Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος επιβεβαίωσε για ακόμα μια φορά την άποψη ότι μια ήττα και μια επανάσταση έχουν στενότερη σχέση απ’ όσο νομίζουμε. Του Neil Faulkner

Ads

Όταν, στα τέλη του πολέμου, οι Κεντρικές Δυνάμεις κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να κερδίσουν, επεδίωξαν πολλές φορές ενός είδους συμβιβαστικής ειρήνης. Όμως κάθε τέτοια προσπάθεια απορρίφθηκε. Οι Δυνάμεις της Αντάντ (η Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία και οι ΗΠΑ) ήθελαν, όχι μόνο μια νικηφόρα έκβαση, αλλά να τους δοθεί το ελεύθερο να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο.

Εγκλωβισμένοι, οι ηγέτες της Γερμανίας, της Αυστρο-Ουγγαρίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Βουλγαρίας αποφάσισαν να συνεχίσουν να μάχονται. Η ιμπεριαλιστική απληστία των κυρίαρχων τάξεων καταδίκαζε για ακόμη μια φορά την ανθρωπότητα σε ατέλειωτη και αιματηρή σφαγή.

Τι απέτρεψε μια τέτοια εξέλιξη; Η επανάσταση. Η Οκτωβριανή Επανάσταση έληξε τις μάχες στο ανατολικό μέτωπο, ενώ ένα κύμα εθνικιστικών εξεγέρσεων σε Μέση Ανατολή και Βαλκάνια το δυτικό. Το μικρόβιο εξαπλώθηκε στη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία. «Ολόκληρη η Ευρώπη γέμισε με το πνεύμα της επανάστασης», γκρίνιαζε ο Βρετανός πρωθυπουργός Lloyd George σε επιστολη του προς τον Γάλλο ομόλογό του, το 1919. «Όλη η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο αμφισβητείται από μια μάζα πληθυσμού σε ολόκληρη την Ευρώπη».

Ads

Μπορείτε να διαβάσετε:

Στο τέλος του πολέμου, το επίκεντρο της επαναστατικής θύελλας μετακόμισε από την Πετρούπολη στο Βερολίνο, από την άκρη της ηπείρου στην καρδιά της. Το αποτέλεσμα της γερμανικής επανάστασης θα έμενε στην Ιστορία.

Μια ενδεχόμενη νίκη στη Γερμανία θα έφερνε την πλουσιότερη βιομηχανική οικονομία και το μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης προς την πλευρά της σοσιαλιστική επανάστασης, με άμεση αρωγή από το μπολσεβίκικο καθεστώς στη Ρωσία, με σκοπό την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας από τη Βόρεια Θάλασσα μέχρι τον Ειρηνικό. Με άλλα λόγια, η επανάσταση θα γινόταν παγκόσμια.

Αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, ολόκληρη η μελλοντική πορεία της ανθρώπινης ιστορίας θα ήταν διαφορετική. Δεν θα υπήρχε η Μεγάλη Ύφεση. Ούτε o ναζισμός, ο σταλινισμός, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Ψυχρός.

Η επανάσταση στη Γερμανία, οι «Μέρες του Νοεμβρίου», έφεραν μαζικές διαδηλώσεις, απεργίες, στρατιωτικές ανταρσίες και την δημιουργία ενός ισχυρού δικτύου εργαζομένων, στρατιωτών και ναυτών. Η Ρωσική Επανάσταση είχε ήδη δείξει πως ένα τέτοιο δίκτυο θα μπορούσε να αντιπροσωπεύσει την υπάρχουσα κρατική δομή με μια εναλλακτική που θα βασιζόταν στην άμεση δημοκρατία. Ωστόσο, οι γερμανικές επιτροπές επέλεξαν να παραδώσουν την εξουσία σε μια, κοινοβουλευτικού τύπου, παραδοσιακή κυβέρνηση.

Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε με υπουργούς από το SPD και το USP εγκρίθηκε από μια συνέλευση 1.500 εργαζομένων και στρατιωτικών αντιπροσώπων. Αυτό αποκάλυψε τη δύναμη των επιτροπών, από τις οποίες ήταν απαραίτητη η στήριξη, αλλά και την απειρία τους, καθώς προτίμησαν να παράσχουν την εμπιστοσύνη τους σε επαγγελματίες  πολιτικούς.

Οι Γερμανοί σοσιαλιστές είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες. Οι ηγέτες του SPD (Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα) ήταν υπέρ του πολέμου και κατά της επανάστασης. Κύριος στόχος τους ήταν μια καπιταλιστική Γερμανία και προσπάθησαν από την πρώτη στιγμή να καταπνίξουν το κίνημα που τους ανέδειξε στην εξουσία. Ο αρχηγός του κόμματος, Frederick Ebert συμμάχησε με το στρατό, έκανε λόγο για «αυστηρή κυριαρχία και τάξη» και δεσμέυτηκε για «μάχη ενάντια στον μποσελβικισμό».

Οι ηγέτες του USP (Ανεξάρτητο Σοσιαλιστικό Κόμμα) ήταν «κεντρώοι». Στις τάξεις του περιλαμβάνονταν σοσιαλδημοκράτες, όπως ο Edward Bernstein, ριζοσπάστες σοσιαλιστές, όπως ο Karl Kautsky και μαρξιστές διανοούμενοι, όπως ο οικονομολόγος Rudolf Hilferding. Αυτό που τους ένωσε ήταν η επαναστατική ρητορική και οι μεταρρυθμιστικές πρακτικές.

Τον Ιανουάριο του 1919, η εκλογική δύναμη του SPD ήταν πενταπλάσια του USP. Μέχρι τον Ιούνιο του 1920, οι διαφορές τους κρίνονταν στην ψήφο. Αυτό από μόνο του αποδεικνύει την θεαματική στροφή των Γερμανών εργατών προς την Αριστερά για περίπου δύο χρόνια μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το τρίτο κομμάτι ήταν ο «Σπάρτακος» ή, όπως μετονομάστηκε, το KPD (Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα), το οποίο αποτελούταν από μια επαναστατική σοσιαλιστική ομάδα με επικεφαλής τον Karl Liebknecht και την Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ο χαρακτήρας του ήταν παρόμοιος με αυτόν των Ρώσων μπολσεβίκων. Τον Νοέμβριο του 1918, το USP είχε σχεδόν δέκα φορές όσα μέλη είχε ο «Σπάρτακος».

Εκείνη την περίοδο, το κυρίαρχο κόμμα ήταν το SPD, το οποίο συνεργαζόταν άψογα με το γενικό επιτελείο στρατού. Επειδή οι στρατιώτες «μολύνθηκαν με το πνεύμα της επανάστασης», ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εσωτερικών Gustav Noske έδωσε άδεια στους στρατηγούς να δημιουργήσουν μια παραστρατιωτική οργάνωση με το όνομα «Freikorps».

Η στρατιωτική  ήττα, η οικονομική κρίση και η κοινωνική αναταραχή είχαν συντρίψει τον πληθυσμό και, ενώ πολλοί Γερμανοί πολίτες αγκάλιασαν τις ιδέες της Αριστεράς, διάφοροι αξιωματικοί και στρατιώτες κινήθηκαν προς τα δεξιά.

Η «Freikorps» προσεταιρίστηκε τα πιο σκληρά, ακροδεξιά στοιχεία. Κέρδισε αμέσως την φήμη μιας κτηνώδους, αντισημιτικής και εθνικιστικής οργάνωσης, εχθρικής προς τις εργατικές επιτροπές, τα συνδικάτα και την Αριστερά. Πολλοί από τα μέλη της «Freikorps» κατέληξαν τελικά στο Ναζιστικό Κόμμα.

Πριν όμως έρθει ο ναζισμός, το Βερολίνο ήταν η πρωτεύουσα της επανάστασης και η ισχυρότερη βάση του νεοσύστατου KPD. Στις 4 Ιανουαρίου, η κυβέρνηση του SPD απέλυσε τον επικεφαλής της αστυνομίας (και μέλος του USP), Emil Eichhorn, επειδή αρνήθηκε να αναλάβει δράση ενάντια στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας των εργατών.

Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες ξεχύνονταν στους δρόμους, πολλοί από αυτούς οπλισμένοι. Μια προσωρινή «Επαναστατική Επιτροπή» είχε εγκατασταθεί στο αρχηγείο της αστυνομίας, αλλά τα τοπικά στρατεύματα παρέμεναν εχθρικά και η στήριξη της δράσης έξω από το Βερολίνο ήταν ελάχιστη.

Οι ακτιβιστές είχαν μετατρέψει τη δράση σε επανάσταση πριν προλάβει να ωριμάσει. Η επαναστατημένη πρωτεύουσα ήταν τελείως απομονωμένη. Όχι μόνο  οι «Freikorps», αλλά και πολλοί από τους στρατιώτες εκτός Βερολίνου ήταν πρόθυμοι να συμμετάσχουν στην αιματηρή καταστολή που ακολούθησε.

Ο Karl Liebknecht έπεσε νεκρός από τα πυρά. Το κρανίο της Ρόζα Λούξεμπουργκ καταστράφηκε από τη λαβή ενός όπλου και στην συνέχεια πυροβολήθηκε. Το σώμα της πετάχτηκε σε ένα κανάλι. Η γερμανική επανάσταση είχε αποκεφαλιστεί.

Τον Ιούλιο του 1917, οι Μπολσεβίκοι χαλιναγώγησαν το πλήθος στην Πετρούπολη, για να αποφευχθεί η πρόωρη κατάληψη της εξουσίας στην πρωτεύουσα. Τον Ιανουάριο του 1919, οι Σπαρτακιστές απέτυχαν να κάνουν το ίδιο και το πλήρωσαν ακριβά.

Παρόλα αυτά, η οπισθοδρόμηση δεν ήταν κατ’ ανάγκη μοιραία. Η κρίση συνέχιζε να βαθαίνει σε όλη τη Γερμανία. Τα τρία σοσιαλιστικά κόμματα είχαν την υποστήριξη της κοινωνίας και οι παρακρατικοί της «Freikorps» αντιμετώπιζαν ολοένα και μεγαλύτερη αποτελεσματική αντίδραση από ένοπλους εργάτες και επαναστατημένους στρατιώτες. Μέχρι τον Μάρτιο του 1920, περίπου 20.000 είχαν σκοτωθεί σε μια σειρά περιφερειακών εμφυλίων συρράξεων.

Σε αυτό το σημείο, η γερμανική άρχουσα τάξη έκανε ένα πραξικόπημα «νόμου και τάξης», αποστέλλοντας στρατεύματα στο Βερολίνο, ανατρέποντας την κυβέρνηση του SPD και διορίζοντας στη θέση του ένα συντηρητικό γραφειοκράτη ονόματι Kapp. Αυτή τη φορά, ήταν η Δεξιά που κινήθηκε γρήγορα.

Αμέσως ο επικεφαλής της συνομοσπονδίας κήρυξε γενική απεργία και εκατομμύρια εργαζόμενοι ανταποκρίθηκαν. Έφτιαξαν καινούριες επιτροπές και πήραν τα όπλα, απελευθερώνοντας την μεγαλύτερη βιομηχανική περιοχή της Γερμανίας από τις ακροδεξιές δυνάμεις.

Το πραξικόπημα του «Kapp» κατέρρευσε μέσα σε λίγες ημέρες και οι υπουργοί του SPD είχαν επιστρέψει στα γραφεία τους. Η αληθινή φύση της άρχουσας τάξης είχε εκτεθεί και οι Γερμανοί εργάτες στράθηκαν απότομα προς τα αριστερά. Η ήττα είχε αποκαλύψει τη δύναμη μιας επανάστασης που οι πολίτες εμπιστεύονταν.

Η επανάσταση δεν έγινε ποτέ. Το KPD δεν προετοίμασε μια προλεταριακή εξέγερση. Ο Kapp δεν είχε ανοίξει, όπως είχε κάνει ο Kornilov τον Αύγουστο του 1917, τον δρόμο προς την σοσιαλιστική επανάσταση. Οι ηγέτες του KPD είχαν μάθει καλά το μάθημά τους από τον Ιανουάριο του 1919 και τώρα, σε διαφορετικές συνθήκες, αποδείχθηκαν δειλοί.

Η τέχνη της επανάστασης είναι ο συγχρονισμός. Το καλοκαίρι του 1920 ήταν σχεδόν βέβαιο ότι οι επαναστάτες μπορούσαν να οδηγήσουν την εργατική τάξη στη νίκη, στην καρδιά της Ευρώπης. Ένα είναι σίγουρο, η Ιστορία πλήρωσε την αποτυχία τους. 

(*) Ο Neil Faulkner είναι Βρετανός αρχαιολόγος, ιστορικός και συγγραφέας.