Ads

Μια άδεια πολυθρόνα…Μια κενή θέση στο τραπέζι… Μια σβηστή τηλεόραση κι ένα τηλέφωνο που έπαψε να χτυπάει για να μάθεις πως είμαι ή για να πεις καληνύχτα… Ενας βαθύς, βαθύτατος, πόνος αποχωρισμού…

Εφυγες στο τέλος μια δύσκολης, τραγικής θα έλεγα, χρονιάς μαμά, μιας χρονιάς που ο κόσμος γύρω σου γινόταν όλο πιο φοβιστικός και ακατάλυπτος. Πιο φοβιστικός ίσως ακόμα κι από την Γερμανική κατοχή, την αιχμαλωσία σας, τον εμφύλιο… Ήσουν νέα τότε και όλα φαινόντουσαν μάλλον πιο απλά και πιο ελπιδοφόρα. Τώρα αγωνιούσες καθημερινά για την κομμένη σύνταξη, τα χαράτσια, το αν θα έχεις αρκετα λεφτά για να αντιμετωπίσεις καμμιά αρρώστια ή κανά νοσοκομείο αν χρειαστεί…

Όλοι γύρω σου είχαν φύγει, η μεγάλη σου απώλεια ο πατέρας μου μετά από 60 ολόκληρα χρόνια κοινής πορείας, τα αδέλφια σου, οι συγγενείς και οι φίλοι. Κι όμως… Ποτέ δεν παραπονέθηκες, ποτέ δεν έπαψες να γελάς και να αντιμετωπίζεις την ζωή με χιούμορ και τσαγανό, παρόλα όσα περάσες μέσα στα χρόνια και παρά την σύγχρονη αγωνία που σε κυρίευε κάθε που έβλεπες τις ειδήσεις στην τηλεόραση….

Ads

Σαν την σύγχρονη ελληνική ιστορία και συ, πέρασες χρόνια δύσκολα και καλά, με πάνω και με κάτω, άλλοτε με περισσότερη οικονομική άνεση και άλλοτε με λιγότερη, πέρασες πολέμους, δικατορίες, πολιτική αστάθεια αλλά και όμορφες ανέμελες στιγμές που όλα έμοιαζαν να βαίνουν καλά και ομαλά.

Δεν ξέρω αν είναι θέμα γενιάς ή αν ήσουν η εξαίρεση, υπήρξες όμως ένα ελεύθερο πνεύμα, χωρίς προσωπική ιδιοκτησία, χωρίς τραπεζικούς λογαριασμούς εκτός συντάξεων, χωρίς ατέρμονες ομφαλοσκοπήσεις ή βασανιστικές ενδοσκοπήσεις και χωρίς περίπλοκες και πολύπλοκες ψυχαναγκαστικές αναζητήσεις, έπαιρνες τη ζωή όπως σου ερχόταν, όπως σου προσφερόταν, και πάντα επιβίωνες, προχωρούσες παρακάτω.

Από φραγκολεβαντίνικη ρίζα, αν και δεν αποδεχόσουν ποτέ τον όρο αυτό, με κάτι από Ιρλανδία, Ιταλία, Αλεξάνδρια και Μακεδονία να κυλάει στο αίμα σου, αντιπροσώπευες για μένα την απόλυτη πολυπολιτισμικότητα αλλά και το ανακάτεμα της Εσπερίας με την Ανατολή, τόσο χαρακτηριστική των αρχών του 20ου αιώνα. Η ιστορία της ζωής σου θυμίζει μυθιστόρημα του Lawrence Durrell, κάθε μέλος της οικογενείας σου ανήκε και σε άλλο θρησκευτικό δόγμα, αλλά εσύ δήλωνες πάντα Χριστιανή και μάλιστα Ορθόδοξη αν και ομολογουμένως ποτέ δεν ήταν ξεκάθαρο το πως και το γιατί, ούτε και σε ενδιέφερε ιδιαίτερα! 

Έτσι λοιπόν, μπορεί να μην ήσουν το είδος της μαμάς ή της γιαγιάς που μας περίμενε πάντα με τη χύτρα στη φωτιά και το φαγάκι ζεστό στο τραπέζι, δεν ήσουν η «ελληνίδα μάνα κουράγιο» των αναγνωστικών του Δημοτικου, όμως όλα έχουν αξία τελικά σε αυτή τη ζωή…

Μαζί σου αγάπησα το θέατρο, τη λογοτεχνία, τον χορό, τα ταξίδια… Είδαμε, εγώ για πρώτη φορά, την Αννα Συνοδινού «Ηλέκτρα» στην Επίδαυρο, το υπόγειο του Κουν, τον «Ματωμένο Γάμο» στο Εθνικό και το «Μεγάλο μας Τσίρκο» στη Πατησίων. Απόλυτη ανεξιθρησκεία, πολιτισμικό ανακάτεμα, αισιοδοξία, ελευθερη σκέψη, λίγη καλή τρέλλα, αγάπη για την τέχνη,το θέατρο, το τραγούδι και την μουσική – αυτή είναι η κληρονομιά σου. Μια κληρονομιά που στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα των μισαλλόδοξων εξαγγελιών έχει ιδιαίτερη σημασία για μένα…

Θα σε θυμάμαι πάντα να γελάς πονηρά ή να τραγουδάς και θα μέινω με την τρομερή σου απάντηση όταν πρόσφατα σε ρώτησα: «Δεν μου λες, αν κάποια μέρα την ώρα που περνούσες τον δρόμο ερχόταν κανά παλληκάρι της Χρυσης Αυγής και προσφερόταν να σε συνοδέψει με ασφάλεια στην τράπεζα τι θα του έλεγες;;» Και συ κoιτώντας με λοξά με εκείνο το περιπαικτικό βλέμμα, μου απάντησες σχεδόν ψιθυριστά (γιατί δεν σου άρεσε να βρίζεις) «Θα του έλεγα ΑΕΙ ΣΙΧΤΙΡ!!!!»

Καλό ταξίδι μαμά, και μακάρι να είχα και γω έστω και λίγη από την τρομερή δύναμη που έκρυβες τελικά μεσα στο πιο ευθραυστο περιτύλιγμα…