«Το μόνο που ζηλεύανε η ταγματασφαλίτες από τους αντάρτες ήταν τα τραγούδια τους» έγραψε η Βούλα Δαμιανάκου στα «Τετράδια» (των Λάδη και Γκιώνη) το 1975, αναφέροντας την γνωστή σε μέρη της Λακωνίας ιστορία για τον μέγα ταγματασφαλίτη που κρατούσε ζωντανές τις δυο αδερφάδες του αντάρτη που ‘χε απαγάγει για να του τραγουδάνε σαν έπινε και μίλαγε κρυφά με την ψυχή του «τ’ αντάρτικα». Αλλά η ζήλια για το αντάρτικο τραγούδι ήτανε ζήλια για μια ολόκληρη στάση ζωής, εκείνη που θύμιζε ότι την προλεταριακή γλώσσα δεν «την έχει επιβάλει μονάχα η πείνα»… (Αντόρνο, Μοράλια, σελ. 114) αλλά και η Ψυχή. Της Ελένης Καρασαββίδου.

 
Ήδη από τις πρώτες ώρες του μετώπου η συλλογική ψυχή πήρε την γραφίδα και αναζήτησε την ράχη των βουνών για να γράψει: Ποιος είδε τέτοιο θάμασμα, παράξενο μεγάλο/ να κουβεντιάζουν τα βουνά/ με τις ψηλές ραχούλες/Γυρίζει ο γέρο Όλυμπος κι αναρωτάει την Πίνδο/Βουνό μου γιατί θύμωσες και στέκεις βουρκωμένο;…./ ρίξε βουνό τις μπόρες σου/ ρίξε τις αστραπές σου/κι εγώ σου στέλνω τους αητούς/ τσολιάδες και φαντάρους/να καθαρίσουν τις πλαγιές, να διώξουν τους φασίστες/που μόλυναν τον τόπο μας τα όμορφα χωριά μας… (Ηπειρώτικο).
 
Τα βουνά, ραχοκοκαλιά μιας γης αρχαίας, σηκώνουν έναν λαό πληγωμένο κι αποκτούν υπόσταση όχι ως πέτρινοι όγκοι μα ως εμψυχωτές, παππούδες ορεσείβιοι που στο πέτρινο στήθος τους αγκαλιάζουν τη νέα σπορά (την όσο γίνεται πιο απόμακρη από την καμαρίλα της κοτζαμπάσικης  εξουσίας και την δυσωδία των κατ’ επάγγελμα «καλών συνοικιών» κι «ονομάτων» που ρημάξαν τον τόπο) σπορά που φωλιάζει πάνω στα βουνά σαν αετόπουλα: Έχουμε τα φτερά τ’ αητού/του λιονταριού τη χάρη/τη γρηγοράδα τ’ αλαφιού/ και την ορμή του Άρη (Καρπενησιώτικο).
 
Ο «Άι Θανάσης του βουνού» για πολλούς ορεσίβιους της Στερεάς, δηλαδή ο «Άρης», (κατηγορημένος από όλα τα κόμματα για να είναι πραγματικά ένοχος, λατρεμένος από πολλούς για να είναι τόσο αθώος, και προφανώς πολύ έντιμος σε σχέση με τους άκαπνους ηθικολόγους για να επιβιώσει) προβάλλεται συχνά στα τραγούδια ως προσωποποίηση ενός συλλογικού φαλού που δονεί το λαϊκό φαντασιακό των περιοχών μέσα από εκκλήσεις παρηγοριάς και προστασίας και θα θρηνηθεί (μέσα από διαδικασία ανεξαρτητοποίησης της λαϊκής δημιουργίας από τις επίσημες δεξιές κι αριστερές ρητορικές της εποχής) όσο ελάχιστοι μετά το «φευγιό» του.
 

 

 
Η πρόσκαιρη και ιδεολογικά ασυγκρότητη, δηλαδή πολύχρωμη, όμως αντιστασιακή συλλογικότητα στην οποία συνέβαλλε τα μέγιστα γράφει ένα (πραγματικό) έπος μα βρίσκει απέναντι της τους αληθινούς συμμορίτες της ακροδεξιάς στυλ Σούρλα, -οι απίστευτες βαρβαρότητες των οποίων καλύφθηκαν παντελώς από τους «Αρειανολόγους» σε μια ήδη από τότε παρούσα πολιτική διαχείριση της βίας πίσω από την ηθικολογία- αλλά και τις κομματικές εξουσίες όλου του φάσματος της εποχής, που μέσω της Βάρκιζας εξασφάλισαν για τον εαυτό τους (και μόνο για τον εαυτό τους)  το ακαταδίωκτο.
 
Αλλά με την αγνότητα και την σκληρότητα (είμαστε οι αντιφάσεις μας…) η συλλογικότητα αυτή θα σηκώσει κεφάλι έχοντας ως ομπρέλα ένα συλλογικό όνειρο. Θα είναι η τελευταία ίσως τόσο ομαδική –ποτέ απόλυτη- αναλαμπή αφού θα νικήσουν τον πόλεμο μα θα τους νικήσει η ειρήνη, μετατρέποντας τους μέσα από το πιο σταθερό δόγμα της κρατικής πολιτικής («όποιος παλεύει εξορίζεται και όποιος γλύφει διορίζεται») σε εθελόδουλους παρείσακτους στην ιδεατή χώρα του ξεχασμένου τους εαυτού, εαυτός που έχει βγει από τους αληθινά παράνομους στην παρανομία για να χυδαιοποιηθεί όπως ποτέ και να σμικρύνει. 
 
Αν τα τραγούδια αυτά, παράνομα για περισσότερο από 30 χρόνια επιβίωσαν,  (κι ιδού το κρυφό σχολειό της πολιτικής μας τραγωδίας) είναι γιατί εξέφρασαν όχι θεωρίες απόμακρες ατόμων που ενώ μιλούν στ’ όνομα της δεν έχουν σχέση με την (πολυσχιδή και άνιση αλλά υπαρκτή) «λαïκή κουλτούρα», μα (εξέφρασαν) την ίδια την χειροπιαστή ζωή και τα πηγαία αισθήματά της, που τόσο κυνικά τα ποδηγετούν δήθεν λαϊκοί ή δήθεν πατριώτες: «Ο λαός είναι από τη φύση του πατριώτης. Αγαπά τη γη όπου γεννήθηκε, το κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε. (Σ αντίθεση με τους ηγετίσκους του δεν έχει κι άλλη.)
 
Αυτή η αγάπη… δεν είναι καθόλου αρετή ούτε καθήκον, ούτε θεωρία… είναι φυσικό γεγονός… Αγαπά τη γλώσσα του, τα έθιμα του, τις σωστές ή λάθος αντιλήψεις της γης του… πρέπει να το δούμε, να το αναγνωρίσουμε, να το σεβαστούμε… όπως κάθε φυσική μορφή της ανθρώπινης ελευθερίας», έγραψε ο μεγάλος θεωρητικός του αναρχισμού  Μπακούνιν, (άγνωστος στους μπάχαλους) γνωρίζοντας ότι ο διεθνισμός δεν μπορεί να επιτευχθεί δίχως τον (πηγαίο) πατριωτισμό (που σε μια ολοκληρωτική σύλληψη κάποιοι τα ταυτίζουν, χαρίζοντας στην χώρα –και στον πλανήτη!- του παράλογου μετά το 21 και το 40 στην φασιστική άκρα δεξιά), αφού μπορείς να δώσεις ή να μοιραστείς μονάχα τον τόπο που κατέχεις.
 
Αλλιώς, την αγωνία σου και την οργή σου βγάζεις, αν είσαι αξιοπρεπείς απέναντι στους δυνατούς που σου πήραν αληθινά τον τόπο, αν είσαι χυδαίος, απέναντι στους αδύναμους που σε δυσκολεύουνε. Το «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα, το Δίκιο και την Λευτεριά» μέσα από την συνοπτική γλώσσα του έβαλε λέξεις στο όνειρο αλλά και προέγραψε τα όρια της ακύρωσης του σε έναν κυνικό κόσμο:
 

 
Το θρυλικό Μικρό Χωριό της ορεινής Ρούμελης που από το όνομα και μόνο πήρε συμβολικές διαστάσεις ταυτιζόμενο με τούτη την μικρή χώρα (με κάθε Δαυίδ στ’ αλήθεια απέναντι σε κάθε Γολιάθ) που την διεκδικούσαν για πρώτη φορά τα απόκληρα της πληθυσμιακά στρώματα, (τα παραδοσιακά υποζύγια των πολύφερνων της δηλαδή μετριοτήτων) ανάγεται στις Ορεινές Θερμοπύλες και γεννά πολλές συγκρούσεις, και μια θρυλική μάχη με λιγοστά –ανάρια- τουφέκια, που θα γεννήσει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ.
 
Με κείνον τον καθαρό σαν κρύσταλλο λυρισμό (καμιά σχέση με τον σικέ λυρισμό των «απαλών γραφίδων») που στάζει σαν δάκρυ από την σκληράδα που αντιμετωπίστηκε με αξιοπρέπεια: Βαριά στενάζουν τα βουνά/ ο ήλιος σκοτεινιάζει/ το δόλιο το μικρό χωριό και πάλι ανταριάζει/ λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά, πέφτουν τουφέκια ανάρια/ ο Άρης κάνει πόλεμο μ’  αντάρτες παλληκάρια…
 

 
(λέγεται ότι το έγραψε μια 15χρονη ανταρτο-επονίτισσα, η Αθηνά, που με τα συσσίτια που οργάνωσε έσωσε χιλιάδες παιδιά από την πείνα…)
 
Η πλήρης καταγραφή των στίχων δείχνει άλλωστε την έλλειψη ιδεολογικών στεγανών στον ΕΛΑΣ την ίδια ώρα που τα προτάγματα του για την επανίδρυση του κράτους είχανε γενναίο δημοκρατικό με την ουσιαστικότερη έννοια στίγμα, υπενθυμίζοντας σθεναρά ότι η αριστερά ή θα συνυπάρχει με την ελευθερία και την δημοκρατία ή δεν θα υπάρχει καθόλου.
 
Ενδιαφέρον σε σχέση με την κοινωνιολογία της λογοτεχνίας (και αναμενόμενο την ίδια στιγμή) είναι ότι η αφήγηση τους (κατά τον λογοτεχνικό στρουκτουραλισμό του Genette, 1979) πραγματοποιείται μέσω ενός «πανοπτικού αφηγητή», (δεν υπάρχει πρώτο πρόσωπο) αφού είναι σα να μιλάει το χώμα κι η συλλογική προσπάθεια ενός γεμάτου αντιθέσεις αλλά παρόντα την κρίσιμη ώρα (σ’ αντίθεση με τις ηγεσίες του) λαού.
 
Η επιλογή του πανοπτικού (και όχι μόνο) απαντά από μόνη της σε πολλά… Σε περιπτώσεις που υπάρχει καταγραφή κατορθωμάτων το πρόσωπο είναι πάντα το πρώτο πληθυντικό (έχουμε, είμαστε),  ενώ όταν ο αφηγητής απευθύνεται «κάπου» για την ανάληψη συμμετοχής κι ευθύνης χρησιμοποιείται κυρίως  απρόσωπα 2ο πρόσωπο θυμίζοντας τα δίχως χαρακτηριστικά πρόσωπα στους πίνακες του Ντε Κίρικο ώστε ο καθένας να βάλει «εκεί» το πρόσωπο του.
 
Οι στίχοι αυτοί αποτελούν και την πιο έντονη ανατροπή της ανάθεσης από όσες έχουν καταγραφεί («έλα και πάρτην μόνος σου την λευτεριά»), τρομάζοντας (δίχως λόγο αφού ο αγώνας ήταν μάταιος αλλά με όλους τους καλούς λόγους του κόσμου αφού αυτό που τρομάζει στην ουτοπία είναι πάντοτε η πιθανότητα να πάψει να είναι ουτοπία) ταγούς και κατεστημένα.
 

 
Τα αντάρτικα γραφτήκανε και τραγουδηθήκανε αρχικά από ανθρώπους-«άπαρτα βουνά», ώσπου έγιναν κτήμα (προς βαθύ σεβασμό ή προς ιδιοτελή ιδιοποίηση από άκαπνους πολιτευτές) όλου του κόσμου μετά την «αναγνώρισή» τους. Όταν η απίστευτη παραχάραξη της ιστορίας αυτού του τόπου μπει στην άκρια (στο βαθμό που μπορεί αυτό να επιτευχθεί) κι όταν μπορέσουμε κι εμείς όλοι κι όλες (κι αυτό είναι το δυσκολότερο προφανώς) να σκεφτόμαστε και να διεκδικούμε κριτικά διακείμενοι κι όχι ως οπαδοί συσσωματώσεων που ιδρύονται για να εκφράσουν υπαρκτές κοινωνικές ανάγκες και καταλήγουν πάντα να εκφράζουν τις ανάγκες της αναπαραγωγής τους και της αυτοδικαίωσης των «ελίτ» τους,  που καπελώνουν ή καταγγέλλουν αγώνες που δεν έδωσαν, τα τραγούδια αυτά θα επανα-διεκδικηθούν και θα λάβουν την θέση που δικαιωματικά τους αξίζει στα ψηλότερα βάθρα της λαϊκής λογοτεχνικής και μουσικής δημιουργίας.
 
Είναι χαρακτηριστικό ότι τραγούδια που γράφτηκαν κατά παραγγελία είτε υπέρ του βασιλιά είτε υπέρ πχ του Ζαχαριάδη, όπως και τραγούδια υπέρ του όψιμου «Γέρου της Δημοκρατίας» (που άνοιξε τα ξερονήσια αφού ποτέ τα άκρα δεν ήταν δύο…) δεν επιβίωσαν, αφού η μουσική (όχι τα σχόλια ή οι φωτογραφίες στο youtube που συχνά την συνοδεύουν) έχει συχνά μια άτεγκτη και πηγαία αίσθηση δικαιοσύνης και αποτελεί από μόνη της χαραμάδα για να δούμε (εύχομαι χωρίς ωραιοποιήσεις κι απλουστεύσεις) την «κρυφή ιστορία», που θα απονείμει όμως ίσως διαφορετικά κάποτε τους ρόλους των «κακών» και των «εθνοσωτήρων πατριωτών».
 Γενικά το έπος της Αλβανίας αποτέλεσε την αφορμή να γραφτεί σπουδαία αστική μουσική, αρχίζοντας από την «θρυλική» Σοφία Βέμπο που δίκαια (σε αντίθεση με τα αδίκως κυνηγημένα αντάρτικα) γνώρισε την πάνδημη αποδοχή.
https://www.youtube.com/watch?v=l8JzuSXs0GU
 
Ενώ μετεμφυλιακά ο περίφημος (αν και όχι με την καλύτερη μουσική επένδυση κατά την γνώμη μου που όμως δεν ακυρώνει την σημαντικότητά του…) δίσκος «Αλβανία» που όχι τυχαία κυκλοφορεί την χρονιά της ελπίδας για μια νέα ελληνική Δημοκρατία (1973) μέσα από ανθρωπιστικές, διεθνιστικές επικλήσεις κάνει μέσω αυτού κι επίκληση για εσωτερική ενότητα των λαϊκών στρωμάτων που είχαν ρημαχτεί για
δεκαετίες απονέμοντας για πρώτη φορά στην μαζική κουλτούρα (και μετά την Ελεύθερη Ελλάδα) τα εύσημα και στις γυναίκες:
 

 

 

 
 
Σήμερα που οι ελπίδες αποδείχτηκαν μάταιες στ’ αντάρτικα τραγούδια επιστρέφουν τα πιο ανήσυχα νιάτα του τόπου για να εμπνευστούν και να «δυναμώσουν». Χαρακτηριστικοί οι στίχοι των Social Waste για τον Άρη που τον καλούν απέναντί τους να μιλήσουν και να του δώσουν έστω «ένα ποτήρι κρασί» και μέσα από μια μεστή διαδρομή σπαραχτικά του λένε: «Κάπου στη Ρούμελη λένε πως είσαι ακόμα/ με τον Κωστούλα, τον Μπελή και τον Τζαβέλλα/ Τ’ ακούς; Ακόμα σε ζητάει τούτο το χώμα/ Γι’ αυτό σου λέω ανέβα στ άλογο και έλα!»
 

 
Αλλά αν η «δύναμή» τους είναι η μήτρα που τα γέννησε, η λογοτεχνική τους αξία  συνίσταται σε αυτό που η Sarah Elizabeth Turner (κοινωνιολογία της λογοτεχνίας) αποκάλεσε την δύναμη της αυτοβιογραφικής γραφής: να αγγίζει βαθιά πολλούς ανθρώπους αποτελώντας εργαλείο με το οποίο οι «ανίσχυροι/ες» μπορούν να αντιδράσουν αποκαλύπτοντας τα κενά της ανθρώπινης εμπειρίας που παραγνωρίζονται από την (κάθε χρώματος) πολιτισμική ηγεμονία και τον «κυρίαρχο» ξύλινο λόγο της. Αυτό ακριβώς ισχύει και για «τ’ αντάρτικα», τα «ζηλευτά τραγούδια»…