Κυκλοφορεί αυτές τις μέρες, από τις εκδόσεις Μέλισσα σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη,  το 55ο τεύχος του περιοδικού Τα Ιστορικά (διεύθυνση: Σπύρος Ι. Ασδραχάς,  Άγγελος Δεληβορριάς, Βασίλης Παναγιωτόπουλος). Από το πλούσιο και πολυθεματικό τεύχος, τα enthemata προδημοσιεύουν ένα απόσπασμα (χωρίς τις υποσημειώσεις) της μελέτης του ιστορικού Ν. Ποταμιάνου «“Ντόπιο πράμα!” Το αίτημα εθνικής προτίμησης και οι στρατηγικές ελέγχου της αγοράς εργασίας από τις εργατικές συλλογικότητες: Αθήνα και Πειραιάς 1890-1922».

Ads

Διαδεδομένες ήταν οι πρακτικές αποκλεισμού και περιχαράκωσης που στρέφονταν ενάντια στους πρόσφυγες ή περιφρουρούσαν τοπικά «μονοπώλια» συντοπιτών, μελών σωματείων ή άλλων κατηγοριών εργατών στην απασχόληση σε συγκεκριμένους εργασιακούς χώρους. Το ενδιαφέρον είναι ότι η ανάπτυξη τέτοιων πρακτικών από σωματεία και άτυπες εργατικές συλλογικότητες συμβάδιζε (και από μιαν άποψη αποτελούσε κομμάτι τους) με τις τάσεις συγκρότησης της εργατικής τάξης, των οποίων ορόσημο υπήρξε η ίδρυση της ΓΣΕΕ το 1918. Αυτό αποτελεί παράδοξο μόνο για μια εξιδανικευμένη αντίληψη της τάξης, την οποία δεν θα έπρεπε να συμμερίζονται οι ιστορικοί: έχουν αναδειχθεί επανειλημμένα οι αποκλεισμοί όπως και οι ιεραρχίες στο εσωτερικό των τάξεων, στη βάση του φύλου, της εθνότητας ή των επιπέδων ειδίκευσης.

Η διαλεκτική ανάμεσα στην ταξική συγκρότηση (που εξ ορισμού σήμαινε διεύρυνση της κοινότητας αλληλεγγύης) και στους αποκλεισμούς και παρτικουλαρισμούς εμφανίζεται χαρακτηριστικά το καλοκαίρι του 1916, όταν έληξε η επιστράτευση: το αίτημα που έκαναν σημαία τους τα Εργατικά Κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά, να ξαναπροσληφθούν στις δουλειές τους οι εργάτες που απολύονταν από τον στρατό, συνέβαλε στην ενοποίηση (και από μια άποψη και στον μετριασμό των αποκλεισμών), καθώς αφορούσε όλους τους χώρους εργασίας, προωθούσε μια κοινή εργατική ταυτότητα και αναδείκνυε το δικαίωμα στη δουλειά σ’ ένα επίπεδο γενικό και όχι συνδεδεμένο με συγκεκριμένες κοινότητες ή δικαιώματα. εκ των πραγμάτων όμως η διεκδίκηση δεν απευθυνόταν μόνο στην εργοδοσία, αλλά στρεφόταν και ενάντια σε όσους είχαν πάρει τη θέση των επιστράτων: πρόσφυγες, εσωτερικούς μετανάστες, γυναίκες και εφήβους.

Βεβαίως, μορφές αλληλεγγύης παράλληλες των ταξικών δεν αποτελούσαν απαραίτητα εμπόδιο στις τάσεις συγκρότησης της εργατικής τάξης. Έχει αναδειχθεί η ριζοσπαστική δυναμική που αναπτύσσουν «παραδοσιακές κοινότητες» αγροτών ή τεχνιτών στη συνάντησή τους με τον καπιταλισμό: ο τονισμός των διαφορών τους από την εργατική τάξη προφανώς δεν είναι λανθασμένος, δεν θα έπρεπε όμως να μας εμποδίζει να προσεγγίσουμε τις σχέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στις κοινότητες και την τάξη — και τις άτυπες οργανωτικές δομές της δεύτερης που αξιοποιούσαν τις πρώτες. Οι συντοπίτικες συλλογικότητες (ή μεγάλα κομμάτια τους), με τους αναγκαίους μετασχηματισμούς, μπορούσαν να αποτελέσουν πυρήνες της ευρύτερης ταξικής. Η κοινότητα π.χ. των Καρπαθίων στην Αθήνα αποτελούνταν κατεξοχήν από εργάτες στα λατομεία: το σωματείο των Καρπαθίων λατόμων υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά του Εργατικού Κέντρου το 1910, και το 1911 τροποποίησε το καταστατικό του ανοίγοντας και σε εργάτες από άλλες κοινότητες. Τέτοιες περιπτώσεις δεν ήταν ο κανόνας, καταδεικνύουν όμως ότι η συγκεκριμένη μορφή που θα πάρει η σχέση μεταξύ εθνοπολιτισμικών και ταξικών κοινοτήτων αλληλεγγύης δεν είναι δεδομένη, ότι η δράση σε εθνοτική (ή συντοπίτικη) βάση μπορεί να αποτελεί τόσο εναλλακτική προς την ταξική όσο και έναν από τους παράγοντες που λειτουργούν κατά τον σχηματισμό της τάξης.

Ads

Ωστόσο, η αντίθεση ανάμεσα σε κοινότητες στην αγορά εργασίας, παρόλο που δεν ήταν ο μόνος τρόπος συναρμογής των εθνικοτοπικών δεσμών με την εργατική τάξη, ήταν, παρ’ όλ’ αυτά, ο κυριότερος: κατά κανόνα, η πρόταξη άλλων κοινοτήτων αλληλεγγύης λειτουργούσε ανταγωνιστικά προς τον σχηματισμό της τάξης. Οι εργάτες χρησιμοποιούσαν μεθόδους βασισμένες στον κολλεκτιβισμό και την αλληλοβοήθεια για να υπερασπίσουν το βιοτικό τους επίπεδο, τα όρια όμως εντός των οποίων αυτές λειτουργούσαν προσδιορίζονταν από το ευρύτερο φάσμα των κοινωνικών σχέσεων στις οποίες μετείχαν οι εργάτες, και μπορεί να οδηγούσαν στην ενίσχυση των συντοπίτικων δεσμών ή σε μορφές «αποκλειστικού συνδικαλισμού», όπως αυτές που χαρακτήρισαν την αγγλική «εργατική αριστοκρατία». Ασφαλώς, πέρα από τους ενδοταξικούς ανταγωνισμούς υπήρχαν και οι στιγμές ενοποίησης: στην πύκνωσή τους συνέβαλλαν οι συλλογικές διεκδικήσεις απέναντι στους εργοδότες και η δημιουργία των εργατικών σωματείων. Ωστόσο, δεν ήταν αυτονόητο ότι λειτουργούσαν προς αυτή την κατεύθυνση: κατά τη διάρκεια απεργιών μπορεί να ανέκυπταν διαφορές ανάμεσα σε εθνοτικές ή συντοπίτικες ομάδες. κάποια εργατικά σωματεία είχαν έντονα συντοπίτικη σύνθεση ή απέκλειαν από μέλη τους αλλοδαπούς, ενώ ο Μπεναρόγια αναφέρει (και επικρίνει) τη συνήθεια της ψήφου στα εργατικά σωματεία με κριτήριο τον «τοπικιστικό εγωισμό της μη διαμορφωθείσης εργατικής μάζης».
Τάσεις υπέρβασης των παρτικουλαρισμών τροφοδοτούνταν, οπωσδήποτε, από δομικές επιλογές του ελληνικού αστισμού. Αναφερόμαστε όχι μόνο στην καλλιέργεια της εθνικής ιδεολογίας (η οποία στη συνέχεια συγκεκριμενοποιήθηκε από τον βενιζελισμό και μερίδες του αντιβενιζελισμού και σε σχέση με το ξεπέρασμα του σχίσματος ανάμεσα σε πρόσφυγες και ντόπιους), αλλά και στην εισαγωγή από τον πρώιμο βενιζελισμό ενός θεσμικού πλαισίου που βασιζόταν στην παραδοχή της ύπαρξης τάξεων με αντικρουόμενα συμφέροντα. Αναγκαία όμως ήταν η ώθηση που δόθηκε από τα κάτω: στην υπέρβαση των τμηματικών λογικών και στη διεύρυνση της «εργατικής μάζης» που ενεπλάκη στη διαδικασία της ταξικής ενοποίησης εκτιμάμε ότι συνέβαλε σημαντικά η ισχυρή παρουσία της αριστεράς και των σοσιαλιστικών ιδεών από τη δεκαετία του 1910 κ.ε. (και μάλλον εδώ θα πρέπει να κατατάξουμε τη συμβολή της φιλεργατικής πτέρυγας του βενιζελισμού).

Όχι ότι οι κομμουνιστές και σοσιαλιστές συνδικαλιστές έπαψαν να διεκδικούν να προσλαμβάνονται μόνο μέλη των σωματείων: στο καταστατικό του συνδέσμου λιθογράφων εργατών, για παράδειγμα, «η επίβλεψις όπως κάθε προσλαμβανόμενος εργάτης προέρχεται εκ των μελών του Συνδέσμου» προστίθεται στους στόχους το 1924, όταν το σωματείο ελέγχεται από το ΚΚΕ. Τέτοιες πρακτικές μπορεί να ενίσχυαν τα σωματεία και τη διαπραγματευτική τους θέση, παράλληλα όμως έρχονταν σε αντίφαση με τις κατευθύνσεις υπέρβασης των ανταγωνισμών στο εσωτερικό της εργατικής τάξης (και επικέντρωσης στο μέτωπο με τους εργοδότες) που όφειλαν να δίνουν — και υπήρχε επίγνωση αυτής της αντίφασης: έτσι ερμηνεύουμε την αποσιώπηση από τον Ριζοσπάστη, στο ρεπορτάζ του για την απεργία στην κλωστοϋφαντουργία Ρετσίνα το 1921, του αιτήματος για προσλήψεις αποκλειστικά μελών του σωματείου.

Καταγράφονται, επιπλέον, στοιχεία μιας αμφίθυμης στάσης του ΚΚΕ απέναντι στους πρόσφυγες το 1923, ενδεχομένως όχι μόνο λόγω του συμπαγούς βενιζελισμού τους αλλά και υπό την επιρροή διαθέσεων της εργατικής του βάσης: φυσικά αναπτύσσει θέσεις για τα προβλήματα των «αδερφών προσφύγων» και απευθύνεται ιδιαιτέρως σ’ αυτούς προεκλογικά, όμως στην ανακοίνωσή του μετά τις εκλογές συμφύρει τους πρόσφυγες με τους χαφιέδες στα στηρίγματα των βενιζελικών κομμάτων που αντιπαραθέτει προς τον «εργαζόμενο λαό». Φαίνεται πάντως ότι τέτοιες αμφιθυμίες εξαλείφθηκαν στα αμέσως επόμενα χρόνια, ενώ η στάση του ΚΚΕ απέναντι στις εθνικοτοπικές διαιρέσεις ήταν εξαρχής πιο ξεκάθαρη.

Αν οι μονοπωλιστικές πρακτικές δεν εγκαταλείφθηκαν άμεσα, αναπτύχθηκε όμως μια ένταση στη συνύπαρξή τους με την ηγεμονική σε πολλούς εργασιακούς χώρους παρουσία της αριστεράς και το οικουμενικό πρόταγμα του σοσιαλισμού, και φαίνεται ότι μακροπρόθεσμα υποχώρησαν, χωρίς να πάψει να υφίσταται η διαλεκτική ανάμεσα σε καθολικές και τμηματικές λογικές. Η έρευνά μας δεν επεκτάθηκε συστηματικά στον μεσοπόλεμο, η εντύπωση όμως που έχουμε σχηματίσει είναι ότι η εξασφάλιση «τοπικών» μονοπωλίων από μια φάση και μετά συνδέθηκε όχι με τα αιτήματα ενός μαχητικού εργατικού κινήματος αλλά με πολιτικές παραχωρήσεων από τα πάνω που αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση κοινωνικής συναίνεσης — και αργότερα, ενδεχομένως, με την απαίτηση πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων και τα λοιπά μέτρα του αντικομμουνιστικού κράτους.