Από το 2001, η Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων τιμάται κάθε χρόνο στις 20 Ιουνίου. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι ανά τον κόσμο αφιερώνουν λίγο από τον χρόνο τους για να αναγνωρίσουν τη συμβολή όλων όσων ξεριζώθηκαν με τη βία από τα σπίτια τους. Στην κινηματογραφική στήλη του Tvxs.gr επιλέξαμε να τιμήσουμε τη συγκεκριμένη ημέρα, ανατρέχοντας σε τέσσερις χαρακτηριστικές ταινίες κι ένα επίκαιρο ντοκιμαντέρ.

Ads

Οι πρόσφυγες δεν είναι οικονομικοί μετανάστες, όπως λανθασμένα χαρακτηρίζονται πολλές φορές, αλλά είναι άνθρωποι που ήρθαν αντιμέτωποι με άμεσο για τη ζωή τους κίνδυνο και αναγκάστηκαν να φύγουν από τον τόπο τους με μόνο σκοπό τη σωτηρία τους. Πόλεμοι, διώξεις, εγκλήματα κατά της ελευθερίας, είναι κάποιοι από τους λόγους που ώθησαν πολλούς ανθρώπους στην απόγνωση και τους οδήγησαν να ψάξουν για νέες πατρίδες, προσωρινές ή μη.

Το μόνο «διαβατήριό τους» στο δύσκολο ταξίδι τους είναι το θάρρος και η ελπίδα. Θάρρος που θα το χρειαστούν για να αποφύγουν τις δυσκολίες που θα συναντήσουν στον δρόμο τους και ελπίδα για την επίτευξη του στόχου τους που δεν είναι άλλος παρά να βρουν ένα ειρηνικό μέρος να ζήσουν αυτοί και τα παιδιά τους. Πράγματα, που οι πολίτες άλλων κοινωνιών τα θεωρούν δεδομένα, γι’ αυτούς είναι απλώς ένα όνειρο και μοναδικός σκοπός της ύπαρξής τους.

Διαβάστε επίσης:

Ακολουθεί το βίντεο της Ύπατης Αρμοστείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) για τους Πρόσφυγες που παρουσιάστηκε με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων, με θέμα το επικίνδυνο θαλάσσιο πέρασμα των προσφύγων στην προσπάθειά τους να βρουν ασφάλεια στην Ευρώπη:

«10η Μέρα» του Βασίλη Μαζωμένου

image

Ads

Στην ταινία, που βασίζεται σε πραγματική ιστορία, παρουσιάζεται η ιστορία ενός Αφγανού μετανάστη στην Ελλάδα. Μαζεύει παλιοσίδερα για να ζήσει και να κατακτήσει το δυτικό όνειρο, ενώ περιβάλλεται από τις μνήμες της πατρίδας του, το ταξίδι του ως την Ευρώπη και τους «εφιάλτες» του. Μετά από μια πραγματική οδύσσεια σε Ιράν, Τουρκία ο ήρωας της ταινίας Αλί φτάνει στην Ελλάδα που αντιμετωπίζει τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό. Καταλήγει να αποζητά την επιστροφή στην πατρίδα του, όντας πρόσφυγας.

Μια εξαιρετικά επίκαιρη ταινία που βασίζεται σε πραγματική ιστορία και αναδεικνύει το κρίσιμο θέμα των μεταναστών και των προσφύγων στην Ελλάδα, από τη ματιά αυτή τη φορά ενός Αφγανού. Σε συνέντευξη που μας είχε παραχωρήσει στο Tvxs.gr ο σκηνοθέτης Βασίλης Μαζωμένος, είχε δηλώσει σχετικά:

«Η λύση του προβλήματος είναι απόλυτα αλληλένδετη με τα αίτια που τη γέννησαν. Οι πρόσφυγες είναι τα απόβλητα ενός συστήματος που αλέθει τους πάντες χωρίς έλεος. Δεν είναι απλά οι διεθνείς συνθήκες και τα «λάθη» των διεθνών οργανισμών, ούτε καν τα προβλήματα των χωρών τους που συνεχίζουν να τους φέρνουν κοντά μας. Είναι η ψευδαίσθηση του συλλογικού τους ασυνειδήτου, ότι εδώ είναι ο… παράδεισος, έστω και σχετικά. Δεν ήξεραν, δεν ρώταγαν; Το παρόν τους γίνεται τώρα το μέλλον μας. Άρα η όποια λύση δεν μπορεί να περάσει μέσα από τους ίδιους μηχανισμούς που γέννησαν το πρόβλημά τους. Όσο η Δύση αντιμετωπίζει τον υπόλοιπο κόσμο, σαν απλά τη φτηνή και απαραίτητη εργατική δύναμη, τόσο τα «ανθρώπινα κουρέλια» θα τους υπενθυμίζουν ότι είμαστε όλοι κάτοικοι του ίδιου πλανήτη.»

Διαβάστε επίσης:
Tvxs Συνέντευξη: Η «10η Ημέρα» του Βασίλη Μαζωμένου

«O Εξαιρετικός Κύριος Lazhar» (Monsieur Lazhar – 2011) του Φιλίπ Φαλαρντό

image

O κύριος Lazhar, από την Αλγερία, προτείνει τον εαυτό του ως αντικαταστάτη της δασκάλας που αυτοκτόνησε σ’ ένα δημοτικό σχολείο της Γαλλίας. Από τη στιγμή που προσλαμβάνεται κάνει τα πάντα για να έρθει πιο κοντά στα παιδιά, να τους συμπαρασταθεί και να τους εξηγήσει την ανεξήγητη ακόμη και για τους μεγάλους πολλές φορές δύναμη της απώλειας. Ωστόσο, κανείς απ’ τους συναδέλφους, γονείς, ακόμη κι απ’ τα παιδιά δε γνωρίζει το παρελθόν του κυρίου Lazhar και το γεγονός ότι από στιγμή σε στιγμή μπορεί να απελαθεί και να ακολουθήσει τον δρόμο του πρόσφυγα…

Υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, το φιλμ του Φιλίπ Φαλαρντό είναι μία προσαρμογή του θεατρικού έργου της Evelyne de la Cheneliere, όπου ο κύριος Lazhar ενσαρκώνει την συνάντηση δύο διαφορετικών κόσμων και τη δύναμη της ειλικρίνειας. Ο σκηνοθέτης με χιούμορ, ευαισθησία και ειλικρινή “ψέματα” προσφέρει μία ταινία που γοητεύει.

Η Ελληνική πρεμιέρα της ταινίας πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της ημέρας Γαλλοφωνίας του 18ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας την Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου του 2012, όπου και είχαμε την ευκαιρία να την παρακολουθήσουμε παρουσία του δημιουργού.

«Το Λιβάδι που Δακρύζει» (2004) του Θόδωρου Αγγελόπουλου

image

Μια ομάδα περιπλανώμενων Ελλήνων της Οδησσού φτάνει σ’ ένα βαλτότοπο της Ελλάδας που ορίζεται από ένα ποτάμι που τον διασχίζει. Οι πρόσφυγες εγκαθίσταται εκεί, χτίζουν έναν οικισμό και προσπαθούν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Μια οικογένεια κυριαρχεί. Ο πατέρας αυστηρός και πείσμων, μετά τον θάνατο της γυναίκας του θα θελήσει να παντρευτεί την Ελένη, ένα κοριτσάκι που μεγάλωσε στο σπίτι του αφού το είχαν περιμαζέψει στο φευγιό τους μέσα στο χαμό του διωγμού. Ο γάμος δε θα γίνει ποτέ και η Ελένη φεύγει με τον γιο του, που αγαπιούνται από παιδιά

Η περιπλάνηση των δύο νέων στην Ελλάδα, υπό την προστασία μιας ομάδας μουσικών, μετατρέπεται σε μια τραγική ιστορία. Η ταραγμένη πολιτική σκηνή οδηγεί τους νέους να αντιμετωπίσουν μια σειρά από γεγονότα που σημαδεύουν οριστικά τη ζωή τους. Μη μπορώντας να μείνουν πουθενά, κουβαλώντας την κατάρα του πατέρα για την προδοσία, ο νέος θα αναγκαστεί να φύγει στην Αμερική σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Η Ελένη, μόνη της πλέον θα βιώσει τη φρίκη του πολέμου και του εμφύλιου, χάνοντας και τα δυο της παιδιά. Μετά από διαδοχικές φυλακίσεις για αντιστασιακή δράση, θα εξοριστεί από την πατρίδα που νόμισε ότι είχε βρει, φτάνοντας μια ημέρα μικρό παιδάκι στην Ελλάδα…

Το «Λιβάδι που Δακρύζει» (φωτογραφία άρθρου), αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Το φιλμ είχε επίσημη συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Βερολίνου, ενώ απέσπασε το Βραβείο της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) στα Βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Στην ταινία, οι δρόμοι της εξορίας και της προσφυγιάς – τόσο κυριολεκτικής, όσο και μεταφορικής – ως μόνιμο χαρακτηριστικό της ιστορίας του 20ού αιώνα,  αποτυπώνονται στο «Λιβάδι που Δακρύζει» με επίκεντρο την Ελλάδα της χρονικής περιόδου μεταξύ 1919 – 1949. Το θέμα αυτό απεικονίζεται με ελεγειακό τρόπο μέσα από τη ζωή μιας γυναίκας, της Ελένης. Είναι το θύμα και ο μάρτυρας των μεγάλων ιστορικών δραμάτων του ελληνισμού…

Το 2004 το Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα συνάντησε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τον σύστησε σε πρόσφυγες και μετανάστες που τότε ζούσαν στη χώρα μας. Δείτε online  το ντοκιμαντέρ «Οι Πρόσφυγες που Δακρύζουν».

«Η Άλλη Όχθη» (Gagma napiri – 2009) του Γκεόργκε Οβασβίλι

image

Με πρωταγωνιστή έναν νεαρό πρόσφυγα που αναζητά τον πατέρα του, η ταινία αποτυπώνει τις εχθρικές σχέσεις μεταξύ κρατών και ανθρώπων, μέσα σ’ έναν  κόσμο όπου τα πάντα καταρρέουν και οι δεσμοί αλληλεγγύης κόβονται. Το φιλμ πραγματεύεται επίσης την ανάγκη της συμβίωσης, της αποδοχής του Άλλου, της επικοινωνίας και τελικά της συμφιλίωσης.

Το μεταναστευτικό ζήτημα συνδέεται με την αναζήτηση μιας νέας πατρίδας. Η αναζήτηση του πατέρα στην ταινία, δεν είναι παρά η αναζήτηση του εαυτού και της βαθύτερης ταυτότητας του ίδιου του ήρωα.

Όσο τα σύνορα ανάμεσα στις χώρες και στους ανθρώπους θα καθορίζονται από τη βία του πιο ισχυρού, τόσο περισσότερο θα βαθαίνει το τραύμα του πιο αδύναμου, του ανυπεράσπιστου, του θύματος. Μια ταινία βαθιά ανθρωπιστική, ευαίσθητη και τραγικά επίκαιρη.

Η ταινία «Η Άλλη Όχθη» (Gagma napiri – 2009) του Γκεόργκε Οβασβίλι, πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της τον Φεβρουαρίου του 2009, στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου, Έχοντας αποσπάσει μία υποψηφιότητα για τα Βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, το φιλμ κυκλοφόρησε στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες, τον Ιανουάριο του 2011.

«Αυτοί που Νιώθουν τη Φωτιά να Καίει» (Those Who Feel the Fire Burning – 2014) του Μόρχαν Κνίμπε

image

Η ταινία αναπαριστά, με μια αντισυμβατική, ποιητική φόρμα, ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα: την απελπιστική κατάσταση των προσφύγων που βρίσκονται αποκλεισμένοι στην άκρη της Ευρώπης. Παρακολουθούμε μια ομάδα προσφύγων, η οποία προσπαθεί να μπει στην Ευρώπη πάνω σε μια βάρκα. Όμως μια καταιγίδα ξεσπά ξαφνικά και ακολουθεί πανδαιμόνιο όταν ένας γέρος άνδρας πέφτει στη θάλασσα…

Η συνείδησή του γλιστρά σε μια άλλη διάσταση: σ’ έναν τόπο σκοτεινό, γεμάτο παραισθήσεις. Σπρωγμένη από μια μυστηριώδη δύναμη κι αναζητώντας απελπισμένα τους αγαπημένους του, η ψυχή του ταξιδεύει στην καθημερινότητα πολλών προσφύγων που έχουν ναυαγήσει στα σύνορα του φερόμενου ως Παραδείσου: της Ευρώπης.

Το πνεύμα του γέρου άνδρα βλέπει ανθρώπους στον δρόμο να τους κυνηγούν σαν τα σκυλιά, ακολουθεί έναν παράνομο εργάτη και μια ναρκομανή μητέρα, ενώ γλιστρά μέσα στα κατάμεστα καταφύγια μεταναστών. Καθώς περιπλανιέται μετέωρος, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ο ηλικιωμένος άντρας αναρωτιέται ποιο είναι το νόημα της ύπαρξής του…

Έχοντας γυριστεί στο μεγαλύτερο μέρος του στην Ελλάδα, το φιλμ του Μόρχαν Κνίμπε, «Αυτοί που Νιώθουν τη Φωτιά να Καίει» (Those Who Feel the Fire Burning – 2014), αντικατοπτρίζει την αγωνία των προσφύγων για επιβίωση και την ελπίδα που παραμένει άσβεστη, ελπίζοντας σ’ ένα καλύτερο αύριο.

Το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε τον Μάρτιο στο πλαίσιο του 17ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης στην ενότητα «Ανθρώπινα Δικαιώματα», όπου και είχαμε την ευκαιρία να το παρακολουθήσουμε. Μιλώντας στην σχετική έκδοση του Φεστιβάλ (Πρώτο Πλάνο), ο σκηνοθέτης αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Ο συνεργάτης μου και συμφοιτητής μου, Σαμ ντε Γιονγκ, ήρθε στην Ελλάδα το 2008 και διέσχισε το εσωτερικό της χώρας με τη μηχανή του. Αργότερα κάναμε το ίδιο ταξίδι μαζί και σταματήσαμε στην Πάτρα, όπου είχε δημιουργηθεί ένα κέντρο κράτησης μεταναστών στο λιμάνι. Τότε συνέλαβα την ιδέα να γυρίσω μια ταινία γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Δεν με ενδιέφεραν η επίσημη πολιτική και νομική αντιμετώπιση. Επιδίωξα να δείξω τον άνθρωπο πίσω από την ανώνυμη φιγούρα. Γι’αυτό και χρησιμοποίησα το εύρημα της ψυχής του αφηγητή που αιωρείται πέρα και πάνω από τα πράγματα. Με οδήγησε η φράση ενός μετανάστη «Όλοι εμείς είμαστε σαν φαντάσματα, κανείς δεν μας βλέπει.» Ταυτόχρονα, ήμουν επηρεασμένος από τον Βιμ Βέντερς και τα “Φτερά του Έρωτα”, αλλά και τον Γκασπάρ Νοέ, απ’ το “Enter the Void”.

Διαβάστε επίσης:
Ντοκιμαντέρ και Ανθρώπινα Δικαιώματα