Δεν τον γνώριζα προσωπικά.
Για να πεις «γνωρίζω» κάποιον πρέπει να τριφτείς μαζί του αρκετά.

Ads

 

Ωστόσο, κρατώ ένα στιγμιότυπο χαρακτηριστικό θαρρώ: Ήταν πριν από πολύ λίγα χρόνια, 2, άντε 3. Βρισκόμουν στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος για να επιστρέψω στην Κύπρο, είχα φτάσει αρκετά νωρίτερα και έκοβα βόλτες. Βρέθηκα στον χώρο των αφίξεων.

Ήταν αργά τη νύχτα και δεν κυκλοφορούσε πολύς κόσμος στην αναμονή. Χάζευα. Το βλέμμα μου, στυλώθηκε σε μία κάπως γνώριμη φιγούρα που εκείνη τη στιγμή έβγαινε από τις αφίξεις. Ένα γκρι μπλε πουλόβερ, μπλε μπουφάν , μπλουτζίν, και στον ώμο ένα μικρό  φτηνό υφασμάτινο σακ βουαγιάζ.

Ads

Θα μπορούσε –ενδυματολογικά- και σύμφωνα με τα «στερεότυπα» να είναι οικονομικός μετανάστης. Το κεφάλι, λίγο σκυμμένο με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος.

Δεν ξέρω σε τι σκέψεις ή εικόνες ήταν βυθισμένος, αλλά ήταν σχεδόν αόρατος. Καθώς περνούσε από μπροστά μου σε απόσταση λιγότερη των δύο μέτρων  και έτσι όπως ανέβλυσαν από τη μνήμη μου οι διάφορες συγκινήσεις που μου είχε κατά καιρούς χαρίσει, του μίλησα:

«Κύριε Αγγελόπουλε».
Έκανε μερικά βήματα ακόμα και, λες και η φωνή μου έφτασε στην αντίληψη του λίγο αργότερα, κοντοστάθηκε γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε. «Ναι;» είπε, με μάτια εξόχως ανεπιτήδευτα και με κάποια απορία. «Τίποτα. Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ πολύ» είπα, όσο μπορούσα πιο καθαρά και χαμηλότονα συγχορδίζοντας τη φωνή μου ενστικτωδώς με τη δική του βραχνή και σχεδόν ψιθυριστή.
 
Με κοίταξε επίμονα για 2-3 δευτερόλεπτα, έτεινε το χέρι, με χαιρέτησε σφικτά και απάντησε:
«Εγώ σας ευχαριστώ».

Ανταλλάξαμε ένα συγκρατημένο χαμόγελο, έκανε να φύγει, στάθηκε, είπε:
«Και, σας ευχαριστώ πολύ».

Ξανάβαλε το κεφάλι κάτω, έφυγε, χάθηκε, πήγε και στάθηκε στην ουρά των ταξί.

Από χτες τη νύχτα, έχω μπροστά μου ξανά, αυτή τη σκηνή, εκείνο το βλέμμα, τον ήχο της φωνής του. Κάποιος, έγραψε πως πέθανε «άδοξα». Δεν ξέρω. Προσπαθώ να ζωντανέψω με το μυαλό μου τη σκηνή του δυστυχήματος, σύμφωνα με τα όσα διάβασα εδώ κι εκεί:

Ο σκηνοθέτης στο γύρισμα. Ο σκηνοθέτης, κάνει βήματα πίσω για να δει το πλάνο από απόσταση. Βγαίνει στο δρόμο χωρίς να τον απασχολεί τίποτα άλλο.

Παράλληλα, κάπου αλλού, ένας νεαρός αστυνομικός, τελειώνει την υπηρεσία, καβαλάει τη μηχανή για να πάει σπίτι του.

Ο ένας καταγράφει κριτικά με την κάμερα για μια ζωή ολόκληρη, την ιστορία του τόπου του και την ανθρώπινη τραγωδία μέσα στα ρεύματα της ιστορίας.

Ο άλλος, ένα εκτελεστικό όργανο του εκάστοτε καθεστώτος, υποχρεωμένο από τη φύση της δουλειάς του να ασκεί βία χωρίς να ρωτά ποτέ «γιατί».   Η κριτική, του είναι απαγορευμένη από τον κανονισμό.

Αν το καλοσκεφτεί κάποιος, αν το δει σε επίπεδο συμβόλων, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος σκοτώθηκε σαν ήρωας μιας ταινίας του, μιας ταινίας που δεν θα γυρίσει ποτέ καθώς το πεπρωμένο σκηνοθέτησε για λογαριασμό του την έξοδό του με το πιο απότομο cut.

Αλλά, δεν υπάρχουν τίτλοι τέλους εδώ.

Μόνο μία μαύρη αμόρσα σε λούπα που θα γυρίζει για μία αιωνιότητα και μία μέρα.

Δεν θα μιλήσω για το έργο του-δεν είμαι ειδικός- ένας απλός θεατής είμαι. Και σαν τέτοιος, κάποιες φορές έπληξα ενώ κάποιες άλλες φορές συγκινήθηκα μέχρις δακρύων. Όμως, κρατώ μία φράση ενός κριτικού κινηματογράφου από ένα άρθρο που είχα διαβάσει για την κινηματογραφία του Αγγελόπουλου. Δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του και, το δημοσίευμα ήταν είτε στους New York Times είτε στη Guardian:

«Αυτό που κάνει τον Αγγελόπουλο να ξεχωρίζει, είναι πως σε κάθε ταινία του, ακόμα και στις πιο άτυχες στιγμές του, υπάρχει μία τουλάχιστον σκηνή, που θα περάσει στην ιστορία του σινεμά».   

ΥΓ: Δεν ξέρω τις «ακριβείς συνθήκες» του δυστυχήματος-πέρα από όσα έχον γραφτεί. Πιστεύω, πως ο γνωστός blogger Βαγγέλης Δαρδαντάκης έκανε στο Facebook μία σοβαρή παρατήρηση και τη μεταφέρω εδώ αυτούσια:

«Οι συνθήκες του άδικου θανάτου του Θόδωρου Αγγελόπουλου φανερώνουν ένα πάρα πολύ σημαντικό κενό ασφαλείας. Όταν οι κινηματογραφιστές στην Αμερική και στην Ευρώπη θέλουν να γυρίσουν σκηνές σε κρίσιμα σημεία του αστικού ιστού, υπάρχει αυστηρός έλεγχος από τις επιτόπιες αστυνομικές αρχές για τον αποκλεισμό μέχρι ολόκληρων οικοδομικών τετραγώνων για την απρόσκοπτη εργασία των συνεργείων. Γιατί αυτοί ξέρουν πως ο κινηματογράφος είναι επένδυση και στην Ελλάδα δεν νοείται να μην αντιμετωπίζεται με τη δέουσα προσοχή σαν επένδυση μια ταινία του Αγγελόπουλου. Η νεοελληνική ειρωνεία, στα όρια που αγγίζει ή και ξεπερνάει την Ύβρη, ένας ειδικός φρουρός, εντεταλμένος από το Κράτος να τηρεί το νόμο και να δίνει το παράδειγμα, εντέλει σκοτώνει όχι τον Αγγελόπουλο αλλά ξεμασκαρεύει την ίδια την αντίληψη που έχει το κράτος για να προστατεύει και να προάγει τις εγχώριες επενδύσεις. Τόσο η μαγκιά της παραγωγής του συνεργείου, που αδιαφόρησε για τον εμφανή κίνδυνο, όσο και του οδηγού-οργάνου της τάξης καταδεικνύουν τα ηχηρά συμπτώματα του ξερολισμού, του ωχαδερφισμού και της αδιαφορίας απέναντι στο αυτονόητο της προστασίας σε συνθήκες προσωπικής ασφάλειας. Μας σιχάθηκα…»