Αρχές της δεκαετίας του 1980, έξι χρόνια μετά την πτώση της χούντας, η Ελλάδα εντασσόταν στην ΕΟΚ ως πλήρες μέλος, αποτελώντας τη δέκατη χώρα-μέλος της Κοινότητας.

Ads

Τότε, στην ελληνική κοινωνία κυριαρχούσε το σύνθημα «να γίνουμε Ευρώπη». Για ορισμένους, τους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης, το σύνθημα αυτό εξέφραζε ένα αίσθημα κατωτερότητας έναντι των Ευρωπαίων εταίρων της Ελλάδας που μεταφράστηκε πολιτικά σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης – με εξαίρεση ίσως την πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ – σε μια αντίληψη ότι η χώρα μας συμμετείχε χαριστικά στην ΕΟΚ (και στη συνέχεια στην Ε.Ε.) ως «φτωχός συγγενής» και όχι ως ισότιμος εταίρος.

Για την Αριστερά, ιδιαίτερα για την τότε ευρωκομμουνιστική Αριστερά, το «να γίνουμε Ευρώπη» σήμαινε να αναπτύξουμε τη δημοκρατία στη χώρα μας και να επιτύχουμε κοινωνικές κατακτήσεις για τους εργαζόμενους και την ελληνική κοινωνία αντίστοιχες του ευρωπαϊκού μέσου όρου και επιπλέον, να εργαστούμε με όλες τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής Αριστεράς για την υπέρβαση της ψυχροπολεμικής διαίρεσης της ηπείρου, μέσω του πυρηνικού και συμβατικού αφοπλισμού και της ταυτόχρονης διάλυσης των δύο αντίπαλων συνασπισμών, του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Ο στόχος αυτός είχε μεγάλη απήχηση σε όλο τον κόσμο, ο οποίος ζούσε τότε τον εφιάλτη ενός παγκόσμιου πυρηνικού ολοκαυτώματος, που θα μπορούσε να ξεκινήσει από την Ευρώπη (ας θυμηθούμε ότι αρχές δεκαετίας του 1980 είχε διατυπωθεί το αμερικανικό δόγμα ενός «περιορισμένου πυρηνικού πολέμου στην Ευρώπη»).

Ads

Αργότερα, η ελληνική Αριστερά στο σύνολό της – τουλάχιστον η κοινοβουλευτική Αριστερά – είχε υποστηρίξει την ιδέα του Γκορμπατσόφ, τότε Γ.Γ. του ΚΚΣΕ και Προέδρου της ΕΣΣΔ για το «Κοινό Ευρωπαϊκό Σπίτι», βασισμένο στις αρχές της ΔΑΣΕ, δηλαδή, της πανευρωπαϊκής «Διαδικασίας του Ελσίνκι», η οποία είχε τεθεί σε κίνηση την 1η Αυγούστου 1975 ανοίγοντας το δρόμο σε μια περίοδο διεθνούς ύφεσης που όμως ανεκόπη πολύ σύντομα με την εγκατάσταση των «ευρωπυραύλων» εκατέρωθεν της διαχωριστικής γραμμής του Ψυχρού Πολέμου.

Η πορεία της Ελλάδας εντός της ΕΟΚ από το 1981 και της Ε.Ε. στη συνέχεια δεν ήταν ένας υγιής περίπατος, πολύ περισσότερο κατά τα τελευταία χρόνια των μνημονίων. Βαρύνονται όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν αυτή την πορεία, για το γεγονός ότι η πολυπόθητη οικονομική και κοινωνική σύγκλιση με τους εταίρους μας δεν πραγματοποιήθηκε, ότι οι κοινοτικοί πόροι που ήρθαν στη χώρα μας με τα διάφορα «πακέτα» δεν αξιοποιήθηκαν για την οικονομική της ανασυγκρότηση και την άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων. Αντιθέτως, θυσιάστηκαν σε μεγάλο βαθμό οι πόροι αυτοί στο βωμό των πελατειακών σχέσεων των εκάστοτε κυβερνώντων και του εύκολου πλουτισμού κάποιων παρατρεχάμενων.

Γράφοντας για τα 20 χρόνια συμμετοχής της Ελλάδας στην Ε.Ε., ο ευρωβουλευτής του ΣΥΝ Μιχάλης Παπαγιαννάκης, υποστήριζε ότι «η καθαρή μεταφορά προς την Ελλάδα οικονομικών πόρων ξεπερνούσαν, πριν ακόμα αρχίσει να εφαρμόζεται το Γ΄ΚΠΣ, τα 11-12 τρισεκατομμύρια δραχμές, άσχετα με το πώς χρησιμοποιήθηκαν. Λόγω μεγέθους και μόνο, αλλά και λόγω διάρκειας, αυτή η μεταφορά πόρων έχει ιστορική σημασία».

«[…] Δεν είναι ίσως αρκετά είκοσι χρόνια», πρόσθετε ο Μιχ. Παπαγιαννάκης, «για να κριθεί το θέμα των μεταρρυθμίσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών που θα απαιτηθούν για να εμπεδωθεί η βιωσιμότητα της παραμονής της Ελλάδας στο χώρο που έχει ενταχθεί και ο οποίος ήδη υφίσταται και ο ίδιος, στο σύνολό του και στα μέρη του χωριστά, την πίεση της ραγδαίας και ακάθεκτης παγκοσμιοποίησης. Η Ελλάδα πέρασε μέσω της ένταξής της στην ευρωπαϊκή ενοποίηση από την “περιφέρεια” ή την “ημιπεριφέρεια” στο “κέντρο” του συστήματος διεθνών οικονομικών και πολιτικών σχέσεων. Όμως, αυτό το σύστημα αποδομείται ταχύτατα και με απρόβλεπτες προοπτικές. Πολλά θα εξαρτηθούν σε έναν μεγάλο βαθμό, και από τη συγκρότηση της ευρωπαϊκής ηπείρου ως οικονομικού και πολιτικού υποκειμένου».

Σύμφωνα με ειδικό ένθετο της Καθημερινής (29.5.2011) για τα 30 χρόνια ένταξης της Ελλάδας στην Ε.Ε., τα ευρωπαϊκά κονδύλια ανήλθαν σε 78 δισ. ευρώ την περίοδο 1981-2010. Κατά την ίδια έκδοση, στα 30 χρόνια εφαρμογής της ΚΑΠ, η Ελλάδα απορρόφησε πάνω από 108 δισ. ευρώ χωρίς την αναμενόμενη ανάπτυξη στον αγροτικό τομέα. Αντιθέτως, ο αγροτικός τομέας συρρικνώθηκε και αποδιαρθρώθηκε.

Ας έρθουμε σε μια παράμετρο της σημερινής ελληνικής κακοδαιμονίας. Σοβαρότατη τροχοπέδη στην ανάπτυξη της χώρας μας και βασική αιτία για το τεράστιο δημόσιο χρέος, αποτέλεσαν οι πολυδάπανες αγορές  εξοπλισμών για τις Ένοπλες Δυνάμεις. Το ποσοστό του ΑΕΠ που διέθετε η χώρα μας για στρατιωτικές δαπάνες, επί δεκαετίες, ήταν υπερδιπλάσιο του αντίστοιχου μέσου όρου στο σύνολο της Ε.Ε.

Για να έχουμε καλύτερη εικόνα των εξελίξεων στο θέμα αυτό, ας αναφέρουμε ότι το 1960, με τον Ψυχρό Πόλεμο σε έξαρση, οι στρατιωτικές δαπάνες απορροφούσαν το 6% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ για την Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 4,8%. Ωστόσο, το 1992 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 3,3% για τον κόσμο, 2,5% για την Ε.Ε. και 5,6% για την Ελλάδα, δηλαδή η Ελλάδα δεν επωφελήθηκε από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου.

Σύμφωνα με την Έκθεση του ΟΗΕ για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη του έτους 1994, οι στρατιωτικές δαπάνες στην Ελλάδα αναλογούσαν στο 71% του αθροίσματος των δαπανών για την παιδεία και την υγεία, ενώ στην Ε.Ε. η αντίστοιχη αναλογία ήταν 28% και στον κόσμο 37%.

Η ίδια Έκθεση κατέτασσε την Ελλάδα τελευταία στην Ε.Ε. σε δαπάνες για την Έρευνα και την Ανάπτυξη, με τη χώρα μας να διαθέτει 0,3% του ΑΕΠ στον τομέα αυτόν την περίοδο 1989-1991, ενώ η Ε.Ε. το 2,1% , δηλαδή, επταπλάσιο ποσοστό. Είναι εύκολα αντιληπτές οι συνέπειες.

Οι χώρες με τις μεγαλύτερες εισαγωγές όπλων
(εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ)

1988    1992    Σύνολο 1988-‘92
Ινδία   3709    1197    12235
Ιαπωνία 2544    1095    9224
Σ. Αραβία   2441    883     8690
Αφγανιστάν  1264    1215    7515
Ελλάδα    814     1918    6197
Τουρκία  1447    1511    6197
Ιράκ     2845    596     4967

Πηγή: UN Human Development Report 1994

Επομένως, κανείς δεν μπορεί να δηλώνει έκπληκτος από την ένταση και το βάθος της κρίσης στην ελληνική οικονομία, όχι μόνο γιατί οι στρατιωτικές δαπάνες είναι κατ’ εξοχήν αντιπαραγωγικές, αλλά και διότι γύρω από τους εξοπλισμούς των Ενόπλων Δυνάμεων στήθηκαν «μεγάλα φαγοπότια», όπως τώρα αποδεικνύεται, εντελώς καθυστερημένα δυστυχώς, παρότι η Αριστερά, πάντοτε ζητούσε διαφάνεια και κοινοβουλευτικό έλεγχο από Επιτροπή της Βουλής για τις προμήθειες αυτές.

Από την άλλη, από τις ελληνικές κυβερνήσεις δεν προβλήθηκαν οι αναγκαίες αντιστάσεις στις δυσμενείς επιλογές των ηγεσιών της Ε.Ε., που έβλαψαν και τη χώρα μας, όπως η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και ο πόλεμος του ΝΑΤΟ εναντίον της, καθώς και η υιοθέτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ευρωπαϊκής οικοδόμησης (μάλλον αποδόμησης) μέσα από τις Ευρωσυνθήκες, οι οποίες ουδέποτε τέθηκαν στην κρίση του ελληνικού λαού με δημοψήφισμα, πρακτική εντελώς άγνωστη στη μεταδικτατορική Ελλάδα, με την εξαίρεση του δημοψηφίσματος του 1974 για το μέλλον της μοναρχίας.

Δεν μας εμπόδισε, όμως, η Ε.Ε. να κάνουμε δημοψηφίσματα για το Μάαστριχτ ή για τις κατοπινές Ευρωσυνθήκες, ούτε μας επέβαλε να αναλάβουμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και να προβούμε στους πολυδάπανους εξοπλισμούς προς όφελος –όπως αποδεικνύεται – όχι της εθνικής μας άμυνας και ασφάλειας, αλλά συγκεκριμένων ιδιωτικών κερδοσκοπικών συμφερόντων, εγχώριων και διεθνών. Ούτε φταίει η Ε.Ε. για το γεγονός ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική εγκλωβίστηκε στο πρόβλημα με την ΠΓΔΜ, ακινητοποιώντας τις δυνατότητες της χώρας μας υπέρ ενός ενεργητικού ρόλου στα Βαλκάνια, προς όφελος της ειρήνης και των εθνικών μας θεμάτων. Αντιθέτως, η Ε.Ε. μας πρότεινε το «Πακέτο Πινέιρο1».

Άρα, είναι λανθασμένο και αποπροσανατολιστικό να αποδίδονται όλα τα προβλήματα της χώρας μας στη συμμετοχή της στην Ε.Ε. ή στην Ευρωζώνη. Λανθασμένο, διότι δεν στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, αποπροσανατολιστικό διότι αναπαράγει μια αντίληψη στην ελληνική κοινωνία ότι για τα δικά μας προβλήματα φταίνε άλλοι, ενώ «βγάζει λάδι» την ελληνική άρχουσα τάξη για τα σημερινά δεινά του ελληνικού λαού.

Επομένως, απαιτείται να ανοίξει μια νέα σελίδα, αφενός για το πώς αντιλαμβανόμαστε τη θέση της Ελλάδας εντός της Ε.Ε. και, αφετέρου για το σε ποια Ευρώπη θέλουμε η χώρα μας να μετέχει.

*Απόσπασμα από το βιβλίο «ΕΠΑΝΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ» των Πάνου Τριγάζη και Γιάννη Γούναρη