To 1118 μ.Χ., είκοσι περίπου χρόνια μετά την ίδρυση του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ από τον Godefroy de Bouillon και τους Σταυροφόρους του, εννέα Γάλλοι ιππότες υπό την ηγεσία του Υγ ντε Πεγιέ, ενός ευγενή από την Καμπανία, έφθασαν στους Αγίους Τόπους κι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή γύρω από τα ερείπια του Ναού του Σολομώντος.

Ads

Φανερός σκοπός τους ήταν να ιδρύσουν ένα Τάγμα με διπλή, δηλαδή και μοναστική και στρατιωτική, ιδιότητα, που θα είχε ως αποστολή του να προστατεύει τους Ευρωπαίους προσκυνητές που έρχονταν την εποχή εκείνη να επισκεφτούν τους Αγίους Τόπους και συγκεκριμένα να προσέχουν τη ευαίσθητη διαδρομή από το λιμάνι του Αγίου Ιωάννη της Άκρα ως την Ιερουσαλήμ. Επειδή εγκαταστάθηκαν στην περιοχή γύρω από τον αρχαίο Ναό του Σολομώντος ονομάστηκαν Ιππότες του Ναού ή Ναΐτες και το Τάγμα τους, Τάγμα του Ναού.

Αρχικά οι Ναΐτες ζούσαν στην απόλυτη πενία, ενώ ο επικεφαλής τους, Υγ ντε Πεγιέ, μοιράζονταν το ίδιο άλογο με τον Ζωφρέ του Σαιν Ομέρ: εικόνα που αποτέλεσε και τη σφραγίδα-σύμβολο του Τάγματος, δείχνοντας την πενία και την αδελφοσύνη τους. Η δύναμη και η επιρροή τους δεν άργησε ωστόσο να μεγαλώσει, εφόσον ανταποκρίνονταν και στην ιπποτική «μόδα» της εποχής τους. Έτσι, δέκα χρόνια μετά την ίδρυση του τάγματός τους ο αριθμός των Ναϊτών έφθασε τους 300 ιππότες και ο στρατός τους αριθμούσε 3.000 άνδρες. Η δύναμή τους μεγάλωνε συνεχώς όσο καιρό βρίσκονταν σε εξέλιξη οι Σταυροφορίες, οι «ιερές» εκστρατείες της χριστιανικής Δύσης που αποσκοπούσαν στην απελευθέρωση –και όχι μόνον– των Αγίων Τόπων από τους «απίστους».

Στα πρώτα τους βήματα οι Ναΐτες είχαν την υποστήριξη μιας από τις μεγαλύτερες μορφές της εποχής, του Αγίου Βερνάρδου του Κλαιρβώ, που ήταν επικεφαλής του Κισκερκιανού Τάγματος. Ο Αγιος Βερνάρδος, χάρη στη μεγάλη του επιρροή, στην ευφράδεια και στην ασκητική ζωή του, κατόρθωσε να πείσει τον Πάπα Ονόριο ΙΙ να δώσει την επίσημη αναγνώριση της Εκκλησίας στο Τάγμα του Ναού. Έτσι το Συμβούλιο της (καθολικής) Εκκλησίας, που συνεδρίασε το 1128 στο Τroyes της Γαλλίας, ενέκρινε το καταστατικό του νέου τάγματος. Οι Ναΐτες είχαν πλέον και επίσημη εκκλησιαστική υπόσταση.

Ads

Το Τάγμα του Ναού βασίζονταν σε μια πολύ κλειστή αδελφότητα ανδρών με αριστοκρατική καταγωγή. Η αδελφότητα αυτή συνοδεύονταν από ιππότες, ιπποκόμους, υπηρέτες κι από έναν μεγάλο αριθμό τεχνητών και χειρωνακτών, τους οποίους και παραχωρούσαν οι βασιλείς στο τάγμα. Επικεφαλής του τάγματος ήταν ο Μάγιστρος. Επόμενος στην ιεραρχία και πληρεξούσιος του Μάγιστρου ήταν ο Πρωτόγερος. Ακολουθούσε ο Στρατάρχης και κατόπιν ο Αρχηγός. Το Τάγμα του Ναού ήταν χωρισμένο διοικητικά κατά επαρχίες, όπου ο αρχηγός της κάθε επαρχίας υπάκουε στην ίδια ιεραρχική δομή. Το Τάγμα απαλλάσσονταν από φόρους προς τις εκκλησιαστικές αρχές των περιοχών δράσης του κι απολάμβανε δικαστική αυτονομία. Στις σχέσεις του με την εκκλησία το Τάγμα ήταν υπόλογο μόνον στον Πάπα κι αντιδρούσε μονάχα στις δικές του προσταγές.

Για να εισέλθει ένας υποψήφιος στο Τάγμα του Ναού έπρεπε να τηρεί ορισμένες προϋποθέσεις. Καταρχάς έπρεπε να είναι τέκνο νόμιμου γάμου, ανύπαντρος, ενήλικας, ελεύθερος από δεσμεύσεις και χρέη και να μην είναι μέλος κάποιου άλλου τάγματος. Εκτός από αυτές τις προϋποθέσεις ο υποψήφιος Ναίτης έπρεπε να υποστεί κι αρκετές δοκιμασίες.

Έπρεπε να περάσει μια μεγάλη περίοδο προετοιμασίας στη διάρκεια της οποίας θα έπρεπε να αποδείξει την ευσέβεια και τη δύναμη του χαρακτήρα του. Ο υποψήφιος Ναίτης ήταν υποχρεωμένος να παραδώσει όλη την προσωπική του περιουσία στο Τάγμα, που γίνονταν όλο και πιο πλούσιο με την είσοδο νέων μελών σε αυτό. Ο νεοεισερχόμενος έδινε όρκους αγνότητας και υπακοής: «Ορκίζομαι να αφιερώσω τις σκέψεις, την ενέργεια και τη ζωή μου στην υπεράσπιση της ενότητας του Θεού και των μυστηρίων της πίστης… Υπόσχομαι να είμαι ταπεινός και υπάκουος στο Μεγάλο Δάσκαλο του Τάγματος». Επίσης τα μέλη του τάγματος έδιναν όρκο πενίας, έτρωγαν τροφές μόνο από δημητριακά κι απαρνιούνταν το κυνήγι κι άλλες στρατιωτικές απολαύσεις.

Όταν δεν πολεμούσαν ασχολούνταν με τη συντήρηση των πανοπλιών τους παράλληλα με προσευχές, μετάνοιες κι άλλες θρησκευτικές ασχολίες, όπως κι οι απλοί μοναχοί. Η σημαία των Ναϊτών ήταν ένας κόκκινος σταυρός μέσα σ’ ένα λευκό και μαύρο πλαίσιο. Η σφραγίδα του Τάγματος απεικόνιζε δύο ιππότες καβάλα στο ίδιο άλογο και συμβόλιζε τόσο τη φτώχεια, όσο και τη συντροφικότητα τους. Τέλος, η πολεμική κραυγή τους ήταν: Non nobis Domine, non nobis, sed Nomini Tuo da Gloriam!

Η άνοδος και η πτώση των Ναϊτών Ιπποτών

Όχι πολύ καιρό μετά την ίδρυσή του, το Τάγμα του Ναού έγινε υπολογίσιμη δύναμη τόσο στη Μέση Ανατολή, όσο και στην Ευρώπη. Όπως ήταν φυσικό η επιρροή και ο πλούτος του αυξάνονταν συνεχώς όσο διαρκούσαν οι Σταυροφορίες. Πολλά τέκνα αριστοκρατικών οικογενειών της Ευρώπης έσπευσαν να ενταχθούν στο Τάγμα, προτιμώντας την ασκητική ζωή του πολεμιστή-μοναχού από εκείνη του ευγενή χωρίς φέουδο. Αρκετοί βασιλιάδες, φιλικά προσκείμενοι προς το Τάγμα, παραχώρησαν σ’ αυτό περιουσίες, όπως ο βασιλιάς της Αραγονίας που κληροδότησε στους Ναΐτες το 1/3 της επικράτειας του! Τον 12ο αιώνα οι Ναΐτες ήταν πανίσχυροι καθώς κατείχαν γη, περιουσίες, λιμάνια και στόλους. Για κάποιο διάστημα μάλιστα υπήρξαν και οι τραπεζίτες της Ευρώπης.

Σε μια εποχή που η διακίνηση εμπορευμάτων και ιδιαίτερα χρημάτων ήταν εξαιρετικά ανασφαλής, οι Ναΐτες εγγυούνταν κι αναλάμβαναν, με το αζημίωτο φυσικά, (κρατούσαν ως και το 20% του ποσού) τις ριψοκίνδυνες χρηματαποστολές στον άναρχο κόσμο του Μεσαίωνα. Μάλιστα, για ν’ αποφεύγουν τους κινδύνους από την πραγματική μετακίνηση χρηματικών ποσών, άρχισαν να εκδίδουν πιστωτικά σημειώματα, με τα οποία έδιναν την εντολή ο ένας στον άλλο να πληρώσουν το διακινούμενο ποσό στον παραλήπτη του. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι οι Ναΐτες υπήρξαν και οι εφευρέτες της… επιταγής! Όπως λοιπόν και οι περισσότεροι τραπεζίτες το Τάγμα του Ναού έγινε γρήγορα πολύ πλούσιο κι άρχισε έτσι να δανείζει χρήματα σε ευγενείς και βασιλιάδες. Σύντομα αρκετοί βασιλείς βρέθηκαν χρεωμένοι σ’ αυτούς, γεγονός που αύξησε και τη δυσαρέσκεια απέναντι τους. Τη περίοδο ωστόσο που το Τάγμα αύξανε τον πλούτο και την επιρροή του στην Ευρώπη, έχανε τα ερείσματα του στους Αγίους Τόπους.

Η αποτυχία της 2ης Σταυροφορίας υπήρξε μοιραία για τους Ναΐτες. Ειδικότερα η συντριπτική τους ήττα στη μάχη του Hattin (4 Ιουλίου του 1187) από τις αραβικές δυνάμεις του Σαλαντίν, σήμανε την αρχή του τέλους της ευρωπαϊκής και βεβαίως της Ναϊτικής παρουσίας στους Αγίους Τόπους. Τον επόμενο αιώνα οι περισσότερες μάχες χάθηκαν για τους Χριστιανούς και τα προπύργια τους στην Παλαιστίνη έπεφταν το ένα μετά το άλλο στα χέρια των μουσουλμάνων. Το 1244 έπεσε η Ιερουσαλήμ και το 1291 έπεσε το λιμάνι του Αγίου Ιωάννη της Άκρα, το τελευταίο οχυρό των χριστιανών στους Αγίους Τόπους.

Διαισθανόμενοι το τέλος της παρουσίας τους στη Μέση Ανατολή οι Ναΐτες είχαν ήδη μεταφέρει το κέντρο βάρους της δύναμης τους από την Παλαιστίνη στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γαλλία. Εκεί απόλαυσαν για κάποιο διάστημα την κοσμική ζωή και την άσκηση, ώσπου ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος IV, γνωστός ως Φίλιππος ο Ωραίος, άρχισε να μηχανεύεται την εξόντωση τους. Χρεωμένος στους Ναΐτες και ζηλεύοντας τη δημοτικότητά τους ο βασιλιάς της Γαλλίας, σε συνεργασία με τον Πάπα της Ρώμης Κλημέντιο Ε’, αποφάσισε να καταστρέψει το Τάγμα του Ναού και να ιδιοποιηθεί τους θησαυρούς του. Έτσι, στις 13 Οκτωβρίου του 1312, ο Φίλιππος IV κατηγόρησε τους Ναΐτες ως αιρετικούς και διέταξε τη σύλληψη τους. Στα επτά χρόνια των διώξεων που ακολούθησαν συνελήφθησαν τα περισσότερα μέλη του Τάγματος στη Γαλλία, τα οποία και καταδικάστηκαν σε θάνατο ύστερα από πρόχειρες «ιεροεξεταστικές» δίκες.

Ο τελευταίος Μάγιστρος του τάγματος Ζακ ντε Μολέ, που το 1297 είχε εκλεγεί 22ος Μέγας Διδάσκαλος των Ναϊτών, συνελήφθη και φυλακίστηκε για πεντέμισι χρόνια. Τελικά, ύστερα από προσωπική διαταγή του ίδιου του βασιλιά της Γαλλίας, ο Ζακ Ντε Μολέ κάηκε στην πυρά στις 18 Μαρτίου του 1314. Λέγεται ότι μόλις άναψαν οι πυρές ο τελευταίος Μάγιστρος των Ναιτών είπε τα εξής στο πλήθος: «Η απόφαση που μας καταδικάζει είναι μια άδικη απόφαση, αλλά στον ουρανό υπάρχει ένα σεβαστό δικαστήριο, στο οποίο οι αδύναμοι δεν καταφεύγουν ποτέ μάταια. Στο δικαστήριο αυτό καλώ, μέσα σε σαράντα μέρες, το Ρωμαίο Ποντίφηκα. Ω Φίλιππε, βασιλιά μου, σε συγχωρώ, αν και ανώφελα, γιατί η ζωή σου είναι καταδικασμένη στο δικαστήριο του Θεού. Μέσα σε ένα χρόνο σε περιμένω». Και πράγματι τρεις βδομάδες αργότερα ο Πάπας προσβλήθηκε από μια παράξενη ασθένεια και πέθανε. Όσο για τον βασιλιά της Γαλλίας, εκείνος κατέρρευσε, πριν περάσει καν ούτε ένας χρόνος, μέσα σε δυστυχία και φρικτούς πόνους…

Ο πραγματικοί λόγοι της καταδίκης των Ναϊτών

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα κίνητρα πίσω από τη δίωξη των Ναϊτών ως «αιρετικών» ήταν στη βάση τους οικονομικά και πολιτικά. Ο Βασιλιάς της Γαλλίας, της χώρας που φιλοξενούσε και τα περισσότερα μέλη του Τάγματος, Φίλιππος IV, γνωστός και ως Φίλιππος ο Ωραίος, όντας καταχρεωμένος στους Ναΐτες κι εποφθαλμιώντας τα αμύθητα πλούτη τους, δεν έβλεπε τη στιγμή να τους ξεφορτωθεί. Έχοντας απολέσει τις θέσεις τους στους Αγίους Τόπους (άρα και τον πρωταρχικό σκοπό της ύπαρξης τους…) οι Ναΐτες ήταν πλέον ευάλωτοι στις διαθέσεις των βασιλέων, των χωρών που τους φιλοξενούσαν. Ο Φίλιππος IV συνέλαβε ένα σχέδιο για την εξόντωση τους, το οποίο του υπαγόρευσε ένας σατανικά έξυπνος ακόλουθος του, ο Guillaume de Nogaret. 

Η όλη ιδέα βασίζονταν στη «δαιμονοποίηση» των Ναϊτών στα μάτια του Πάπα Κλημέντιου V, που χρώσταγε άλλωστε την εκλογή του στον παπικό θρόνο στο βασιλιά της Γαλλίας και ο οποίος θα τους αποκήρυττε ως αιρετικούς και ως ανταμοιβή θα μοιράζονταν τα πλούτη τους από κοινού με τον Φίλιππο.