Ο Φατίχ Ακίν, είναι ένας ιδιαίτερα αξιόλογος σκηνοθέτης το έργο του οποίου αξίζει αναμφισβήτητα την προσοχή του θεατή. Ένα κινηματογραφικό σύμπαν, σκληρό, ρεαλιστικό, μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινο, με πλάνα “Βαθιά Κοφτά Ανθρώπινα”…

Ads

Ο Φατίχ Ακίν γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου του 1973 στο Αμβούργο, από Τούρκους γονείς. Σπούδασε οπτικές επικοινοινωνίες στη σχολή Καλών τεχνών του Αμβούργου, απ’ όπου κι αποφοίτησε το 2000. Το 1995, έγραψε και σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία μικρού μήκους, “Sensin – You’re The One!” (“Sensin – Du Bist Es!”), η οποία απέσπασε το Βραβείο Κοινού στο Διεθνές φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους στο Αμβούργο. Η δεύτερη μικρού μήκους του, ήταν το “Weed” (“Getuerkt”, 1996).

Δύο χρόνια μετά την ταινία του «Η Μαχαιριά» (The Cut – 2014), ο αξιόλογος σκηνοθέτης Φατίχ Ακίν, παρουσιάζει τη νέα του δημιουργία: «Βερολίνο, Αντίο» (Tschick – 2016). Ο Γερμανός καλλιτέχνης, τουρκικής καταγωγής, επιστρέφει με μία κωμωδία – μόλις η δεύτερη της ενδιαφέρουσας φιλμογραφίας του, μετά το εξαιρετικό «Soul Kitchen» του 2009 – και μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το ομώνυμο μυθιστόρημα του Βόλφγκαγκ Χέρντορφ.

Διαβάστε επίσης:

Ο Φατίχ Ακίν έκανε το ντεμπούτο του το 1998 με την ταινία “Βαθιά Κοφτά Ανθρώπινα” (Short Sharp Shock), η οποία του χάρισε τη Μπρούτζινη Λεοπάρδαλη στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο και το “Pierrot”, το βραβείο για τον καλύτερο πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη στο Μόναχο την ίδια χρονιά. Η ταινία προβλήθηκε την ίδια χρονιά στο 39ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης ως «Ακαριαίο Χτύπημα» και κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Ά Ανδρικής Ερμηνείας, για τον πρωταγωνιστή του, Mehmet Kurtulus (Μεχμέτ Κουρτουλούς).

Ads

image
 

Στο φιλμ “Βαθιά Κοφτά Ανθρώπινα”, παρακολουθούμε τρεις ασυνήθιστους φίλους. Τον Γκάμπριελ από την Τουρκία, τον Κώστα από την Ελλάδα και τον Μπόμπι από τη Σερβία. Ο τελευταίος αποφασίζει να γίνει μέλος μιας Αλβανικής συμμορίας. Για να το πετύχει όμως αυτό, θα πρέπει πρώτα να βρει κάποιον που χρωστάει στο “αφεντικό” του.

Αφού το καταφέρει, του αναθέτουν την πρώτη “δουλειά” που είναι να μεταφέρει παράνομα όπλα. Για να φέρει όμως σε πέρας την αποστολή του, θα χρειαστεί τη βοήθεια των φίλων του. Ο Γκάμπριελ είναι διστακτικός, καθώς δε θέλει να ξαναγυρίσει στην παρανομία, αλλά ο Κώστας που είναι μονίμως χωρίς λεφτά θα συμμετάσχει. Υπό αυτές τις συνθήκες, η επιχείρηση ξεκινάει, αλλά όλα θα πάνε στραβά…

Ήδη από την πρώτη κιόλας του ταινία, ο Φατίχ Ακίν, θα μας παρουσιάσει ένα υπέροχο δείγμα γραφής κι έναν προάγγελο του τι θα ακολουθήσει. Για την ιστορία, ο Ακίν έχει και μία μικρή εμφάνιση στην ταινία, ως ο διακινητής ναρκωτικών, Νέγιο.

Παρατηρώντας στο background τις βαθιές επιρροές από τον Μάρτιν Σκορτσέζε και συγκεκριμένα από τους «Κακόφημους Δρόμους», του Αμερικανού Σκηνοθέτη, το “Βαθιά Κοφτά Ανθρώπινα” θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μία παραλλαγή της κλασσικής αυτής ταινίας, μεταφερομένη στους δρόμους του Αμβούργου.

Ο ίδιος ο Ακίν παρουσιάζοντας την πρώτη του ολοκληρωμένη μεγάλου μήκους δημιουργία του στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, είχε δηλώσει: «Ο Μάρτιν είναι ο άνθρωπος μου!».

image
 

Ο Φατίχ Ακίν λόγω της Τουρκικής καταγωγής του, αν και Γερμανός πολίτης, είναι άριστος γνώστης της σύγχρονης ευρωπαϊκής πολιτισμικότητας. Με σκηνοθετική δεξιοτεχνία και χωρίς μελοδραματισμούς, περιγράφει βαθιά, κοφτά κι ανθρώπινα, την Ευρώπη του σήμερα.

Η φράση “Short Sharp Shock” (“Βαθιά Κοφτά Ανθρώπινα”), σημαίνει «τιμωρία που είναι γρήγορη κι σοβαρή». Χρησιμοποιήθηκε κι έγινε διάσημη, το 1985 στην κωμική όπερα των Γκίλπερτ και «The Mikado», όπου ακούγεται στο τέλος του τραγουδιού της πρώτης πράξης, “I am so proud.”

Στην ταινία μας “Βαθιά Κοφτά Ανθρώπινα”, τον Κώστα από την Ελλάδα, υποδύεται ο ηθοποιός και προσωπικός φίλος του Φατίχ Ακίν, ο Αδάμ Μπουσδούκος. Γιος Ελλήνων μεταναστών, που γεννήθηκε στην Άλτονα, μία πολυεθνική περιοχή του Αμβούργου όπου μεγάλωσε μαζί με τον φίλο του και κατοπινό σκηνοθέτη, Φατίχ Ακίν. Για τον ταλαντούχο ηθοποιό, θα έχουμε την ευκαιρία να αναφερθούμε και στη συνέχεια, καθώς συμμετέχει, άλλοτε σε μικρούς και άλλοτε σε πρωταγωνιστικούς ρόλους, σχεδόν σε όλες τις δημιουργίες του Φατίχ Ακίν.

Δύο χρόνια μετά, ο Φατίχ Ακίν θα σκηνοθετήσει την ταινία «Η Ιουλία τον Αύγουστο» (In July – 2000). Το φιλμ, μας μεταφέρει στις αρχές των θερινών διακοπών του 1999, εκεί όπου ο δάσκαλος Ντάνιελ Μπανιέ (Μόριτς Μπλάιμπτροϊ) γνωρίζει την Γιούλη (Κριστιάνε Πάουλ) που πουλάει κοσμήματα και μπιζού. Η όμορφη και χαμογελαστή κοπέλλα τον ερωτεύεται και τον πείθει να αγοράσει ένα δακτυλίδι των Μάγια με το σύμβολο του ήλιου, το οποίο όπως λεει θα τον οδηγήσει στη γυναίκα της ζωής του. Παράλληλα τον καλεί να έρθει σε ένα πάρτι.

image
 

Ο Ντάνιελ εμφανίζεται στο πάρτι, όπου συναντά την Μελέκ, η οποία φοράει ένα μπλουζάκι με μοτίβο έναν μεγάλο ήλιο. Σίγουρος πως πρόκειται για τη γυναίκα της ζωής του, ο Ντάνιελ της μιλά και μαθαίνει ότι η Μελέκ (Ιντίλ Ουνέρ) είναι ξένη στην πόλη και ψάχνει για μέρος να διανυχτερεύσει. Αφού συμφωνούν να την φιλοξενήσει ο Ντάνιελ, εγκαταλείπουν το πάρτι τη στιγμή που εμφανίζεται η Γιούλη η οποία τους βλέπει να φεύγουν μαζί.

Απογοητευμένη η Γιούλη αποφασίζει την άλλη κιόλας μέρα να εγκαταλείψει την πόλη. Κάνοντας ωτοστόπ θέλει να φύγει οπουδήποτε την πάει το πρώτο αυτοκίνητο που θα την πάρει μαζί. Κατά τύχη, ο πρώτος οδηγός που σταματά είναι ο Ντάνιελ, ο οποίος επιστρέφει από το αεροδρόμιο, όπου είχε πάει το ίδιο πρωί την Μελέκ και τώρα θέλει να την ακολουθήσει στην Κωνσταντινούπολη όπου ξέρει ότι θα βρίσκεται την ερχόμενη Παρασκευή στις 12 το μεσημέρι κάτω από την γέφυρα Γαλατά.

image
 

Η Γιούλη πείθει τον Ντάνιελ να τον συνοδεύσει και έτσι αρχίζει με το παλιό αυτοκίνητο ενός φίλου του, το μεγάλο και περιπετειώδες ταξίδι που θα τους οδηγήσει από την Βαυαρία στην Αυστρία, στον χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία τη Βουλγαρία και τελικά στην Τουρκία. Εκεί ο Ντάνιελ επιτέλους βρίσκει την γυναίκα των ονείρων του…

Η ταινία «Η Ιουλία τον Αύγουστο» (In July – 2000), είναι ένα ρομαντικό, αλλά συνάμα διασκεδαστικό road movie. Για την ιστορία να πούμε ότι κι εδώ ο Ακίν, κάνει μία σύντομη εμφάνιση στην ταινία ως ο υπάλληλος στα ρουμανικά σύνορα. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ξεχωρίζει η ερμηνεία του σπουδαίου ηθοποιού Moritz Bleibtreu, με τον οποίο ο Ακίν θα συνεργαστεί και στο μέλλον.

Το 2000, ο Φατίχ Ακίν, παρουσιάζει το ντοκιμαντέρ “We forgot to go back” (Wir haben vergessen zuruckzukehren) και την αμέσως επόμενη χρόνια το φιλμ, «Σολίνο» (Solino – 2002), στο οποίο συμμετέχει πάλι ο Moritz Bleibtreu.

Φτάνουμε έτσι στο 2004, όπου ο Ακίν μας συστήνει μία από τις κορυφαίες του δημιουργίες. Ο λόγος βέβαια για το φιλμ, “Μαζί Ποτέ” (Head-On / Gegen die Wand – 2004) με τους: με τους Μπιρόλ Ουνέλ, Σιμπέλ Κεκιλί, Κατρίν Στρίμπεκ και Γκούβεν Κιράκ.

image
 

Μία υπέρροχα δοσμένη δραματική ιστορία, δύο νεαρών ανθρώπων, τουρκικής καταγωγής, στο σύγχρονο Αμβούργο. Ο Τσάιτ, ένας σαραντάχρονος απεγνωσμένος αλκοολικός, καταλήγει σε ψυχιατρείο μετά από αυτοκαταστροφική πτώση με αυτοκίνητο. Εκεί γνωρίζει την Σιμπέλ, μια εικοσάχρονη όμορφη κοπέλα. Όπως και ο Τσάιτ βρίσκεται και αυτή εκεί επειδή έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, αφού δεν αντέχει τη ζωή στην αυστηρά παραδοσιακή της οικογένεια.

Με σκοπό να απελευθερωθεί από τους γονείς και τον αδερφό της, η Σιμπέλ προτείνει στον Τσάιτ ψεύτικο γάμο για να μπορέσει να «ζήσει τη ζωή της». Ο Τσάιτ, αρχικά διστάζει αλλά τελικά δέχεται. Μετά τον γάμο η Σιμπέλ απολαμβάνει τη νεοκατακτηθείσα ελευθερία της και τη νυχτερινή ζωή του Αμβούργου. Ο Τσάιτ στην αρχή παρακολουθεί τη ζωή της αδιάφορος. Σταδιακά όμως αναπτύσσονται μεταξύ τους αμοιβαία αισθήματα που θα έχουν δυστυχώς τραγικές συνέπειες.

image
 

Ίσως η καλύτερη ταινία του Φατίχ Ακίν, “Μαζί Ποτέ” (Head-On / Gegen die Wand – 2004), είναι ένα δυνατό δράμα που θίγει ζητήματα ταυτότητας και ψυχολογικού αδιέξοδου Τούρκων μεταναστών δεύτερης γενιάς στη Γερμανία. Οι δύο πρωταγωνιστές: ο Birol Ünel και η Sibel Kekilli, είναι απλά ιδανικοί στους ρόλους τους.

Για να μπορέσει να απεικονίσει αυτό το Τουρκο-γερμανικό πολιτιστικό χάσμα πειστικά και χωρίς κλισέ στην οθόνη, ο σκηνοθέτης Φατίχ Ακίν επιχείρησε να προσεγγίσει την ιστορία του από τρεις οπτικές γωνίες: Τη γερμανο-γερμανική, την γερμανο-τουρκική και την τουρκική. Ο σκηνοθέτης, λέει χαρακητριστικά:

“Προσπάθησα να δημιουργήσω μία κατά ένα βαθμό και σημεία διασταύρωσης των τριών αυτών πολύ διαφορετικών προοπτικών. Κάτι τέτοιο ήταν ιδιαίτερα σημαντικό στην απεικόνιση των παραδοσιακών γονιών. Προφανώς και υπάρχει πολύ μεγάλος σεβασμός για την παράδοση σ’ αυτούς τους χαρακτήρες”, εξηγεί ο δημιουργός και συνοψίζει την διαδικασία σαν να “περπατάς σε τεντωμένο σκοινί αλλά πετυχημένα”.

image
 

Σημαντικό στοιχείο της ταινίας αποτελεί και η μουσική της. Από την πρώτη κιόλας μορφή του σεναρίου, ο Φατίχ Ακίν είχε ήδη οραματιστεί την κατηγοριοποίηση της ταινίας σε μουσικές πράξεις – ένα υφολογικό στοιχείο που υπάρχει στις κλασσικές θεατρικές τραγωδίες. Για τον λόγο αυτό, επιλέχθηκε ο αθίγγανος μουσικός Σελίμ Σέσλερ και το συγκρότημά του. Τα μελαγχολικά τραγούδια, κυρίως τουρκικά παραδοσιακά τραγούδια ερμηνεύονται από την ηθοποιό και σκηνοθέτη Ιντίλ Ουνέρ. Η ταινία διαδραματίζεται στο Αμβούργο, την πόλη της Γερμανίας όπου και μεγάλωσε ο ίδιος ο Ακίν. Ενώ, ο “συνήθης ύποπτος” Αδάμ Μπουσδούκος, έχει μία μικρή εμφάνιση στην ιστορία στον ρόλο του μπάρμαν.

Η ταινία είχε μεγάλη επιτυχία κι έλαβε πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων και τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, τον Φλεβάρη του 2004 όπου κι έκανε παγκόσμια πρεμιέρα. Το φιλμ, έλαβε επίσης το βραβείο κοινού στα Βραβεία Ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Στη χώρα μας είχαμε την ευκαιρία να την απολαύσουμε τον Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς, στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας, αλλά και το καλοκαίρι του 2011, όταν και κυκλοφόρησε σε επανέκδοση.


 

Το 2005, ο Φατίχ Ακίν σκηνοθέτησε ένα ντοκιμαντέρ για τη μουσική σκηνή της Κωνσταντινούπολης, το «Ο Ήχος της Πόλης» (Crossing the Bridge: The Sound of Istanbul), στο οποίο εμφανίζονται μεταξύ άλλων και οι καλλιτέχνες: Ceza, Sezen Aksu, Aynur και Brenna MacCrimmon. Αφηγείται ο Alexander Hacke , μέλος μιας γερμανικής πειραματικης μπάντας, τους Einsturzende Neubauten, ο οποίος ήταν και παραγωγός της μουσικής του «Μαζί Ποτέ».

Βρισκόμαστε αισίως στο 2007, χρονιά που ο Ακίν μας συστήνει μία ακόμη σπουδαία ταινία του. Ο λόγος για το φιλμ “Η Άκρη του Ουρανού” (The Edge of Heaven – Auf der anderen Seite).

image
 

Πρόκειται για ένα δυνατό δράμα με υπέροχο καστ, στο οποίο οι ζωές και οι μοίρες έξι ανθρώπων – τεσσάρων Τούρκων και δύο Γερμανών – διασταυρώνονται ανάμεσα στον έρωτα και τον θάνατο, με σκηνικό το Αμβούργο, αλλά και την Κωσταντινούπολη.

O Αλί, χήρος, ζει μόνος στο Αμβούργο. Γνωρίζοντας την ιερόδουλη Γιέτερ, θα αποφασίσουν να ενώσουν τις μοναξιές τους και να μείνουν μαζί. Ο γιος του Ναζάτ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, θα έρθει κοντά με τη Γιέτερ όταν μάθει ότι όλα τα λεφτά που βγάζει τα στέλνει στην κόρη της, που μένει στην Τουρκία. Όμως, ο θάνατος της Γιέτερ, θα πυροδοτήσει μία σειρά από γεγονότα και ανατροπές, που θα αλλάξουν για πάντα τις ζωές των πρωταγωνιστών μας…

image
 

Στην ταινία, πρωταγωνιστούν οι Χάνα Σιγκούλα, Μπακί Νταβράκ, Νουρσέλ Κιοσέ και Νουργκούλ Γιεσιλτσάι.”Η Άκρη του Ουρανού” αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας “Έρωτας, Θάνατος και Διάβολος”, καθώς σύμφωνα με τον ίδιο τον σκηνοθέτη, το πρώτο μέρος ήταν το “Μαζί Ποτέ”.

Προσωπικά… αυτή είναι η ταινία που μου σύστησε το ιδιαίτερο σύμπαν της φιλμογραφίας του ταλαντούχου δημιουργού στο οποίο έκτοτε θα επιστρέψω αρκετές φορές. Ήταν Σάββατο, 17 Νοεμβρίου του 2007 όταν – παρουσία του σκηνοθέτη – είχα την ευκαιρία να απολαύσω το συγκεκριμένο φιλμ στο 48ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο του οποίου προβάλλοταν η ταινία και συγκεκριμένα στο τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια».

image
 

Πολυβραβεύμενη ταινία, όπου το 2007 κατάφερε να αποσπάσει τόσο το Βραβείο Σεναρίου όσο και το Οικουμενικό Βραβείο, στο Φεστιβάλ των Καννών. Παράλληλα “Η Άκρη του Ουρανού”, ήταν  υποψήφια για τα τρία μεγαλύτερα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου το 2007: καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου.


 

Το 2009, ο Φατίχ Ακίν παρουσιάζει το διασκεδστικό “Soul Kitchen”, την πρώτη κωμωδία της μέχρι τώρα φιλμογραφίας του.

image
 

Μεταφερόμαστε στο Αμβούργο, όπου ο ήρωας μας, Ζήνος, είναι ιδιοκτήτης ενός εστιατορίου στο οποίο όμως, όλα του πάνε στραβά. Παράλληλα, υποφέρει από δισκοπάθεια, η κοπέλα του Ναντίν τον παρατάει για τη Σαγκάη όπου βρήκε δουλειά, ενώ οι πελάτες του σταδιακά τον εγκαταλείπουν.

Πάνω στην απελπισία του, αποφασίζει να αλλάξει το ύφος του εστιατορίου, φέρνοντας νέο κόσμο ενώ παράλληλα σκέφτεται να πάει στην Κίνα, ώστε να βρει τη Ναντίν. Μόνο που για να φύγει, θα πρέπει να αφήσει τη δουλειά στα χέρια του αδελφού του, μια επιλογή όχι και τόσο συνετή…

Ο χαρισματικός σκηνοθέτης Φατίχ Ακίν, μας παρουσιάζει εδώ μία ταινία γεμάτη γνώριμα θέματα για το ελληνικό κοινό, όπως την κοινότητα των μεταναστών στη Γερμανία, την ασχολία τους με τα εστιατόρια αλλά φυσικά και τον έρωτα. Διασκεδαστικό και νευρώδες το φιλμ, είναι μία κωμωδία καταστάσεων, με κινηματογραφικό ρυθμό.

image
 

Με τη γνώριμη προσωπική του σκηνοθετική ματιά αλλά και υπό τους δυνατούς ήχους, μιας πολύ-πολιτισμικής κουλτούρας, μας παρουσιάζει εδώ ο Ακίν, μία απενοχοποιημένη pop ψυχαγωγία.

Οι σκηνές στο εστιατόριο, έχουν γυριστεί με κέφι και ευρηματικότητα. Κι ενώ, η καταναλωτική μας απληστία, οι συχνά πυκνά αδιέξοδες ερωτικές σχέσεις αλλά και το εργασιακό άγχος, μας καταδυναστεύουν, όλα αυτά βρίσκουν διέξοδο και τρόπο έκφρασης, μέσα από το Soul Kitchen.

Παρ’ ότι ελαφρότερη θεματικά από τις προηγούμενες δημιουργίες του καλλιτέχνη, η ταινία είναι λεπτοδουλεμένη, με κατά διαστήματα έξυπνους διάλογους. Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι δυναμικές και σε γενικές γραμμές, ρεαλιστικές.

Ξεχωρίζει ο “δικός μας” Αδάμ Μπουσδούκος ως Ζήνος, ενώ ο Μόριτζ Μπλαϊμπτρόι (εδώ στον ρόλο του Ηλία) είναι ο καταλύτης των εξελίξεων. Ειδική μνεία οφείλουμε να κάνουμε στο υποκριτικό alter ego του Lars Von Trier (καθώς έχει παρουσιαστεί στις περισσότερες από τις ταινίες του) και πολύ καλού ηθοποιού, του Ούντο Κίερ.

Ο Άνταμ Μπουσδούκος, δεν πρωταγωνιστεί μόνο, αλλά έχει γράψει και το σενάριο μαζί με τον Φατίχ Ακίν. Εξάλλου, ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Ζήνος, είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του. Καθώς, εκτός από την καριέρα του στην υποκριτική, ήταν και ιδιοκτήτης του εστιατορίου, “Ταβέρνα” στο Αμβούργο για δέκα χρόνια. Εδώ τον ξανασυνατάμε μετά την πρώτη του συνεργασία με τον Ακίν, στο “Short Sharp Shock”.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι και το “Soul Kitchen” είχαμε την ευκαιρία να το παρακολουθήσουμε στο 50ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης και πάλι, παρουσιά του δημιουργού. Μάλιστα η ταινία ήταν η Ταινία Έναρξης του Φεστιβάλ, ενώ μετά την προβολή της, είχε ακολουθήσει πάρτι με dj τον ίδιο τον Ακίν. Είναι έτσι κι αλλιώς γνωστή η αγάπη του σκηνοθέτη για τη μουσική, γεγονός που φαίνεται και στο “Soul Kitchen”.

image
 

Η ταινία προβλήθηκε και στο 66ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας, εκεί όπου κέρδισε το Special Jury Prize καθώς και το Young Cinema Award ενώ ήταν υποψήφια και για τον Χρυσό Λέοντα. Τέλος να πούμε ότι η ταινία διαθέτει ένα υπέροχο soundtrack και με ελληνικότατο ενδιαφέρον. Κατά τη διάρκεια της ταινίας ακούγεται μεταξύ άλλων μουσική των Quincy Jones, Kool & The Gang, The Isley Brothers, Locomondo, The Olympians, Μάρκος Βαμβακάρης, Παύλος Σιδηρόπουλος και Locomondo.

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι το “Soul Kitchen” είναι ένα φιλμ, όπου το γέλιο προκαλείται αβίαστα, μέσα από τα γεγονότα της καθημερινότητας, χωρίς όμως να χρησιμοποιείται υπέρ του δέοντος, η ακραία υπερβολή.

“Ο Παράδεισος Δεν Είναι Εδώ” (Polluting Paradise / Der Müll im Garten Eden / Garbage in the Garden of Eden) του 2012.

image
 

Οι κάτοικοι του Καμπούρνου, ενός χωριού της βορειοανατολικής Τουρκίας, έζησαν για ολόκληρες γενιές σε αρμονική συμβίωση με τη φύση, βασιζόμενοι στην καλλιέργεια τσαγιού και την αλιεία.

Πριν από δέκα χρόνια όμως, η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισε να ρίχνει απορρίμματα στους λόφους του χωριού, με αποτέλεσμα η περιοχή να μετατραπεί σε μια τεράστια χωματερή, που παραβαίνει τους κανόνες ασφαλείας και δημιουργεί συνεχώς ατυχήματα και καταστροφές.

Ο Φατίχ Ακίν, κινηματογράφησε επί 5 χρόνια τον αγώνα των κατοίκων ενάντια σε Υπουργούς, δικαστικούς και οικονομικά συμφέροντα, δημιουργώντας ένα αξιοπρόσεχτο πορτρέτο της σύγχρονης τουρκικής κοινωνίας.

O Ακίν, μετά το μουσικό “Crossing The Bridge: The Sound Of Istanbul” του 2005, επιστρέφει στο είδος με μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε ένα χωριουδάκι στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας.

image
 

Το “Garbage in the Garden of Eden”, είναι το χρονικό της καταγραφής ενός περιβαλλοντικού εγκλήματος, γυρισμένο ανάμεσα σε απλούς ανθρώπους που ζητούν δικαιοσύνη και σε πολιτικούς και φορείς, που απλά δίνουν ψεύτικες υποσχέσεις. Αν και λείπει η σωστή τεκμηρίωση και η αντικειμενική επιστημονική άποψη, το θέμα είναι δυστυχώς επίκαιρο και στη χώρα μας. Αρκεί να αναλογιστούμε τα όσα γίνονται τόσο στην Κερατέα, όσο και στις Σκουριές…

Το ντοκιμαντέρ του Φατίχ Ακίν “Garbage in the Garden of Eden”, είχαμε την ευκαιρία να το παρακολουθήσουμε τον Σεπτέμβρη του 2012, στο πλαίσιο του 18ου Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας, παρουσία μάλιστα του δημιουργού, όπου μετά το πέρας της προβολής ακολούθησε και ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον Q&A, με τους θεατές να δείχνουν ιδιαίτερα προβληματισμένοι, τόσο με τα όσα διαδραματίζονται στην Τουρκία, όσο βέβαια και με τις δραματικές ομοιότητες του θέματος με παρόμοιες καταστάσεις, στη χώρα μας.

«Η Μαχαιριά» (The Cut – 2014)

image

Το φιλμ μας μεταφέρει στο Μαρντίν, το 1915. Μία νύχτα, η Τουρκική αστυνομία συλλαμβάνει όλους τους Αρμένιους άντρες. Ανάμεσά τους βρίσκεται και ο νεαρός σιδεράς Ναζαρέτ Μανουγκιάν (Nazareth Manoogian) – τον υποδύεται υποδειγματικά ο Ταχάρ Ραχίμ / Tahar Rahim – που αναγκάζεται να αποχωριστεί την οικογένειά του με τη βία. Αφού καταφέρνει να επιβιώσει από τη φρίκη της γενοκτονίας, χρόνια αργότερα ο Μανουγκιάν πληροφορείται ότι οι δίδυμες κόρες του, ίσως να είναι ζωντανές. Ακολουθώντας τα ίχνη τους, ο ήρωας μας ταξιδεύει από τις ερήμους της Μεσοποταμίας, στην Αβάνα της Κούβας, για να καταλήξει στα άγονα λιβάδια της Βόρειας Ντακότα. Κατά τη διάρκεια της Οδύσσειάς του θα συναντήσει πολλούς και διαφορετικούς χαρακτήρες ανθρώπων. Μερικοί θα σταθούν στο πλάι του, θα νιώσουν τον πόνο του και θα τον βοηθήσουν, ενώ άλλοι θα προσπαθήσουν να τον εκμεταλλευτούν, στο επώδυνο αυτό οδοιπορικό του.

Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο αξιόλογος Γαλλο-Αλγερινός ηθοποιός Ταχάρ Ραχίμ (A Prophet – 2009, Το Παρελθόν – 2013), ο οποίος εδώ ερμηνεύει έναν Αρμένιο σιδερά που ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο για να βρει τις δύο κόρες του, τις οποίες έχασε, μετά τις σφαγές και τη συστηματική βία που άσκησαν οι Τούρκοι στον Αρμένικο πληθυσμό εκείνη την τραγική περίοδο. Εκτός από τον Ραχίμ, στην ταινία πρωταγωνιστούν: Σιμόν  Αμπκαριάν, Μακράμ Κουρί, Χιντί Ζαχρά, Κεβόρκ Μαλικιάν κ.α.

«Είδα την ταινία «Ο Προφήτης» όπου ο Ταχάρ είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο και κατά τη γνώμη μου, είναι μια από τις καλύτερες ευρωπαϊκές ταινίες της τελευταίας δεκαετίας. Ο Ταχάρ εκεί κρατάει όλη την ταινία παρόλο που την πιο πολύ ώρα δεν λέει ούτε μια λέξη.  Θέλαμε κάτι παρόμοιο και για τον δικό μας πρωταγωνιστή: ένας Τούρκος είχε την πρόθεση να του κόψει το λαιμό  αλλά σταματάει τελευταία στιγμή γιατί δεν αντέχει την ιδέα του ότι θα σκοτώσει έναν αθώο άνδρα.Παρόλα αυτά, του καταστρέφει τις φωνητικές του χορδές και ο ήρωας παραμένει άλαλος…» – Φατίχ Ακίν

«Βερολίνο, Αντίο» (Tschick – 2016)

image
 

Ο δεκατετράχρονος Μάικ (Tristan Göbel) προέρχεται από μία πλούσια μεγαλοαστική οικογένεια του Βερολίνου. Η μητέρα του είναι αλκοολική και βρίσκεται σε κέντρο αποτοξίνωσης, ενώ ο πατέρας του περνά τις διακοπές του με την γραμματέα του. Ο καινούργιος του συμμαθητής o Τσικ, έχει καταγωγή από τη Ρωσία. Οι δύο φίλοι αποφασίζουν να πάνε διακοπές μαζί, μ’ ένα κλεμμένο αυτοκίνητο. Και κάπως έτσι, ξεκινά η απότομη ενηλικίωση των ηρώων μας, μαζί με τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα.

Δύο χρόνια μετά την ταινία του «Η Μαχαιριά» (The Cut – 2014), ο αξιόλογος σκηνοθέτης Φατίχ Ακίν, παρουσιάζει τη νέα του δημιουργία: «Βερολίνο, Αντίο». Ο Γερμανός καλλιτέχνης, τουρκικής καταγωγής, επιστρέφει και μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το ομώνυμο μυθιστόρημα του Βόλφγκαγκ Χέρντορφ. Πρόκειται για ένα road movie, αλλά παράλληλα και μία ιστορία ενηλικίωσης, ιδωμένη με ευαισθησία και χιούμορ. Ένα ταξίδι γεμάτο απρόοπτα, ένταση και περιπέτεια, με φόντο μία παιδική φιλία.

«Τα γυρίσματα ήταν τα πλέον εξοντωτικά που έχω κάνει. Ίσως παρόμοια ήταν η κατάσταση στην ταινία «Μαζί Ποτέ». Δεν είχαμε χρόνο να δούμε τι κάνουμε σωστά και τι λάθος, έπρεπε απλά να συνεχίζουμε.» – Φατίχ Ακίν