Η καινούργια ταινία του Στέλιου Κούλογλου, με τίτλο «Η Νονά» και θέμα τον βίο και την πολιτεία της Άγκελα Μέρκελ αναδεικνύει ένα πλούσιο υλικό: εικόνες από τη ζωή στην Ανατολική Γερμανία, γερμανικό σινεμά του 1980, διαγγέλματα της Μέρκελ, συνεντεύξεις της Ναόμι Κλάιν, του Ούλριχ Μπεκ κ.ά., σκηνές από μια θεατρική παράσταση στην Αθήνα με θέμα τις αυτοκτονίες, σκηνές της ανθρωπιστικής κρίσης στην Ελλάδα του 2014, στιγμιότυπα της γερμανικής και ευρωπαϊκής πολιτικής. Για όλα αυτά μιλήσαμε με τον Στ. Κούλογλου, που έγραψε το σενάριο και τη σκηνοθέτησε. Η ταινία κάνει την πρεμιέρα της την Τρίτη 18 Μαρτίου, στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, ενώ από την Πέμπτη θα παίζεται σε δυο κινηματογράφους της Αθήνας (Ααβόρα, τέρμα Ιπποκράτους και Αλεξάνδρα new star art cinema, στην Καλλιθέα).

Ads

«Η Νονά». O τίτλος νομίζω σοκάρει, άλλους θετικά και άλλους αρνητικά. Για να είμαι ειλικρινής, συγκαταλέγομαι στους δεύτερους…

Η ταινία δανείζεται τον τίτλο της από το βιβλίο της Γερτρούδης Χέλερ Η Νονά (έχει κυκλοφορήσει και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη). Κι εμένα με ξένισε ο τίτλος, αρχικά: μια ευρωπαία ηγέτης, και μάλιστα αυτού του διαμετρήματος, χαρακτηρίζεται με έναν όρο που παραπέμπει στη Μαφία! Η Χέλερ –η οποία, παρεμπιπτόντως, είναι Χριστιανοδημοκράτισσα–, όπως μου είπε, θεωρεί ότι ο τίτλος αυτός εκφράζει την πολιτική της Μέρκελ: ομερτά, νόμος της σιωπής, προδοσίες και «δολοφονίες» — πολιτικές βέβαια. Θα τα δείτε όλα αυτά στην ταινία, η Χέλερ μας εξηγεί, λ.χ., πώς η Μέρκελ πρόδωσε τον Χέλμουτ Κολ. Κι όσον αφορά τους εκβιασμούς, ας θυμηθούμε πώς εκβιάστηκε ο Γιώργος Παπανδρέου, ενώ η Ελλάδα ήταν στο χείλος της κατάρρευσης, να αγοράσει όπλα. Ή ο ιρλανδός υπουργός Οικονομικών, που ήθελε να αφήσει μια τράπεζα να χρεοκοπήσει. Ο Τρισέ τον απείλησε ότι θα του κόψει τη ρευστότητα, κι έτσι του επέβαλε να σώσει την τράπεζα, δηλαδή τα γερμανικά κεφάλαια.

Μίλησες για τον Τρισέ. «Νονά», αν δεχτούμε τον όρο, λοιπόν, είναι η Μέρκελ; Ή μπορούμε, στον ρόλο αυτό, να σκεφτούμε μια συγκεκριμένη πολιτική;

Ads

Ας πούμε ότι είναι ένα πανευρωπαϊκό σύστημα εξουσίας, όπου παίζουν ρόλο η ΕΚΤ και, εκτός Ευρώπης, το ΔΝΤ. Θυμίζω ότι η Μέρκελ, σε αντίθεση με τον Σόιμπλε, επέμενε να μπει το ΔΝΤ στο σχήμα της τρόικας. Η Μέρκελ είναι αυτή που δίνει τον τόνο σε αυτό το σύστημα εξουσίας, που έχει ανατρέψει όλη τη μεταπολεμική πολιτική της Γερμανίας. Η επιδίωξη, πια, όπως το λέει ωραία ο Ούλριχ Μπεκ στην ταινία, δεν είναι μια ευρωπαϊκή Γερμανία, αλλά μια γερμανική Ευρώπη.

Στην ταινία μαθαίνουμε για πολλά και αρκετά διαφορετικά πράγματα: Ανατολική Γερμανία, ανθρωπιστική κρίση στην Ελλάδα, γερμανικό σινεμά του 1980, αναλύσεις για την κρίση κ.ο.κ. Γιατί επέλεξες να οργανώσεις και να αφηγηθείς όλο αυτό το υλικό υπό το πρίσμα της προσωπικότητας της Μέρκελ;

Ο ρόλος της Μέρκελ είναι καθοριστικός. Η Ιστορία θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί διαφορετικά, αν είχε επικρατήσει κάποιος άλλος πολιτικός στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα. Θα είχε πιστεύω σεβαστεί περισσότερο την αξία που είχε στη μεταπολεμική πολιτική παράδοση της Γερμανίας η Ευρώπη, τις ρητές και άρρητες συμφωνίες.

Η Χέλερ επισημαίνει ότι ο Κολ, ο Γκένσερ, ο Σμιτ είναι έξαλλοι με τον τρόπο που αντιμετωπίζει σήμερα η γερμανική πολιτική την Ελλάδα – όχι από κάποιο «φιλελληνισμό», αλλά από μια διαφορετική αντίληψη για την Ευρώπη.

Προσπαθώ στις ταινίες μου να έχω παράλληλες διηγήσεις, να κάνω όσο πιο ενδιαφέρον μπορώ ένα καταρχάς άχαρο υλικό. Δεν ήθελα λ.χ. να μιλήσω μόνο για τη ζωή της Μέρκελ ή μόνο για την οικονομική κρίση. Βλέπω πολλές ταινίες αναζητώντας ευφάνταστους τρόπους και ιδέες. Για να σχολιάσω τα πανάκριβα υποβρύχια που αγόρασε η Πορτογαλία (γιατί, καλά η Ελλάδα, αλλά η Πορτογαλία τι το χρειάζεται, για τους μπακαλιάρους;) φτιάξαμε κινούμενα σχέδια.

Είναι σαν να φτιάχνεις ένα σουβλάκι με λίγο σολομό, αλλά και λίγο κοτόπουλο και χοιρινό, και να βάζεις και πιπεριά. Συνθέτεις λοιπόν σε μια ενιαία διήγηση διαφορετικά υλικά: πρέπει να βάλεις στην κατάλληλη ποσότητα το καθένα, να τα ψήσεις άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο· είναι μια ιδιαίτερη μαγειρική.

Θα μείνω λοιπόν σε δύο από τα διαφορετικά αυτά υλικά. Το πρώτο είναι οι εκτενείς εικόνες από τη ζωή στην Ανατολική Γερμανία. Γιατί; Επειδή εκεί περνάει τα παιδικά και νεανικά της χρόνια η Μέρκελ;

Τα χρόνια αυτά διαμόρφωσαν την προσωπικότητα και τις αξίες της. Η Μέρκελ ήταν τριάντα πέντε χρονών όταν έπεσε το Τείχος. Ο Μπεκ θεωρεί πως το γεγονός ότι τόσο ο πρόεδρος, ο Γκάουκ, όσο και η Μέρκελ, κατάγονται από την Ανατολική Γερμανία, έχει σημασία: τους οδηγεί, να μην αποδίδουν μεγάλη αξία στην ενωμένη Ευρώπη, όπως οι πολιτικοί από την Δυτική Γερμανία.

Η Μέρκελ μεγάλωσε σε ένα σύστημα όπου την εξουσία ασκούσαν μικρές απολυταρχικές ομάδες που επιβάλλονταν όχι μόνο με τη βία, αλλά εξασφαλίζοντας συναίνεση. Οι Ανατολικογερμανοί δεν είχαν να νοιαστούν για την εργασία ή την περίθαλψη τους και αν δεν έκαναν «αταξίες» –ζητώντας ελευθερίες ή ταξίδια στο εξωτερικό– μπορούσαν να περάσουν μια υποφερτή ζωή χωρίς πολλές σκοτούρες. Ήταν κάτι μεταξύ φυλακής και παιδικού σταθμού. Η Μέρκελ αξιοποίησε τη νοοτροπία του συστήματος εξουσίας της ΛΔΓ. Αυτό τον αυταρχικό πατερναλισμό τον διακρίνω σε πολλά σημεία της συμπεριφοράς και πολιτικής της. Δείτε τα διαγγέλματά της — στην ταινία χρησιμοποιώ πολλά. Είναι τελείως διαφορετικά από αυτά του Σμιτ, του Κολ, του Σρέντερ. Μιλάει με ένα πατερναλιστικό ύφος, λέει λ.χ. ότι πριν από πενήντα χρόνια ξεκίνησε η Μπουντεσλίγκα, βγήκε η έγχρωμη τηλεόραση, σαν να απευθύνεται σε παιδιά.

Και το δεύτερο από τα διαφορετικά υλικά, για το οποίο θέλω να σε ρωτήσω είναι οι σκηνές από ένα γερμανικό φιλμ του 1988…

Αυτό το φιλμ, «Ομιλείτε γερμανικά», με βοήθησε πολύ. Σ’ αυτό βλέπουμε, έναν χρόνο πριν πέσει το Τείχος, τα στερεότυπα του Βορρά για τον Νότο –τα οποία το φιλμ τα σατιρίζει–, να τα υιοθετεί σήμερα η Μέρκελ και να τα μετατρέπει σε πολιτικό όπλο. Το ζευγάρι της ταινίας πάει διακοπές στην Ιταλία: «Πολύ ωραία χώρα η Ιταλία, αν δεν είχε και Ιταλούς…». Στο ντοκιμαντέρ συναντάω τον Ούρλιχ Μπλουμ, επικεφαλής ενός Ινστιτούτου που συμβουλεύει τη γερμανική κυβέρνηση και ο οποίος προτείνει ακριβώς αυτό στους Έλληνες: να πουλήσουν μερικά νησιά για να ξεχρεώσουν…

image

Ποιος ήταν ο στόχος σου;

Όπως σε όλες τις ταινίες μου, να μιλήσω για την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Δεν με ενδιαφέρει να κάνω αφηρημένη τέχνη, αλλά να απευθυνθώ στον κόσμο, να τον κινητοποιήσω, προσφέροντας συγχρόνως και ψυχαγωγία. Και έχω μεγάλες προσδοκίες να προβληθεί και στην Ευρώπη.

Ο φόβος και η ενοχή είναι εργαλείο κοινωνικής υποταγής. Είναι πολύ διαφωτιστικά όσα λέει η Ναόμι Κλάιν στην ταινία. Ήθελα λοιπόν, απευθυνόμενος σε Έλληνες και Ευρωπαίους, να τους πω να σκεφτούν, να φοβούνται λιγότερο, να μην αισθάνονται ενοχικά. Γι’ αυτό και πιάνω το ζήτημα των αυτοκτονιών, μέσα από τις Λευκές Χήρες: είναι ένα σωματείο που έφτιαξαν στην Ιταλία οι γυναίκες εκείνων που αυτοκτόνησαν για οικονομικούς λόγους. Στήνω μια παράλληλη διήγηση χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από το έργο «Μια κανονική μέρα», το οποίο παίζεται στην Αθήνα, μια από τις καλύτερες φετινές θεατρικές παραστάσεις με το ίδιο θέμα: τις αυτοκτονίες (κείμενο Κατερίνα Γιαννάκου, σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη). Στο τέλος, η πρωταγωνίστρια λέει: «θα ήθελα ο άντρας μου να πεθάνει από ζάχαρο, όχι από ντροπή».

Τελειώνοντας, τι διέξοδο βλέπεις σε όλη αυτή τη ζοφερή κατάσταση;

Πρέπει να ανατραπεί αυτή η πολιτική. Όχι βέβαια από τους Σοσιαλδημοκράτες! Αυτά που είπε ο Γκάμπριελ του γερμανικού SPD, απαντώντας στην κριτική του Χάμπερμας για την κακομεταχείριση της Ελλάδας, είναι αξιοθρήνητα: ότι η Ελλάδα είναι για τη Διεθνή Τράπεζα, δηλαδή είναι υπανάπτυκτη, δεν κάνει καν για το ΔΝΤ! Πιστεύω ότι μόνο αν έχουμε ανατροπή –και φυσικά όχι από μια ευρωσκεπτικιστική Ακροδεξιά–, αλλά από την Αριστερά, υπάρχει ελπίδα.
 
Τη συνέντευξη πήρε ο Στρατής Μπουρνάζος
Ενθέματα