Ένα τριπλό ερώτημα διαπερνά έμμονα τις πολιτικές δημοσκοπήσεις, εβδομήντα κοντά χρόνια τώρα που διεκδικούν μια θέση στο ριπίδιο των μεθόδων πολιτικής ανάλυσης: Tι είναι αυτό που μετράνε, (άρα) πόσο μπορούν να το μετρήσουν, (άρα) πώς το μετράνε;

Ads

Ο συμπερασματικός σύνδεσμος ανάμεσα στις τρεις «στιγμές» αυτού του ερωτήματος δεν υποδηλώνει τόσο μια ιεραρχικά και γραμμικά οργανωμένη διάταξή τους, όσο πιθανές παλινδρομικές τους συσχετίσεις. Το πόσο μπορείς να μετρήσεις προ-καθορίζει την επιλογή του μετρήσιμου, το πώς μπορείς να μετρήσεις δεν μπορεί παρά να φιλτράρει το τι και πόσο είναι μετρήσιμο. Ακόμα και στο απόγειο των φιλοδοξιών του, τις δεκαετίες ’50 και ’60, ο ακαδημαϊκός κοινωνιολογικός θετικισμός, αυτή η μήτρα της «ακριβούς μελέτης του κοινού», είχε τα εγγενή του όρια.

Τα όρια αυτά έχουν σχέση και με την αξίωση των μετρήσεων να αποτελούν μια πιστή μεν αλλά στιγμιαία «αποτύπωση» των στάσεων των πολιτών. Η πιστότητα παραπέμπει στην επιστημονικά ελέγξιμη κανονικότητά τους, το στιγμιαίο τις καθιστά αναιρέσιμες, καθότι ευεπίφορες στην τυχαιότητατων καιρών. Το κανονικό υποθέτει την επαναληπτικότητα του υποκειμενικού χρόνου, το έρμα των ροπών μιας γνώσιμης στάσης και συμπεριφοράς. Το τυχαίο αφήνεται στη ρωγμή, στη διακοπή χωρίς πριν και μετά, στο αναίτιο της μεταστροφής ενός παράξενου γούστου, μιας ιδιοσυγκρασιακής διάθεσης. Είναι σαν το ένα να διαλέγεται με τη συμπαγή διάρκεια του φαντασιακά συλλογικού –eo ipso ορθολογικού, εξ ου και επιστητού– πολιτικού υποκειμένου μιας κοινότητας, και το άλλο να ρίχνει γέφυρες προς το κατακερματισμένο, ακατάτακτα εγκαταλελειμμένο θρύμμα-άτομο μιας ιδιωτεύουσας ζωής.

 Το τάνυσμα ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο πόλους, αυτές τις δύο καταστατικές συνθήκες ύπαρξης τους ανθρώπου στον αστικό κόσμο, συνόδευσε την ιδρυτική πράξη των μετρήσεων της κοινής γνώμης. Και απ’ αυτό το τάνυσμα απορρέει μια αμηχανία και απορία τους: Σε ποιο βαθμό εκείνο που προσπαθούν να μετρήσουν σε ατομικό, πάντα, επίπεδο μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για αναλυτικές γενικεύσεις στο «σύνολο του πληθυσμού»∙ πώς μπορεί το άτομο, αυτό το θεμέλιο της φιλελεύθερης σκέψης από την οποία αντλεί η φιλοσοφία των δημοσκοπήσεων, να ταξινομηθεί σε μακρο-κοινωνιολογικές κατηγορίες, σε συλλογικότητες που εμπεριέχουν ολιστικότερες υποθέσεις∙ με ποιους τρόπους η εξ ορισμού ρευστή συνθήκη της εκάστοτε συγκυρίας που «αποτυπώνεται» στις απαντήσεις ενός ατόμου σε μια δημοσκοπική συνέντευξη (μαζί με τη διάθεσή του τη στιγμή της συνέντευξης), μπορεί να στοιχειοθετήσει με κάποια επάρκεια προβολές για τη μοίρα του πολιτικού συστήματος και των θεσμικών παικτών του. Εδώ βρίσκει ίσως τους λόγους της και η ερώτηση-βουντού των μετρήσεων για την «πρόθεση ψήφου» — ένα ισχυρό όπλο για την όποια συμμετοχή τους στο παίγνιο εξουσίας. Αν η καμπύλη της πρόθεσης ψήφου στο χρόνο ενός εκλογικού κύκλου βρίσκεται «κοντά» στην κατανομή των επιλογών των ψηφοφόρων κατά την τελευταία εκλογική αναμέτρηση, το πολιτικό σύστημα, οι φορείς του, κλπ, αναπαράγονται χωρίς να διαταράσσεται σοβαρά η δομή πολιτικής ισχύος και επιρροής. Αν όμως αυτή η καμπύλη της πρόθεσης ψήφου παρουσιάζει μικρότερη η μεγαλύτερη απόκλιση από τους συσχετισμούς που καταγράφηκαν στις τελευταίες εκλογές, αρχίζει μια συζήτηση περί ανακατατάξεων, αμφισβήτησης, ανατροπής κττ., του «πολιτικού σκηνικού». Όπως συμβαίνει σ’ αυτή τη χώρα με τις μετρήσεις των τελευταίων μηνών. Τα αποτελέσματά τους προβληματίζουν τους εταίρους μας, εντάσσονται ως ζήτημα ημερήσιας διάταξης στην πολιτική ατζέντα των δανειακών και άλλων κερδώων αξιώσεών τους, τροφοδοτούν το «σασπένς» που δημιουργούν στο κοινό οι εδώ διαμορφωτές της κοινής γνώμης, αναβαθμίζουν το ρόλο και την αναγκαιότητα των ίδιων των μετρήσεων — αρκεί και μόνο αυτή η διάχυτη «ρευστότητα» που εκπέμπουν πριν την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η βαθιά και πολυσχιδής κρίση των τελευταίων χρόνων αναδιατάσσει με τρόπο δραστικό και βίαια αιφνίδιο τη διάρθρωση και την προοπτική μιας κοινωνικής δομής που διαμορφώθηκε σε μακρό ιστορικό χρόνο. Όπως και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι μια τέτοια κρίση διαταράσσει σημαδιακά τα κοινά πεπρωμένα, που μέχρι πρόσφατα αναπαριστάνονταν με τα θέσφατα της «προόδου», ως μιας συνεχούς, ανεμπόδιστης, ατελεύτητης υλικής βελτίωσης της βιοτής. Κανείς πάλι δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι αυτή η κρίση κλονίζει την όποια αντιστοίχηση μπορεί να υπήρχε ανάμεσα στις επιθυμίες, τις προσβλέψεις, τις στρατηγικές κοινωνικών ομάδων και στρωμάτων και στις πολιτικές αναπαραστάσεις/αντιπροσωπεύσεις τους, με συνέπεια να διασαλεύονται συλλογικές τους ταυτότητες.

Ads

 Όμως, όλες αυτές οι «παράπλευρες συνέπειες» της τωρινής κρίσης, ακριβώς επειδή είναι βαθιές, πολυσχιδείς, βίαια αιφνιδιαστικές, δεν προοιωνίζονται άνευ άλλου κάποιαν αυτόματη και γραμμική μεταγραφή τους σε αποκρυσταλλωμένες συμπεριφορές υπονόμευσης, πόσο μάλλον ανατροπής, του συσχετισμού πολιτικής ισχύος ο οποίος κρίνει την εκάστοτε διάταξη εξουσίας. Γιατί εμφιλοχωρούν πολλά «αν». Αν η κρίση καταργεί τη θέση, ή διαβρώνει την ελπίδα για μια θέση στον καταμερισμό της εργασίας∙ αν οι «απασχολήσιμοι» μετατρέπονται σε στρατιές ανεργίας∙ αν η δυσπραγία γίνεται βεβαιότητα άμεσης ανέχειας∙ αν το άδηλο της μελλούμενης ζωής βιώνεται ως άλγος απρόβλεπτης καθημερινότητας∙ αν στο θεσπίσιμο πολιτικό πρόταγμα υποκαθίστανται οι έωλοι τροπισμοί της παγκόσμιας αγοράς∙ αν τα νοήματα της γλώσσας εξαρθρώνονται, έτσι που να στέκονται μετέωρες οι πρακτικές του λόγου στις οποίες και μόνον αρθρώνεται η πολιτική διαμεσολάβηση μιας κοινωνίας ήδη σε ριζική κρίση…

Και πόσα άλλα «αν» ορθώνονται, έτσι ώστε στο εντεύθεν (των συνεπειών) της κοινωνικής κρίσης να μην αποκρίνεται το μονοσθενές εκείθεν της πολιτικής άρσης της, όπως θα ήθελε η μηχανική του γνωστά ηττημένου κοινωνικού υλισμού. Έτσι ώστε η Αριστερά να συλλογιέται για το πολυειδές και ολισθηρό εντεύθεν των δημοσκοπήσεων εν μέσω κρίσης, πριν κάνει υποθέσεις αναγωγιστικού συμπερασμού για το πολιτικό τους απείκασμα.

Ο Τάκης Καφετζής διδάσκει στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Πηγή: ΕΝΘΕΜΑΤΑ