Η δολοφονία του 77χρονου άνδρα στο Σύνταγμα το πρωινό της Τετάρτης 4 Απριλίου και τα όσα δεν ακολούθησαν αυτής, ήρθαν να επιβεβαιώσουν εντός μου την ωμή πραγματικότητα: Η πρωτεύουσα της Ελλάδας είναι υπό πλήρη κατοχή και υπό πλήρη επιτήρηση. Όπως ακριβώς κατά τα χρόνια 1941-44. 

Ads

Οι κάτοικοι της Αθήνας, σκλάβοι από χρόνια ενός συστήματος που τους απομυζεί όλες τις δυνάμεις και τη ζωή τους προσφέροντάς τους ψευδαισθήσεις επάρκειας και ποιότητας, παραδομένοι ως όντα στις διαθέσεις κάποιων αόρατων εταιριών για την ικανοποίηση των πρωταρχικών τους αναγκών, π.χ. της διατροφής, πλανημένοι οικτρά όσον αφορά στην έννοια της Ελευθερίας την οποίαν πλέον ορίζουν ως “διακοπές”, πάμφτωχοι αφού μοναδικό εφόδιο για την επιβίωση είχαν και έχουν το χρήμα και τίποτε άλλο, φυλακισμένοι εντός τσιμεντοκυτίων με συναγερμούς, φρουρούμενοι εις πάσα γωνία από κατασταλτικές δυνάμεις, μετακινούμενοι αγεληδόν υπεργείως αλλά και υπογείως ως γεοσκώληκες, ο καθείς στον μικρόκοσμό του που περικλείουν τα ακουστικά του ipad ή οι σελίδες κάποιου free press, αλωμένοι τελείως από φθηνά θεάματα κι ακούσματα κι από ανελέητη προπαγάνδα με τη μορφή δελτίων ειδήσεων, που εισέβαλαν εντός των ιδιωτικών τους χώρων με τη μορφή τηλεσημάτων και ραδιοκυμάτων, συνηθισμένοι πλέον στη βαρβαρότητα και στη θέα των δραμάτων -δρεπανηφόρα άρματα περνάν, στις τσιμεντουπόλεις του θανάτου το συμβάν, ασυγκίνητο σ’ αφήνει- έπεσαν ως σύκα ώριμα στα νύχια των όρνεων και δεν έχουν πλέον καμία ελπίδα όχι μόνον εξέγερσης και ανατροπής αλλά ούτε καν επιβίωσης.

Μεταλλάχθηκαν πλέον οι άνθρωποι. Χάσανε το θυμικό τους. Χάσανε το αίσθημα της ελευθερίας. Δεν την γνωρίζουν καν ως έννοια άρα ούτε έχουν τη διάθεση, ούτε μπορούν να αγωνιστούν για να την αποκτήσουν.

Χάσανε την επαφή με τις ρίζες τους οι άνθρωποι κι αναρριχήθηκαν για χρόνια πολλά επί τεχνητών στηριγμάτων, γέννησαν τα παιδιά τους κατευθείαν πάνω σ’ αυτά τα στηρίγματα και τα μάθανε πως αυτά τα σαθρά κατασκευάσματα είναι η βάση των πάντων.

Ads

Η ιστορικά αναμενόμενη οικονομική κρίση που βιώνουμε, η τρίτη εντός των τελευταίων εκατό χρόνων και απολύτως επιτυχημένη όπως δείχνει ως τώρα προσπάθεια της Γερμανίας να υποτάξει και να κατακτήσει την Ευρώπη, διέλυσε βίαια τα τεχνητά αυτά υποστηρίγματα και άφησε τους δίχως ριζικό σύστημα πλέον ανθρώπους μετέωρους να σέρνονται και να προσπαθούν μήπως πιαστούν και πάλι από κάπου. Κάποιοι αυτοκτονούν μη αντέχοντας που χάσανε τη “γη” κάτω από τα πόδια τους, κάποιοι, τραγικά λίγοι, που δεν είχανε ακόμα αλωθεί τόσο, που είχανε μια σκέψη πολιτική και μια ψυχή ανυπότακτη, κάνουνε κινήσεις σπασμωδικές αντίδρασης μα καταπνίγονται αμέσως από τη βάρβαρη και φασιστική μπότα της νέας τάξης, κι οι συντριπτικά περισσότεροι, τρομαγμένοι και φοβισμένοι, κλείνονται ακόμα πιο πολύ στον έωλο μικρόκοσμό τους και ψάχνουν να βρουν ατομική ελπίδα διότι έτσι έμαθαν.

Γεγονός είναι ότι η ελληνική πρωτεύουσα βρίσκεται υπό κατοχή. Με κατοχική κυβέρνηση και με πολίτες πτώματα κάτω από υπόστεγα αλλά και εντός οικιών. Δίχως καμία δυνατότητα αντίδρασης, αντίστασης, εξέγερσης, επανάστασης.

Τηρουμένων των αναλογιών η ιστορία δείχνει ότι και κατά την προηγούμενη κατοχική περίοδο που η Αθήνα ήταν πάλι το πρώτο θύμα, εκτός από τους λίγους ανθρώπους της οι οποίοι συνέβαλαν στην αντίσταση μυστικά τυπώνοντας φυλλάδια και προκηρύξεις μέσα σε κάποια υπόγεια, όλο το άλλο κύμα αντίστασης οργανώθηκε και αναπτύχθηκε στην επαρχία, στα βουνά και στα λαγκάδια, όπου οι τότε άνθρωποι ζούσαν με το αίσθημα της ελευθερίας ατόφιο μέσα τους, με τις ρίζες τους ορατές και ντούρες, με την ψυχή τους αδούλωτη.

Σήμερα, ακόμα κι αν η ελληνική επαρχία είναι ένα κακέκτυπο της πρωτεύουσας, ακόμα κι αν ο μικροαστισμός της Αθήνας εξαπλώθηκε ταχύτατα και ραγδαία σε όλες τις μικρές ελληνικές πόλεις, υπάρχει ικανός αριθμός ανθρώπων στην ελληνική ύπαιθρο, οι οποίοι διαθέτουν τα κότσια, διαθέτουν αίσθημα ελευθερίας, αλλά, το πλέον σημαντικό, διαθέτουν ρίζες στέρεες και αγάπη προς τον γενέθλιο τόπο τους που τον βλέπουν να καταστρέφεται από τις ερπύστριες του κατακτητή.

Κι αυτοί οι άνθρωποι αντιστέκονται, οργανώνονται, αντιδρούν, μάχονται καθημερινά ενάντια σε δωτούς πολιτικούς και σε εισβολείς. Η φλόγα της σύγχρονης ελληνικής επανάστασης έχει ήδη ανάψει για μια ακόμα φορά στα αδούλωτα βουνά και στα νησιά της χώρας, δίχως και πάλι να περιμένει ούτε την πρωτοπορία αλλά ούτε και τη συνεργασία της πρωτεύουσας των εξαθλιωμένων, από την οποίαν το μόνο που λαμβάνουν είναι θεωρίες “ανάπτυξης” και δυνάμεις καταστολής ενάντιά τους και υπέρ των συμφερόντων του κατακτητή.

Η ιστορία θα δείξει αν και τούτη τη φορά η φλόγα θα γίνει πυρκαγιά κι αν η Ελλάδα θ’ αντέξει.

Γιάννης Μακριδάκης