονταν με τις ώς τότε θεωρητικές και πολιτικές του απόψεις, και ως εκ τούτου τον παρακίνησαν να αναθεωρήσει τις θέσεις του.
 
Στο επίπεδο της πολιτικής στρατηγικής έχετε σκιαγραφήσει την πορεία του Πουλαντζά από την λενινιστική πρωτοπορία σε έναν εξελισσόμενο αριστερό ευρωκομουνισμό. Με ποιο τρόπο επέδρασε αυτό στην εξέλιξη της αντίληψής του για τον διεθνισμό, και στην ενασχόλησή του με τα νέα κοινωνικά κινήματα και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα (ιδιαίτερα σε σχέση με τα ΚΚ); Ποια είναι η επικαιρότητα αυτού του έργου σήμερα σε ό,τι αφορά τη χάραξη μιας στρατηγικής για την Αριστερά;
 
Η αφοσίωση του Πουλαντζά στη λενινιστική πρωτοπορία δεν ήταν προϊόν βαθύτερου στοχασμού. Ήταν μέρος της ταυτότητάς του ως μέλους του ελληνικού κομουνιστικού κόμματος (που αρχικά τη θεωρούσε κάτι δεδομένο) και, ύστερα, της ενασχόλησής του με τη γαλλική κομουνιστική πολιτική. Ήδη από το αυξανόμενο ενδιαφέρον του για τη θεωρία του Γκράμσι περί ηγεμονίας και τη σημασία που απέδιδε στη μαζική πολιτική δράση, εδραιωμένη σε μια εθνική-λαϊκή δημοκρατική πολιτική, φαινόταν πως ανέκυπτε ένα πραγματικό θεωρητικό και πολιτικό πρόβλημα για αυτόν. Κατάφερε να συμφιλιώσει αυτές τις θέσεις αντιμετωπίζοντας το κράτος ως το πολιτικό κόμμα του μπλοκ εξουσίας, και το κόμμα της πρωτοπορίας ως το αναδυόμενο κράτος του προλεταριάτου και των ταξικών του συμμάχων. Οι μετέπειτα σκέψεις του για τον ιταλικό και γερμανικό φασισμό (και τα πολιτικά λάθη της Κομιντέρν), για τους σεχταρισμούς στο ελληνικό ΚΚ, την περιθωριοποίηση του Γαλλικού ΚΚ πριν και μετά το Μάιο του ’68, και την αυξανόμενη σημασία των κοινωνικών κινημάτων, τον οδήγησαν στο να επανεξετάσει το ρόλο του κόμματος της πρωτοπορίας. Σταδιακά ενστερνίστηκε την άποψη ότι ο πολυκομματισμός, στα πλαίσια μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με καλά κατοχυρωμένα δικαιώματα, πρέπει να συνδυασθεί με μορφές άμεσης δημοκρατίας υπό τη σκέπη της εθνικής δημοκρατικής διακυβέρνησης. Η άμεση δημοκρατία ήταν σημαντική ως μέσο άσκησης πιέσεων από τη λαϊκή βάση στο κράτος, αλλά το κράτος πρέπει να διατηρήσει ένα βασικό ρόλο επειδή μπορεί να στηρίξει τοπικές πρωτοβουλίες και ταυτόχρονα να καταπολεμά τον εγωισμό στα εργοστάσια και τον τοπικισμό με γνώμονα το ευρύτερο εθνικό-λαϊκό συμφέρον. Επιπλέον, η άμεση δημοκρατία δεν μπορούσε πια να συνδέεται με την εργατική τάξη και τη βάση της στο εργοστασιακό σύστημα –εν μέρει λόγω του αυξανόμενου οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού βάρους της νέας μικροαστικής τάξης και εν μέρει λόγω της αυξανόμενης αυτονομίας των κοινωνικών κινημάτων που βασίζονταν σε ταυτότητες, συμφέροντα και αξίες ριζωμένες στις κοινωνικές συγκρούσεις μέσα στην κοινωνία των πολιτών.
 
Είναι ξεκάθαρο ότι οι απόψεις του Πουλαντζά για αυτά τα θέματα, και για το ζήτημα της αριστερής στρατηγικής, βρίσκονταν ακόμα υπό διαμόρφωση στο τελευταίο του έργο, Κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός (1978). Εκείνη την εποχή έμοιαζαν να βασίζονται σε μια σειρά από αμήχανους συμβιβασμούς μεταξύ αντικρουόμενων θέσεων και να καθορίζονται από την ανάγκη να διατηρήσει τις ισορροπίες μεταξύ τους αντί να ταχθεί υπέρ της μιας θέσης. Έτσι υποστήριξε ότι πρέπει να διατηρείται η ισορροπία μεταξύ της αντιπροσωπευτικής και της άμεσης δημοκρατίας, μεταξύ του ρόλου των πολιτικών κομμάτων και των κοινωνικών κινημάτων, μεταξύ της συνεχιζόμενης κεντρικότητας της εργατικής τάξης (λόγω της κεντρικότητας της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας) και της έκδηλης ζωτικότητας των κοινωνικών κινημάτων (βασισμένων σε ζητήματα που διαπερνούν τις ταξικές ταυτότητες και τα ταξικά συμφέροντα), και μεταξύ της ανόδου νέων μορφών ιμπεριαλισμού –που υπονομεύουν την παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα σε ξένα, εθνικά και comprador κεφάλαια– και της συνεχιζόμενης σημασίας του έθνους-κράτους στο να διαφυλάσσει την κοινωνική συνοχή στις ταξικά διαιρεμένες εθνικές κοινωνίες. Αυτή η θέση είναι εγγενώς ασταθής και προϋποθέτει είτε την εμπιστοσύνη στις ικανότητες αυτο-οργάνωσης των επαναστατικών δυνάμεων για να κατευθύνουν καταλλήλως την πορεία μεταξύ αυτών των πολλαπλών Σκύλλων και Χαρύβδεων, είτε την εμπιστοσύνη στους αριστερούς διανοούμενους ότι μπορούν τρόπον τινα να καθοδηγήσουν κατάλληλα τις διαφορετικές οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα συνεκτικό πρόγραμμα δράσης ενόψει των μεταβαλλόμενων συνθηκών.
 
Είναι ακόμα πιο δύσκολο να σχολιάσουμε τις απόψεις του Πουλαντζά για το διεθνισμό και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Ήταν σαφώς αντίθετος στον ιμπεριαλισμό, υποστήριζε τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, και συνηγορούσε υπέρ του διεθνισμού. Αλλά ήταν επίσης υπέρ της κατάτμησης του ιμπεριαλισμού σε διαφορετικά στάδια και υπέρ της άποψης ότι το νόημα του διεθνισμού θα έπρεπε να αλλάξει, σε αντιστοιχία με τα διαδοχικά στάδια του ιμπεριαλισμού· δεν υποστήριζε τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα ανεξάρτητα από τις ταξικές τους βάσεις, τις πολιτικές τους μορφές, και τα μετα-απελευθερωτικά τους σχέδια· και έδινε προτεραιότητα στους εθνικούς αγώνες έναντι των διεθνών, με το σκεπτικό ότι το έθνος-κράτος συνιστούσε το κεντρικό σημείο γύρω από το οποίο οι ταξικοί αγώνες θα περιστρέφονταν. Φαίνεται πως ο Πουλαντζάς εξακολουθούσε να συντάσσεται με την άποψη των Μαρξ και Ένγκελς στο Κομουνιστικό Μανιφέστο, ότι (α) η εργατική τάξη πρέπει να διοχετεύσει την ενέργειά της στους εθνικούς αγώνες προκειμένου να γίνει η κυρίαρχη δύναμη στα εθνικά κράτη· (β) ύστερα οφείλει να συνδράμει στην εξάλειψη των διακρίσεων, των εχθροτήτων και των ανταγωνισμών μεταξύ των εθνών· και (γ) αυτό θα οδηγούσε στο μαράζωμα του κράτους –τουλάχιστον στην εθνική του μορφή. Το πρόβλημα, που ο ίδιος δεν έλυσε, ήταν πώς θα συνδυασθούν αυτά τα βήματα σε ένα ολοένα πιο ενοποιημένο ιμπεριαλιστικό σύστημα, οργανωμένο υπό την ηγεμονία (ή τουλάχιστον την κυριαρχία) των Ηνωμένων Πολιτειών.
 
Οι επιθέσεις στο έργο του Πουλαντζά έχουν κυμανθεί από την  εποικοδομητική κριτική (όπως π.χ. η επισήμανση της ανάγκης να κατασκευαστεί μια πιο συμπαγής ταξική τυπολογία των τυπικών λειτουργιών των κρατικών θεσμών) μέχρι την ολοκληρωτική απόρριψη (όπως π.χ. οι καταγγελίες για εμπειρικό έλλειμμα, οικονομικό και υπερδομικό ντετερμινισμό, εθνοκεντρισμό). Ενσωμάτωσε ο Πουλαντζάς καμιά από αυτές τις κριτικές στο ύστερο έργο του; Κατά πόσο συνέβαλαν στην εξέλιξη των ιδεών του;
 
Σίγουρα ο Πουλαντζάς είχε επίγνωση πολλών κριτικών αυτού του είδους –το πιο γνωστό παράδειγμα παραμένει η αντιπαράθεσή του με τον Ραλφ Μίλιμπαντ και ο τρόπος με τον οποίο αυτή συνεχίστηκε από άλλους θεωρητικούς. Συμμετείχε επίσης σε πολλές αντιπαραθέσεις στη Γαλλία και σε άλλα μέρη της Ευρώπης, στη Λατινική και τη Βόρειο Αμερική, που είτε αφορούσαν άμεσα το έργο του είτε, τουλάχιστον, γενικότερες θέσεις με τις οποίες ταυτιζόταν ή διαφωνούσε. Είχε επίσης επίγνωση ότι ο μαρξισμός (και όχι μόνο ο τρόπος που αυτός τον ερμήνευε) δεχόταν επιθέσεις και περνούσε περίοδο κρίσης στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και του ’70.
 
Εντούτοις, πιστεύω πως οι περισσότερες μεταστροφές στη σκέψη του συνδέονταν με το δικό του εξελισσόμενο πνευματικό σχέδιο παρά με ad hoc απαντήσεις σε συγκεκριμένες κριτικές. Είναι αρκετά σαφές ότι ο Πουλαντζάς επεξεργάστηκε πιο λεπτομερώς τις αναλύσεις του γύρω από τους κρατικούς θεσμούς (π.χ. μέσα από τη δουλειά του πάνω στην περιοδολόγηση του καπιταλιστικού κράτους, μέσα από την αυξανόμενη διαφοροποίηση των καθεστώτων έκτακτης ανάγκης αλλά και των κανονικών δημοκρατικών κρατών, μέσα απο την ολοένα και συχνότερη ενασχόλησή του με διαφορετικά είδη καπιταλισμού και πολιτικά καθεστώτα, κλπ). Είναι επίσης σαφές ότι άρχισε να ασχολείται με το ζήτημα του οικονομικού ντετερμινισμού, καθώς μετακινήθηκε από την αλτουσεριανή έμφαση στις διακριτές οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές περιοχές που συναρθρώνονται υπό την κυριαρχία του οικονομικού, σε μια (με περισσότερες αποχρώσεις) μετα-αλτουσεριανή ανάλυση της πολύπλοκης αλληλοδιείσδυσης των οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων, οι οποίες προσλαμβάνουν διαφορετικές μορφές μέσα στις παραγωγικές σχέσεις, την οργάνωση της πολιτικής σφαίρας, και τη σύνθετη κατάσταση της ιδεολογικής σφαίρας. Διατήρησε εντέλει ένα υπόλοιπο δέσμευσης στον οικονομικό ντετερμινισμό αλλά αυτό έγινε ολοένα και πιο προσχηματικό· η ανάλυσή του ήταν περισσότερο τυπολογική ή συμπερασματική παρά προσανατολισμένη στο να μπορεί να καταδεικνύει την επιρροή της οικονομίας σε κάθε σημείο.
 
Η πιο προφανής περίπτωση όπου ο Πουλαντζάς έλαβε σοβαρά υπόψη του κριτικές στο έργο του αφορά την ενασχόλησή του με το έργο του Μισέλ Φουκώ. Δήλωσε ανοιχτά ότι η αναλυτική του Φουκώ για την εξουσία ήταν χρήσιμη για να ξεπερασθεί η κρίση του μαρξισμού, και το τελευταίο του έργο (Κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός) περιέχει μια λεπτομερή κριτική στο έργο του Φουκώ, την ίδια στιγμή που αναγνωρίζει τη συνεισφορά του στην ανάλυση της κρατικής εξουσίας. Ωστόσο, η επισήμανσή του ότι είχε φλερτάρει με τη γλώσσα του Φουκώ –με τον ίδιο τρόπο που ο Μαρξ είχε φλερτάρει με τη γλώσσα του Χέγκελ– και δεν είχε προσηλυτιστεί τελείως στις φουκωκικές θέσεις, είναι απολύτως ορθή. Το έργο του Φουκώ μπορεί να λειτούργησε ως καταλύτης στην πορεία του προς την αντίληψη ότι η κρατική εξουσία πρέπει να ερμηνευθεί σαν μια θεσμικά μεσολαβημένη συμπύκνωση της μεταβαλλόμενης ισορροπίας δυνάμεων στα πλαίσια του ευρύτερου κοινωνικού σχηματισμού. Αλλά ο Πουλαντζάς εύκολα θα μπορούσε να ακολουθήσει την ίδια διαδρομή μέσα από άλλες πτυχές των θεωρητικών και πολιτικών του προβληματισμών. Με λίγα λόγια, η θεωρητική εξέλιξη του Πουλαντζά παρουσίαζε εσωτερική, διανοητική και πολιτική, συνέπεια. Οι κριτικές στο έργο του λειτούργησαν κυρίως ως ερεθίσματα για να αναθεωρήσει τις ιδέες του και τα επιχειρήματα πάνω στα οποία τις στήριζε, και όχι ως αιτία για να υιοθετήσει ασυλλόγιστα τις θέσεις των επικριτών του.
 
Στην ανάλυσή που έκανε για το καπιταλιστικό κράτος ο Πουλαντζάς εστίασε την προσοχή του στις δυτικοευρωπαϊκές φιλελεύθερες δημοκρατίες, δίνοντας έμφαση στη διάβρωση των μεταπολεμικών δημοκρατικών θεσμών και την άνοδο των νεο-αυταρχικών κρατικών συστημάτων της αστικής πολιτικής εξουσίας. Πόσο επίκαιρη είναι η ανάλυσή του σήμερα σε ό,τι αφορά την πολιτική της Ε.Ε. και τα εθνικά κομματικά συστήματα;
 
Πιστεύω ότι τα επιχειρήματα του Πουλαντζά είναι ακόμα επίκαιρα για την ανασυγκρότηση της Ε.Ε. και την ανάδυσή της υπό μορφή κράτους, καθώς και για την μεταβαλλόμενη φύση των εθνικών κομματικών συστημάτων. Όποτε ξαναδιαβάζω το Κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός (1977-8) εκπλήσσομαι από το πόσο προφητικό είναι αναφορικά με την ανάπτυξη των εθνικών κομματικών συστημάτων και του αυταρχικού κρατισμού. Η ανάλυσή του για το αυταρχικό μαζικό κόμμα παραμένει απίστευτα διεισδυτική όσον αφορά την εξέλιξη των Νέων Εργατικών στη Βρετανία, της Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι ή των γερμανών Σοσιαλδημοκρατών, για παράδειγμα· επιπλέον, ακόμα και πριν από την 11η Σεπτεμβρίου και τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, η ανάλυσή του για τον αυταρχικό κρατισμό ως γενικότερη τάση στη διαμόρφωση του κράτους επιβεβαιωνόταν σχεδόν σε καθημερινή βάση. Σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αξίζει να θυμηθούμε ότι ο Πουλαντζάς μάς είχε προειδοποιήσει να μην θεωρούμε ως κεντρικό σημείο αναφοράς για την αξιολόγηση των μεταδικτατορικών καθεστώτων στην Πορτογαλία, την Ισπανία, και την Ελλάδα τη φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία του 19ου αιώνα. Αντ’ αυτού πρέπει να αναπτύξουμε προγράμματα με βάση τα σύγχρονα δημοκρατικά καθεστώτα.
 
Το ίδιο ισχύει και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αρχικά πρέπει να κριθεί με βάση κατά πόσο υλοποιεί τις δημοκρατικές δυνατότητες του αυταρχικού κρατισμού, και όχι με βάση την αναπροσαρμογή της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας του 19ου αιώνα από το έθνος-κράτος στην ευρωπαϊκή τρόικα. Τότε το ερώτημα αναδιατυπώνεται ως εξής: πώς θα αντισταθμίσουμε, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο όφελος, το «έλλειμμα δημοκρατίας» που ενυπάρχει σε αυτή τη μορφή κράτους και, ορμώμενοι από εκεί, πώς θα μεταβούμε από ένα καπιταλιστικό κράτος σε ένα που θα μπορούσε να ανταποκριθεί πλήρως στις προσδοκίες του δημοκρατικού σοσιαλισμού.
 
Η αντίληψη του Πουλαντζά όσον αφορά την παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα, η αναγνώριση της δυναμικής της αλλά και των τάσεών της για κρίση, τον οδήγησαν σε συγκεκριμένα συμπεράσματα για την κρίση των αρχών της δεκαετίας του ’70. Μας χρησιμεύει ακόμα η ανάλυσή του για να διακρίνουμε τις τάσεις για κρίση στο σύγχρονο καπιταλισμό;
 
Αυτός είναι ένας από τους λίγους τομείς όπου έχω ασκήσει κριτική στο έργο του Πουλαντζά. Ο διανοητικός του ορίζοντας διαμορφωνόταν ακόμα σε μεγάλο βαθμό από την κρίση του ατλαντικού φορντισμού και, συγκεκριμένα, από την κρίση της αμερικανικής ηγεμονίας σε αυτό το καθεστώς συσσώρευσης. Γι’ αυτό το λόγο έδωσε τόσο μεγάλη προσοχή στην έμμεση αναπαραγωγή του αμερικανικού καθεστώτος συσσώρευσης (φορντισμός) στην Ευρώπη και στις επιπτώσεις της αμερικανικής κρίσης για την Ευρώπη. Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις στο Κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός (1978) ότι ο Πουλαντζάς είχε αρχίσει να διακρίνει το περίγραμμα του αναδυόμενου μεταφορντικού καθεστώτος συσσώρευσης και των χαρακτηριστικών τάσεών του για κρίση, αλλά δεν τα επεξεργάστηκε πλήρως. Κάτι τέτοιο θα ήταν πράγματι δύσκολο για οποιονδήποτε διανοητή της εποχής, αφού η μορφή ενός μελλοντικού, δυνητικά σταθερού μεταφορντισμού ήταν ακόμη ασχημάτιστη. Οι βασικές τάσεις για κρίση του ιμπεριαλισμού έχουν αλλάξει από την περίοδο του φορντισμού. Αυτό αντανακλάται στην πληρέστερη ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς μέσω της παγκοσμιοποίησης· στην αύξηση του ρόλου που έχουν οι μορφές ανταγωνισμού ενός ευρύτερου φάσματος, οι οποίες εκτείνονται όχι μόνο σε στενά οικονομικά ζητήματα αλλά και σε ολόκληρη την οργάνωση των τοπικών, περιφερειακών και εθνικών κοινωνιών· και στη βαρύνουσα σημασία της γνώσης και της εμπορευματοποίησής της για τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Αυτά είναι θέματα που τα έχω συζητήσει με όρους πουλαντζικής έμπνευσης στο τελευταίο μου βιβλίο, The Future of the Capitalist State (2002) [Το μέλλον του καπιταλιστικού κράτους].
 
Ένα σημαντικό μέρος του έργου του Πουλαντζά αναλώθηκε στην ανάλυση του ρόλου της Δυτικής Ευρώπης στη διεθνή πολιτική οικονομία. Τι μας δείχνει η ανάλυσή του για τις σχέσεις μεταξύ Ε.Ε. και Ηνωμένων Πολιτειών; Πόσο επίκαιρη την βρίσκετε σήμερα;
 
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, το κύριο επιχείρημα του Πουλαντζά ήταν ότι συντελούνταν η ολοκλήρωση της Δυτικής Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών σε ένα ενιαίο κύκλωμα ατλαντικού φορντισμού, οργανωμένο τότε υπό την κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου (μέσα από ξένες άμεσες επενδύσεις, την ανάγκη να ανταγωνισθεί το αμερικανικό κεφάλαιο επί ίσοις όροις, την ολοένα μεγαλύτερη αλληλοδιείσδυση του αμερικανικού και του ευρωπαϊκού μπλοκ εξουσίας), και υποκείμενο στις ίδιες βασικές τάσεις για κρίση. Όπως προκύπτει και από αυτά που ανέφερα προηγουμένως, η κρίση του ατλαντικού φορντισμού και η ανάδυση μιας οικονομίας που παγκοσμιοποιεί και είναι βασισμένη στη γνώση, ως το κυρίαρχο Παράδειγμα του μεταφορντικού μέλλοντος, έχουν καταστήσει περιττή την εν προκειμένω ουσιαστική του ερμηνεία.
 
Αλλά οι βασικές αρχές της ανάλυσής του εξακολουθούν να ισχύουν: συνηγόρησε θερμά υπέρ του να διερευνηθούν οι μεταβαλλόμενες κοινωνικές σχέσεις παραγωγής και η δυναμική που προσλάμβανε η συσσώρευση κεφαλαίου, και όχι υπέρ του να εξετασθούν οι δικονομικές σχέσεις και να φετιχοποιηθεί ο «εθνικός» χαρακτήρας συγκεκριμένων κεφαλαίων· υπέρ του να διερευνηθεί το κράτος ως κοινωνική σχέση, συμπεριλαμβανομένων των παράλληλων δικτύων εξουσίας που συνέδεαν διαφορετικά τοπικά και εθνικά κράτη σε μια μεταβαλλόμενη παγκόσμια τάξη, και των δυνάμεων που, σε απόσταση από το κράτος, διαμόρφωναν τους σχεδιασμούς του κράτους· και υπέρ του να εξετασθεί η πνευματική-χειρωνακτική κατανομή εργασίας που διαμορφώνεται όλο και περισσότερο από αγώνες για την κατάκτηση «ήπιας εξουσίας» και για τον έλεγχο του κοινού νου.
 
Η εποικοδομητική κριτική στον Πουλαντζά καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του έργου σας. Ποια πιστεύετε ότι είναι η επικαιρότητά του στο επίπεδο της θεωρίας, όχι μόνο στη δική σας δουλειά αλλά και για την εδραίωση και ανάπτυξη των κυρίαρχων νεομαρξιστικών ρευμάτων σκέψης (π.χ. νεογκραμσιανισμός, κανονιστική σχολή, κ.ά.);
 
Πάντοτε ήμουν ευτυχής και περήφανος να προσδιορίζω τη δουλειά μου ως κυρίως πουλαντζικής έμπνευσης. Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, από δύο απόψεις: πρώτον, εξακολουθώ να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω το έργο του Πουλαντζά για τη θεωρητική και μεταθεωρητική του σύλληψη της κρατικής θεωρίας· και δεύτερον, συνεχίζω την προσπάθεια να αναλύσω το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, κατά τρόπο συμβατό με την πουλαντζική προσέγγιση του κράτους. Έτσι έχω επιχειρήσει να επεξεργαστώ πάλι την κανονιστική προσέγγιση υπό το πρίσμα των στοχασμών του Πουλαντζά περί κράτους, και του Γκράμσι περί αμερικανισμού, φορντισμού και ευρύτερα περί ηγεμονίας.
 
Την ίδια στιγμή είναι απαραίτητο για μένα να υπερβώ τα ουσιαστικά επιχειρήματα του Πουλαντζά, κι αυτό επειδή ο καπιταλισμός και το καπιταλιστικό κράτος μεταβάλλονται, και χρειάζονται νέες έννοιες για να αντιμετωπισθεί η ιστορική ιδιαιτερότητά τους και οι ιδιότυπες τάσεις τους για κρίση. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό σε τέσσερα σημεία του έργου μου: πρώτον, στην ανάγκη κατανόησης των νέων μορφών διακυβέρνησης που δεν υπόκεινται στην παραδοσιακή διχοτόμηση μεταξύ αγοράς και κράτους· δεύτερον, στην ανάγκη να αντιμετωπίσουμε τηην ολοένα πιο πολύπλοκη κλίμακα της κρατικής εξουσίας –αποδίδοντας διευρυμένο ρόλο στο τοπικό και το περιφερειακό κράτος, στις υπερεθνικές μορφές κράτους, και στις εγκάρσιες πολιτικές διευθετήσεις· τρίτον, στην ανάγκη να κατανοήσουμε τον μεταφορντισμό και τις χαρακτηριστικές τάσεις του για κρίση· και, τέλος, στην ανάγκη αναθεώρησης των διαφορετικών ειδών δημοκρατίας, στα πλαίσια των νέων συνθηκών. Πιστεύω όμως ότι μπορούμε να καταπιαστούμε με αυτά τα προβλήματα μαζί, και όχι σε αντιπαράθεση, με τον Πουλαντζά· και είναι πηγή ειλικρινούς θλίψης για μένα που ο Πουλαντζάς δεν διαβάζεται όσο του αξίζει.

*ΝΙΚΟΣ ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ (1936-1979)-35 χρόνια από το θάνατό του

Συνεντεύξεις του Γιώργου Καλπαδάκη με τους Μπομπ Τζέσοπ, Γιόαχιμ Μπίσοφ, Ερνέστο Λακλάου

Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Ο Πολίτης» (Σεπτέμβριος 2004, τ. 125) και την «Κυριακάτικη Αυγή» (3 και 10 Οκτωβρίου 2004)