Σε αυτόν τον ιδιότυπο πόλεμο, τον από πολλές απόψεις παράδοξο, δεν πρωταγωνίστησε η παραδοσιακή, ή η φιλελεύθερη παγκόσμια δεξιά. Του Άκη Κοσώνα* 

Ads

Πρωταγωνιστής ήταν η προοδευτική παράταξη, ή πιο σωστά αυτό που κατά καιρούς ο κ. Κων. Σημίτης αποκαλεί “κεντροαριστερά”. Γιατί και στις ΗΠΑ, τηρουμένων των (ευρωπαϊκών) αναλογιών ο πρόεδρος Κλίντον και η κυβέρνησή του είναι εκφραστές της κεντροαριστεράς μια και  προσεγγίζουν σε ιδέες, απόψεις και προβληματισμούς την σύγχρονη ευρωπαϊκή κεντροαριστερά, έτσι όπως αυτή εκφράστηκε από τους Τ.Μπλαίρ,  Γκ.Σρέντερ, Λ.Ζοσπέν (με τις όποιες αποχρώσεις) Μ. ντ΄Αλέμα, Α  Γκουτιέρες, Κ. Σημίτη, κ.α . Οι προηγούμενοι επισημοποίησαν την παρουσία τους ως σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας με τη συνάντησή τους στη Φλωρεντία (21 Νοεμβρίου 1999) και αντικείμενο το σχήμα και το περιεχόμενο της κεντροαριστεράς (εφημερίδες Δευτέρας 22 Νοεμβρίου 1999) στον 21ο αιώνα! Μια μέρα πριν, ο πρόεδρος Κλίντον είχε επισκεφθεί την Ελλάδα όπου παρέμεινε 22 ώρες συνεργαζόμενος με την ελληνική κυβέρνηση, ενώ την επομένη της παρουσίας του στην Ιταλία, μετέβη στη Βουλγαρία (22 Νοεμβρίου) προκειμένου να διασφαλίσει τη συνεργασία της βαλκανικής χώρας στα νέα σχέδια των ΗΠΑ για την περιοχή. Τυχαία ή όχι, την ίδια μέρα στη Σόφια βρισκόταν και ο πρωθυπουργός του κρατιδίου των Σκοπίων για συνομιλίες με την βουλγαρική κυβέρνηση. Επίσης, λίγο νωρίτερα -δύο Κυριακές πριν- είχε νικήσει στις προεδρικές εκλογές της Π.Γ.Δ.Μ. για την διαδοχή του Κίρο Γκλιγκόρωφ ο κυβερνητικός εθνικιστής δεξιός υποψήφιος με αποτέλεσμα να ενισχυθεί στα Σκόπια η φιλοβουλγαρική τάση σε βάρος της φιλοσερβικής.  

Ασφαλώς, ο νατοϊκός πόλεμος κατά της Γιουγκοσλαβίας δίχασε κατά τρόπο έντονο την Αριστερά. Τους ασκούς του Αιόλου άνοιξε ο παλαιός επαναστάστης, γαλλογερμανός εβραϊκής καταγωγής Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, ή “κόκκινος Ντάνι” για πολύ κόσμο, που τάχθηκε αναφανδόν υπέρ του βομβαρδισμού της Σερβίας, αλλά και της εισβολής χερσαίων στρατευμάτων. Σε άρθρο του στη “Μόντ” (αναδημοσίευση “Νέα” 5 Απριλίου) δηλώνει ότι “έχουμε το δικαίωμα της ανθρωπιστικής παρέμβασης, η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει την πρωτοβουλία να συγκαλέσει το Συμβούλιο Ασφαλείας για να ανακηρύξει το Κόσοβο ανθρωπιστικό καταφύγιο”,ενώ σε άλλο σημείο τάσσεται υπέρ της χερσαίας επέμβασης στη Γιουγκοσλαβία πριν ακόμα κι από την ίδια την κυρία Μαντλήν ΄Ωλμπράϊτ, ή τους στρατηγούς του ΝΑΤΟ : “Σε συνάντηση που οργανώσαμε εμείς οι Πράσινοι, στις 26 Μαρτίου (!!) στην Τούρ, είχα πεί ότι δεν πιστεύω στην αποτελεσματικότητα των βομβαρδισμών. Ναι, πρέπει να εξετάσουμε την πιθανότητα παρεμβολής. ΄Οχι δεν απαιτούνται 250.000 άνδρες. Οι στρατηγοί μιλούν για 50.000 άνδρες τους οποίους θα υποστήριζε μια αεροπορία…” 

Και συνεχίζει στους ίδιους τόνους αφήνοντας άναυδους τους περισσότερους, αλλά όχι και τον έλληνα καθηγητήΚώστα Ζουράρι που μιλώντας στον Δημήτρη Αλειφερόπουλο  (“Ελεύθερος Τύπος” Τρίτη 1 Ιουνίου) δηλώνει για τον Κον Μπεντίτ : “Δυστυχώς από το Κον Μπεντίτ έχει μείνει μόνο το “κόν”. Ένα “κόν” πουλημένο στο ΝΑΤΟ”.Ως γνωστόν στα γαλλικά “κόν” σημαίνει “μαλάκας” και ο έλληνας φιλόσοφος δεν διστάζει να το υπενθυμίσει. Αλλά ο ιδιότυπος διάλογος (με κάποια χρονική απόσταση) συνεχίζεται, αφού ο Κον Μπεντίτ εμμένοντας στις σκληρές του νατοϊκές απόψεις, αρθρογραφεί στη “Λιμπερασιόν” αυτή τη φορά (αναδημοσίευση “Καθημερινή” 7 Απριλίου) τονίζοντας : “Μια στρατιωτική επιχείρηση στο έδαφος επιβάλλεται. Τώρα. Οι κίνδυνοι που διατρέχουμε δεν είναι τόσο μεγάλοι όσο θέλουν να διακηρύσσουν ορισμένοι…’εάν καθυστερήσει η αποστολή χερσαίων δυνάμεων αύριο θα είναι αδύνατη η επέμβασή τους”. Να σημειώσουμε εδώ τη χρήση του πληθυντικού στο ρήμα «διατρέχουμε», κάτι που δείχνει καθαρά ότι ο Κον Μπεντίτ έχει πλήρως ταυτιστεί με τη δυτικονατοϊκή πλευρά βρίσκοντας καταφύγιο γι΄ αυτή του την ταύτιση στην υπόθεση προστασίας και υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ads

Λιγότερο επιθετικός από τον Ζουράρι αλλά περισσότερο πικραμένος από τη στάση του παλαιού επαναστάτη, ο γαλλοέλληνας τροβαδούρος Ζώρζ Μουστακί του απαντά μέσα από τη “Μόντ” (αναδημοσίευση “Νέα” 4 Ιουνίου): “Να λοιπόν που επέστρεψες Ντάνι, εδώ και πολλούς μήνες, προκειμένου να παίξεις ‘τα τρομερά παιδιά’ στον πολιτικό κόσμο. Όπως το 1968 όταν έπαιζες ότι αντιτάσσεσαι στην εξουσία και ότι αντιτίθεσαι στον σκονισμένο συνδικαλισμό και την Αριστερά του μπαμπά…’  αγαπούσα εκείνο τον τοτινό Ντάνι, παρότι αντιλαμβανόμουν ήδη, τον θεατρινισμό, την όρεξη για εξουσία και αποπλάνηση, ήταν όμως πνιγμένα σε ένα κατεργάρικο χαμόγελο και ένα ταλαντούχο θράσος’… ‘και συμβαίνει ο πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου. Η στιγμή που ποτέ δεν σε άκουσα να λες τίποτε, να αντιταχθείς στους πολεμοχαρείς πολιτικούς και διανοούμενους που κουρνιάζουν κάτω από το προστατευτικό φτερό του θείου Σαμ…’ στο όνομα της αντίστασης στο μακελειό στο οποίο το ΝΑΤΟ και οι σύμμαχοί του πάνε να υποβάλουν -με απόλυτη παρανομία- την περιοχή των Βαλκανίων, τον πληθυσμό τους και τα περίχωρά του δεν πίστεψα ούτε για μια στιγμή ότι η φωνή σου θα συντασσόταν με εκείνη των πολεμοχαρών”. Μπορεί ο ρομαντικός τραγουδοποιός να μην το πίστεψε ούτε για μια στιγμή, αλλά οι γάλλοι αναρχικοί και παλαιοί του σύντροφοι ήταν προετοιμασμένοι για τις αλλαγές του Ντάνι : “Μπαίνοντας στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου της Ναντέρ για να γιορτάσει την 30ή επέτειο του Μάη του 68 δέχθηκε μια τάρτα με σαντιγύ στο πρόσωπο. ‘Ζαχαροπλαστική τρομοκρατία’ δήλωνε η Ομοσπονδία Αναρχικών της Γαλλίας” γράφει χαρακτηριστικά σκιαγραφώντας το πορτρέτο του Ντανιέλ Κον Μπεντίτ στο “Βήμα” (21 Απριλίου) η Τάνια Μποζανίνου. Kαι ασφαλώς το περιστατικό συνέβη πολύ πριν (ένα χρόνο για την ακρίβεια) ο παλαιός επαναστάτης εκδηλώσει τις νέες του απόψεις. 

Τις ίδιες μέρες, ο γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Ρεζί Ντεμπραί δέχεται τρομερή επίθεση από ομοεθνείς του αριστερούς διανοούμενους όταν αποτολμά τη συγγραφή και αποστολή στον γάλλο πρόεδρο Ζακ Σιράκ μιας επιστολής που αμφισβητεί όσα το ΝΑΤΟ, αμερικανοί, άγγλοι, γάλλοι κ.λ.π. λένε ότι συμβαίνουν στη Σερβία και το Κόσοβο : “Φοβούμαι κύριε πρόεδρε ότι ακολουθούμε λάθος δρόμο στη Γιουγκοσλαβία” γράφει ο Ντεμπραί στην επιστολή του που δημοσιεύτηκε στη “Μόντ” της 13ης Μαϊου, θυμίζοντας ότι περιηγήθηκε Σερβία, Κοσσυφοπέδιο και Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας 2-9 Μαϊου  και δεν είδε όσα υποτίθεται ότι συνέβαιναν κατά των κοσοβάρων : “Μόλις άρχισαν οι βομβαρδισμοί οι αλβανοί πήραν εντολή να φύγουν. ΄Αλλοι έφυγαν με την απειλή του U.C.K., άλλοι γιατί ήθελαν να βρουν τους δικούς τους, άλλοι γιατί βρήκαν την ευκαιρία να φύγουν για Αμερική, Ελβετία και αλλού. Αυτά τα άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά. ΄Εκτοτε ουδείς παρατήρησε έγκλημα κατά της ανθρωπότητας”. Και σε άλλο σημείο : “Εσείς τι μας έχετε πεί κύριε πρόεδρε ; ΄Οτι ο πόλεμος δεν γίνεται κατά του σερβικού λαού αλλά εναντίον ενός δικτάτορα, ο οποίος αρνούμενος κάθε διαπραγμάτευση προγραμμάτισε εν ψυχρώ τη γενοκτονία των κοσοβάρων. ΄Οτι θέλουμε μόνο να καταστρέψουμε τον μηχανισμό καταπίεσης του κ.Μιλόσεβιτς. και ότι αν συνεχίζονται οι βομβαρδισμοί παρά τα ‘λυπηρά λάθη’, αυτό γίνεται επειδή οι σέρβοι συνεχίζουν την εθνοκάθαρση στο Κοσσυφοπέδιο. Φοβούμαι κύριε πρόεδρε, ότι κάθε λέξη που είπατε είναι μια καθαρή απάτη”. Ο σημαντικός για τη Γαλλία φιλόσοφος βρέθηκε πολύ μόνος. Από τις πολλές επιθέσεις που δέχθηκε ξεχωρίζουν εκείνες των Μπερνάρ Ανρί-Λεβύ (επίσης φιλοσόφου και εκφραστή του ρεύματος των νέων φιλοσόφων που δημιουργήθηκε στη Γαλλία μετά την εξέγερση του 1968) και του καθηγητή της Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales Αλαίν Ζόξ.

Ο Μπ. Ανρί-Λεβύ κατηγορεί τον Ντεμπραί με επιστολή του  στη “Μόντ” την επομένη κιόλας μέρα (14 Μαϊου) για μίσος, τύφλωση και ασύλληπτη απλοϊκότητα: “ Αυτό που είναι τραγικό είναι η ασύλληπτη απλοϊκότητα με την οποία κατάπιε τα απίστευτα ψέμματα της σερβικής προπαγάνδας” γράφει, θυμίζοντας ότι ο Ντεμπραί “ήταν συνοδοιπόρος του Τσε Γκεβάρα” και αναρωτιέται : “τι μπορεί να συμβαίνει στον Ντεμπραί ; Μίσος για τους δημοκράτες και την Ευρώπη ; Μίσος για τον εαυτό του ; Πάθος να αποτυφλωθεί και να απογοητεύσει ; Αυτοκτονία σε απευθείας σύνδεση ενός διανοουμένου ; Κρίμα. Αντίο Ρεζί”. Δηλαδή λίγο-πολύ κατά τον “νέο φιλόσοφο”, όποιος έχει διατελέσει φίλος και συνοδοιπόρος του Τσε, πρέπει και να καταδικάζει τον Μιλόσεβιτς αλλά επιπλέον να ταυτίζεται με τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς. Επίσης, όποιος σκέπτεται ή λέει κάτι αντίθετο με τη συγκεκριμένη επιλογή κατά της Γιουγκοσλαβίας μισεί τον εαυτό του και τους άλλους. Ο καθηγητής Ζόξ, αδελφός του σοσιαλιστή, πρώην υπουργού Άμυνας Πιέρ Ζόξ είναι πιο υβριστικός: “Ο κ. Ντεμπραί διάλεξε τον φασισμό αντί της δημοκρατίας  με σκοπό να μιλάμε για το άτομό του. Μπήκε στην ομάδα των ‘διεθνών κρετίνων’ την οποία έχει περιγράψει με επιτυχία ο κ. Σαλμάν Ρουσντί” αναφέρει σε άρθρο του επίσης στη “Μόντ”. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο καθηγητής Ζόξ αισθάνεται την ανάγκη να ανατρέξει στον γνωστό για τη συγγραφή του βιβλίου “Σατανικοί Στίχοι” Σ. Ρουσντί (και καταδικασμένο σε θάνατο από τους απανταχού φανατικούς ισλαμιστές) προκειμένου να βρει την κατάλληλη σκληρή λέξη για να χαρακτηρίσει τον συμπατριώτη του φιλόσοφο. ΄Εχει αξία εδώ να παραθέσουμε την ψύχραιμη σκέψη του σημαντικού γάλλου δημοσιογράφου και συνεργάτη του προέδρου Μιτεράν που τον επέλεξε και για πρεσβευτή της χώρας του στην Τουρκία και την Τυνησία Ερίκ Ρουλώ για όσα συνέβησαν με αφορμή τις θέσεις του Ρεζί Ντεμπραί : “Ο Ντεμπραί δεν είναι απομονωμένος στη Γαλλία. Υπήρξαν πολλοί διανοούμενοι στη Γαλλία που αντιτάχθηκαν στον πόλεμο. Εφημερίδες επίσης ή και μεμονωμένοι δημοσιογράφοι όπως ο Ζαν Ντανιέλ του ‘Νουβέλ Ομπσερβατέρ’. Πιστεύω όμως ότι ο γαλλικός Τύπος φοβάται να παραδεχθεί ότι είχε άδικο. Ακόμα και τώρα, που είναι φανερό ότι δεν έγινε γενοκτονία των αλβανών στο Κόσσοβο πολλές εφημερίδες λένε: περιμένετε, θα βρούμε κι άλλα πτώματα, δεν βρέθηκαν όλα ακόμα”. Πρόκειται για απόσπασμα συνέντευξής του στην ‘Ελευθεροτυπία’ (8 Μαίου 2000) και την Βένα Γεωργακοπούλου.   

Στην βαθιά βυθισμένη σε αντισερβισμό δυτική Ευρώπη ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση του από πολλούς χαρακτηριζόμενου ως μεγαλύτερου εν ζωή (τότε)  θεατρικού συγγραφέα, Χάρολντ Πίντερ

Ο βρετανός συγγραφέας που έχει συχνά ταχθεί και εναντίον της τουρκικής βαρβαρότητας κατά των κούρδων δεν διστάζει να καταδικάσει την πολιτισμένη δύση για “ληστεία και φόνο” κατά της Γιουγκοσλαβίας.

Σε άρθρο του που πρωτοβλέπει το φως της δημοσιότητας στις 2 Μαίου από την “Εlectronic Telegraph” του Ιντερνέτ δηλώνει ότι “ο πόλεμος του ΝΑΤΟ είναι μια ληστρική ενέργεια” περιγράφοντας γλαφυρά μια πτυχή του ιδιότυπου πολέμου : “Το βομβολάγνο ΝΑΤΟ άρχισε να εξαπολύει τα όπλα του και εκατοντάδες πρόσφυγες από το Κόσοβο, θύματα της τηλεθέασης, ξεβράστηκαν μέσω των μεθοριακών φυλακίων κατευθείαν μέσα στις οθόνες μας”. Απαντώντας στο επιχείρημα του ΝΑΤΟ ότι ο Σλ. Μιλόσεβιτς είναι ο νέος Χίτλερ και ότι έχουμε επανάληψη του Ολοκαυτώματος, γράφει χαρακτηριστικά : “Τα τραίνα στα οποία οι αλβανοί φορτώθηκαν με τη βία, δεν οδηγούσαν σε θαλάμους αερίων, αλλά στη ‘Μακεδονία’. Δεν μπορώ να καταλάβω πως μπορεί να συγκριθεί η ‘εθνική εκκαθάριση’ η οποία είναι η εκδίωξη ενός λαού από μια περιοχή, με την εξολόθρευση μιάς φυλής”, ενώ για την δημοκρατικότητα των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ αναφέρει το παράδειγμα της Τουρκίας : Ας εξετάσουμε το μητρώο μιάς χώρας-μέλους του ΝΑΤΟ, της δημοκρατικής Τουρκίας : 1,4 εκατομμύρια κούρδοι έχουν υποστεί εθνική εκκαθάριση και καταπίεση πολύ χειρότερη από αυτή στο Κόσοβο”. 

Ο Πίντερ επίσης, σε μια συνέντευξή του στον Λάμπη Τσιριγωτάκη (“΄Εθνος” 17 Μαϊου) δηλώνει ότι δεν είναι μεν απολογητής του Μιλόσεβιτς “είναι αδίστακτος πολιτικός” λέει, “αλλά ο πραγματικός λόγος που τον κτυπούν τώρα οι αμερικανοί μέσω του ΝΑΤΟ είναι γιατί ‘σήκωσε τη μύτη του’ και δεν υπάκουσε στα σχέδια που έχουν οι ΗΠΑ για τα Βαλκάνια”. Καλεί τον πρωθυπουργό της Βρετανίας Τόνι Μπλαίρ “να βάλει φούστα και να γίνει Μάργκαρετ Θάτσερ αφού δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να ακολουθεί τη φιλοσοφία και την πολιτική της ιδεολογία”. Λέει συγκεκριμένα : “Πολλοί εδώ στη Βρετανία αισθανόμαστε έκπληξη και μεγάλη απογοήτευση για την πολιτική του Τόνι Μπλαίρ καθώς είναι πολύ χειρότερη κι από αυτή των ΗΠΑ. Ακόμα και η Μάργκαρετ Θάτσερ, όταν οι αμερικανοί εισέβαλαν με στρατιωτική δύναμη στη Γρενάδα, ένα μικρό νησί της Καραϊβικής που είχε δεσμούς με τη βρετανική κοινοπολιτεία, εξέφρασε αντιρρήσεις και επέκρινε την ενέργεια αυτή των ΗΠΑ ως μη σωστή”. 

Εξαιρετικά ανάγλυφα δείχνει τη σύγχυση που επικρατεί στην ευρωπαϊκή αριστερά για την επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας η παράθεση των απόψεων τριών κορυφαίων στελεχών της στην Ιταλία. Μίλησαν και οι τρεις στηνΣοφία Αραβοπούλου για την “Εξουσία” (16 Απριλίου).

Ο Αρμάντο Κοσούτα, πρόεδρος των ‘Ιταλών Κομμουνιστών’, με έναν αθεράπευτο ρομαντισμό δηλώνει πως “ο Μιλόσεβιτς δεν θα παραδοθεί ποτέ. Εάν υποτασσόταν στην υπεροχή των ΗΠΑ θα επέτρεπε τον κατακερματισμό της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας”, παραβλέποντας προφανώς ότι ο Μιλόσεβιτς είχε ήδη χάσει εδάφη της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας στον προηγούμενο πόλεμο της Βοσνίας. Απολογούμενος για την παραμονή του κόμματός του στην -αριστερή- κυβέρνηση ντ΄ Αλέμα παρά την στήριξη της τελευταίας προς τον πρόεδρο Κλίντον και το ΝΑΤΟ, λέει : “Πήραμε την επώδυνη απόφαση να μην αποχωρήσουμε, λόγω ενός μεγάλου αισθήματος ευθύνης. Γιατί το πράξαμε ; Για να επιτρέψουμε στην Ιταλία να συμβάλει στον τερματισμό αυτού του πολέμου”. Μάλλον πιο ειλικρινής -και κυνικός-  ο γραμματέας των ‘Δημοκρατών της Αριστεράς’ (κύριο κόμμα του αριστερού κυβερνητικού συνασπισμού της Ιταλίας) Βάλτερ Βελτρόνι  απαντάει στην προηγούμενη εξωφρενική σοφιστεία με έναν σαφή καθεστωτικό πραγματισμό : 
“Δεν υπήρχαν άλλοι βατοί δρόμοι άμεσα  εάν θέλαμε να αντιδράσουμε σε όλα αυτά, εκτός από τη χρήση της βίας προκειμένου να εξαναγκάσουμε τον Μιλόσεβιτς να αλλάξει ριζικά τη στάση του”.

Μετά από τα προηγούμενα μένει ανοικτός ο δρόμος στον Φάουστο Μπερτινότι, πρόεδρο της ‘Κομμουνιστικής Επανίδρυσης’ να επισημάνει την αιχμή της κρίσης, την καρδιά του προβλήματος για την Αριστερά : “Το δραματικότερο σημείο εστιάζεται στη ρήξη της αριστερής ειρηνευτικής παράδοσης που επέλεξε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία υιοθετώντας κλασσικές αρχές της Δεξιάς. Στην Ιταλία, εν ονόματι της σταθερότητας της κυβέρνησης, ορισμένες πολιτικές δυνάμεις έκλεισαν τα μάτια”. 

Λίγο μετά, στις 7 Μαίου δημοσιεύεται στην ιταλική εφημερίδα ‘L’ UNITA’ συνέντευξη του μεγάλου ιστορικού ΄Ερικ Χομπσμπάουμ (αναδημοσίευση στην Έλευθεροτυπία’ σε επιμέλεια Θανάση Γιαλκέτση) όπου ο ιδιότυπος πόλεμος τοποθετείται καθαρά σε επιστημονική βάση : “Σαράντα χρόνια (ειρήνης) στα Βαλκάνια είναι πολύ καλύτερα από το τίποτα. Με τον ψυχρό πόλεμο είχαμε στη Γιουγκοσλαβία σαράντα και περισσότερα χρόνια ειρήνης χάρη στον Τίτο και στον κομμουνισμό. Άλλα σαράντα χρόνια ή λίγο λιγότερα τα είχαμε προς το τέλος του προηγούμενου αιώνα χάρη στο σύστημα των μεγάλων δυνάμεων. Αλλά το όνειρο μιάς μόνιμης λύσης σ΄ αυτή την περιοχή είναι μια ουτοπία” δηλώνει ο ιστορικός. Συγχρόνως ξεκαθαρίζει τη θέση του για τον ρόλο των αριστερών και κεντροαριστερών κυβερνήσεων “που καθοδηγούν μια φάση πολέμου στην Ευρώπη” όπως του επισημαίνεται σε σχετική ερώτηση : “Νομίζω ότι οι κυβερνήσεις της κεντροαριστεράς είναι και κυβερνήσεις που διευθύνουν την εξωτερική πολιτική με βάση τις παραδοσιακές αρχές των χωρών τους, ακόμα και αν προσποιούνται ότι δεν είναι έτσι” τονίζει ο Χομπσμπάουμ θυμίζοντας τις συμφωνίες των Μπίσμαρκ και Ντισραέλι στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878, όπου εξασφαλίστηκε ειρήνη για 40 χρόνια, αφού “η ιδέα ότι υπάρχουν λύσεις που μπορούν να διαρκέσουν για πάντα είναι λάθος”. 

Με τρόπο αυστηρό και γραφή βασανιστικά αποκαλυπτική ο κοινωνιολόγος και πολιτικός επιστήμονας Παναγιώτης Καφετζής έρχεται να δηλώσει (‘Ελευθεροτυπία’ 30 Απριλίου) για τη σχέση της Αριστεράς με τους κανόνες (της) και τον πόλεμο : “Αυτό που βλέπει κανείς σήμερα -ίσως ως τεκμήριο ριζικών ανατροπών στις ‘πολιτικές ταυτότητες’- είναι μια σοσιαλδημοκρατία που απωθεί στα βάθη του λόγου της τη λέξη πόλεμος και που, αντί γι΄ αυτόν, ομιλεί για την ανάγκη ‘καταστροφής της πολεμικής μηχανής’ του Μιλόσεβιτς”. Εδώ ο Καφετζής παρατηρεί εύστοχα ότι για τη Δεξιά (‘από τον Μπιουκάναν και τον Κάριγκτον ως τον Πασκουά και τον ΄Ινγκλμπέργκερ’ όπως γράφει χαρακτηριστικά) η αντιπολεμική στάση είναι συνεπής ως προς την ιστορική της εθνικοφροσύνη άρα υπερασπίζεται τον εθνικό χώρο και τον εθνικισμό του“την περίκλειστη ασφαλή και ‘οριστική’ κρατική κοινωνία των δεσμών αίματος και της κοινής ρίζας”. Για την Αριστερά όμως ; Τι ακριβώς συμβαίνει ; Αυτή λοιπόν που προσδιορίστηκε με όρους διεθνισμού, λαϊκής κυριαρχίας και εθνικής ανεξαρτησίας, ισότητας και αδελφοσύνης και σήμερα “προσυπογράφει τον πόλεμο και την ‘Στρατηγική Αντίληψη’” οφείλει έναν επαναπροσδιορισμό. Ο Π. Καφετζής τονίζει πως αν “αυτό το στοιχείο (εκείνα που την προσδιόρισαν) έχει μετατραπεί σε φολκλόρ από τη ‘βούληση’ της παγκόσμιας αγοράς οφείλει ευθαρσώς να το πεί. Εκείνο που δεν μπορεί να κάνει είναι να μιλά με όρους εξουσίας όταν αναφέρεται στη ‘δικτατορία Μιλόσεβιτς’ και στα δικαιώματα των αλβανοφώνων και να ‘παραλείπει’ να μιλήσει με τέτοιους όρους προκειμένου για το ΝΑΤΟ, παραλείποντας (έτσι) να μιλήσει για πόλεμο, νεκρούς, αμάχους”.

Η ανάμειξη σημαντικού μέρους της ευρωπαϊκής αριστεράς στην υπόθεση εξουδετέρωσης της Σερβίας με βάση την αμερικανική επιχειρηματολογία την έβαλε εξ αποτελέσματος σε μια άλλη θέση και σε έναν άλλο δρόμο. Ταυτίστηκε με εξουσιαστική δύναμη (κάθε εξουσία είναι σχεδόν εξ ορισμού συντηρητική) και φόρεσε τη στολή του ηθικού χωροφύλακα που καταστέλλει αυτόκλητος για λογαριασμό τρίτων. Ρόλοι που σύμφωνα με τον Θανάση Γιαλκέτση (ένθετο στην «Ελευθεροτυπία» περιοδικό «Βιβλιοθήκη», 30 Απριλίου 1999) δεν της ταιριάζουν :«Συμπαρατασσόμενη πρόθυμα με τον Κλίντον και το Πεντάγωνο, η Αριστερά και η Κεντροαριστερά που κυβερνάει σήμερα την Ευρώπη , τραυμάτισε ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία της, για να μην πούμε αυτοκτόνησε πολιτικά. Μια αριστερά, η οποία εγκαταλείπει το στόχο της οικοδόμησης μιας νέας δικαιότερης διεθνούς τάξης και συμπαρατάσσεται με τα αυτοκρατορικά σχέδια των ΗΠΑ, μια αριστερά η οποία υιοθετεί την αντίληψη της; πλούσιας Δύσης ως χωροφύλακα του κόσμου, είναι μια αριστερά που ακυρώνει στην πράξη θεμελιώδεις αρχές της και αλλάζει βαθιά την ταυτότητά της, εγκαταλείποντας μια πολύτιμη κληρονομιά ιδεών και αξιών, η οποία είχε συσσωρευτεί στη διάρκεια πολύχρονων και σκληρών αγώνων». 

Το μπερδεμένο κουβάρι της βαλκανικής ιστορίας μπερδεύτηκε περισσότερο με τη συγκεκριμένη επέμβαση, κάτι που έσπρωξε την Αριστερά ακόμα πιο βαθιά στο ιδεολογικό της χάος και την πολιτική της σύγχυση. Στοιχεία που φαίνονται εντονότερα όταν η Αριστερά αγγίζει την εξουσία ή -ακόμα χειρότερα- μετέχει σε αυτή. Ίσως η ίδια η φύση της εξουσίας είναι Δεξιάάρα ουσιαστικά να μην υπάρχει δρόμος για την “αριστερή εξουσία και διακυβέρνηση”. Τα προηγούμενα, η συμπτωματολογία δηλαδή της αριστερής παθογένειας παρουσιάζονται εντονότερα σε συνθήκες πολέμου, προάσπισης εδαφών και πατρίδων, υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η παρουσία της Αριστεράς σε κυβερνητικά σχήματα δεν την βοηθά καθόλου να διακρίνει τις προτεραιότητές της, οι οποίες άλλωστε διαφοροποιούνται μοιραία από τον κάθε φορά διαφορετικό πολιτικό και ιστορικό της ρόλο.

image

* Εκτενές απόσπασμα απο το κεφάλαιο 4 του βιβλίου του Άκη Κοσώνα «Το Πείραμα». Εκδ. Αρμός. Περιγράφεται ο ρόλος της κεντροαριστεράς στην Ευρώπη και η στήριξη στις δυνάμεις επίθεσης κατά της Γιουγκοσλαβίας.