Η πολυπλοκότητα των σχέσεων και τα ανθρώπινα πάθη, αποτέλεσαν διαχρονικό και αναπόσπαστο κομμάτι στο κινηματογραφικό παζλ του σπουδαίου δημιουργού, Αμπάς Κιαροστάμι (Abbas Kiarostami: 22 Ιουνίου του 1940 – 4 Ιουλίου του 2016). Ο καταξιωμένος Ιρανός σκηνοθέτης – εξόριστος από το καθεστώς Αχμεντινετζάντ – μένοντας πιστός στις αινιγματικές ιστορίες του και στο εικαστικό του όραμα, κατέγραψε το μυστηριώδες, όσο και γοητευτικό παιχνίδι των ανθρώπων που προσπαθούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.

Ads

Ο Άμπας Κιαροστάμι γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου του 1940 στην Τεχεράνη. Έδειξε επιδεξιότητα στη ζωγραφική από μικρός και στα 18 του, συμμετείχε σ’ έναν διαγωνισμό Γραφικών Τεχνών όπου και κέρδισε. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Τεχεράνης, ενώ δούλευε ως γραφίστας και υπεύθυνος διαφήμισης. Το 1969, ίδρυσε το κινηματογραφικό τμήμα στο Ινστιτούτο Διανοητικής Ανάπτυξης Παιδιών και Νέων, στο οποίο σκηνοθέτησε και τις πρώτες μικρού μήκους ταινίες του.

Στην πρώτη του ταινία The Bread and the Alley (1970), ο Κιαροστάμι εξερευνεί την βαρύτητα των εικόνων και τη σχέση ρεαλισμού και μυθοπλασίας. Το αγαπημένο του θέμα, το σύμπαν της παιδικής ηλικίας, εκφράζεται μέσα από μια σειρά ταινιών μικρού και μεγάλου μήκους, στων οποίων την πορεία κατάφερε να κρατήσει την ιστορία μεταξύ αφήγησης και ντοκιμαντέρ.

Ads

Το Homework (1989), είναι ένα καλό παράδειγμα, ζεστού και ποιητικού κινηματογράφου, που απαρνιέται με διακριτικότητα τις βαριές προσδοκίες από την Ιρανική κοινότητα. Τα Life, and Nothing More (1992) και Through the Olive Trees (1994) ολοκληρώνουν την τριλογία που ξεκίνησε με το Where is the Friend’s Home? (1990).

Η Γεύση του Κερασιού (Taste of Cherry – 1997), έφερε πλέον το προσωπικό του στίγμα και τον κατέταξε στους βραβευμένους σκηνοθέτες – Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών. Η ταινία, μια ωδή στην προσωπική ελευθερία, αφηγείται την ιστορία ενός 50χρονου, που έχει εμμονή με την αυτοκτονία. Η ταινία εκθειάστηκε από τους κριτικούς κι αποκηρύχθηκε από τις θρησκευτικές αρχές στο Ιράν.

Οι αργοί και στοχαστικοί ρυθμοί, οι αναφορές στην Περσική ποίηση και τη Δυτική φιλοσοφία είναι κι άλλα παραδείγματα του μοναδικού στυλ του. Από το 2001, έχει σχεδόν ερωτική σχέση με τη μικρή του κάμερα και για το λόγο αυτό εργάζεται σχεδόν μόνο σε ψηφιακό φιλμ. Έχει κερδίσει μεγάλη ελευθερία με το μικρό μέγεθος της κάμερας κι έχει σκηνοθετήσει πολλές ταινίες για τη φύση, διαφόρων μηκών, όπως τα: AFRICA (2001), TEN (2002), FIVE DEDICATED TO OZU(2003), 10 ON TEN (2004), ROADS OF KIAROSTAMI(2005) και το SHIRIN (2008). Το 1997, η UNESCO του απένειμε το βραβείο Φελίνι.

«Ο Άνεμος θα μας Πάρει» (The Wind Will Carry Us)
Σκηνοθεσία: Αμπάς Κιαροστάμι
Ηθοποιοί: Behzad Dorani, Noghre Asadi, Roushan Karam Elmi
Χώρα: Ιράν, Γαλλία
Έτος: 1999
Διάρκεια: 118 λεπτά
Μεγάλο Ειδικό βραβείο της Επιτροπής Φεστιβάλ Βενετίας και Βραβείο Fipresci

Ένα τζιπάκι κατευθύνεται στο Σια Νταρέχ, ένα χωριουδάκι κάπου στο ιρανικό Κουρδιστάν. Το ταξίδι είναι μακρινό και δύσκολο. Οι ταξιδιώτες – ένα τηλεοπτικό συνεργείο – έχουν ως σκοπό να καταγράψουν μια παραδοσιακή κηδεία, την τελετουργία του πένθους και το μοιρολόι αμέσως μετά τον επικείμενο θάνατο μιας γυναίκας εκατό ετών. Όμως όταν φτάνουν στον προορισμό τους, ο Μπεχζάντ, επικεφαλής της ομάδας, λέει στον εντεκάχρονο Φορζάντ – ένα παιδί του χωριού που τους περιμένει και αναλαμβάνει να τους εξυπηρετεί και να τους ενημερώνει για την πορεία της υγείας της υπέργηρης γυναίκας – ότι εάν τον ρωτήσουν οι συγχωριανοί του τι θέλουν εκεί, να τους  πει ότι ψάχνουν κάποιο χαμένο θησαυρό.

Καθώς οι ημέρες κυλούν, παρακολουθούμε τον Μπεχζάντ, ο οποίος περιμένοντας να συμβεί το μοιραίο, περιπλανιέται άσκοπα, ενώ η ζωή στο χωριό συνεχίζεται αδιατάρακτα με τους κανονικούς της ρυθμούς. Κάποια στιγμή τα υπόλοιπα μέλη του συνεργείου αποχωρούν και ο επικεφαλής μένει μόνος. Ο Μπεχζάντ, άνθρωπος της πόλης αδιάφορος και υπερόπτης, προσπαθεί βαριεστημένα να επικοινωνήσει με τους ντόπιους, χωρίς ουσιαστικά να νοιάζεται πραγματικά γι’ αυτό. Επιπλέον, συνεχή τηλεφωνήματα στο κινητό του, τον αναγκάζουν να διασχίζει το χωριό προκειμένου να φτάσει στην κορυφή ενός λόφου, όπου βρίσκεται το νεκροταφείο και είναι το μοναδικό σημείο που έχει σήμα.

Φτάνοντας εκεί, πιάνει κουβέντα μ’ έναν άνθρωπο που σκάβει μια βαθιά τρύπα στο χώμα και τον οποίο ουσιαστικά δεν βλέπει ποτέ. Ένα πρωί ανακαλύπτει πως ένας όγκος από χώμα έχει πλακώσει τον άνθρωπο που σκάβει. Τρέχει στο χωριό για βοήθεια και παραχωρεί το τζιπ για να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Έχοντας μείνει μόνος στην κορυφή του λόφου, ζητά από έναν ηλικιωμένο άνδρα που είναι γιατρός και περνά με το μηχανάκι του να τον πάρει από εκεί. Ο Μπεχζάντ συνομιλώντας μαζί του, για πρώτη φορά βλέπει πραγματικά την ομορφιά του τοπίου και μαγεύεται. Ο γερο-γιατρός του απαγγέλλει ποιήματα και του λέει ότι ο άνθρωπος πρέπει να κυνηγά τη στιγμή, να ζει μέρα με τη μέρα, να απολαμβάνει την ομορφιά της ζωής και της φύσης και να μην νοιάζεται για τον θάνατο, αφού τίποτα δεν πεθαίνει, καθώς τα πάντα μετασχηματίζονται σε κάτι άλλο. Ένας πνευματικός και ηθικός επαναπροσανατολισμός συντελείται στο εσωτερικό του Μπεχζάντ…

Ένα ποιητικό ταξίδι είναι το φιλμ “Ο Άνεμος θα μας Πάρει” του Αμπάς Κιαροστάμι, για το οποίο ο δημιουργός δηλώνει χαρακτηριστικά: «…Από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου εκεί, κατάλαβα ότι αυτό ήταν το μέρος που έψαχνα. Μου πήρε δύο χρόνια για να το βρω. Είχα ταξιδέψει σ’ όλες τις επαρχίες του Ιράν, εκτός από το Κουρδιστάν και ήμουν πολύ περίεργος να δω αυτό που για μένα ήταν μονάχα μια λέξη πάνω στο χάρτη. Εντυπωσιάστηκα όχι μονάχα από το εκπληκτικό σε ομορφιά τοπίο, αλλά και από τη ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής μέσα στην οποία ζούσαν οι άνθρωποι. Δεν είχαν ιδέα τι ήταν ο κινηματογράφος και το μόνο που έκαναν ήταν να εργάζονται αδιάκοπα. Αντιμετωπίσαμε πολλές δυσκολίες για να τους πείσουμε ν’ αφήσουν, έστω και για λίγο, τη δουλειά στα χωράφια για να “παίξουν” στην ταινία… Δεν μπορούσα να διευθύνω τους “ηθοποιούς” όπως ήθελα, γιατί ο καθένας σκεφτόταν τις γεωργικές ασχολίες του, τις οποίες θεωρούσε πολύ πιο σημαντικές από τα γυρίσματα. Από την άλλη μεριά βέβαια, υπήρχε το πλεονέκτημα ότι κανείς δεν νοιαζόταν για την παρουσία της κινηματογραφικής κάμερας. Ήταν όλοι άνετοι και ήρεμοι…»

Διαβάστε επίσης:
Τέσσερις χαρακτηριστικές ταινίες για την «Ιρανική Άνοιξη»

«Γνήσιο Αντίγραφο» (Certified Copy / Copie conforme)
Σκηνοθεσία: Αμπάς Κιαροστάμι
Ηθοποιοί: Ζιλιέτ Μπινός, Γουίλιαμ Σίμελ
Χώρα: Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ιράν
Έτος: 2010
Διάρκεια: 106 λεπτά
Η πρώτη μη Ιρανική παραγωγή του σκηνοθέτη

Αυτή είναι η ιστορία ενός άντρα και μιας γυναίκας, που συναντιούνται σε ένα μικρό χωριό στη νότια Τοσκάνη. Εκείνος είναι Βρετανός συγγραφέας, που μόλις τελείωσε τη διάλεξη του σε ένα συνέδριο. Εκείνη έχει μια γκαλερί. Η ιστορία τους θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα, οπουδήποτε.

Μια ιστορία για τον έρωτα και όχι απλά μια ερωτική ιστορία, από τον πολυβραβευμένο δημιουργό της «Γεύσης του Κερασιού». Μία διάλεξη για τη σύγκρουση των δύο φύλων, με τη δυναμική δύο σπουδαίων καλλιτεχνών, της εξαιρετικής Γαλλίδας ηθοποιού Ζιλιέτ Μπινός και του Βρετανού βαρύτονου τενόρου της όπερας, στο εντυπωσιακό κινηματογραφικό του ντεμπούτο.

«Μια γυναίκα μπορεί να κρύβει μία άλλη. Για μια ηθοποιό, ο ρόλος του σκηνοθέτη είναι να αποκαλύπτει την άλλη γυναίκα. Η ακοή του, η κάμερα και οι προσδοκίες του την ωθούν να αναζητήσει βαθιά μέσα της και να αντιμετωπίσει ότι βρει εκεί. Δε γνώριζε πριν ποια ήταν. Το ανακαλύπτει μαζί με εκείνον. Ταυτόχρονα όμως δουλεύει και μια άλλη δύναμη: το Άγνωστο. Όταν κάθε βήμα, κάθε σκέψη κι αίσθηση ενώνεται με τη σωματική πράξη, όπως στο γάμο η ηθοποιός περιμένει το μνηστήρα της, το περιμένει όπως η πληγή περιμένει να γιατρευτεί. Τον περιμένει στη γωνία, σε εσωτερικά μονοπάτια, μέσα από την ψυχή της για να δώσει αυτό που δε μπορεί να ειπωθεί, να ακουστεί, ένα ελάττωμα, ένα σπασμένο τακούνι, από το σκοτάδι στην καρδιά της ψυχής της.» – αναφέρει χαρακτηριστικά η Ζιλιέτ Μπινός και συμπληρώνει:

«Μια φορά κι έναν καιρό, πήγα στο Ιράν για να συναντήσω τον Άμπας (τον είχα γνωρίσει στις Κάννες και τον είχα συναντήσει και στην UNESCO). Μου είχε πει «Έλα στην Τεχεράνη!». Δέχτηκα την πρόσκληση του. Δύο φορές. Ένα βράδυ, μου μίλησε για την ιστορία που γυρίσαμε μαζί το καλοκαίρι. Μου μίλησε για κάθε λεπτομέρεια: το σουτιέν, το εστιατόριο, το ξενοδοχείο. Εν ολίγοις, μου είπε ότι του είχε συμβεί. Στο τέλος, αφού μιλούσε για 45 λεπτά, με ρώτησε: «Με πιστεύεις;» και του είπα «Ναι». Κι εκείνος απάντησε: «Δεν είναι αλήθεια!». Γέλασα τόσο δυνατά που ίσως να ήταν κι αυτός ο λόγος που θέλησε να κάνει την ταινία! Η πραγματικότητα και η μυθοπλασία με έκαναν πάντα να γελώ, γιατί πιστεύω πραγματικά ότι όλα είναι δυνατά. Μέχρι σήμερα, είμαι σίγουρη ότι την έζησε αυτή την ιστορία. Όσο είμαι σίγουρη κι ότι δεν την έζησε.»

«Η Τοσκάνη, είναι ένα από εκείνα τα μέρη, όπου όλα μπορούν να συμβούν. Δεν είναι τυχαίος ο αριθμός των αγίων που έχουν εκεί. Βιώσαμε αυτή την ταινία, σαν μια οικογένεια παλιών φίλων. Ήμασταν μια μικρή ομάδα, σε ένα χωριό- ο χρόνος δεν είχε θέση εκεί για εμάς. Τα βλέμματα όλων σπινθηρίζανε με πάθος, και ήμασταν όλοι πολύ χαρούμενοι που βρισκόμασταν εκεί. Ο Άμπας δημιουργούσε την πρώτη του ταινία μακριά από την πατρίδα του και τη μητρική του γλώσσα. Ο Γουίλιαμ, άφησε την Όπερα για να συμμετάσχει στον κόσμο του Άμπας. Τον παρακολουθούσα καθώς με άγχος, αλλά και θάρρος περνούσε το κατώφλι του ηθοποιού, αφήνοντας σιγά σιγά τις πεποιθήσεις του, όσα είχε μάθει – με άλλα λόγια εγκαταλείποντας το σενάριο που είχε αποστηθίσει!»

«Κάτι σαν Έρωτας» (Like Someone In Love)
Σκηνοθεσία: Αμπάς Κιαροστάμι
Ηθοποιοί: Rin Takanashi (Akiko), Tadashi Okuno (Takashi), Denden (ιδιοκτήτης κλαμπ), Ryo Kase (Noriaki)
Χώρα: Γαλλία, Ιαπωνία
Έτος: 2012
Διάρκεια: 109 λεπτά
Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας το 1999
53ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης – Ενότητα: Ανοιχτοί Ορίζοντες

Ένας ηλικιωμένος άντρας και μια νεαρή γυναίκα συναντιούνται στο Τόκιο. Αυτή δεν γνωρίζει τίποτα γι’ αυτόν, ενώ αυτός νομίζει πως την ξέρει. Αυτός την καλωσορίζει σπίτι του, αυτή του προσφέρει το σώμα της. Αλλά ο συνεκτικός ιστός που έχουν πλέξει ανάμεσά τους, σε διάστημα μικρότερο από είκοσι τέσσερις ώρες, δεν έχει να κάνει με τις συνθήκες της γνωριμίας τους.

Μετά την Ιταλία και το «Πιστό Αντίγραφο», ο Αμπάς Κιαροστάμι συνεχίζει την περιπλάνηση του μακριά από την πατρίδα του, το Ιράν (είναι εξόριστος από το καθεστώς Αχμεντινετζάντ), με προορισμό, αυτή τη φορά, την Ιαπωνία. Ο διακεκριμένος σκηνοθέτης (Χρυσός Φοίνικας για τη «Γεύση του Κερασιού», 1997) μένει πιστός στις αινιγματικές ιστορίες και καταγράφει το μυστηριώδες εικοσιτετράωρο ενός παράδοξου έρωτα μέσα από ένα γοητευτικό παιχνίδι ρόλων.

Το «Κάτι σαν Έρωτας» είναι μια ακόμα σαγηνευτικά κινηματογραφημένη σπουδή για τις επιθυμίες, τις προσδοκίες και την αλήθεια των ανθρώπων. Σαν ιδεόγραμμα που κρύβει μια εικόνα και όχι φθόγγους, έτσι και η ταινία μιλάει με γρίφους και αποκαλύπτει μεθοδικά τα θραύσματα των χαρακτήρων της: ενός ηλικιωμένου άντρα, μιας νεαρής κοπέλας και ενός προδομένου εραστή.

Ένα μεγάλο μέρος της δράσης συμβαίνει – όπως και σε άλλες ταινίες του σκηνοθέτη – μέσα σε κινούμενα οχήματα, με τις αντανακλάσεις του Τόκιο να κυριαρχούν μέσα σ’ έναν περίκλειστο χώρο, όπου τα βλέμματα ποτέ δεν διασταυρώνονται. Έτσι, ο Κιαροστάμι αξιοποιεί τα στυλιζαρισμένα κάδρα και το υπόγειο χιούμορ για να μιλήσει, κυρίως αποσπασματικά, για την πολυπλοκότητα των σχέσεων και τη σαγήνη της απόκρυψης.

Τα ανθρώπινα πάθη πρωταγωνιστούν και στη νέα ταινία του Αμπάς Κιαροστάμι. Ο Ιρανός δημιουργός στο φιλμ «Like Someone In Love», γυρισμένο εξ ολοκλήρου στην Ιαπωνία, καταθέτει μια κομψή μελέτη χαρακτήρων εστιάζοντας στη σχέση μιας νεαρής φοιτήτριας – συνοδού κυριών με έναν ηλικιωμένο ακαδημαϊκό.