Πέθανε σε ηλικία 89 ετών ο βετεράνος Βρετανός ηθοποιός σερ Ρότζερ Μουρ, γνωστός για τον ρόλο του πράκτορα των μυστικών υπηρεσιών Τζέιμς Μποντ. Την είδηση του θανάτου του επιβεβαίωσε η οικογένειά του.

Ads

Ο σερ Ρότζερ Μουρ, που έχασε τη μάχη με τον καρκίνο, είχε γενηθεί στις 14 Οκτωβρίου του 1927 στο Στόκγουελ του Λονδίνου.

Έγινε γνωστός από τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη θρυλική τηλεοπτική σειρά «Ο Άγιος» (τη δεκαετία του 1960) και στη συνέχεια, στις ταινίες Τζέιμς Μποντ (συνολικά επτά, μεταξύ 1973 και 1985) όπου ενσάρκωσε τον εμβληματικό Βρετανό πράκτορα.

Ο Μουρ είχε εργαστεί επίσης ως μοντέλο και είχε εμφανιστεί σε πολλές άλλες ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, όπως οι Ιβανόης (1958–1959), Μάβερικ (1961) και η σειρά «The Persuaders!» (1971) μαζί με τον καλό του φίλο Τόνι Κέρτις.

Ads

Υπήρξε «πρεσβευτής καλής θελήσεως» της Unicef.

Από τη δεκαετία του 1970 ζούσε εκτός της Βρετανίας για φορολογικούς λόγους.

image

Η αυτοβιογραφία του δημοσιεύθηκε το 2008.

Είχε γράψει και βιβλία με αναμνήσεις από τη σταδιοδρομία του και τις ταινίες του πράκτορα 007.

image

Πρώτα χρόνια 

Η μητέρα του Ρότζερ είχε γεννηθεί στην Καλκούτα των τότε Βρετανικών Ινδιών.

Ο Ρότζερ είχε φοιτήσει στο γυμνάσιο του Μπάτερσι, αλλά με την εκτόπιση εξαιτίας του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στάλθηκε στο Χόλσγουόρθυ του Ντέβον.

Tελείωσε το σχολείο στο γυμνάσιο αρρένων του Dr Challoner στο Άμερσαμ του Μπάκιγχαμσιρ και παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του.

Σε ηλικία 18 ετών, λίγο πριν από το τέλος του πολέμου πήγε στρατιώτης. Για ένα διάστημα υπηρέτησε διοικώντας ένα μικρό φυλάκιο στην τότε κατεχόμενη Δυτική Γερμανία.

Πριν τον στρατό, το 1944-1945, ο Ρότζερ Μουρ είχε προλάβει να σπουδάσει για ένα εξάμηνο στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης (RADA), όπου τα δίδακτρά του πληρώνονταν από τον σκηνοθέτη Μπράιαν Ντέσμοντ Χερστ, που αργότερα χρησιμοποίησε τον Μουρ ως έξτρα στην ταινία του Trottie True (1949).

image

Στη RADA ο Μουρ ήταν συμφοιτητής της μελλοντικής συμπρωταγωνίστριάς του στις ταινίες του Τζέιμς Μποντ Λόις Μάξγουελ (1927-2007), της πρώτης Μις Μάνιπένυ.

Eπέλεξε να αφήσει τη σχολή μετά από 6 μήνες για να αναζητήσει εργασία ως ηθοποιός.

Το ίνδαλμά του στον κινηματογράφο ήταν ο Άγγλος ηθοποιός Στιούαρτ Γκρέιντζερ. Σε ηλικία 17 ετών, Μουρ εμφανίσθηκε ως έξτρα στην ταινία Καίσαρ και Κλεοπάτρα (1945), οπότε και συνάντησε τον Γκρέιντζερ στα γυρίσματα.

Πολύ αργότερα, θα εμφανίζονταν στο ίδιο έργο, την περιπέτεια Επιχείρηση Άγριες χήνες (1978), παρότι δεν είχαν κάποια σκηνή μαζί.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 εργάσθηκε ως μοντέλο σε έντυπες διαφημίσεις για πλεκτά και προϊόντα, όπως οδοντόκρεμα. Πολλοί κριτικοί είχαν πει ότι αυτή η δραστηριότητα υποδεικνύει τα «ελαφρών βαρών» πιστοποιητικά του ως ηθοποιού.

Στο βιβλίο του Last Man Standing: Tales From Tinseltown, ο Μουρ γράφει (κεφ. 2) ότι η πρώτη του τηλεοπτική εμφάνιση ήταν στις 27 Μαρτίου 1949 στη σειρά The Governess, του Πάτρικ Χάμιλτον, μία ζωντανή μετάδοση (όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, που δεν υπήρχαν τρόποι καταγραφής πλην του ακριβού κινηματογραφικού φιλμ), όπου ο Μουρ έπαιζε τον μικρό ρόλο του Μπομπ Ντριού.

Tο 1954 υπέγραψε ένα επταετές συμβόλαιο με τη Metro-Goldwyn-Mayer, αλλά οι ταινίες του που ακολούθησαν δεν σημείωσαν επιτυχία. Συμμετείχε στην ταινία Interrupted Melody (1955, βιογραφικό δράμα με θέμα την ανάρρωση ενός τενόρου από πολιομυελίτιδα), με το όνομά του να εμφανίζεται τρίτο μετά από αυτά των Γκλεν Φορντ και Έλινορ Πάρκερ.

Στην ταινία του 1956 Diane το όνομα του Μουρ ήταν και πάλι τρίτο, αυτή τη φορά μετά από αυτά των Λάνα Τέρνερ και Πέδρο Αρμεντάριζ, και υποδύθηκε για πρώτη φορά ένα ιστορικό πρόσωπο: Τον πρίγκιπα Ανρί, μετέπειτα βασιλιά Ερρίκο Β΄ της Γαλλίας.

Μετά την εμπορική αποτυχία της ταινίας αυτής και τις επικρίσεις της από τους κριτικούς, ο Μουρ ελευθερώθηκε πρόωρα από το συμβόλαιό του με την εταιρεία.

Πέρασε λίγα χρόνια παίζοντας ως γκεστ σε τηλεοπτικές σειρές, όπως στη σειρά Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει.

image

Ο μεγάλος ρόλος του στην ταινία The Miracle (1959), μία μεταφορά του θεατρικού έργου Das Mirakel από τη Warner Bros., ειχε απορριφθεί από τον Ντερκ Μπόγκαρντ.

Ο Άγιος… 

Η εποχή που γνώρισε την παγκόσμια φήμη ήρθε για τον Μουρ όταν ο παραγωγός σερ Λιου Γκρέιντ του έδωσε τον ρόλο του Σάιμον Τέμπλαρ στη σειρά Ο Άγιος, βασισμένη στα μυθιστορήματα του Λέσλι Τσάρτερις. Ο Μουρ είχε πει σε συνέντευξή του τότε (1963) ότι ήθελε να αγοράσει τα δικαιώματα για τον συγκεκριμένο χαρακτήρα του Τσάρτερις.

Η τηλεοπτική αυτή σειρά γυρίστηκε στη Βρετανία, αλλά με «το μάτι στραμμένο» προς την αμερικανική αγορά, και η επιτυχία της εκεί και σε αρκετές άλλες ξένες χώρες έκανε το όνομα «Μουρ» γνωστό διεθνώς, ιδίως από το 1967 και μετά.

Ο Μουρ καθιέρωσε το κομψό, γεμάτο αυτοπεποίθηση, γοητευτικό και περιπαικτικό στιλ του, το οποίο μετέφερε και στον ρόλο του Τζέιμς Μποντ. Στα ύστερα χρόνια της σειράς ο Μουρ έφθασε να σκηνοθετήσει αρκετά επεισόδιά της.

Η σειρά προβλήθηκε από το 1962 επί εξαετία (μέχρι το 1967 ασπρόμαυρη και μετά έγχρωμη), με 118 επεισόδια, κάτι που την κατέστησε (μαζί με τη σειρά The Avengers) τη μακροβιότερη σειρά του είδους της στην ιστορία της βρετανικής τηλεοράσεως.

Ωστόσο, από ένα σημείο και ύστερα ο Μουρ άρχισε να βαριέται τον ρόλο. Φεύγοντας από τη σειρά, γύρισε αμέσως δύο κινηματογραφικές ταινίες: το Crossplot (1969) και το απαιτητικότερο The Man Who Haunted Himself (1970), σε σκηνοθεσία Μπέιζιλ Ντήαρντεν, που έδωσε στον Μουρ την ευκαιρία να επιδείξει ένα ευρύτερο ερμηνευτικό φάσμα από όσο του είχε επιτρέψει ο ρόλος του Σάιμον Τέμπλαρ, παρότι οι κριτικές εκείνης της εποχής ήταν μάλλον χλιαρές, όπως και η εμπορική επιτυχία των ταινιών αυτών.

My name is Bond

Εξαιτίας της τηλεόρασης, ιδίως στη σειρά Ο `Αγιος, όπου ήταν και συμπαραγωγός, ο Ρότζερ Μουρ δεν ήταν ούτως ή άλλως διαθέσιμος για ταινίες Τζέιμς Μποντ για πολύ καιρό.

Στην αυτοβιογραφία του (2008) ο Μουρ γράφει ότι δεν είχε ποτέ προσεγγιστεί να παίξει τον ήρωα στον Δόκτορα Νο, ούτε πιστεύει ότι είχε ποτέ θεωρηθεί ως μία εναλλακτική λύση για τον ρόλο. Μόνο αφού ο Σον Κόνερι ανακοίνωσει το 1966 ότι δεν θα έπαιζε τον Μποντ ο Μουρ συνειδητοποίησε ότι ίσως να ήταν υποψήφιος για τον ρόλο.

Αλλά μετά από μία ταινία με τον Τζωρτζ Λέιζενμπυ στο ρόλο του Μποντ, ο Κόνερι έπαιξε και πάλι τον Μποντ, στην ταινία Τα διαμάντια είναι παντοτινά (1971), οπότε ο Μουρ δεν ξανασκέφθηκε αυτή τη δυνατότητα, μέχρι που έγινε ξεκάθαρο πλέον ότι ο Κόνερι, που είναι δυόμιση χρόνια μικρότερος του Μουρ στην ηλικία, είχε τελειώσει με τον Μποντ.

Τότε, τον Αύγουστο του 1972, ο παραγωγός των ταινιών Μποντ Άλμπερτ Μπρόκολι προσέγγισε τον Μουρ και του πρότεινε τον ρόλο του θρυλικού πράκτορα, πρόταση την οποία ο Μουρ αποδέχθηκε.

Στην αυτοβιογραφία του γράφει ότι έπρεπε να κόψει τα μαλλιά του και να χάσει βάρος προκειμένου να υποδυθεί τον Μποντ-κάτι που δεν τού άρεσε.

Ωστόσο, τού δόθηκε ο ρόλος, αρχικώς στην ταινία Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν (1973). Ακολούθησαν οι παρακάτω ταινίες στις οποίες ο Μουρ υποδύθηκε τον Τζέιμς Μποντ:

Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι (1974)
Η κατάσκοπος που με αγάπησε (1977)
Επιχείρηση Μουνρέικερ (1979)
Για τα μάτια σου μόνο (1981)
Επιχείρηση Οκτόπουσυ (1983)
Επιχείρηση Κινούμενος Στόχος (A View to a Kill, 1985).

Μετά τον Μποντ 

Επί πέντε χρόνια μετά την τελευταία ταινία του Μποντ, ο Μουρ δεν έπαιξε σε κινηματογραφική ταινία, εκτός από την κομεντί Bed & Breakfast, που γυρίστηκε το 1989, αλλά βγήκε στους κινηματογράφους το 1992.

Επανεμφανίσθηκε το 1990 σε αρκετές ταινίες και στην τηλεοπτική σειρά My Riviera. Είχε έναν μεγαλύτερο ρόλο στην ταινία The Quest του Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ. Σε μία από τις τελευταίες του ταινίες, σε ηλικία 73 ετών, ο Μουρ δεν δίστασε να υποδυθεί έναν εκδηλωτικό ομοφυλόφιλο στην ταινία Boat Trip (2002).

Η βρετανική σατιρική εκπομπή Spitting Image έδειξε κάποτε ένα σκετς στο οποίο ένα λαστιχένιο ομοίωμα του Μουρ, όταν του ζητείται να εκφράσει συναισθήματα, περιορίζεται στο να ανασηκώσει το ένα φρύδι του. Ο ίδιος ο Μουρ είπε ότι βρήκε το σκετς αστείο και δεν προσβλήθηκε καθόλου.

Πράγματι, είχε υιοθετήσει το σήκωμα των φρυδιών, δηλώνοντας ότι στον ρόλο του Μποντ έπαιρνε μόνο τρεις εκφράσεις: Με σηκωμένο το δεξί φρύδι, με σηκωμένο το αριστερό φρύδι και συνοφρυωμένος όταν τον άρπαζε ο «Σαγόνας».

Το 2015 το περιοδικό GQ τον συμπεριέλαβε ανάμεσα στους 50 «καλύτερα ντυμένους Βρετανούς άνδρες». 

UNICEF και PETA

Η φίλη του Όντρεϊ Χέπμπορν τον είχε εντυπωσιάσει με το έργο της για τη UNICEF και έτσι έγινε κι αυτός «πρεσβευτής καλής θελήσεως» της UNICEF το 1991.

Ο Μουρ συμμετείχε στην παραγωγή ενός βίντεο για την PETA που διαμαρτυρόταν κατά της παραγωγής και των πωλήσεων φουά γκρα, του οποίου είναι και ο αφηγητής. Η ισχυρή παρουσία του στην υπόθεση οδήγησε τα πολυκαταστήματα Selfridges να μη διαθέτουν πλέον το συγκεκριμένο προϊόν. 

Τιμητικές διακρίσεις 

Το 1999 ο Μουρ τιμήθηκε με το παράσημο Commander of the Order of the British Empire (CBE) και το 2003 με το ανώτερο Knight Commander of the Order of the British Empire (KBE) για το φιλανθρωπικό του έργο, το οποίο κυριάρχησε στον δημόσιο βίο του για περισσότερο από μία δεκαετία.

Όπως είχε πει «σήμανε πολύ περισσότερα για μένα από ό,τι αν το είχα πάρει για την υποκριτική μου… Υπερηφανεύομαι γιατί το πήρα για λογαριασμό της UNICEF…».

Στις 11 Οκτωβρίου 2007, τρεις ημέρες πριν τα ογδοηκοστά του γενέθλια, ο Μουρ τιμήθηκε με ένα αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας στο Χόλιγουντ για το έργο του στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο.

Το 2008 η γαλλική κυβέρνηση του απένειμε το παράσημο Commandeur του Τάγματος Τεχνών και Γραμμάτων.

Στις 21 Νοεμβρίου 2012 ο Μουρ ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας από το Πανεπιστήμιο του Χάρτφορντσιερ «για την εξέχουσα συνεισφορά του στην κινηματογραφική και τηλεοπτική βιομηχανία του Ηνωμένου Βασίλείου για περισσότερα από 50 χρόνια, και ιδίως σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές στην Κομητεία του Χάρτφορντσιερ. 

Ο εξόχως γοητευτικός Βρετανός είχε κάνει τέσσερις γάμους