Ο πατέρας της νουβέλ βαγκ, Ζαν Λικ Γκοντάρ, έχοντας στη διάθεσή του δύο «ιερά τέρατα» του σινεμά, τον Ιβ Μοντάν και την Τζέιν Φόντα, μας παρουσιάζει με το γνωστό ανατρεπτικό του στιλ, ότι τελικά “τίποτα δεν πάει καλά”… Του Γιώργου Ρούσσου.
 
 
 
Τέσσερα χρόνια έχουν περάσει από την καταστολή του Μάη του ’68 στη Γαλλία. Ο στρατηγός Ντε Γκολ έχει καταστείλει την «επανάσταση» και υπό την προεδρία του διαδόχου του Ζορζ Πομπιντού, όλα δείχνουν πλέον να είναι υπό έλεγχο. Ή μήπως όχι;
 
Φαινομενικά τουλάχιστον, ««Όλα Πάνε Καλά», σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις επιταγές της καθεστηκυίας τάξης. Κι εκεί, μέσα στη φαινομενική «κοινωνική νηνεμία», οι εργάτες ενός εργοστασίου αλλαντικών ξεσηκώνονται, κηρύσσουν απεργία και το καταλαμβάνουν.

image
 
Η κοινωνική «τάξη και ασφάλεια» απειλούνται και έρχονται στο μυαλό όλων εικόνες που ήταν καθημερινές πριν από μία τετραετία. Ωστόσο, τίποτα δεν είναι το ίδιο. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων έχουν αλλάξει. Μία απεργός τηλεφωνεί στο σπίτι της και λέει στο σύζυγό της να προσέχει τα παιδιά. Ένα μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος μοιράζει φυλλάδια στο σούπερ μάρκετ και οι νέοι δεν του δίνουν την παραμικρή σημασία…
 
Παράλληλα, βλέπουμε το ζευγάρι των Jane Fonda και Yves Montand να βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα εργοστάσιο σαλαμιών μετά από την απεργία που έχουν κηρύξει οι εργάτες του και την κατάληψή του. Στην ουσία όμως είναι μια προσπάθεια να αποτυπώσει ο Godard τις σκέψεις του γύρω από το Μάη του ’68 μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα.
 
Η ταινία είναι μία κριτική ματιά και μία αποτύπωση για την αποτυχία εγκαθίδρυσης των ριζοσπαστικών ιδεολογιών της δεκαετίας του ’60. Όλα αυτά ιδωμένα πάντα μέσα από το γνωστό ανατρεπτικό κινηματογραφικό στυλ του σπουδαίου Ζαν Λικ Γκοντάρ.

image
 
Μία ιδεολογικά ακραία και ριζοσπαστική θέση που παρουσιάζουν οι Jean-Luc Godard και Jean-Pierre Gorin, οι οποίοι υπογράφουν από κοινού, σενάριο και σκηνοθεσία.
 
Οι δύο δημιουργοί, θέλησαν να κάνουν την ταινία τους προσιτή και πράγματι, απλοποιώντας και εικονοποιώντας τις ιδέες τους, κατάφεραν να κερδίσουν ένα ευρύ κοινό. Έτσι εξηγείται και η εντύπωση καρικατούρας που αποδίδει το έργο, άλλα έπρεπε το μήνυμα να είναι σαφές και οικείο σε όλους.
 
Από μία άλλη άποψη, η ιδέα της διάσπασης του εργοστασίου στα δύο έδωσε μία πολύ ευχάριστη αίσθηση ρευστότητας, περνώντας από σκηνή σε σκηνή  με απλά οριζόντια και κάθετα πλάνα παρακολούθησης, κάτι το οποίο δίνει ακόμα περισσότερη γοητεία στο έργο, ένα έργο που παρακολουθείται με διαρκή αγωνία και αμείωτο ενδιαφέρον.

image
 
Ο Γκοντάρ εδώ ανατέμνει τη δομή της κοινωνίας, και επανεξετάζει την επανάσταση με κεντρικό άξονα την αγάπη, θέτοντας τα ερωτήματά του, αν για παράδειγμα μπορεί ο έρωτας να επιβιώσει μέσα από μία σχέση. Παράλληλα, εξετάζει και τις γαλλικές φοιτητικές εξεγέρσεις της δεκαετίας του 1960 με δεικτικό τρόπο και καταλήγει στο να σατιρίζει τις σύγχρονες απόψεις της ιστορίας. Χαρακτηριστική είναι η ατάκα που είχε γραφτεί για την ταινία σε γαλλική εφημερίδα της εποχής: «Είναι ο αντίλαλος της εργατικής τάξης, η απεικόνιση των κινήτρων και των αξιών της».
 
Εν κατακλείδι, η ταινία μπορεί να έχει μία συγκεκριμένη ιδεολογική κατεύθυνση χωρίς όμως αυτό να μειώνει καθόλου και το αισθητικό αποτέλεσμα. Κάθε άλλο θα έλεγα, καθώς κι εδώ ο Γκοντάρ αποδεικνύει για μία ακόμη φορά πως αναμφισβήτητα κατέχει τα μυστικά της 7ης Τέχνης και με το φιλμ, «Όλα Πάνε Καλά» (Tout va bien) μας δίνει μία σπουδή για τον έρωτα, αλλά και μία ελεγεία για την επανάσταση…


 
Έτος: 1972 | Xώρα: Γαλλία | Διάρκεια: 95 λεπτά | Σκηνοθεσία: Jean-Luc Godard, Jean-Pierre Gorin | Σενάριο: Jean-Luc Godard, Jean-Pierre Gorin | Παίζουν: Yves Montand, Jane Fonda, Vittorio Caprioli