«[…] θα ήταν ψέμα να πω ότι σκέφτομαι, λειτουργώ, ή κινούμαι όπως κινείται αντίστοιχα ένας νεαρός Αλβανός στην Αλβανία. Νιώθω ευτυχής που έχω ρίζες από παντού… Διότι, πατρίδα για μένα είναι η γλώσσα. Γι’ αυτό νιώθω ιδιαίτερα τυχερός για το ότι βρίσκομαι εδώ, και γράφω και εκφράζομαι μέσω της ελληνικής γλώσσας. Είναι μια πολύχρωμη γλώσσα, που μπορεί πραγματικά να βάψει με την κάθε λέξη». Ο σκηνοθέτης Νεριτάν Ζιντζιρία, που πήρε το πρώτο βραβείο για την ταινία του «Χαμομήλι» στο 35ο Φεστιβάλ Δράμας, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη και το tvxs, για τη ζωή: Τη δική του και της ταινίας του.

Ads

Κρ.Π.: Πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με την σκηνοθεσία;
 
Ν.Ζ.: Δεν έχω σπουδάσει σινεμά. Η αδελφή μου δούλευε στον κινηματογράφο «Τριανόν», πολλά χρόνια, οπότε ήμουν από πολύ μικρός μέσα στο σινεμά, όπου έπαιζαν ειδικές ταινίες, από Όζου, Μιζογκούτσι, Σατιαζίτ Ρέι μέχρι και ανεξάρτητο αμερικάνικο κινηματογράφο.

Στα 17-18 μου, πίστεψα σε αυτό το κομμάτι που υπήρχε μέσα μου, και επειδή οι γονείς μου σε εκείνη την περίοδο των πανελληνίων, θέλανε να με δουν να ακολουθώ την ακαδημαϊκή οδό, έπρεπε επειγόντως να κάνω κάτι, να τους αποδείξω ότι μπορώ να κάνω σινεμά. Και έτσι, άρχισα να χτυπάω πόρτες, ήθελα να υπάρχει ένας σοβαρός επαγγελματικός χαρακτήρας στο όλο εγχείρημα και αναζητούσα την συνεργασία έμπειρων συνεργατών.

Πίστευα πως εάν έκανα μια ταινία ακριβώς πριν τις εξετάσεις και αποδείκνυα τι μπορούσα να κάνω θα ερχόταν μια οικογενειακή εσωτερική γαλήνη σε αυτό το θέμα… γιατί οι γονείς μου είναι μετανάστες, έχουν περάσει πάρα πολλά… Γι αυτό, έκανα στα 18 μου την πρώτη ταινία. Και ύστερα έκανα τη δεύτερη.

Ads

Δεν έχω σπουδάσει σινεμά. Δεν έχω σπουδάσει για την ακρίβεια τίποτα. Ήμουν, η αλήθεια είναι, λιγάκι θρασύς, λιγάκι τολμηρός… για να μπορέσω να το κάνω, αλλά χωρίς κανένα φόβο και με μεγάλα αποθέματα αγάπης και ελπίδας… και είχα την τύχη, κάποιες από τις πόρτες που χτύπησα, κάποιοι άνθρωποι, να μη μου τις κλείσουν. Με τους οποίους περπατάμε ακόμη μαζί. Έτσι ξεκινήσαν όλα.

Κρ.Π.: Πώς σκέφτηκες, κατ’ αρχάς την ιστορία της ταινίας «Χαμομήλι»; Από πού άντλησες την ιδέα της; Αν και, μια τέτοια απάντηση, μπορεί να αλλάζει κάθε μέρα μέχρι το τέλος της ζωής σου… Όπως επίσης, πώς από την πρωταρχική ιδέα, έφτασες σε αυτό το αποτέλεσμα, αντλώντας και το πρώτο βραβείο στο 35ο Φεστιβάλ Δράμας;
 
Ν.Ζ.: Πρόκειται για μία γυναίκα, η οποία ζει σε μια ακριτική περιοχή της βόρειας Μακεδονίας, και έρχεται αντιμέτωπη με τον θάνατο και την ταφή του ανδρός της. Αυτός είναι ο σεναριακός σκελετός.

Η ιδέα πώς γεννήθηκε; Υπήρχαν μέσα μου κάποιες εικόνες, κάποιοι ήχοι από τη γιαγιά μου, από την πλευρά του πατέρα μου, η οποία έχασε τον άνδρα της σχετικά νωρίς, και βρέθηκε αντιμέτωπη με πάρα πολλές δυσκολίες. Και πάντα τη θυμάμαι να τις υπερνικά.

Είχα ζήσει, με κάποιον τρόπο μέσα σε αυτόν τον κόσμο της, και παρόλο που δεν ήμουν παιδί της επαρχίας, και η σχέση που είχα με αυτόν τον κόσμο ήταν έως και μηδαμινή (αυτός, μάλιστα, ήταν και ο μεγάλος μου φόβος για την ταινία), ήθελα πάρα πολύ να βγάλω αυτόν τον κόσμο προς τα έξω, γιατί μέσω αυτού μπορούσα να εκφράσω κάποιες ανησυχίες μου, όσον αφορά στην απώλεια και το καθήκον.

Η αφορμή της ταινίας, όμως, ήταν μια προσωπική επαφή που είχα με μια γυναίκα ηλικιωμένη, στο Αιγάλεω, η οποία γέμιζε μαξιλάρια και τα πουλούσε. Και ανάμεσα στην λογοδιάρροια της (έλεγε πάρα πολλές φράσεις), για να πουλήσει τα μαξιλάρια, μία φράση που μου έμεινε, ήταν «πάρτε ένα, γιατί με άφησε ο άνδρας μου μόνη μέσ’ το χειμώνα».  Αυτή ήταν η αφετηρία. Και έτσι συνειρμικά, ξεκίνησα να ταξιδεύω παντού, μέχρι που μετουσιώθηκε σε ένα δισέλιδο σενάριο και έγινε η αρχή για να υλοποιηθεί το εγχείρημα.
 
Κρ.Π.: Η μητέρα του πατέρα σου, ζούσε μαζί σου στην Ελλάδα; Ή ήταν στην Αλβανία; Ποιά είναι η ιστορία των παιδικών σου χρόνων;
 
Ν.Ζ.: Μέχρι τα 15 μου χρόνια, μεγάλωσα μαζί με τη γιαγιά μου στην Ελλάδα, και στα 15 μου έφυγε, γύρισε πάλι στην Αλβανία, στο πατρικό μου. Αλλά, ναι, έζησα πάρα πολύ κοντά με τη γιαγιά μου. Ίσως έζησα περισσότερο απ’ όλους με τη γιαγιά μου.
 
Κρ.Π.: Ο άντρα της πότε πέθανε;
 
Ν.Ζ.: Όταν ο πατέρας μου ήταν 19 χρονών.
 
Κρ.Π.: Δηλαδή, εσύ δεν τον γνώρισες;
 
Ν.Ζ.: Όχι δεν γνώρισα παππού, και από τις δυο μεριές.
 
Κρ.Π.: Ίσως, έκανες μια ταινία γι’ αυτόν ή και γι’ αυτούς… Για να τους τιμήσεις, με κάποιον τρόπο;
 
Ν.Ζ.: Όχι δεν έκανα μια ταινία για τον παππού, αλλά σίγουρα ξεκίνησε μια ταινία γι’ αυτόν τον λόγο. Αυτό είναι όλο το μπακράουντ … Είναι αυτό που είπες πριν, εξαιρετικά, προηγουμένως: Για να μιλήσει κάποιος, πραγματικά για ένα έργο, χρειάζεται να περάσει ένα μεγάλο διάστημα για να μεστώσει μέσα του. Μπορεί και για μια ζωή. Και μου κάνει εντύπωση, γιατί κανένας δεν μου το είπε.
 
Κρ.Π.: Θέλεις να συνεχίσεις, αυτά που έλεγες με τα παιδικά σου χρόνια; Δηλαδή, πού γεννήθηκες, πώς έζησες;
 
Ν.Ζ.: Στα Τίρανα της Αλβανίας γεννήθηκα, το 1989, «έναν άγριο Απρίλη!» απ’ ότι λέει η μάνα μου, και το 1991 μεταναστεύσαμε οικογενειακώς στην Ελλάδα.

Η παιδική ηλικία παίζει μεγάλο ρόλο στον προσδιορισμό ενός δημιουργού. Δηλαδή, αντανακλάται στην εργογραφία του…

Έκανα κανονική φοίτηση στο σχολείο, και έμενα με την γιαγιά μου, γιατί οι γονείς μου δουλεύανε αρκετές ώρες και δεν τους πολυέβλεπα, και βέβαια, μεγάλωσα χωρίς να έχω δίπλα μου συγγενείς.

Από τη μεριά της μάνας μου έχω 42 πρώτα ξαδέλφια, οπότε την πρώτη φορά που επισκέφτηκα τη χώρα, ήταν ένα μεγάλο σοκ για μένα. Γιατί ήμουν ο χαμένος τους ξάδελφος και βρήκα ανθρώπους που μου μοιάζαν εμφανισιακά…

Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρός, η μητέρα μου, συνήθιζε να στέλνει τα ρούχα που δεν μου έκαναν πια, στους συγγενείς μου, εκεί. Και αυτό για μένα ήταν κάτι τρομερό τότε, δεν μπορούσα να το καταλάβω, και θύμωνα πάρα πολύ. Αλλά όταν βρέθηκα στην Αλβανία, ένιωσα απίστευτα, με πλημμύρισαν τόσα συναισθήματα…
 
Κρ.Π.: Λειτούργησε και σαν μία σύνδεση αυτή η συνήθεια της μαμάς σου, δηλαδή, να φορούν τα ρούχα σου τα ξαδέλφια σου… 
 
Ν.Ζ.: Η αλήθεια είναι ότι ήταν ο μόνος σύνδεσμος! Και ήταν μια πολύ όμορφη στιγμή όταν το συνειδητοποίησα, διότι δεν υπήρχε κάτι άλλο, δεν είχαμε κάποιο παρελθόν μαζί, ενώ για εκείνους ήταν κάτι φυσικό και καθημερινό να πέφτει ο ένας πάνω στον άλλον στη γειτονιά τους, εγώ είχα μόνο αυτό το κομμάτι. Κι ήταν μια καλή αρχή, ώστε να με γνωρίσουν και να τους γνωρίσω καλύτερα.
 
Κρ.Π.: Στην Ελλάδα, που μένατε;
 
Ν.Ζ.: Τους πρώτους μήνες δεν είχαμε μόνιμη στέγη. Τελικά σταθεροποιηθήκαμε στον Νέο Κόσμο, και το 1998 ήρθαμε στον Άγιο Παντελεήμονα.
 
Κρ.Π.: Πώς είναι να έχεις δύο πατρίδες;
  
Ν.Ζ.: Μέχρι πρότινος αυτό το προσδιόριζα σύμφωνα με την εκάστοτε διάθεση μου. Ένιωθα Έλληνας στην Αλβανία και Αλβανός στην Ελλάδα. Αλλά θα ήταν ψέμα να πω ότι σκέφτομαι, λειτουργώ, ή κινούμαι όπως κινείται αντίστοιχα ένας νεαρός Αλβανός στην Αλβανία. Νιώθω ευτυχής που έχω ρίζες από παντού… Πατρίδα για μένα είναι η γλώσσα.

Γι’ αυτό νιώθω ιδιαίτερα τυχερός για το ότι βρίσκομαι εδώ, και γράφω και εκφράζομαι μέσω της ελληνικής γλώσσας. Είναι μια πολύχρωμη γλώσσα, που μπορεί πραγματικά να βάψει με την κάθε λέξη.

Και επειδή έχω μια ιδιαίτερη αγάπη στον αρχαιοελληνικό κόσμο της Τραγωδίας, στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία, και είμαι σε κοντινή επαφή με την πύρινη διάσταση αυτής, δηλαδή, την αφαίρεση, τη λιτότητα και την απλότητα, καθώς και το γεγονός ότι μπορώ να καταλάβω τη δόνηση κάθε λέξης, για παράδειγμα, του Αισχύλου, είναι για μένα πολύ σημαντικό!

Κρ.Π.: Ποιά από τις τραγωδίες σε… αγγίζει περισσότερο;

Ν.Ζ.: Η τριλογία της «Ορέστειας» με βασανίζει περισσότερο. Η δράση του Ορέστη, και όλη αυτή η στόφα των ακατέργαστων συναισθημάτων, και η φθορά αυτών, είναι που με αγγίζει πολύ. Πριν από τρεις μέρες, που έγινε η βράβευση, για το «Χαμομήλι», σηκώθηκε ένα μέλος της κριτικής επιτροπής και έφερε ως παράδειγμα την «Αντιγόνη».

Κρ.Π.: Ναι, γιατί, η ιστορία της ταινίας σου, έχει κάποια κοινά με την τραγωδία της Αντιγόνης;
 
Ν.Ζ.: Υπάρχει μια τέτοια γραμμή, ως αναφορά στην αίσθηση του καθήκοντος.

Η αλήθεια βέβαια είναι, αν και πραγματικά νιώθω αμήχανα που το λέω, προσπάθησα να τηρήσω έναν σύνδεσμο με την αρχαία τραγωδία.

Το πρώτο κομμάτι, το εσωτερικό κομμάτι της ταινίας, διέπεται από μια στατικότητα. Η κινητικότητα είναι εσωτερική. Είναι όλα γεωμετρημένα.

Θεωρώ ότι έτσι μπόρεσα να μεγεθύνω όλο τον εσωτερικό κόσμο της γυναίκας. Η δράση της ηρωίδας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παραληρηματική αλλά ούτε και ψυχολογικά ακριβής.

Η γυναίκα έχει φράξει τον εαυτό της συναισθηματικά, δανειζόμενη αντρικά στοιχεία, όπως γενναιότητα και θάρρος, γίνεται η κυρία του ζώου (γιατί υπάρχει ένα γαϊδούρι, ενώ ο κύριος του ζώου, συνήθως, είναι ο άνδρας) και κατευθύνεται κάθετα και μετωπικά προς το τέλος. 

Η αλήθεια, είναι, ότι είναι δύσκολο να μιλήσω γι΄ αυτήν την ταινία…
 
Κρ.Π.: Ποιό ήταν το κεντρικό σημείο της ταινίας, που προσπάθησες να επικοινωνήσεις περισσότερο, ήθελες, δηλαδή, να μη σου ξεφύγει… στο δρόμο; 

Ν.Ζ.: Ήταν αυτή η ατμόσφαιρα μιας ασφυχτικής ερήμωσης που γεννά η απώλεια. Και φυσικά, όπως είπα προηγουμένως, την αίσθηση του καθήκοντος, και το πώς μπορεί, αυτή τελικά, να οδηγήσει στην αυτοθυσία.

Είναι πολύ όμορφο το να κοινωνείς την ταινία σου και χαίρομαι πάρα πολύ όταν έρχονται και μου μιλάνε γι αυτήν, και εντοπίζουν στοιχεία που εγώ δεν είχα σκεφτεί ποτέ μου.

Ξεκινάω με κάποιες προθέσεις αλλά τις ξεχνάω κατά τη διάρκεια του γυρίσματος. Οι κινήσεις μου, δεν αποτελούν απόρροια λογικών συλλογισμών τόσο, όσο αποτέλεσμα ενστικτώδους επιλογής. Πιστεύω πολύ στην επαφή με τους ανθρώπους και τον χώρο…

Και κάθε φορά, για παράδειγμα, που έβλεπα έναν χώρο, ή ένα πρόσωπο και ένιωθα στο στομάχι μου ένα τσίμπημα… (γιατί φωλιάζουν εκεί όλα τα συναισθήματα), τότε έλεγα: Εδώ είμαι! Έτσι συνέχιζα.

Επίσης, έκανα ολόκληρη έρευνα, διότι δεν είχα καμία προσωπική επαφή με οτιδήποτε νεκρό.

Δεν έχω πάει σε κηδεία, δεν έχω κηδεύσει, δεν έχω δει άνθρωπο να πεθαίνει. Δηλαδή, πέρα από το όποιο φιλοσοφικό υπόβαθρο του θέματος, ήθελα να δω πρακτικά τί σημαίνει θάνατος πάνω στο σώμα. Έτσι, στα πλαίσια αυτής της έρευνας, συνεργάστηκα με την ιατροδικαστική υπηρεσία, ιδιαιτέρως με τον κύριο Κουτσάφτη που με βοήθησε πάρα πολύ, και έτσι μπόρεσα να καταλάβω κάποια πράγματα.

Εκείνο που μου έκανε εντύπωση, ανάμεσα σε άλλα, είναι ότι η πρώτη ένδειξη θανάτου συμβαίνει λίγο πιο πάνω από  την σκωληκοειδής απόφυση. Μου φάνηκε τρομερά ενδιαφέρον, ότι ο θάνατος ξεκινά από τα σπλάχνα, από εκεί που γεννιέται η ζωή! Αυτός είναι, λοιπόν, ο σύνδεσμός…

Η ολοκλήρωση αυτής της δεκαπεντάλεπτης ταινίας, ήταν, λοιπόν, ένα πολύ μακρύ ταξίδι. Και χαίρομαι πάρα πολύ που ήταν μαζί μου αγαπημένοι άνθρωποι, όλοι οι συνεργάτες. Χωρίς αυτούς δεν θα μπορούσα να το κάνω!

Τώρα που έχει περάσει καιρός και τα σκέφτομαι… το να πας, δηλαδή στον Όλυμπο, και να κάνεις γυρίσματα με θερμοκρασίες κάτω από 13 βαθμούς Κελσίου, με την κάμερα να μην ρολάρει καλά καλά… και με πάρα πολλούς αστάθμητους παράγοντες, δηλαδή, ένα ζώο, μία ηλικιωμένη ηθοποιό, ή το γεγονός ότι ακόμα και εμείς θα μπορούσαμε να πάθουμε κάτι, όπως όταν είχαμε πέσει πάνω σε μια χιονοθύελα…
 
Κρ.Π.: Η επιλογή της κεντρικής ηθοποιού πώς έγινε;
 
Ν.Ζ. : Μπορεί να φανεί μελό, αλλά μ’ αρέσει να αγαπάω τους ανθρώπους που δουλεύω μαζί τους… Και αυτό συνέβη.

Η Γιώτα Χατζηιωάννου, είναι μητέρα ηθοποιού, δεν έχει καμία προηγούμενη εμπειρία. Την είδα τυχαία και είμαι πάρα πολύ περήφανος που είναι κομμάτι της ταινίας.
Η ίδια είναι χριστιανή ορθόδοξος και πιστεύει, ενώ εγώ είμαι άθεος. Οπότε, καταλαβαίνεις, ότι για να υπάρξει μία σχέση με έναν ευνοϊκό ρυθμό, θα έπρεπε να τεθούν κάποια πράγματα πάνω στο τραπέζι, να ξεκινήσουν συζητήσεις…

Η Γιώτα, κατάφερε να πάει την ταινία κάπου, που εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να βαδίσω. Γιατί η ταινία, είναι το ταξίδι ενός νεκροκομιστή, ένα μοναχικό ταξίδι… και ο θάνατος του άντρα της, πυροδοτεί και τον δικό της θάνατο.

Αλλά αν και είναι μια ταινία, που περικλείεται από τον θάνατο, σφύζει από ζωή! Το χρέος της είναι η κινητήριος δύναμη, αλλά είναι και η δίψα για ζωή.

Το γεγονός ότι δεν έχει πεθάνει ο άνδρας της, και μόνο… είναι αυτό που κατευθύνει όλη την ταινία. Γιατί, ακόμα κι αν έχει υπάρξει ο βιολογικός θάνατος, ακόμα δεν έχει πεθάνει, αφού δεν έχει διαβαστεί, δεν έχει ταφεί…

Συνειδητά, προσπάθησα να απομακρυνθώ από οποιοδήποτε θρησκευτικό μοτίβο ή επιρροή. Διότι, υπάρχει και κάτι πολύ αρχετυπικό… Για να υπάρξει ο θάνατος, θα πρέπει να υπάρξει απέναντί του μία τιμή!

Κρ.Π.: Τιμή, και μέσα στην κοινωνία…
 
Ν.Ζ.: Ακριβώς. Και ο θάνατος βρίσκεται μέσα μας. Δηλαδή, εκεί είναι όλο το όμορφο. Δεν είναι ότι τον θάβουμε. Τον θάνατο δεν τον προκαλεί ο νεκρός, αλλά βρίσκεται μέσα μας. Είναι αυτό που προβάλουμε στον νεκρό.

Ήταν ένα όμορφο ταξίδι. Και πάντα καταλήγαμε στον αρχετυπικό χαρακτήρα της διαδικασίας και όχι στον θρησκευτικό. Το γεγονός δηλαδή, ότι αν δεν τιμήσεις το νεκρό σώμα, δεν είναι νεκρό.

Κρ.Π.: Και η γεύση αυτής της απώλειας και του θανάτου, έχει τη γεύση του… χαμομηλιού, ίσως;
 
Ν.Ζ.: Χρησιμοποίησα αυτή τη μεταφορά, γιατί το χαμομήλι συναντάται κατά κόρον στη γη… Αυτόν το σύνδεσμο ήθελα να τηρήσω. Και η αλήθεια, είναι ότι ήταν το μόνο που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η ηρωίδα, λόγω της φαρμακευτικής δράσης του χαμομηλιού, για να συντηρήσει το σώμα του νεκρού, στο μακρύ της ταξίδι…
 
Κρ.Π.: Τα σχέδια σου για το μέλλον;
 
Ν.Ζ.: Γράφω μια θεατρική παράσταση και έχω στο μυαλό μου μια μεγάλου μήκους ταινία.
Κάνουμε σινεμά για τους ανθρώπους… Χάριν του σινεμά αγάπησα τους ανθρώπους.

Και είναι καλό, τελικά, η κάμερα να μένει στον άνθρωπο και να μην περιστρέφεται γύρω από τον σκηνοθέτη, για να μας δείξει, δηλαδή, ο σκηνοθέτης πόσο ικανός είναι, πόσο εξαιρετικά ευφυής είναι, πόσο εξαιρετικά διαβασμένος είναι…

Σκηνοθεσία σημαίνει, κατευθύνω τον εαυτό μου, βαδίζω σε μονοπάτια που θα μου επιτρέψουν να ανακαλύψω κομμάτια του εαυτού μου και κατ’ επέκταση, τον ίδιο τον κόσμο.-

imageimage
«Χαμομήλι»

Σενάριο – Σκηνοθεσία: Νεριτάν Ζιντζιρία
Παραγωγή: ΕΡΤ Α.Ε., Highway Productions, 90 Productions, Νεριτάν Ζιντζιρία
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Χριστίνα Μουμούρη
Σκηνικά: Σμαράγδα Κανάρη
Ενδυματολογία: Δέσποινα Χειμώνα
Μοντάζ: Χρήστος Γιαννακόπουλος
Ηχος: Λέανδρος Ντούνης
Μακιγιάζ: Ιωάννα Συμεωνίδη
 
Πρωταγωνιστούν: Γιώτα Χατζηιωάννου, Φώτης Αρμένης
 
Στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Δράμας, συνολικά η ταινία έλαβε τα βραβεία:
 
Χρυσό Διόνυσο – 1ο Βραβείο μυθοπλασίας
Τιμητική Διάκριση Ηχου
Βραβείο Πανελλήνιας Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου
 
Και στο διεθνές διαγωνιστικό:
Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης
 
Επόμενες προβολές:

Νύχτες Πρεμιέρας
Ζ’ Διαγωνιστικό Ελληνικών Ταινιών Μικρού Μήκους
ΔΑΝΑΟΣ – Αίθουσα 1, Τετ. 26/9 στις 17:00
 
Το Φεστιβάλ Μικρού Μήκους Δράμας ταξιδεύει..
Ταινιοθήκη της Ελλάδος 11 εως 18/10