Τις τελευταίες εβδομάδες η κυβέρνηση Ερντογάν βρίσκεται σε συμπληγάδες οξύτατων εσωτερικών αντιθέσεων και η παντοδυναμία του πρωθυπουργού αμφισβητείται έντονα από διάφορες πλευρές: Από τη λαϊκή δυσαρέσκεια για τις αυταρχικές επιλογές του και τις αποτυχίες του σε κρίσιμα θέματα, όπως το Συριακό, από την αντιπολίτευση με επικεφαλής το Ρεπουμπλικάνικο Λαϊκό Κόμμα, από το εσωτερικό του ίδιου του κόμματός του και από ευρύτερους ισλαμικούς παράγοντες με επιρροή. Οι σχέσεις του με τον πρόεδρο Αμπντουλάχ Γκιούλ δεν είναι καλές, όπως και οι σχέσεις του με τη Δύση – ΗΠΑ και Ε.Ε. Του Πάνου Τριγάζη

Ads

Τόσο η εσωτερική όσο και η διεθνής  εικόνα του Ερντογάν έχει δεχθεί σοβαρά πλήγματα από τις κατηγορίες για διαφθορά πρώην κυβερνητικών στελεχών, με την εμπλοκή και συγγενών τους. Έτσι, οι συνθήκες που διαμορφώνονται ενόψει και δημοτικών εκλογών, θέτουν σε άμεσο κίνδυνο την παντοδυναμία του ΑΚP,  και του ηγέτη του, πρώτη φορά από το 2002.
 
Όπως και πριν μήνες, που η Τουρκία συγκλονίστηκε από το κίνημα του Γκεζί Παρκ, έτσι και τώρα ο Τούρκος πρωθυπουργός έχει επιδοθεί σε μια άκρατη συνομωσιολογία, μπροστά στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει.  του φταίνε θεοί και δαίμονες!                    
 
Σύμφωνα με τον προερχόμενο από την Ελληνική Κοινότητα της Πόλης, αριστερό επιστήμονα και ακτιβιστή Φώτη Μπενλισόϊ,  «Ο Ερντογάν φαίνεται στριμωγμένος. Το κόμμα του ραγδαία χάνει τα χαρακτηριστικά ενός κεντρώου πολιτικού σχηματισμού και υιοθετεί το λόγο του παραδοσιακού ισλαμικού χώρου. Η αξιωματική αντιπολίτευση από την πλευρά της φλερτάρει με το Στρατό και με το χώρο της παραδοσιακής κεντροδεξιάς (Εποχή 29.12.2013)».
 
«Είναι πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια – συνεχίζει ο Μπενλισόϊ – που παρατηρούμε τη δημιουργία ενός ισχυρού εναλλακτικού μπλοκ εξουσίας, με το οποίο συμμαχεί υπόγεια και ένα μεγάλο μέρος των παραδοσιακών τζακιών της τουρκικής αστικής τάξης».
 
«Είμαστε ενώπιον ενός εμφυλίου πια εντός του κρατικού μηχανισμού – επισημαίνει χαρακτηριστικά ο αριστερός ακτιβιστής –  με αστυνομικούς εναντίον αστυνομικών, εισαγγελείς κατά εισαγγελέων.  Ο πρόεδρος Γκιουλ μέσα σε αυτή τη διαμάχη αναβαθμίζει τη δύναμη του και είναι πολύ πιθανό να παίξει ρυθμιστικό ρόλο στο άμεσο μέλλον».     
 
Το ερώτημα είναι τι κάνουμε εμείς, ως Αριστερά και ως χώρα. Εννοείται ότι ως Αριστερά δεν «ποντάρουμε» στην αποσταθεροποίηση της Τουρκίας ούτε σε παρωχημένα σενάρια επέμβασης του Στρατού στις εξελίξεις. Οι πραγματικότητες στο εσωτερικό της Τουρκίας έχουν αλλάξει σημαντικά τα τελευταία χρόνια και μία από αυτές είναι ότι η κυβέρνηση Ερτογάν έχει «ξεδοντιάσει» το κεμαλικό βαθύ κράτος.  Από την άλλη  έχουν σημειωθεί σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις στο εσωτερικό της χώρας οι οποίες έχουν φέρει στο προσκήνιο νέα ισχυρά συμφέροντα ανερχόμενων κεφαλαιοκρατών που ευνοήθηκαν από τις κυβερνήσεις του ΑΚΡ. Πρόκειται για τα «νέα τζάκια» της Τουρκίας τα οποία επιδιώκουν τη  στενότερη σύνδεσή τους  τόσο με το ευρωπαϊκό όσο και με το διεθνές κεφάλαιο, το οποίο υπόσχονται μακροπρόθεσμα να εξυπηρετήσουν  με την ανάδειξη της Τουρκίας ως ισχυρής περιφερειακής οικονομικής και  πολιτικής  δύναμης  (δεν λέμε στρατιωτικής διότι το ρόλο αυτό τον έχει ήδη εξασφαλίσει η Τουρκία στο πλαίσιο της σημερινής διεθνούς αρχιτεκτονικής). Αυτός είναι ο λόγος που οι ΗΠΑ αλλά και οι μεγάλες ευρωπαϊκές  δυνάμεις μπορεί να μην τα πάνε καλά με τον Ερντογάν αλλά δεν αναμένεται να επιδιώξουν την αποσταθεροποίησή του. Οι εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών, δείχνουν ότι η Δύση δεν έχει και πολλές επιλογές προσεταιρισμού πολιτικών δυνάμεων στις χώρες του μουσουλμανικού κόσμου.
 
Θα έλεγα, λοιπόν, ότι η Ελλάδα καλείται να έχει στρατηγική ενατένιση για τις σχέσεις με την Τουρκία, συνυπολογίζοντας και την «άλλη» Τουρκία  ως σημαντικό παράγοντα για την πορεία της γειτονικής χώρας.  Γιατί στις εξελίξεις, που συντελούνται ή κυοφορούνται,  δεν πρέπει να παραγνωρίζεται  και η κοινωνική δυναμική  και η δράση του λαϊκού παράγοντα, που έχει αναβαθμιστεί μετά το κίνημα του Γκεζί Πάρκ. 

Οι εξελίξεις, δημιουργούν ιδιαίτερες ευθύνες για τις αριστερές δυνάμεις της Ευρώπης και για τον ΣΥΡΙΖΑ να εργαστούν πιο συστηματικά για την οικοδόμηση στενότερων σχέσεων αλληλεγγύης και συνεργασίας με τις αριστερές δυνάμεις και τα κοινωνικά κινήματα της Τουρκίας. 
 
Τέλος, η Ελλάδα πρέπει να εμμείνει στην ενεργητική αναζήτηση μιας πορείας ουσιαστικής και μακροπρόθεσμης επίλυσης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων με διάλογο στη βάση του διεθνούς δικαίου και του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Αλλά δεν πρέπει να αναμένονται πολλά με τη σημερινή εξωτερική πολιτική λόγω της ακινητοποίησης των δυνατοτήτων της χώρας μας από τη μνημονιακή  κυβέρνηση Σαμαρα-Βενιζέλου.

Σε ότι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να συνεχίσει στο δρόμο των ρηξικέλευθων  φιλειρηνικών πρωτοβουλιών, αξιοποιώντας την παράδοση που ήδη έχει δημιουργήσει η δική μας αριστερά, για τις σχέσεις με την Τουρκία, αναπτύσσοντας με διάφορους τρόπους την «διπλωματία των λαών και των πολιτών». 
 
Μπαίνοντας, στο 2014, καλούμαστε να καταρτίσουμε ένα πολυδιάστατο σχέδιο δράσης για την ειρήνη, την αλληλεγγύη και την συνανάπτυξη ως βασικό υπόβαθρο για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.  Το σχέδιο αυτό μπορεί να αποτελέσει συστατικό και της πρωτοβουλίας που ήδη έχουμε αναλάβει και την οποία υιοθέτησε και το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς στο πρόσφατο συνέδριό του στη Μαδρίτη, με τίτλο «Σαράγεβο 2014 – Σχέδιο Δράσης για Ειρηνικά Βαλκάνια και Φιλειρηνική Ευρώπη» με αφορμή τα 100 χρόνια από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.  Ειδικότερα, η Θεσσαλονίκη και άλλες πρωτεύουσες νομών της Μακεδονίας και της Θράκης μπορούν να αποτελέσουν βάσεις φιλειρηνικής εξόρμησης στα Βαλκάνια (της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης), στο πλαίσιο συγκεκριμενοποίησης και υλοποίησης της παραπάνω πρωτοβουλίας.
 
*Ο Πάνος Τριγάζης είναι υπεύθυνος του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων και Θεμάτων Ειρήνης του ΣΥΡΙΖΑ
                                                                                            
                                                                                            

Ads