Η 9η Νοεμβρίου είναι μία μοιραία ημέρα στην Ιστορία της Γερμανίας. Φέτος, παίρνει ιδιαίτερο χαρακτήρα με την επέτειο των 80 ετών από την Νύκτα των Κρυστάλλων και των 100 ετών από την παραίτηση του Κάιζερ και το τέλος της Αυτοκρατορίας, καθώς βέβαια και την ιστορική πτώση του Τείχους, στις 9 Νοεμβρίου 1989. Στην Κινηματογραφική Στήλη τουTvxs.gr επιχειρούμε μία κινηματογραφική περιπλάνηση στην Γερμανική πρωτεύουσα, με ξεναγό δέκα χαρακτηριστικές και προσωπικά, αγαπημένες ταινίες.

Ads

«Μ, ο Δράκος του Ντίσελντορφ» (M – 1931) του Φριτς Λανγκ (Γερμανία)

image

Βερολίνο, αρχές 1930. Η τοπική κοινωνία αναστατώνεται από την ύπαρξη ενός τρομακτικού σίριαλ κίλερ, που σκοτώνει μόνο παιδιά. Ο «δράκος» αυτός, καταφέρνει και ξεφεύγει συνέχεια και ο αριθμός των παιδιών που εξαφανίζονται μεγαλώνει. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ποιος μπορεί να είναι αλλά ο δολοφόνος έχει ένα χαρακτηριστικό: σφυρίζει πάντα έναν συγκεκριμένο σκοπό από ένα κομμάτι κλασσικής μουσικής…

Ads

Στο μεταξύ, η υποψία πλανάται στον αέρα και οι άνθρωποι ψάχνουν ανάμεσά τους τον στυγνό δολοφόνο. Η αστυνομία κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια να εντοπίσει τον δολοφόνο, φρουρεί κάθε δρόμο και ερευνά τις συνοικίες σπιθαμή προς σπιθαμή. Παράλληλα, ο υπόκοσμος της περιοχής αποφασίζει να αναλάβει δράση. Πράγματι, σύντομα ο δολοφόνος προδίδεται από τον μουσικό σκοπό που σφυρίζει, τον οποίο αναγνωρίζει ένας τυφλός ζητιάνος. Ο δολοφόνος πέφτει στα χέρια των κακοποιών, οι οποίοι τον πάνε σε ένα λαϊκό δικαστήριο δικό τους, με σκοπό την αυτοδικία.

Μέσα από εξπρεσιονιστικές φωτοσκιάσεις παρουσιάζεται το προφίλ ενός παθολογικού δολοφόνου παιδιών και ταυτόχρονα το ψυχόγραμμα μιας κοινωνίας που αισθάνεται ότι απειλείται από σκοτεινές και ανεξέλεγκτες για την ίδια δυνάμεις. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η ταινία, ψηφίστηκε ως η σημαντικότερη Γερμανική ταινία όλων των εποχών (Ένωση Γερμανικών Ταινιοθηκών). Το «Μ», βασίζεται στην υπόθεση του Γερμανού σίριαλ κίλερ Πέτερ Κούρτεν, τον λεγόμενο «Δράκο του Ντίσελντορφ», που έδρασε τη δεκαετία του ’20, αν και ο ίδιος ο Λανγκ έλεγε ότι η ταινία αντλεί στοιχεία και από  διάφορους άλλους σίριαλ κίλερς που τρομοκρατούσαν εκείνη την εποχή τη Γερμανία, όπως τους Χάαρμαν, Γκρόσμαν και Ντένκε. Το σενάριο της ταινίας υπογράφει η τότε σύζυγος του Λανγκ, η Τέα Φον Χάρμπου, η οποία είχε γράψει, μεταξύ άλλων και το σενάριο του «Μετρόπολις».

Διαβάστε επίσης:
Φριτς Λανγκ: Ο μεγαλοφυής του γερμανικού εξπρεσιονισμού

«Τα Φτερά του Έρωτα» (Wings of Desire – 1987) του Βιμ Βέντερς (Γερμανία, Γαλλία)

image

Τα «Φτερά του Έρωτα», δεν είναι μια γενική ή τυχαία αναφορά. Είναι συγκεκριμένα, γεωγραφικά και ημερολογιακά προσδιορισμένα. Είναι βασικά, μια ωδή στα Φτερά του αγαπημένου Βερολίνου. Εάν δεν είσαι λίγο παρατηρητικός, δύσκολα θα μπορέσεις να καταλάβεις πόσο μπροστά από την εποχή του ήταν ο Γερμανός δημιουργός. Ένα έργο ουσιαστικά πολυεπίπεδο, με “καθαρές” και στιβαρές γραμμές, εξπρεσιονιστικό, ένα μοναδικό τεκμήριο της Ιστορίας.

Καθώς παρακολουθούμε την αφήγηση, ο καλλιτέχνης αναπαράγει σιγά σιγά, τη μορφή ενός έργου Τέχνης. Βλέπουμε τη νοσταλγία του ποιητή, μέσα από το Βερολίνο και τους ανθρώπους του. Η πόλη – μούσα του, τον οδήγησε στα αιώνια υπαρξιακά ζητήματα διότι για τον Βέντερς, ο κόσμος όλος περιστρέφεται γύρω από την πηγή έμπνευσης του, το Βερολίνο. Για τον δημιουργό, η συγκεκριμένη πόλη, αποτελεί τον ομφαλό της Γης.

Στο χωρισμένο από το τείχος Βερολίνο, άγγελοι περιπλανιούνται στους δρόμους, ακούγοντας τις σκέψεις των ανθρώπων. Ένας από αυτούς ερωτεύεται μια ακροβάτισσα του τσίρκου. Τα αισθήματά του γι’ αυτήν είναι τόσο έντονα που ζητά να χάσει το προνόμιο της αθανασίας και να γίνει θνητός. Επιλέγει λοιπόν να αφήσει την αιωνιότητα και να “οξειδωθεί μες στη νοτιά των ανθρώπων”, να σταματήσει να παρακολουθεί, με την ασπρόμαυρη ματιά του, τη ζωή και να τη ζήσει σαν άνθρωπος.

Ο ελεγειακός ρυθμός που ακολουθεί ο Βέντερς σ΄αυτήν την ταινία του, βγαίνει με πόνο ψυχής και παράπονο, μα παράλληλα, δίνει ελπίδα ζωής κι αισιοδοξίας. Είναι το πιστεύω ενός ανθρώπου, που χρησιμοποιεί την ποίηση προσχηματικά για να αφυπνίσει τον κρυμμένο μας εαυτό. Ένα εικονοκλαστικό δημιούργημα, που θα στοιχειώσει για πάντα τον θεατή που θα τολμήσει να αφεθεί στη μαγεία του…

Διαβάστε επίσης:
Αφιέρωμα – Βιμ Βέντερς: Ο «Κάιζερ» του Γερμανικού Κινηματογράφου
Συνέντευξη – Ο Βιμ Βέντερς για «Το Αλάτι της Γης» και το ελληνικό σινεμά

«Τρέξε Λόλα, Τρέξε» (Run Lola Run / Lola Rennt – 1998) του Τομ Τίκβερ (Γερμανία)

image

Στο Βερολίνο της δεκαετίας του 1990 ο νεαρός Μάνι (Μόριτς Μπλάιμπτροϊ) χάνει στο τρένο τα 100.000 μάρκα που πρέπει να επιστρέψει στον λαθρέμπορο Ρόνι. Απελπισμένος παίρνει τηλέφωνο τη φίλη του Λόλα (Φράνκα Ποτέντε) η οποία θα κάνει τα πάντα για να τον βοηθήσει. Ακολουθεί το ανελέητο κυνηγητό διάρκειας είκοσι λεπτών, για την ανεύρεση των χρημάτων – σε τρεις διαφορετικές εκδοχές. Μία εντυπωσιακή ταινία, με ανατρεπτικό μοντάζ, η οποία ουσιαστικά μας σύστησε τον Γερμανό κινηματογραφιστή, Τομ Τίκβερ.

Ο Τομ Τίκβερ γεννήθηκε το 1965 στο Βούπερταλ της Γερμανίας. Σινεφίλ από παιδί άρχισε να γυρίζει μικρές ταινίες με μια μηχανή Super-8 από τα 11 του. Εργάστηκε αρχικά ως μηχανικός προβολής στο Βερολίνο και στη συνέχεια ως προγραμματιστής ταινιών σε φεστιβάλ. Μετά από δύο ταινίες μικρού μήκους (“Because” – 1990, “Epilogue” – 1993) γύρισε την πρώτη του ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους με τον τίτλο “Deadly Maria” το 1993. Το 1994 ίδρυσε μαζί με τους Stefan Arndt, Wolfgang Becker και Dani Levy, την εταιρεία παραγωγής “X Filme Creative Pool”. Το 1998 γύρισε την ταινία που τον έκανε διάσημο στη χώρα του, αλλά και διεθνώς. Το «Τρέξε Λόλα, Τρέξε», αποτέλεσε την πιο εμπορική ταινία στη Γερμανία εκείνη τη χρονιά και τιμήθηκε με το Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ του Σάντανς, ενώ συμμετείχε και στο επίσημο Διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Βενετίας, διεκδικώντας το Χρυσό Λιοντάρι.

«The International» (2009) του Τομ Τίκβερ (Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Η.Π.Α.)

image

O πράκτορας της Ιντερπόλ, Λούις Σάλιντζερ (Κλάιβ Όουεν) και η Βοηθός Εισαγγελέας του Μανχάταν, Έλινορ Γουίτμαν (Ναόμι Γουάτς) προσπαθούν να οδηγήσουν στη δικαιοσύνη έναν από τους πιο απίθανους και πανίσχυρους κατηγορούμενους: μια τράπεζα διεθνούς βεληνεκούς, με οικονομικές και πολιτικές διασυνδέσεις σε διάφορες κυβερνήσεις ανά τον κόσμο. Παρότι ο στόχος τους μοιάζει ακατόρθωτος, οι ίδιοι είναι αποφασισμένοι να εναντιωθούν σ’ ένα σύστημα που αποδεδειγμένα θα έφτανε ακόμα και στο φόνο για να υπερασπίσει τα συμφέροντά του. Ανακαλύπτοντας αναρίθμητες ύποπτες τραπεζικές κινήσεις, ο Σάλιντζερ και η Γουίτμαν ακολουθούν την πορεία των χρημάτων από το Βερολίνο στο Μιλάνο και από εκεί στη Νέα Υόρκη και στην Κωνσταντινούπολη, ρισκάροντας την ίδια τους τη ζωή μπροστά στην καταπολέμηση της διαφθοράς.

Δεύτερη ταινία του Τομ Τίκβερ, στη σχετική μας θεματική ενότητα. Το φιλμ κινείται σ’ ένα κλίμα παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στους χειρισμούς των τραπεζών, καθώς το «The International», μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Ο σκηνοθέτης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι επιλογές των τραπεζών επιδρούν στα σπίτια μας, στις δουλειές μας, στην ποιότητα της ζωής μας. Οι πολυεθνικές έχουν μετατραπεί σε μια αληθινή αυτοκρατορία, και τα ανώτατα στελέχη τους – για τα οποία δεν ψηφίζει κανένας από εμάς – ασκούν απίστευτη εξουσία στους πολιτικούς, την οικονομία και την καθημερινή ζωή μας». Η έμπνευση για το φιλμ προήλθε από ένα πραγματικό γεγονός, την άνοδο και την πτώση της Bank of Credit and Commercial International.

Στην ταινία κάνει την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση ο εντυπωσιακός κεντρικός σταθμός του Βερολίνου Berlin Hauptbanhof, που ολοκληρώθηκε το 2006 και βρίσκεται κοντά στο γερμανικό κοινοβούλιο (Reichstag), στο σημείο του Τείχους του Βερολίνου. Tα γειτονικά κυβερνητικά κτίρια, στις όχθες του Σπρε, πραγματοποιούν επίσης το κινηματογραφικό τους ντεμπούτο. Γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν και στην πόλη Wolfsburg, ανατολικά του Βερολίνου, όπου βρίσκεται το διάσημο κτίριο της Ζάχα Χαντίντ “Phaeno Science Center”, το μεγαλύτερο διαδραστικό μουσείο επιστήμης στη Γερμανία.

«Οι Ζωές των Άλλων» (The Lives of Others / Das Leben der Anderen – 2006) του Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ (Γερμανία)

image

1984. Οι κάτοικοι του Ανατολικού Βερολίνου βρίσκονται κάτω από την επιτήρηση των 100.000 υπαλλήλων και 200.000 κατασκόπων της Στάζι. Ανάμεσα στους πιο αφοσιωμένους πράκτορες και ένας που γοητεύεται από τη ζωή ενός θεατρικού συγγραφέα, για τον οποίο έχει υποψίες ότι δεν είναι τόσο «καθαρός» όσο φαίνεται. Αποφασίζει λοιπόν να παρακολουθήσει τη ζωή και τη σχέση του με μια διάσημη ηθοποιό. Βασισμένο στην πρόσφατη ιστορία της Γερμανίας και σε μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της Ευρώπης, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Φον Ντόνερσμαρκ μοιάζει να είναι η πιο αξιόλογη κινηματογραφική απεικόνιση της ατμόσφαιρας τρόμου που επικρατούσε στο Βερολίνο πριν από την πτώση του Τείχους.

Ένα στιβαρό δράμα χαρακτήρων που καταγγέλλει τον κρατικό παραλογισμό για να καταλήξει σε μια διαχρονική παραβολή για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Στα χνάρια της Πτώσης του Ολιβερ Χιρσμπίγκελ, ο Φον Ντόνερσμαρκ επικεντρώνεται στους ήρωές του, πριν τους αναγάγει σε σύμβολα μιας ολόκληρης εποχής, τοποθετώντας στο κέντρο του δράματος τη σπουδαία Γερμανίδα ηθοποιό, Μαρτίνα Γκέντεκ. Μαζί τους πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί: Ούλριχ Μίχε, Σεμπάστιαν Κοχ και Ούλριχ Τουκούρ. Το υπέροχο μουσικό σκορ υπογράφει ο βραβευμένος με Όσκαρ συνθέτης, Γκάμπριελ Γιάρεντ (O Άγγλος Ασθενής). Η ταινία απέσπασε το Βραβείο Καλύτερης Ευρωπαϊκής Ταινίας το 2006, καθώς και το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.

«Good Bye, Lenin!» (2003) του Βόλφγκανγκ Μπέκερ (Γερμανία)

image

Ανατολικό Βερολίνο, φθινόπωρο του 1989: Η μητέρα του Alex Kerner πέφτει σε κόμμα λόγω καρδιακής προσβολής. Ξυπνά το καλοκαίρι του 1990. Το Τείχος έχει πέσει, εκείνη όμως δεν το γνωρίζει. Σύμφωνα με τον γιατρό, οποιαδήποτε συγκίνηση θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Ο Alex κάνει τα πάντα για να της κρύψει την κατάρρευση του σοσιαλιστικού καθεστώτος, στο οποίο εκείνη πίστευε. Σκηνοθετεί και «ξαναζωντανεύει» για χάρη της τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Έρχεται ωστόσο η μέρα που το θέατρο πρέπει να σταματήσει και η μητέρα να μάθει επιτέλους την αλήθεια.

Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες ταινίες της συγκεκριμένης κατηγορίας, το φιλμ «Good Bye, Lenin!» του Βόλφγκανγκ Μπέκερ – υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα Καλύτερη Ξενόγλωσσης Ταινίας – διακατέχεται από τις ερμηνείες των Ντάνιελ Μπρουλ, Κατρίν Ζας, Μαρία Σιμόν, ενώ διαθέτει ένα από τα ομορφότερα μουσικά σκορ, το οποίο υπογράφει ο σπουδαίος συνθέτης, Yann Tiersen. Η ταινία κέρδισε επίσης το 2003, έξι Βραβεία από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου, μεταξύ αυτών και εκείνο της Καλύτερης Ταινίας.

«Μια Γυναίκα Δαιμονισμένη» (Possession – 1981) του Αντρέι Ζουλάφσκι (Γαλλία, Δυτική Γερμανία)

image

Επιστρέφοντας στο Δυτικό Βερολίνο, ο Μαρκ (Σαμ Νιλ) βρίσκει τη γυναίκα του Άννα (Ιζαμπέλ Ατζανί) να συμπεριφέρεται παράξενα. Τον εγκαταλείπει, όχι για τον εραστή της, αλλά για ένα τέρας που παίρνει σιγά-σιγά τα χαρακτηριστικά του Μαρκ, ενώ ο ίδιος συναντά στο πρόσωπό της δασκάλας του παιδιού τους τη σωσία της Άννας. Η ταινία είναι ένα υπέροχο ερωτικό θρίλερ σκηνοθετημένο άψογα από τον σπουδαίο Πολωνό σκηνοθέτη, Αντρέι Ζουλάφσκι. Στο καστ ξεχωρίζουν με την παρουσία τους τόσο ο Σαμ Νιλ, όσο κυρίως η εκθαμβωτική Ιζαμπέλ Ατζανί, σε μία ερμηνεία που κόβει την ανάσα και που δικαίως της χάρισε το Ά Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στις Κάννες, εκείνη την χρονιά.

Ο Πολωνός σκηνοθέτης, όπως έχει δηλώσει, έγραψε το σενάριο στο μεταίχμιο μιας διαταραγμένης διαδικασίας χωρισμού. Στο “Possession”, μια γυναίκα δαιμονισμένη εγκαταλείπει τον εραστή της. Συγκρούσεις και νευρικοί κλονισμοί συνθέτουν το παζλ, σε μία από τις πιο χαρακτηριστικές δημιουργίες του Αντρέι Ζουλάφσκι. Χαραγμένη για πάντα στη μνήμη, η σκηνή όπου η Ιζαμπέλ Ατζανί τρέχει για να “γλιτώσει”, στο υπόγειο μετρό του Βερολίνου. Σκηνή που αποτελεί σημείο αναφοράς και που όσο κι αν φαίνεται απίστευτο είναι γυρισμένη σε μονόπλανο…

«Berlin Alexanderplatz» (1980) του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ (Δυτική Γερμανία, Ιταλία)

image

Ο Φραντζ Mπίμπερκοφ είναι ένας άνθρωπος που δεν τον ξεχνάς. Τρυφερός, ευγενικός με καλούς τρόπους, αλλά ταυτόχρονα σκληρός, βάναυσος και κάπως τραχύς. Περιπλανιέται στο Βερολίνο του 1920 χωρίς δουλειά, χωρίς σκοπό και προοπτική. Εκείνο που τον κρατά σε κίνηση είναι η πίστη ότι οι ανθρώπινες υπάρξεις είναι καλές, άσχετα με το πόσο διεφθαρμένες μπορεί να γίνουν.

Η ιστορία μας αρχίζει από τη στιγμή που ο Φρανζ Μπίμπερκοφ βγαίνει από τη φυλακή Τέγκελ στο Βερολίνο, όπου είχε μείνει τέσσερα χρόνια καταδικασμένος και εκτίοντας την ποινή του για μία δολοφονία. Ο ήρωας μας, περιφέρεται στο Βερολίνο και αποφασίζει ν’ αρχίσει μία καινούργια ζωή. Για αρχή, έχει κάποιους ανθρώπους στους οποίους μπορεί να υπολογίζει…

Ανάμεσα τους η Έβα, η πρώην ερωμένη του που τώρα δουλεύει σαν πόρνη πολυτελείας και ο προσγειωμένος πανδοχέας μαζί με τη γυναίκα του. Όμως κανένας δεν μπορεί να του βρει δουλειά. Νοιώθει ξοφλημένος άχρηστος και μισητός από την κοινωνία. Λίγες βδομάδες αργότερα, θα σηκωθεί, θα προσπαθήσει να μαζέψει τα συντρίμμια του και με όση δύναμη του έχει απομείνει, είναι αποφασισμένος να δείξει στον κόσμο την καλή πλευρά του Φράνζ Μπίμπερκοφ.

Μοιραία όμως θα συναντήσει τον Ρέινχολτ. Έναν γοητευτικό τυχοδιώκτη, αλλά παράλληλα κι έναν μυστηριώδη τύπο με εγκληματικό παρελθόν. Δέσμιος της μαγικής γοητείας του Ρέινχολντ, ο Μπίμπερκοφ είναι έτοιμος να τον εμπιστευθεί απόλυτα έστω και αν αυτό σημαίνει ότι θα ξεφύγει από τον νόμο, για ακόμη μία φορά.

Τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως τα σχεδίαζαν και ο Φραντζ θα χάσει το χέρι του, αλλά και τη φιλία του Ρέινχολτ. Τότε ακριβώς είναι που θα του συμβεί κάτι πραγματικά σπουδαίο. Η αγάπη της Μίζε, της γλυκιάς και ευγενικής Μίζε που βρίσκεται στον δρόμο για χάρη του. Όμως ο Ρέϊνχολντ ενεδρεύει στο σκοτάδι και αποζητάει εκδίκηση. Εντοπίζει την Μίζε και την σκοτώνει. Πλέον ο Φράντζ, έχει χάσει και τη μοναδική αχτίδα φωτός που τον κρατούσε στη ζωή…

Το αριστούργημα του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ «Berlin Alexanderplatz» (1980), είναι ένα έργο ζωής για τον Γερμανό σκηνοθέτη. Ένα έπος, διάρκειας 939 λεπτών που όμοιο του δύσκολα θα ξανασυναντήσουμε. Ένα πραγματικό κινηματογραφικό μνημείο και σημείο αναφοράς για τον σπουδαίο καλλιτέχνη, μέσα από το οποίο ξαναζωντανεύει η νουβέλα του Αλφρεντ Ντάμπλιν. Ένα έργο που όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Φασμπίντερ, καρφώθηκε στο μυαλό, στην ψυχή, στο σώμα και στη σάρκα του…

«Η αμερικάνικη μέθοδος της δημιουργίας ταινιών προκαλεί στον θεατή συγκίνηση και τίποτε άλλο. Εγώ θέλω να του δώσω συγκίνηση μαζί με τη δυνατότητα να στοχαστεί και να αναλύσει τα συναισθήματα του…» Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ

Διαβάστε επίσης:
Αφιέρωμα – Ο ασυμβίβαστος Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ

«Το Αυγό του Φιδιού» (1977) του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (Δυτική Γερμανία, Η.Π.Α.)

image

Η ταινία, περιγράφει μια εβδομάδα από τη ζωή του Άμπελ Ρόζεμπεργκ, τον οποίο υποδύεται ο Ντέιβιντ Καραντάιν, ως άνεργος Αμερικανός ακροβάτης τσίρκου, που ζει στο τσακισμένο από τη φτώχεια Βερολίνο, μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν ο αδερφός του αυτοκτονεί, ο Άμπελ βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι ενός παλιού φίλου, του καθηγητή Βερέγκους. Με κάποιο τρόπο, μαθαίνει τρομακτικά μυστικά και τον λόγο που οδήγησε τον αδερφό του στην αυτοκτονία. Στο πλευρό του Ντέιβιντ Καραντάιν, βλέπουμε επίσης τους Χάινς Μπένεντ, Γκερτ Φρέμπε, καθώς και την αγαπημένη, Λιβ Ούλμαν.

Οκτώ ημέρες από την καθημερινή ζωή στη δημοκρατία της Βαϊμάρης, το Φθινόπωρο του 1923, με την φτώχεια και την τεράστια ανεργία, εκεί όπου «ένα πακέτο τσιγάρα κοστίζει τέσσερα δισεκατομμύρια μάρκα» και «όλοι σχεδόν έχουν χάσει την πίστη τους στο μέλλον και το παρόν». Το πραξικόπημα του Χίτλερ θα αποτύχει. Η απήχηση των δυνάμεων του εθνικοσοσιαλισμού είναι ακόμη περιορισμένη, αλλά σε αυτήν την περιδίνησή του σε μια κοινωνία που ζει την παρακμή της, ο Έιμπελ θα ‘ρθει πρόσωπο με πρόσωπο με το «Αυγό του Φιδιού» που επωάζεται αργά, σταθερά και απροκάλυπτα. Μία σπουδαία ταινία, σε σκηνοθεσία και σε σενάριο, του μεγάλου Ίνγκμαρ Μπέργκμαν… Ένας ιδιαίτερος σχολιασμός του Σουηδού δημιουργού, σχετικά με την πορεία του φασισμού από τη γέννησή του, ως την ωρίμανσή του.

Το «Αβγό του Φιδιού» αποτελεί μία από τις λιγότερες γνωστές ταινίες του κορυφαίου Σουηδού σκηνοθέτη. Ο Μπέργκμαν, ανήκε στην κατηγορία εκείνη των σκηνοθετών που αρέσκονταν στο να χρησιμοποιούν στα έργα τους, μία συγκεκριμένη και ιδιαίτερα αξιόλογη, ομάδα ηθοποιών. Το συγκεκριμένο φιλμ θα λέγαμε ότι απλά αποτελεί τη μεγάλη εξαίρεση του κανόνα, καθώς ο πρωταγωνιστικός ρόλος παραχωρείται στον Ντέιβιντ Καραντάιν, ο οποίος καλείται να ερμηνεύσει έναν άνεργο Αμερικανό ακροβάτη τσίρκου, ίσως στον κορυφαίο ρόλο της πλούσιας καριέρας του.

Διαβάστε επίσης:
Αφιέρωμα – Ο σπουδαίος Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

«Victoria» (2015) του Σεμπάστιαν Σίπερ (Γερμανία)

image

Στη διάρκεια μιας νύχτας, η Βικτόρια συναντά μια παρέα νεαρών. Γνωρίζονται, πίνουν, φλερτάρουν, μέχρι το ξημέρωμα.  Και τότε η γνωριμία τους, παίρνει τραγική τροπή, καθώς την κάνουν συνεργό σε μια ληστεία. Η νέα ταινία του Γερμανού σκηνοθέτη, Σεμπάστιαν Σίπερ, είναι τεχνικά ένας άθλος. Το φιλμ πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα του πέρσι τον Φλεβάρη στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του 65ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Βερολίνου, αποσπώντας τα Βραβεία: Prize of the Guild of German Art House Cinemas, Reader Jury of the “Berliner Morgenpost”, καθώς και το Βραβείο Καλλιτεχνικής Επίτευξης για Διεύθυνση Φωτογραφίας – εξ ημισείας με την ταινία: «Under Electric Clouds» του Aleksey German.

Η «Victoria», είναι ένα μονοπλάνο 144 λεπτών, γεμάτο σασπένς και αδρεναλίνη, το οποίο αποτέλεσε και την ταινία έναρξης του 56ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Ο ηθοποιός (Run Lola Run – 1998), σεναριογράφος και σκηνοθέτης, Σεμπάστιαν Σίπερ, επιστρέφει με την τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του. Μία δημιουργία που αποπνέει τον αέρα του Βερολίνου και των ανθρώπων του. Πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί: Laia Costa, Frederick Lau και Franz Rogowski, σ’ ένα φιλμ με φρεσκάδα και εκρηκτική ένταση μέχρι και το τελευταίο λεπτό.