Φέτος δεν θα μοιράσω δώρα σε κανέναν! Δεν θα δεχτώ προσευχές. Δεν θ’ αφήσω να μιλούν για μένα σαν το καλοκάγαθο πλάσμα – τον αγαθό, πονετικό παππούλη – με τα κόκκινα. Τόσα χρόνια προσπάθεια όχι για να με σέβονται αλλά για να με θεωρούν την πιο γραφική φιγούρα της χριστιανοσύνης τα νεόπλουτα «γραβατωμένα ή όχι» ψώνια που δεν φροντίζουν τα κακομαθημένα κι αχάριστα στα δωράκια μου «παιδιά τους» όλον τον χρόνο όπως πρέπει, τα αρθριτικά μου πονούν γι αυτούς που με θυμούνται με γελάκι μια φορά στους δώδεκα μήνες, νισάφι πια! Γράφει η Ελένη Καρασσαβίδου

Ads

Λένε πως τον άγιο ή τον άνθρωπο τον καταλαβαίνεις στην εξουσία. Όχι ακριβώς! Τον άγιο, όπως και τον άνθρωπο, τον καταλαβαίνεις και στην διαφωνία. Όταν ήμουν παιδί πίστευα πως αν ήμουν καλός κι έντιμος οι άνθρωποι θα τα εκτιμούσαν. Ήταν το πιο μεγάλο λάθος. Αυτό που μου δίδαξε η ζωή είναι πως αυτό ακριβώς είναι που δεν σου συγχωρούν στο βάθος. Την ηθική ανωτερότητα. Περισσότερο από ιδεολογίες και θεωρίες, αυτό είναι που τους ξεβολεύει. Κι άβολα δεν θέλει να αισθάνεται κανείς. Στην πυρά της απόστασης ή του χαμόγελου λοιπόν. Αλλά κι εγώ θα τους χαμογελούσα!

Θυμάμαι όταν πρωτοξεκίνησα να τρέχω ισότιμα σ’ όλα τα παιδάκια του κόσμου δεχόμουν ποικίλες κριτικές από τους Πέτρο και Παύλο που έξυναν τα γένια τους για να κρύψουν την αμηχανία και το χαμόγελο τους – φορείς μιας επαναστατικής ιδεολογίας ισότητας, αγάπης και έμπρακτης προσφοράς οι δυο τους κάποτε! Τώρα χαμογελούσα εγώ κάτω απ’ τα γένια. Αυτοί μπορούσαν να κρίνουν έχοντας αράξει στο απυρόβλητο του παραδείσου, πιστοί στην γραμμή, στην γραφή, και στη μη εμπλοκή με το ασύνορο και πολύπλοκο εκεί έξω. Πιστοί στο περίμενε κι όχι στην φλόγα της άμεσης προσφοράς όπως ήταν το ετήσιο ακτίφ μου! Μα εγώ, αχ εγώ! Μες την τρέλα του ρομαντικού οραματισμού μου μπορεί να τους προξενούσα χαμόγελα, μπορεί να μου προκαλούσα κόπωση κι αρθριτικά, αλλά θα γνώριζα τόσες ψυχούλες και τόσα πράγματα, θα μοιραζόμουν μαζί τους τόσες στιγμές πραγματικά, εραστής των αναμνήσεων τα κρύα ή ζεστά βράδια στις εποχές που γινόμουν «οικόσιτο» σαν τους «από πάνω»!

Ο παράδεισος μπορούσε να περιμένει. Σαν τον λαγό του παραμυθιού θα σταματούσα σε κάθε λουλούδι, θα άγγιζα κάθε πέτρα, κάθε βράχο, θα ένιωθα στην παλάμη μου κάθε άρωμα κι επιφάνεια, κάθε μυρωδιά, θα έβλεπα κάθε πιθανή θέα του ορίζοντα, επιμελής σ αυτήν μου την διαδρομή κι όχι σε «έναν» στόχο, την ίδια ώρα που η χελώνα, ανέραστη στις προκλήσεις της ζωής, ένας μέτριος γιάπις «της μοναδικότητας» μιας καριέρας ή ενός εγώ που δεν έπρεπε να εκτεθεί σε τίποτε και σε κανέναν, με το αργό της τέμπο θα ‘φτανε πρώτη στο τέρμα.

Ads

Κι έτσι μ απομόνωσαν όλοι οι «εν τω παραδείσω» ενταγμένοι και μ’ άφησαν να ζω, ο μοναδικός άγιος, στα κρύα του βόρειου πόλου! Οι αθεόφοβοι δεν κατενόησαν το μεγαλείο της επιλογής μου. Οι ομάδες, οι ίδιοι οι θεσμοί, όσο προβεβλημένοι κι αν είναι, στο βάθος μοναδικό στόχο έχουν την αυτοεπιβίωση και την κατά το δυνατόν απρόσκοπτη αναπαραγωγή τους. Τίποτε προς τα κάτω μα και τίποτε προς τα πάνω, καμιά προσωπικότητα που να δημιουργεί αληθινά στοιχήματα κι αναταράξεις σ εποχές αράγματος, δεν αντέχουν δίχως μάχη.

Οι ίδιοι οι άγιοι, όπως κι οι άνθρωποι από τους οποίους νομίζουν μάλιστα ότι απέχουν!, επειδή δεν ξέρουν που να κατατάξουν το ξεχωριστό, προσπαθούν να το απαξιώσουν γραφικοποιόντας το, ώστε να μην αντιμετωπίσουν οι ίδιοι το μειωμένο τους εγώ. Πόσο «θεοί» δεν είναι. Τα «μπάζα» – που βάφονται από τους εργολάβους ώστε να μη θυμίζουν μπάζα – είναι το στέρεο υλικό που μέγαρα σηκώνουν, εξορίζοντας τον άνεμο από τα μουλωχτά τους δωμάτια. Η ετερότητα καταδυναστεύεται από τους ποικίλους «ρατσιστές» κι έχει στο πλευρό της κάποιους ιππότες γενναίους. Αλλά η χρυσή ετερότητα καταδυναστεύεται παντού από την «χρυσή μετριότητα». Κι αυτή η ετερότητα δεν έχει στο πλευρό της κανέναν.

Ε, ναι λοιπόν! Φέτος δεν θα έμπαινα στον παράδεισο και πάλι, παρόλο που τα ένσημα μου έφταναν, εφαψίας των έντιμων μεγάλων πεδιάδων του χιονιού. «Ελευθερία ή χλιδή». Αλλά δεν θα έμπαινα ούτε στα σπίτια των ανθρώπων, με τα ξινισμένα μούτρα, το τουπέ, το απόλυτο, το εύκολο αραλίκι. Θα ’βρισκα τους απόκληρους, τους μονίμως απέξω, τους όπως εγώ διαφορετικούς… Οι πρώτοι ευχόμουν να ξυπνούσαν την πρώτη Γενάρη το πρωί κι έντρομοι να ‘βλεπαν πως η αληθινή πρωτοχρονιά δεν είχε έρθει. Πως ήταν μια ακόμη μίζερη μέρα, με τις ψεύτικες υποσχέσεις κάθε αρχής, ανοικτή στο να ακολουθήσει η μιζέρια της ζωής, που προσπαθούσε βιαστικά να κρυφτεί πίσω από τα ιλουστρασιόν φωτάκια των γιορτών.

Θ’ άφηνα στην άκρη την στολή. Ευχόμουν να τους σόκαρα. Θα τους θύμιζα τότε πόσο αλίμονο ήταν να τα περιμένουν όλα από τους άγιους που ήταν κάποτε άνθρωποι, θα τους βοηθούσα να αναλάβουν δράση απέναντι στους ανήλικους κι αδύναμους συνανθρώπους στα σπίτια τους μέσα κι έτσι κι έξω απ αυτά. Και θα τους οδηγούσα στις πύλες του παραδείσου όχι για να μπουν αλλά για να βγουν! Με πανό θα τους οδηγούσα απέξω κι όλοι μαζί θα χτυπούσαμε την πόρτα ώστε οι άγιοι Πέτρος και Παύλος να βγουν και ψηφίσματα να τους επιδοθούν! Οι αποστάσεις να μειωθούν κι όλοι μαζί να κάναμε ένα μεγάλο ακτίφ όλον τον χρόνο, δίχως μπλα μπλα και καρέκλες με παραμορφωτικά γυαλιά! Και πάνω απ’ όλα θα φρόντιζα επιτέλους τ’ αρθριτικά!

«Βασίλειε!!!!» ακούστηκε τρομερή η φωνή. «Μην τολμήσεις! Μην τολμήσεις να μην το κάνεις.» Ήξερα ότι ήταν μόνο η συνείδηση μου. Η επανάσταση μου άρχιζε!

Άγιος Βασίλης

ΥΓ: Παλαιότερη εκδοχή είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Εποχή» και στο blog μας www.agitprop.gr. Το παρόν αφιερώνεται στην μνήμη του Παναγιώτη Βήχου