O σπουδαίος δημιουργός, Κεν Λόουτς, επιστρέφει και μας διηγείται μία συγκλονιστική, αληθινή ιστορία που διαδραματίζεται στην Ιρλανδία του 1921 και στον απόηχο του εμφυλίου. Αν και ταινία εποχής, η αξία του «Jimmy’s Hall» είναι διαχρονική και τα μηνύματα της πιο επίκαιρα από ποτέ. Σε συνεργασία με τον σπουδαίο σεναριογράφο Πολ Λάβερτι – τον οποίο είχαμε την τιμή και τη χαρά να γνωρίσουμε από κοντά στη συνέντευξη που μας παραχώρησε – ο Λόουτς παρουσιάζει μία ανθρώπινη και συγκινητική ταινία, με πολιτικά μηνύματα, αναδεικνύοντας παράλληλα τον προσωπικό αγώνα, την αυτοθυσία και την αλληλεγγύη. Μέσα στην «αίθουσα του Jimmy», οι πρωταγωνιστές της ταινίας χορεύουν σε ήχους τζαζ και σουίνγκ, γελούν και διασκεδάζουν, εκφράζοντας έτσι την ελευθερία του πνεύματος, αλλά και της ζωής…

Ads

Το 1921, σε μια Ιρλανδία στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου, η αμαρτία του Τζίμι Γκράλτον ήταν να στήσει με δικά του χρήματα, μια αίθουσα χορού σ’ ένα αγροτικό σταυροδρόμι. Το Pearse – Connolly Hall ήταν ένα μέρος όπου οι νέοι της κοινότητας θα μπορούσαν να συγκεντρώνονται, να μαθαίνουν, να διαφωνούν, να ονειρεύονται… πάνω απ’ όλα όμως να χορεύουν και να διασκεδάζουν.
image
Με τη δημοτικότητα της αίθουσας να αυξάνεται, ο χαρακτήρας της κοινοκτημοσύνης και της ανθρώπινης αλληλεγγύης, σε συνδυασμό με το ελεύθερο πνεύμα που προήγαγε, δε θα μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα από την Εκκλησία και τους πολιτικούς, οι οποίοι αντιδρούν και απαντούν με βία, αναγκάζοντας τον Τζίμι να φύγει από την περιοχή και την αίθουσα να κλείσει.

Μια δεκαετία αργότερα, κατά την κορύφωση της μεγάλης οικονομικής κρίσης, ο Τζίμι επιστρέφει στη γενέτειρά του από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με στόχο να φροντίσει τη μητέρα του και να ζήσει μια ήσυχη ζωή καλλιεργώντας το οικογενειακό χωράφι, μακριά από μπλεξίματα με την εξουσία. Υπολόγιζε όμως χωρίς τους κατοίκους που είχαν μείνει πίσω, παλιούς φίλους αλλά και τη νεολαία που έχει μεγαλώσει με τις αναφορές στο όνομά του…
image
Εγκαταλελειμμένη και άδεια, η αίθουσα παραμένει κλειστή παρά τις εκκλήσεις των νέων της περιοχής. Ωστόσο, καθώς ο Τζίμι επανεντάσσεται στην κοινότητα και βλέπει τη φτώχεια και την αυξανόμενη πολιτιστική καταπίεση, ο ηγέτης και ο ακτιβιστής μέσα του, έρχονται ξανά στην επιφάνεια. Έτσι παίρνει τη δύσκολη αλλά συνειδητή απόφαση να ανοίξει την αίθουσα, με ό,τι αυτό κι αν συνεπάγεται.

Ο κοινός σκοπός της επαναλειτουργίας της αίθουσας θα ενώσει εκ νέου την κοινότητα, βάζοντάς τόσο τον Τζίμι όσο και την πρωτοβουλία του, ξανά στο στόχαστρο της εκκλησίας και των πολιτικών προυχόντων. Οι έχοντες την εξουσία για μία ακόμα φορά δεν βλέπουν με συμπάθεια το όλο εγχείρημα, φοβούμενοι παράλληλα τη δημοφιλία του Τζίμι και αποφασίζουν να αντιδράσουν με τον μόνο τρόπο που γνωρίζουν, τη βία…
image
Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε στο Tvxs.gr, o Πολ Λάβερτι (Paul Laverty), είχε δηλώσει σχετικά με την ταινία: «Μέσα από τον Τζίμι Γκράλτον, παρακολουθούμε παράλληλα και πως άλλαξε γενικότερα η Ιρλανδία τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Είναι πραγματικά ένας υπέροχος χαρακτήρας. Ελεύθερο πνεύμα, γεμάτος από ενέργεια που πολέμησε με συνέπεια στα πιστεύω του, για μία ελεύθερη κοινωνία όπου ο καθένας θα έχει το δικαίωμα να εκφράζει την άποψη του χωρίς να διώκεται. Νομίζω ότι αυτή είναι μία πολύ σημαντική και διαχρονική αξία… Και βέβαια με ενδιαφέρει ιδιαίτερα να δω τις αντιδράσεις του Ελληνικού κοινού απέναντι στην ταινία. Μία Ελλάδα που πιέζεται από παντού και όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο
image
Πιστός στις αρχές του, ο πολιτικοποιημένος και ανθρωπιστής σκηνοθέτης από την Ιρλανδία, δύο χρόνια μετά το φιλμ “Το Μερίδιο των Αγγέλων” (The Angels’ Share – 2012) επιστρέφει δυναμικά και μας χαρίζει μία συγκλονιστική, αληθινή ιστορία, με πανανθρώπινα μηνύματα.

Ads

Για τον Κεν Λόουτς (Ken Loach), η μουσική και ο χορός αποτελούν στην ιστορία του την απόλυτη έκφραση ελευθερίας. «Γεγονός πάντοτε επικίνδυνο για τους ασκούντες εξουσία» τονίζει ο πάντα συνεπής στην αριστερή πολιτική σκέψη, σκηνοθέτης. Αν στο «Ο Άνεμος χορεύει το κριθάρι» οι μάχες δίνονταν στο μέτωπο ή στους δρόμους, εδώ η μάχη αφορά την καθημερινή ζωή, το διακύβευμα είναι οι ατομικές ελευθερίες και εχθροί είναι όσοι τις επιβουλεύονται.

Διαβάστε επίσης:
Συνέντευξη με τον βραβευμένο σεναριογράφο του Κεν Λόουτς, Πολ Λάβερτι

Tο «Jimmy’s Hall» είναι μία ταινία στην οποία η μυθοπλασία πηγαίνει χέρι-χέρι με την πραγματικότητα. Ο Λάβερτι σπεύδει να τονίσει ότι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο «Jimmy’s Hall» και το «Ο Άνεμος Χορεύει το Κριθάρι» βρίσκεται στο γεγονός ότι στο πρώτο προσπάθησαν να μείνουν πιστοί στο πνεύμα της εποχής, αλλά με φανταστικούς χαρακτήρες, ενώ εδώ έπρεπε να βασιστούν σε ντοκουμέντα της εποχής, αλλά και σε διαδόσεις σχετικά με τη ζωή και την προσωπικότητα του Τζίμι Γκράλτον.
image
Ο Λόουτς παραδέχεται ότι δεν υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες για τον Ιρλανδό ακτιβιστή: «Είναι λυπηρό, καθώς είναι σαφές ότι επρόκειτο για έναν θαυμάσιο άνθρωπο. Από την άλλη βέβαια, αυτό μας έδωσε την ελευθερία να φανταστούμε την ιδιωτική ζωή του, και να εξερευνήσουμε τις επιλογές του. Θέλαμε να δώσουμε στο κοινό ένα χαρακτήρα με εσωτερικό πλούτο, και όχι έναν δισδιάστατο ακτιβιστή.  Αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε ήταν να πάρουμε ελευθερίες σε ό,τι αφορά τους κεντρικούς χαρακτήρες, μένοντας όμως πιστοί στα ιστορικά γεγονότα.»
image
Σε επίπεδο ερμηνειών, ο Δουβλινέζος θεατρικός ηθοποιός Μπάρι Γουόρντ (Barry Ward), πραγματοποιεί εδώ το κινηματογραφικό του ντεμπούτο σε πρωταγωνιστικό ρόλο, ερμηνεύοντας τον Τζίμι με αξιοθαύμαστη συνέπεια και γοητεία. Πολύ καλός και ο Τζιμ Νόρτον (Jim Norton) που ενσαρκώνει τον Πατέρα Σέρινταν, τη νέμεση του ήρωα, με τη σκαιότητα που αναπόφευκτα χαρακτηρίζει τους εκπροσώπους της συντηρητικότητας.
image
Η υπέροχη φωτογραφία του Robbie Ryan αναδεικνύει τόσο τα πανέμορφα τοπία, όσο και τα αισθητικά πρότυπα μιας εποχής που φτάνει στις μέρες μας μέσα από την αχλή του ρομαντισμού που αναπόφευκτα περιβάλει αυτές τις εποχές. Ενώ το soundtrack της ταινίας αποκτά σχεδόν αυτόνομη οντότητα χάρη στην ευφυή ανάμιξη παραδοσιακής ιρλανδικής μουσικής και τζαζ της δεκαετίας του ’30, ντύνοντας ιδανικά τις ανέμελες στιγμές των κατοίκων μέσα στην αίθουσα χορού.

Ίσως αυτή να είναι η τελευταία ταινία μυθοπλασίας για τον Κεν“, είχε δηλώσει η παραγωγός Rebecca O’Brien λίγο καιρό πριν, προσθέτοντας ότι ο σκηνοθέτης σκοπεύει στο εξής να αφοσιωθεί στη δημιουργία ντοκιμαντέρ. Ευτυχώς όλα δείχνουν ότι ο Λόουτς άλλαξε γνώμη και το “Jimmy’s Hall” δεν θα σηματοδοτήσει την αποχώρησή του.
image
Όπως μας δήλωσε μάλιστα χαρακτηριστικά ο Πολ Λάβερτι (Paul Laverty) όταν τον ρωτήσαμε για τα μελλοντικά του σχέδια: «Πρόκειται να κάνω μία νέα ταινία με την Ισπανίδα σκηνοθέτη Iciar Bollain. Είχαμε συνεργαστεί και στο παρελθόν στην ταινία «Ακόμα και η Βροχή» (Even the Rain / Tambien La Lluvia – 2010) που γυρίστηκε στη Βολιβία και είχε κάνει πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Τορόντο, πριν από μερικά χρόνια. Ήταν πολύ καλή αυτή εμπειρία και πρόκειται να συνεργαστούμε ξανά αυτή τη φορά στην Ισπανία, την άνοιξη. Βέβαια πάντα μιλάω με τον Κεν, ελπίζοντας σε κάποιο μελλοντικό πρότζεκτ…»
image
Ακόμη κι έτσι να ήταν όμως, αυτή θα ήταν μια πραγματικά μεγαλειώδης έξοδος, ισάξια της μέχρι τώρα πορείας του. Κι αυτό γιατί το “Jimmy’s Hall”, η ενδέκατη συνεργασία του Λόουτς με τον Λάβερτι, καταφέρνει κάτι πολύ σημαντικό. Τόσο μέσω της μεστής και την ίδια στιγμή παθιασμένης κινηματογράφησής του, όσο και μέσω της απαράμιλλης σεναριακής ευαισθησίας του. Ο δημιουργός καταφέρνει έτσι να μας υπενθυμίσει – χρησιμοποιώντας ένα συναρπαστικό επεισόδιο της Ιρλανδικής Ιστορίας – ότι η γνώση και η τέχνη αποτελούν τα καλύτερα εχέγγυα για την πολυπόθητη ατομική και συλλογική ελευθερία…
image
Η ταινία «Jimmy’s Hall» (2014), σε σκηνοθεσία του Κεν Λόουτς (Ken Loach) και σε σενάριο του Πολ Λάβερτι (Paul Laverty), πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της τον Μάιο στο επίσημο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών. Η ελληνική της πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 27ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, όντας η ταινία λήξης του φεστιβάλ, ενώ από την Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου το φιλμ κυκλοφορεί επισήμως στις Κινηματογραφικές Αίθουσες, σε διανομή της Feelgood Entertainment.

Έτος: 2014 | Xώρα: Ηνωμένο Βασίλειο | Διάρκεια: 109 λεπτά | Σκηνοθεσία: Ken Loach | Σενάριο: Paul Laverty, Donal O’Kelly | Παίζουν: Barry Ward, Simone Kirby, Andrew Scott, Jim Norton