Από τις 15 Δεκεμβρίου άρχισε η συστηματική άφιξη νέων βρετανικών δυνάμεων. Μια από τις βασικές επιδιώξεις των Βρετανών ήταν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους, τους οδικούς άξονες που συνέδεαν τον Πειραιά και το Φάληρο, με το κέντρο της Αθήνας και τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο Γουδί. Σε αυτό το πλαίσιο η δυνατότητα ελέγχου της λεωφόρου Συγγρού υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για την εξέλιξη των συγκρούσεων στις ανατολικές συνοικίες και γενικότερα σε ολόκληρη την πόλη. Tου Μενέλαου Χαραλαμπίδη.

Ads

Αμέσως μετά την άφιξή τους, οι βρετανικές ενισχύσεις εμπλέκονταν σε ένοπλες συγκρούσεις, με στόχο τη δημιουργία εδαφικών ερεισμάτων που θα τους επέτρεπαν την εκκαθάριση των εκατέρωθεν της λεωφόρου Συγγρού δρόμων. Πέρα από τον έλεγχο της λεωφόρου Συγγρού, η εκκαθάριση αυτής της περιοχής απειλούσε να αποκόψει ολόκληρη την Ιη Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ από τις υπόλοιπες δυνάμεις του στην Αθήνα. Έτσι από τις 15 Δεκεμβρίου και έως τη γενική επίθεση της 28ης του ιδίου μήνα, οι κυριότερες συγκρούσεις της Ιης Ταξιαρχίας, επικεντρώθηκαν στις γύρω από τη λεωφόρο Συγγρού συνοικίες και ιδιαίτερα σε Ν. Σμύρνη και Καλλιθέα.

Στις 16 και 17 του μηνός, οι Βρετανοί εξαπέλυσαν ισχυρή επίθεση στο Δέλτα Φαλήρου και τον Ιππόδρομο με αποτέλεσμα την απώθηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στη Ν. Σμύρνη, στην περιοχή πίσω από το Ιωσηφόγλειο Ορφανοτροφείο. Στις 18 Δεκεμβρίου οι βρετανικές δυνάμεις προχώρησαν σε μαζική επίθεση με στόχο την απώθηση της Ιης Ταξιαρχίας ανατολικά της λεωφόρου Συγγρού και της κοίτης του Ιλισού. Σύμφωνα με το Δελτίο της 18/12 που εξέδωσε στις 23:00 το βράδυ το Α΄ Σ.Σ. του ΕΛΑΣ:

«Ο εχθρός σήμερον επέδειξε δραστηριότητα επιθετικήν εις πολλά σημεία κρούσεως και κατά μάζας. Κατώρθωσε δια της αποκοπής της Λεωφόρου Συγγρού να απομονώση τα Τμήματά μας τα ευρισκόμενα εις Νέαν Σμύρνην – Κυνοσάργους – Γούβα – Παγκράτι – Βύρωνα – Καισαριανή. Η ισχύς του εχθρικού πυρός, η χρησιμοποίησις μεγαλυτέρου αριθμού τανκς και Αεροπορίας δημιουργεί δια τον εχθρόν ευρυτέρας ζώνας ενεργείας καθ’ ων τα τμήματά μας δεν δύναται να αντιδράσουν παρά τας αλλεπαλλήλους επιθέσεις. Εν τούτοις δεν ήρξατο ακόμη την εσωτερικήν εκκαθάρισιν των συνοικιών αρκούμενος μόνον προς το παρόν να καταλαμβάνει επικαίρους θέσεις (Λόφος Αρδηττού, λόφος Σικελίας, μεγάλα οικήματα) και να κυριαρχήσει εις τας κυρίας αρτηρίας.»[1]

Ads

Κατά τη διάρκεια της μεγάλης αυτής επίθεσης, οι ανατολικές συνοικίες πλήχθηκαν από δύο σημεία. Το ένα μέτωπο δημιουργήθηκε στο λόφο του Αρδηττού και τη γύρω περιοχή στο Παγκράτι. Η επίθεση ξεκίνησε τα ξημερώματα της 18ης Δεκεμβρίου με ρήψη βλημάτων πυροβολικού από τα βρετανικά πλοία, όλμων από την Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό και πυρών από βρετανικά αεροπλάνα. Λίγο αργότερα βρετανικά στρατεύματα κατέλαβαν το λόφο του Αρδηττού. Ο ΕΛΑΣ θα τον ανακαταλάβει το απόγευμα της ίδιας ημέρας, όμως σφοδρή αντεπίθεση των Βρετανών οδήγησε στη σύμπτυξη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στο Μετς.

Νωρίς το πρωί της επόμενης ημέρας, ο ΕΛΑΣ θα ανακαταλάβει για μια ακόμη φορά το λόφο. Το διήμερο 18 και 19 Δεκεμβρίου, ο λόφος άλλαξε πολλές φορές χέρια και τελικά έμεινε ελεύθερος καθώς καμία από τις δύο πλευρές δεν μπορούσε να τον κρατήσει. Η σφοδρότητα των συγκρούσεων αποτυπώνεται στις απώλειες και των δύο πλευρών στη διάρκεια μόλις μιας ημέρας. Το Δελτίο της 19ης Δεκεμβρίου που εξέδωσε το Α΄Σ.Σ. αναφέρει: «Απώλειαι εχθρού 50 νεκροί και 12 αιχμάλωτοι. Λόχος μας Γούβας απεδεκατίσθη εκεί».[2] Για να περιορίσουν τους κινδύνους από την απώλεια ελέγχου του λόφου, άνδρες του ΕΛΑΣ ανατίναξαν δύο σπίτια, αυτό του Στρατηγού Μαζαράκη στην αρχή της οδού Μάρκου Μουσούρου στο Μετς και του γιατρού Παπαστάμου στην αρχή της οδού Ερατοσθένους, δημιουργώντας οδοφράγματα για να κλείσουν τους δύο δρόμους που οδηγούσαν από το κέντρο της Αθήνας προς το Παγκράτι και τις άλλες ανατολικές συνοικίες.[3]

Το δεύτερο μέτωπο κατά τη διάρκεια της μεγάλης επίθεσης στις 18 Δεκεμβρίου στις ανατολικές συνοικίες, ήταν αυτό της Καισαριανής. Με την υποστήριξη πολεμικών αεροσκαφών, βρετανικές δυνάμεις και τμήματα της Ορεινής Ταξιαρχίας, επιτέθηκαν στη συνοικία από τις παρυφές του Υμηττού και το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη. Για άλλη μια φορά, η ανεπάρκεια του εξοπλισμού του ΕΛΑΣ αλλά και τα οργανωτικά του προβλήματα, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο.

 Προς αντιμετώπιση των βρετανικών αρμάτων μάχης, που είχαν κάνει και τις προηγούμενες ημέρες αναγνωριστικές εμφανίσεις στο βόρειο τμήμα της συνοικίας, ο ΕΛΑΣ είχε ναρκοθετήσει την περιοχή. Όμως, σύμφωνα με τον καπετάνιο του Προτύπου Τάγματος Παναγιώτη Αρώνη, οι νάρκες αυτές ήταν μικρής ισχύος και προορίζονταν για την αναχαίτιση πεζοπόρων τμημάτων.[4] Πέρα όμως από αυτό, και παρά τη ρητή εντολή της διοίκησης του Προτύπου Τάγματος Καισαριανής, δεν ναρκοθετήθηκε μια από τις δύο διόδους από τους πρόποδες του Υμηττού προς την Καισαριανή.

Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την εύκολη διέλευση των αρμάτων μάχης από το ναρκοθετημένο γεφυράκι του Αγίου Ιωάννη και τον παράπλευρο δρόμο. Η αδυναμία των μονάδων του ΕΛΑΣ να αντιμετωπίσουν τα άρματα μάχης και τα πυκνά πυρά των βρετανικών αεροπλάνων, οδήγησαν στην κατάρρευση της αμυντικής γραμμής και στην άτακτη υποχώρηση του ΕΛΑΣ από το άνω προς το κάτω τμήμα της συνοικίας. Ο Μάνος Ιωαννίδης, επιτελής του Προτύπου Τάγματος Καισαριανής, θυμάται:

«Σε λίγο, όλη η πάνω Καισαριανή αδειάζει και πέφτει στα χέρια των αντιπάλων. Τρέχω με μερικούς να συγκρατήσω την οπισθοχώρηση, αλλά στέκεται αδύνατο. Έχει πέσει μεγάλος πανικός. Μερικοί πετούν ακόμη και το όπλο τους».[5]

Μαζί με τον Ιωαννίδη, ο καπετάνιος του Προτύπου Τάγματος, Παναγιώτης Αρώνης προσπάθησε να συγκρατήσει τους πανικόβλητους ελασίτες, απειλώντας τους με το όπλο του. Τελικά θα καταφέρουν να συγκεντρώσουν μερικούς μαχητές και κατοίκους στα σκαλοπάτια του ναού της Παναγίας στην κεντρική πλατεία της Καισαριανής, με στόχο να τους εμψυχώσουν σε μια τελευταία προσπάθεια δημιουργίας αμυντικής γραμμής. Καθώς τα βρετανικά άρματα μάχης είχαν φτάσει στο σχολείο του Βενιζέλου και κατέρχονταν προς την κεντρική πλατεία, η είδηση της άφιξης ενισχύσεων από το Τάγμα του Βύρωνα, με καπετάνιο τον Σπύρο Μπούτσια, αναπτέρωσε το ηθικό των αμυνόμενων. Η κατά μέτωπο αντεπίθεση με τη χρήση αρκετών αυτοσχέδιων βομβών (γνωστών ως μολότοφ) και με την εμπλοκή στη μάχη των αποκομμένων ελασιτών που «λούφαζαν» σε σπίτια της Άνω Καισαριανής, είχε ως αποτέλεσμα την απώθηση των επιτιθέμενων και την πλήρη ανάκτηση της συνοικίας από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ.

Η αφήγηση, από τον Μάνο Ιωαννίδη, ενός επεισοδίου κατά τη διάρκεια της αντεπίθεσης του ΕΛΑΣ, παρουσιάζει τη σφοδρότητα των οδομαχιών και τον άνισο αγώνα που έδιναν οι ελλιπώς εξοπλισμένοι ελασίτες. Κατά την άνοδό τους από την κεντρική πλατεία της Καισαριανής προς το βουνό και λίγο πριν το ύψος του σχολείου του Βενιζέλου, συνάντησαν τους πρώτους αποκομμένους άνδρες της διαλυμένης διλοχίας της Άνω Καισαριανής. Ενώ όλοι είχαν καταφέρει να περάσουν στην αριστερή πλευρά της λεωφόρου, ο Ιωαννίδης είδε έναν από τους ομαδάρχες του Προτύπου Τάγματος, εγκλωβισμένο μόνο του στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Καλυμμένος στο μπαλκόνι μιας γωνιακής διπλοκατοικίας, πολυβολούσε συνεχώς κατά ενός βρετανικού άρματος, χωρίς βέβαια αποτέλεσμα. Ο Ιωαννίδης θυμάται:

«Το τανκς με μια κανονιά ρίχνει τον πάνω όροφο. Μισογκρεμίζεται το πάτωμα… Νάτος ο Νίκος στο ισόγειο. Σώος και αβλαβής, άσπρος από τη σκόνη. Με το οπλοπολυβόλο στο χέρι, πίσω από κάτι χαλάσματα, συνέχεια να ρίχνει στο τανκς. «Να περάσω», μου κάνει «να περάσω»… Έριχνα και γω στο τανκς με το αυτόματο… Ευτυχώς ήρθανε δύο μαχητές μας, οι οποίοι είχανε καπνογόνες χειροβομβίδες… Τις απασφαλίζω και τις πετάω. Κάνω καπνό μεταξύ τους τανκς και του σπιτιού και καταφέρνει και ο Νίκος και περνάει και έρχεται μαζί μας».[6]

    Η καθοριστική σημασία που είχε η άφιξη ενισχύσεων από το γειτονικό Βύρωνα για την έκβαση της σύγκρουσης στην Καισαριανή, καταδεικνύει τη βαρύνουσα σημασία της αλληλοκάλυψης ανάμεσα στις δυνάμεις τους ΕΛΑΣ, μια δυνατότητα που μετά την αποκοπή της Ιης Ταξιαρχίας μπορούσε να υλοποιηθεί μόνο στα στενά τοπικά όρια των ανατολικών συνοικιών. Η αδυναμία μετακινήσεως και εισόδου στη μάχη μεγαλύτερων ένοπλων σχηματισμών, είχε ως αποτέλεσμα την εξουθένωση των μαχητών και μαχητριών του ΕΛΑΣ στις ανατολικές συνοικίες, καθώς δεν ήταν δυνατή η αντικατάστασή τους από νέες δυνάμεις και η ανασύνταξή τους σε χώρους μακριά από τις μάχες.

Η περίσφιξη του κλοιού γύρω από τις ανατολικές συνοικίες

Παρά την αποτυχία των βρετανικών δυνάμεων να καταλάβουν την Καισαριανή στις 18 Δεκεμβρίου, η επιχείρηση σύσφιξης του κλοιού γύρω από αυτή και το Βύρωνα, συνεχίζονταν με έντονο ρυθμό. Στις 20 Δεκεμβρίου σημειώθηκαν σφοδρές οδομαχίες στην περιοχή της πλατείας Σκαντζουράκη στη Ν. Σμύρνη, οι οποίες διήρκησαν τρεις ημέρες και κατέληξαν στην εκ νέου υποχώρηση του ΕΛΑΣ στη γραμμή Φάρος Ν. Σμύρνης – Δάφνη. Η μετατόπιση του μετώπου στη νοτιοανατολική Αθήνα από το Φάληρο στη Δάφνη, είχε ως αποτέλεσμα την απώθηση των δυνάμεων της Ιης  Ταξιαρχίας ανατολικά της κοίτης του Ιλισού και την αποκοπή τους από τις υπόλοιπες δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Αθήνα. Από το σημείο αυτό και μετά, η κατάσταση επιδεινώθηκε ραγδαία για τον ΕΛΑΣ στις ανατολικές συνοικίες.

Την Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου, εμφανίστηκαν βρετανικά άρματα μάχης στην κεντρική πλατεία του Υμηττού. Η πίεση που άρχισε να δέχεται η ηγεσία του ΕΛΑΣ λόγω της πτώσης του ηθικού, καταγράφεται στην αριθμ. 255/23-12-44 διαταγή του Α΄Σ.Σ. Σε αυτή γίνονται έντονες παρατηρήσεις έτσι ώστε να σταματήσει το φαινόμενο της υποβολής αναφορών από επικεφαλής ταγμάτων, ακόμη και λόχων, στις οποίες η κατάσταση περιγράφονταν χειρότερη από ότι πραγματικά ήταν, για να δικαιολογηθούν αιτήματα όπως αυτά της αποστολής ενισχύσεων ή της αντικατάστασης μονάδων: «Παρετηρήθη πως μας υποβάλλονται αναφορές υπό τεταγμένων μονάδων σας… που παρουσιάζουν τραγική την κατάστασίν των και που τις περισσότερες φορές δεν ανταποκρίνονται προς την πραγματικότητα… Του λοιπού να μη μας υποβληθούν τέτοιες αναφορές».[7]

    Η εξαιρετικά κρίσιμη θέση στην οποία είχε βρεθεί το σύνολο της Ιης Ταξιαρχίας, αποτυπώνεται στην αριθμ. 263/24-12-44 διαταγή του Α΄ Σ. Σ. του ΕΛΑΣ προς τους σχηματισμούς του στην πόλη. Με αυτή, τονίζοντας τη βαρύτητα που είχε η άμεση αντίδραση απέναντι στις κινήσεις του εχθρού, το Α΄ Σ. Σ. έδωσε τη δυνατότητα στις διοικήσεις των συνταγμάτων να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες χωρίς προηγούμενη έγκριση από τα ανώτερα κλιμάκια, παρά μόνο σε περιπτώσεις που απαιτούνταν συντονισμένες επιχειρήσεις με ειδικά τμήματα πυροβολικού, αντιαρματικών ή όλμων.

Σε μια προσπάθεια να ανατραπεί η όλο και δυσμενέστερη τροπή που λάμβανε η σύγκρουση, το Α΄ Σ.Σ. ζήτησε από τους σχηματισμούς του την οργάνωση νυκτερινών επιδρομών με τη χρήση εκρηκτικών υλών, οι οποίες θα επιφέρουν «κατ’ αρχήν εις τον εχθρόν οπωσδήποτε τρομοκρατικήν σύγχισιν, την οποία οι καλοί μαχηταί μας πρέπει να εκμεταλλευθούν. Αι επιδρομαί αύται εφ’ όσον διαρκή η νύκτα, πρέπει να είναι όσον το δυνατόν βαθύτεραι και μεγαλυτέρας διαρκείας… μόνον δε άμα τη ημέρα να εγκατελείπωσι μόνον τα σημεία εκείνα τα οποία είναι εξαιρετικώς επικίνδυνα… εις δε τα υπόλοιπα σημεία να οργανούνται αμυντικώς, ώστε να αντέχωσι εις τον ενδεχόμενον αγώνα της επόμενης ημέρας.»[8]

Όμως σε μια πραγματικότητα όπου η εντεινόμενη δράση του αντιπάλου αναδείκνυε την οργανωτική ανεπάρκεια και το σύνολο των αδυναμιών του ΕΛΑΣ της Αθήνας, η εφαρμογή αυτών των διαταγών ήταν αποσπασματική και συνεπώς δεν παρήγαγε ουσιαστικά αποτελέσματα. Αυτό που έβλεπαν οι μαχητές και μαχήτριες του ΕΛΑΣ ήταν η διοικητική αποδιάρθρωση μιας ούτως ή άλλως πρόχειρα επιτελικά οργανωμένης επιχείρησης. Εκτός από την έλλειψη πυρομαχικών και την κακή ποιότητα του συσσιτίου, η συχνότητα του οποίου όλο και αραίωνε, η όξυνση των συγκρούσεων και η σύσφιξη του κλοιού γύρω από τις ανατολικές συνοικίες, ανέδειξαν το τεράστιο πρόβλημα των ελλείψεων στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των τραυματιών.

Οι ελαφρά τραυματίες μεταφέρονταν σε διάφορα σπίτια ή καταστήματα (συνήθως φαρμακεία) των ανατολικών συνοικιών, που είχαν μετατραπεί σε σταθμούς επίδεσης. Λόγω της έλλειψης βασικών ιατροφαρμακευτικών υλικών, ακόμη και ένας ελαφρύς τραυματισμός συνεπάγονταν την έξοδο από τη μάχη. Για τα σοβαρά περιστατικά χρησιμοποιούνταν το Πολυϊατρείο στην Αγ. Τριάδα του Βύρωνα, το κτίριο του ιδιωτικού σχολείου «Βυζάντιον» στη συμβολή Υμηττού και Χρεμωνίδου στο Παγκράτι, το οποίο είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο και ένα πρόχειρο νοσοκομείο που είχε δημιουργηθεί στο προαύλιο της Παπαστρατείου Σχολής στον Υμηττό. Η Μαρία Κοσσυβάκη – Σιδέρη, η οποία είχε επιστρατευθεί από τον ΕΛΑΣ για να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως νοσοκόμα στα χειρουργεία που λειτουργούσαν στο κτίριο του σχολείου «Βυζάντιον», θυμάται την ημέρα όπου άνδρες του ΕΛΑΣ μετέφεραν στο νοσοκομείο μια έγκυο γυναίκα η οποία είχε τραυματιστεί από αδέσποτη σφαίρα διασχίζοντας ένα δρόμο στο Παγκράτι:

«Της κάνουμε καισαρική, βγάζουμε το παιδί, ήτανε ζωντανό ακόμα. Αλλά ώσπου να το βγάλουμε, ξέρω γω, πέθανε το παιδάκι… Κάτω στο υπόγειο του νοσοκομείου ήταν νεκροθάλαμος, είχαμε όλους τους νεκρούς. Και πού φώτα, συσκότιση. Λάμπες και κεριά. Πεθαίνει και το μωρό, μου το τυλίγει [ο γιατρός] σε κάτι βαμβάκια και μου λέει «πήγαινέ το στην μάνα του κάτω». Ήταν όλοι νεκροί και της το πήγα δίπλα της».[9]

Την Κυριακή 24 Δεκέμβρη «χάθηκε» οριστικά για τον ΕΛΑΣ η Ν. Σμύρνη. Οι δυνάμεις του συμπτύχθηκαν στο Κατσιπόδι (Δάφνη). Την ίδια ημέρα επαναλήφθηκαν επιχειρήσεις αρμάτων μάχης κατά της Καισαριανής. Το Α΄ Σ.Σ. διέταξε τη ΙΙα Μεραρχία να διενεργήσει κινήσεις αντιπερισπασμού στην περιοχή Γουδί – Νοσοκομείο Σωτηρία, με στόχο τη χαλάρωση του κλοιού γύρω από τη συνοικία. Επίσης ζήτησε τη μεταφορά οπλισμού (200 όπλων και όσο το δυνατόν περισσότερων πυρομαχικών) από το Κορωπί, μέσω Υμηττού, στην Καισαριανή.[10]

Η άφιξη του Βρετανού πρωθυπουργού Ουίστων Τσώρτσιλ στην Αθήνα την ημέρα των Χριστουγέννων και οι διήμερες συνομιλίες εκπροσώπων των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, δημιούργησαν ελπίδες για την επίτευξη μιας πολιτικής λύσης που θα οδηγούσε στη λήξη των εχθροπραξιών. Η πιθανότητα εξεύρεσης πολιτικής λύσης, εγκυμονούσε κινδύνους για το αξιόμαχο του ΕΛΑΣ. Το Α΄ Σ.Σ., επιχειρώντας να προλάβει καταστάσεις, εξέδωσε στις 26-12-44 διαταγή με την οποία καλούσε τις διοικήσεις των μονάδων του να ασκήσουν όλη τους «την επιρροήν επί των τμημάτων δια καταλλήλων διδασκαλιών, ίνα μη χαλαρωθεί το επιθετικόν πνεύμα των μαχητών μας από την εξέλιξιν της πολιτικής καταστάσεως».

 Η εν λόγω διαταγή επιχείρησε να αποσυνδέσει τις ένοπλες συγκρούσεις στους δρόμους της Αθήνας, από όσα διαδραματίζονταν στις αίθουσες του Υπουργείου Εξωτερικών: «Ο ΕΛΑΣ θα εξακολουθήση τις επιχειρήσεις του εις όλους τους τομείς μη επηρεαζόμενος από τας πολιτικάς ζυμώσεις… Το τέρμα ενδεχομένως της πολεμικής μας δράσεως θα καθορισθή μόνον με την διαταγήν της Κ.Ε. του ΕΛΑΣ».[11]

Διαβάστε αύριο το τέταρτο και τελευταίο μέρος της έρευνας: Οι συλλήψεις αμάχων ως ομήρων

Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι οικονομολόγος, διδάκτορας ιστορίας και συγγραφέας του βιβλίου «Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα», Αλεξάνδρεια, 2012.

[1] Παρατίθεται στο Σπύρος Κωτσάκης, ό.π., σελ. 175.
[2] Ό.π., σελ. 180.
[3] Δημήτρης Παλαιολογόπουλος, Το Παγκράτι στην Εθνική Αντίσταση 1941-1944, Αθήνα, Μέλισσα
    2004, σελ. 163.
[4] Παναγιώτης Αρώνης, συνέντευξη στον γράφοντα, 5-10-2010.
[5] Μάνος Ιωαννίδης, ό.π. σελ. 202.
[6] Μάνος Ιωαννίδης, συνέντευξη στον γράφοντα, 7-6-2006.
[7] Παρατίθεται στο Σπύρος Κωτσάκης, ό.π., σελ. 208.
[8] Παρατίθεται στο Σπύρος Κωτσάκης, ό.π., σελ. 206.
[9] Μαρία Κοσσυβάκη – Σιδέρη, συνέντευξη στον γράφοντα, 10-12-2007.
[10] Παρατίθεται στο Σπύρος Κωστάκης, ό.π., σελ. 216-219.
[11] Ό.π., σελ. 230-231.