Ο Βιμ Βέντερς είναι αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες παγκοσμίως. Είχαμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε στο 17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το «Το Αλάτι της Γης». Ένα υπέροχο δημιούργημα που περιγραφεί μοναδικά τη ζωή και το έργο του εμβληματικού Βραζιλιάνου φωτορεπόρτερ Σεμπαστιάο Σαλγάδο.

Ads

Το Tvxs.gr κατάφερε να επικοινωνήσει με τον Γερμανό σκηνοθέτη στο Βερολίνο, ο οποίος μας παραχώρησε μία άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη με κεντρικό άξονα το σπουδαίο ντοκιμαντέρ του, αλλά και με αναφορές στις αναμνήσεις του από Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, την ιστορική συνάντηση με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, καθώς και για την ταινία του «Every Thing Will Be Fine», όπου συνεργαστήκε με τον ελληνικής καταγωγής και βραβευμένο με Όσκαρ συνθέτη, Αλεξάντερ Ντεπλά.

Tα τελευταία σαράντα χρόνια, ο φωτογράφος Σεμπαστιάο Σαλγκάδο ταξιδεύει σε όλες τις ηπείρους καταγράφοντας τις αλλαγές της ανθρωπότητας. Έχει υπάρξει αυτόπτης μάρτυρας μεγάλων γεγονότων της πρόσφατης ιστορίας. Παρών σε πολέμους, λιμούς, κύματα προσφύγων και συνοδοιπόρος με ανθρώπους όλων των ειδών και χρωμάτων από διαφορετικές φυλές, ο Σαλγκάδο συνεχίζει να ταξιδεύει στον πλανήτη αναζητώντας παρθένα σημεία του, άγρια χλωρίδα και πανίδα και μεγαλοπρεπή μοναδικά τοπία σ’ ένα τεράστιο έργο καταγραφής της ομορφιάς του πλανήτη Γη.

Οι εικόνες του Σεμπαστιάο Σαλγκάδο, οι ιστορίες του και η σοφία που έχει αποκτήσει μέσα από τις μοναδικές εμπειρίες του, παρουσιάζονται στο «Αλάτι της Γης». Εμπειρίες τις οποίες παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια του γιου του, Τζουλιάνο Σαλγκάδο και του σπουδαίου σκηνοθέτη Βιμ Βέντερς, δημιουργού μεταξύ άλλων των επίσης εξαιρετικών ντοκιμαντέρ “Buena vista social club” και “Pina”, αλλά και θρυλικών ταινιών όπως: «Η Αλίκη στις Πόλεις» (Alice in the Cities – 1974), «Στο Πέρασμα του Χρόνου» (Kings of the Road – 1976), «Ένας Αμερικανός Φίλος» (The American Friend – 1977), «Τα Φτερά του Έρωτα» (Wings of Desire – 1987) κ.α.

– Στο νέο σας ντοκιμαντέρ «Το Αλάτι της Γης» (The Salt of the Earth), καταγράφεται το έργο του θρυλικού φωτογράφου Σεμπαστιάο Σαλγκάδο, μαζί με τον γιο του, Τζουλιάνο Ριμπέιρο Σαλγκάντο. Πως γεννήθηκε η συγκεκριμένη ιδέα και πως εξελίχθηκε στην πορεία το πρότζεκτ;

Ads

Γνώρισα τον Σεμπαστιάο Σαλγάδο το 2009. Είχα γνωρίσει και αγαπήσει το έργο του για πολύ καιρό ήδη, αλλά ποτέ δεν είχα συναντήσει τον ίδιο προσωπικά. Έτσι μια μέρα, μέσω της σύνδεσης ενός Ιταλού φίλου, συναντηθήκαμε στο γραφείο του στο Παρίσι. Παραδόξως, έμενε στην απέναντι γωνία, από το διαμέρισμα στο οποίο είχα ζήσει για χρόνια όταν ήμουν στο Παρίσι. Θα μπορούσα να τον είχα συναντήσει για παράδειγμα τυχαία, στον τοπικό φούρνο της γειτονιάς…

Η πρώτη μας συνάντηση εξελίχθηκε πολύ όμορφα και αποφασίσαμε να ξαναβρεθούμε. Τότε ο Σεμπαστιάο μου έδειξε μερικές φωτογραφίες από τη νέα του δουλειά – εκείνη την περίοδο ήταν ακόμα στη μέση του αφιερώματος “Γένεσις” και απείχε πολύ από το να τελειώσει με αυτό. Μου ζήτησε τη συμβουλή μου, για το αν θα μπορούσα να φανταστώ τις συγκεκριμένες εικόνες να προβάλλονται εκτός από το συγκεκριμένο πλαίσιο των βιβλίων του και των εικαστικών εκθέσεων, σε μια κινηματογραφική οθόνη. Ήμουν διστακτικός αρχικά αλλά τελικά αποφάσισα να του πω την αλήθεια. Ότι δηλαδή φοβόμουν πως θα εξελισσόταν σαν μια προβολή διαφανειών, ακόμα κι αν η προβολή των φωτογραφιών συνοδεύονταν από μουσική ή από χαρακτηριστικούς ήχους.

Συνέχισα όμως να σκέφτομαι την ερώτησή του για μεγάλο χρονικό διάστημα και την επόμενη φορά που συναντηθήκαμε, διόρθωσα την απάντησα που του είχα δώσει, λέγοντας του ότι αν αυτές οι φωτογραφίες μπορούσαν να “προστατευθούν” από τη δική του φωνή και εμπλουτισμένες με τις δικές του ιστορίες, αυτό θα μπορούσε να κάνει την απαραίτητη διαφορά στο πρότζεκτ. Μέχρι τότε, ήδη μου είχε είπε μερικά πράγματα για αυτές τις εικόνες, αλλά και για τους ανθρώπους που είχε συναντήσει και αποθανατίσει μέσα από τις φωτογραφίες του, κι έτσι ήξερα ότι είχα απέναντι μου έναν πολύ καλό αφηγητή ιστοριών.

Γνώρισα επίσης τον Τζουλιάνο, τον γιο του Σεμπαστιάο Σαλγκάδο και διαπίστωσα ότι οι δυο τους είχαν ξεκινήσει μια περιπέτεια μαζί και πως ο Τζουλιάνο είχε ακολουθήσει τον πατέρα του σε μερικά από τα ταξίδια του για το αφιέρωμα “Γένεσις” και ο οποίος σχεδίαζε να τον συνοδεύσει και σε άλλα ταξίδια. Κάπως έτσι, το ένα έφερε το άλλο και καταλήξαμε οι τρεις μας να συζητάμε αναλυτικά και με ειλικρίνεια την πιθανότητα στο να κάνουμε μια ταινία μαζί. Μια ταινία στην οποία ο Τζουλιάνο κι εγώ θα είχαμε πολύ διαφορετικά καθήκοντα και αρμοδιότητες αλλά και πολύ διαφορετική πρόσβαση στον Σεμπαστιάο. Σκόπευα να επικεντρωθώ κυρίως στις συζητήσεις μου με τον Σεμπαστιάο σχετικά με την καριέρα του και μέσα από το φωτογραφικό του έργο να γνωρίσω καλύτερα και τον ίδιο ως άνθρωπο και καλλιτέχνη. Δεν φανταζόμουν όμως ότι αυτό δεν πρόκειται παρά να είναι ένα θέμα μόνο των λίγων πρώτων εβδομάδων μας, διότι δεν ήξερα τότε ότι επρόκειτο να ανακαλύψω μία εντελώς διαφορετική ζωή μέσα από τις ιστορίες των Σαλγκάδος…

image
image

– Οι υπέροχες φωτογραφίες του Σεμπαστιάο Σαλγκάδο ζωντανεύουν μαγικά στην μεγάλη οθόνη. Παράλληλα όμως είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι επιλέξατε να συμμετέχετε κι ως χαρακτήρας – αφηγητής, ρωτώντας τον Σεμπαστιάο να σας αποκαλύψει τις συγκλονιστικές ιστορίες που κρύβονται πίσω από τις λήψεις του. Με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή των φωτογραφιών κι αν η εμφάνιση σας ήταν κάτι που το είχατε σχεδιάσει εξ αρχής;

Όταν ξεκινήσαμε το γύρισμα πρέπει να σας ομολογήσω, ότι αρχικά αυτό δεν ήταν μέσα στις προθέσεις μου. Ήθελα πρώτα να γνωρίσω τον Σαλγκάδο καλύτερα και έπρεπε να πάρω μια αίσθηση για όλες τις ιστορίες που θα μπορούσε να μου πει και για όλα αυτά τα φωτογραφικά ταξίδια. Από τις πρώτες μας συναντήσεις ήξερα ήδη ότι ήταν ένας σπουδαίος αφηγητής! Έτσι, καθίσαμε μαζί και κάναμε συμβατικές συνεντεύξεις, με δύο κάμερες, μία για τον ίδιο και μία για εμένα. Σιγά-σιγά πέρασε από μπροστά μου το σύνολο του έργου του. Μιλούσαμε για ημέρες και για εβδομάδες ολόκληρες. Ως επί το πλείστον καθόμασταν μαζί σ’ ένα γραφείο, γεμάτο από τα βιβλία του ή βρισκόμασταν δίπλα από στοίβες με φωτογραφιών στο στούντιό του, αλλά ακόμα και στην κουζίνα του.

Ήμουν πάντα μέσα στο κάδρο της κινηματογράφησις κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων αυτών, έτσι ώστε να μπορώ να τον ρωτώ και εκείνος να είναι πάντα κοντά, ώστε να μιλάει σε ‘μένα. Αυτό όμως είχε ένα μειονέκτημα. Πρώτα απ ‘όλα, θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να εμφανίζομαι κι εγώ ο ίδιος μέσα στην ταινία, κάτι το οποίο μου φαινόταν όλο και περισσότερο πως θα ήταν περιττό και δεύτερον, υπήρχε κάποια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα όταν αφηγούταν τις ιστορίες του. Όταν εμβάθυνε στις εικόνες του και διηγόταν τις ιστορίες πίσω από τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει ήταν πραγματικά σαν να “εξαφανίζεται μέσα τους”. Αυτό ήταν υπέροχο και έκανε τις ιστορίες του να ζωντανεύουν καταπληκτικά και παράλληλα αυθεντικά. Αλλά όταν κοίταζε ψηλά και αντιλαμβανόταν τις δύο κάμερες, τα μικρόφωνα και εμένα, αυτή η συγκέντρωση χανόταν και συχνά πυκνά εξαφανιζόταν η όλη μαγεία της αφήγησης του.

Έτσι, κατάλαβα ότι έπρεπε να προσεγγίσω μ’ έναν άλλο τρόπο τη διαδικασία του γυρίσματος, ώστε να μπορεί να μου πει όλες αυτές τις υπέροχες ιστορίες μ’ έναν πιο οικείο τρόπο. Όχι στην κάμερα, πάνω απ ‘όλα, αλλά και όχι με όλους αυτούς τους ανθρώπους μπροστά στην οπτική του γωνία. Και τότε βρήκα επιτέλους τη λύση με το «σκοτεινό δωμάτιο». Αυτό από μόνο του ήταν το ιδανικό σκηνικό για έναν άνθρωπο ο οποίος είχε για μεγάλο χρονικό διάστημα αναπτύξει και τυπώσει ο ίδιος το φωτογραφικό του έργο. Σε αυτό το σκοτεινό δωμάτιο ο Σεμπαστιάο δεν έβλεπε τίποτα άλλο παρά τις δικές του φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες προβάλλονταν σ’ έναν ημι-διαφανή καθρέπτη, τον οποίο τον είχαμε τοποθετήσει μπροστά από την κάμερα, μοιάζει πολύ μ’ ένα συμβατικό αυτόματο υποβολέα (teleprompter – autocue), μόνο που είχαμε αλλάξει εντελώς τη χρηστική λειτουργία του. Δεν δείχναμε πλέον ένα κείμενο στον Σεμπαστιάο, αλλά συγκεκριμένα τη δική του φωτογραφική δουλειά.

Αυτή η διάταξη επέτρεψε στον Σεμπαστιάο να είναι ο εαυτός του, ώστε να μπορεί να ανακαλεί το παρελθόν του και τις αναμνήσεις του. Και επίσης δεν χρειαζόταν πλέον να κοιτάει την κάμερα. Έβλεπε τις φωτογραφίες του και άφηνε τις αναμνήσεις του να έρχονται στην επιφάνεια. Η ομορφιά αυτής της διαδικασίας ήταν ότι την ίδια στιγμή που έψαχνε μέσα από το πλήθος των φωτογραφιών και των αναμνήσεων του, την ίδια στιγμή εμείς τον παρακολουθούμε στην κάμερα. Μόνο που εκείνος δεν έβλεπε ούτε την κάμερα, ούτε εμένα πίσω από αυτήν. Όντας τόσο απομονωμένος με το έργο του, δημιούργησε την οικεία ατμόσφαιρα που νιώθεις τώρα στην ταινία.

image

Και πάλι, περάσαμε καρέ καρέ ολόκληρο το φωτογραφικό έργο του, εικόνα με την εικόνα, μέρα με τη μέρα, για μια-δυο εβδομάδες. Αυτή τη φορά, κάθισα πίσω από την κάμερα, όντας πλέον “αόρατος” για τον Σεμπαστιάο. Κάθε φορά που ένιωθα ότι είχε ολοκληρώσει την ιστορία του για την φωτογραφία που βρισκόταν στον “υποβολέα”, μπορούσα να στραφώ στην επόμενη που είχαμε επιλέξει. Μόνο που αυτή τη φορά ήμουν καλύτερα ενημερωμένος από τα γυρίσματα στην αρχή που είχαμε κάνει. Πλέον γνώριζα το έργο του και κάναμε την επιλογή για αυτό το δεύτερο πέρασμα των επιλεγμένων φωτογραφιών από κοινού.

Ήταν πολύ έντονη διαδικασία. Ο Σεμπαστιάο ένιωθε πραγματικά ολομόναχος με τις φωτογραφίες του, ενώ την ίδια στιγμή μέσω του υποβολέα ερχόταν σε επαφή με το κοινό, χωρίς όμως να του αποσπά την προσοχή από την αφήγηση και την εξιστόρηση του δικού του έργο. Αυτό το σκηνικό ήταν τόσο συναισθηματικά φορτισμένο, ώστε συχνά έπρεπε να σταματάμε το γύρισμα. Οι αναμνήσεις του τον είχαν καταβάλει, ακόμα κι εμένα με είχαν κυριεύσει πάρα πολύ, που βρισκόμουν πίσω από την κάμερα. Δεν ξέρω αν ποτέ πέρασα δύο εβδομάδες με τόση συμπυκνωμένη και έντονη διαδικασία γυρισμάτων.

image
image

– Το 2011 παρακολουθήσαμε το 3D ντοκιμαντέρ σας, για τη σπουδαία Γερμανίδα χορογράφο Πίνα Μπάους (Pina Bausch – φώτο). Ενώ στο «Το Αλάτι της Γης» (The Salt of the Earth) παρακολουθούμε τη ζωή και το έργο του φωτογράφου Σεμπαστιάο Σαλγκάδ. Τι είναι αυτό που σας ελκύει δημιουργώντας ντοκιμαντέρ για άλλους καλλιτέχνες;

Η αποφασιστική ώθηση στην απόφαση μου για να κάνω ένα ντοκιμαντέρ είναι πολύ απλή. Μου αρέσει κάτι πολύ, και θέλω να το μοιραστώ με όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Στην περίπτωση του «Buena Vista Social Club» ήταν η μουσική αυτών των Κουβανών μουσικών, στο «Notebook on Cities and Clothes» ήταν το έργο του Ιάπωνα σχεδιαστή Yohji Yamamoto, στην «Pina» ήταν η φανταστική ομορφιά της χορογράφου Πίνα Μπάους και στο «Αλάτι της Γης» ήταν οι εκπληκτικές φωτογραφίες του Σεμπαστιάο Σαλγάδο.

Και ναι έχετε δίκιο. Αρκετά συχνά, αυτό που θέλω να μοιραστώ, ή ο (καλός) ιός που θέλω να εξαπλωθεί, είναι το έργο ενός άλλου καλλιτέχνη. Ίσως γιατί νιώθω ότι η δημιουργικότητα είναι μια από τις τελευταίες περιπέτειες που έχουν μείνει για να διερευνήσουμε στον πλανήτη μας. Βλέπετε, ξέρω τη δική μου δημιουργική διαδικασία και ξέρω από που προέρχεται όλο αυτό. Αλλά ποια είναι η πηγή έμπνευσης για έναν σχεδιαστή μόδας; Πώς μπορεί ένας χορογράφος να βλέπει τόση ομορφιά; Τι ενεργοποιεί έναν άνθρωπο σαν τον Σεμπαστιάο Σαλγάδο να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο και να γίνει ένας σύγχρονος μάρτυρας της ανθρώπινης ιστορίας; Τι τον οδηγεί στο να μοιραστεί τις ζωές όλων αυτών των ανθρώπων; Πώς είναι σε θέση να εξετάσει, όλο αυτή την ανάγκη, την απελπισία, τον θάνατο, τις ασθένειες και να τα αντιμετωπίσει, αλλά και να επιβεβαιώνει μέσα από όλα αυτά; Πώς κατάφερε να μην μετατραπεί σ’ έναν κυνικό χαρακτήρα; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που με προσελκύουν όταν ετοιμάζω κάποιο ντοκιμαντέρ για άλλους καλλιτέχνες.
image

image

– Με «Το Αλάτι της Γης» (The Salt of the Earth) επιστρέφεται στο κλασικό φορμά, με εναλλαγές ασπρόμαυρου και έγχρωμου. Πως βιώσατε την εναλλαγή αυτή της κινηματογράφησης και ποια η γνώμη σας για την τεχνολογία του 3D;

Μου φάνηκε ανώφελο ώστε να κάνω μια ταινία για έναν φωτογράφο σε 3D. Ολόκληρο το έργο του λαμβάνει χώρα σε δύο-διαστάσεων εκτυπώσεις, σε μαυρόασπρες φωτογραφίες. Δεν υπήρχε λόγος για να προσθέσω μία τρίτη διάσταση. Μόνο προς στο τέλος του ντοκιμαντέρ «Το Αλάτι της Γης», όταν η κάμερα μου ακολουθεί τον Σεμπαστιάο στο Ινστιτούτο Terra, μέσα σε αυτό το καταπληκτικό παρθένο δάσος και όταν ερευνήσαμε το πώς ο ίδιος και η σύζυγός του Lelia έγιναν οι πρώτοι άνθρωποι που αναδάσωσαν ένα τροπικό δάσος (Tropical Rain Forest), τότε και μόνο τότε ένιωσα να μου λείπει η 3D κάμερά μου, αλλά και πάλι αυτό διήρκεσε λίγο. Υπάρχουν πραγματικά υπέροχα εργαλεία με τη βοήθεια των οποίων μπορείς να πάρεις τους ανθρώπους από το χέρι και να τους δείξεις στην μεγάλη οθόνη πως είναι πραγματικά ένα δάσος.

Το 3D είναι ένα καταπληκτικό μέσο για να μοιραστείς τις εμπειρίες σου με τους άλλους, όπου μπορείς να εισάγεις κυριολεκτικά το κοινό σ’ έναν άλλο κόσμο. Η ταινία μυθοπλασίας που έκανα παράλληλα την ίδια στιγμή που επεξεργαζόμουν το υλικό για το ντοκιμαντέρ με τον Σαλγάδο, και η οποία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στον Καναδά, το «Every Thing Will Be Fine», ήταν και πάλι σε φορμάτ 3D. Λατρεύω αυτή τη νέα γλώσσα, και πιστεύω ότι είναι ένα σκάνδαλο πώς χρησιμοποιείται (ή μάλλον καταχράζεται) από τα μεγάλα στούντιο αυστηρά ως «έλξη» του κοινού και όχι ως ένα φανταστικό νέο εργαλείο για να πεις τις ιστορίες σου.

– Ο Σεμπαστιάο Σαλγκάδο, είναι ένας φωτογράφος ο οποίος ταξίδεψε στις τέσσερις άκρες του πλανήτη, καταγράφοντας μια συνεχώς μεταβαλλόμενη ανθρωπότητα, από το Κουβέιτ μέχρι τη Ρουάντα. Σε κάποια φάση όμως της καριέρας του, γίνεται αντιληπτό ότι στρέφει τον φακό του από τον άνθρωπο στη φύση. Αν και τα γεγονότα δεν παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά, ήταν αυτό μία πρόκληση για την ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ;

Είχαμε διασχίσει και παρουσιάσει όλη του τη ζωή ως ένας κοινωνικός φωτογράφος και ήξερα ότι αυτή η εικόνα είχε ανυψωθεί και κορυφωθεί στη Ρουάντα, όταν ο Σεμπαστιάο Σαλγάδο έγινε ένας από τους πρώτους μάρτυρες της γενοκτονίας που συνέβη εκεί. Είχε εργαστεί στη Ρουάντα για αρκετές δεκαετίες, ήδη ως νεαρός οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, έτσι ήξερε τη χώρα πολύ καλά και είχε φίλους εκεί. Το να πρέπει μετά να παρακολουθήσει όλο αυτά τα γεγονότα και να καταγράψει με την κάμερα του την κόλαση που έβλεπε μπροστά του και τα εκατομμύρια των θανάτων που πέθαιναν καθημερινά, του ράγισαν την καρδιά. Πραγματικά πήγε στην “Καρδιά του Σκότους” με εκείνα τα γεγονότα. Ως κοινωνικός φωτογράφος, το ήθος του ήταν πάντα ακλόνητο και είχε την πεποίθησή του ότι οι φωτογραφίες του θα μπορούσαν ενδεχομένως να αλλάξουν τα πράγματα, ή τουλάχιστον να δημιουργήσει μια μαρτυρία και μία αφύπνιση για την κατάσταση που διαδραματιζόταν.

Όταν φωτογράφιζε στη Ρουάντα, ο Σεμπαστιάο κατάλαβε ότι ήταν στην πραγματικότητα ήταν αδύναμος και διαπίστωσε ότι δυστυχώς οι φωτογραφίες του δεν πρόκειται να αλλάξουν τίποτα. Έτσι έβαλε την κάμερά του κάτω και έκλαψε. Και ποτέ δεν την ξανασήκωσε, τουλάχιστον όχι ως κοινωνικός φωτογράφος. Θα πρέπει να παραδεχτούμε, ότι αυτός ο άνθρωπος πέρασε πολλά και στη Ρουάντα βίωσε μία ριζική αλλαγή του εαυτού του. Μετά τη Ρουάντα, δεν ήθελε να συνεχίσει το έργο που είχε κάνει για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Έτσι, σταμάτησε. Το γεγονός ότι μπόρεσε να επιστρέψει και πάλι ως φωτογράφος, ένας πολύ διαφορετικός φωτογράφος, το οφείλει στη γυναίκα του Lelia, και στις προσπάθειές της να του ενισχύσει την ψυχολογία και εμπιστοσύνη του και πάλι προς τον εαυτό του. Η Lelia του πρότεινε να φυτέψει μερικά δέντρα στο αγρόκτημα που οι Σαλγκάδος είχαν κληρονομήσει από τον πατέρα του. Αυτή ήταν μια έρημη περιοχή τώρα, εντελώς διαβρωμένη, όπως και τόσες περιοχές της Βραζιλίας, όπου οι αγρότες είχαν κόψει το τροπικό δάσος για καλλιεργήσιμες εκτάσεις και για την αύξηση των βοσκοτόπων των αγελάδων.

Η Lelia του πρότεινε να φυτέψουν μερικές χιλιάδες δέντρα, περισσότερο σαν μια συμβολική χειρονομία ή ως μία κίνηση στη μνήμη του πατέρα του Σεμπαστιάο. Και τότε έγινε το θαύμα και αυτά τα δέντρα άρχισαν να μεγαλώνουν και μαζί τους, οι πηγές νερού επέστρεψαν και αυτές στη ζωή! Όταν οι Σαλγκάδος το είδαν αυτό, συνειδητοποίησαν ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει σε μεγαλύτερη κλίμακα. Έτσι, σχεδίασαν να φυτεύσουν δυόμιση εκατομμύρια δέντρα! Και αυτό δεν είχε γίνει ποτέ πριν! Παρατήρησαν λοιπόν ότι ήταν δυνατό να αντιστραφεί η ζημιά που είχε γίνει στη φύση και σε βάθος χρόνος να επουλωθεί! Μέσα από αυτήν την μοναδική εμπειρία, ο Σεμπαστιάο άρχισε να φωτογραφίζει τη φύση. Ήταν πραγματικά η φύση που τον θεράπευσε από την απελπισία που τον είχε κυριεύσει. Τότε ήταν που αποφάσισε να κάνει το αντίθετο από τη δουλειά που έκανε ως τότε ως κοινωνικός φωτογράφος. Αν είχε βιώσει όλα αυτά αυτά χρόνια τη δυστυχία και τον πόνο αυτού του πλανήτη, τώρα επρόκειτο να ταξιδέψει για να δείξει την ομορφιά της Γης, ανέγγιχτη στο μεγαλείο της. Ονόμασαν το νέο αυτό έργο “Γένεσις” και ταξίδεψαν σε απομακρυσμένες περιοχές του πλανήτη όπου η Γη ήταν ακόμη όπως όταν ο Θεός τη δημιούργησε, αν μπορώ να το θέσω έτσι.

Αν δεν ήξερα ότι η “αρρώστια” του Σαλγκάδο είχε “θεραπευτεί”, δε νομίζω ότι θα μπορούσα ή ότι θα ήθελα να ολοκληρώσω το φιλμ. Δεν θα μπορούσα ποτέ να το τελειώσω μετά τη Ρουάντα. Αυτό θα ήταν πολύ καταθλιπτικό! Ήμουν τόσο ανακουφισμένος που θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε αυτήν την ταινία με μια θετική προοπτική! Σε τελική ανάλυση ο Σεμπαστιάο είναι ένας αισιόδοξος άνθρωπος, που πάντα πίστευε στην δυνατότητα αλλαγής και αυτό θέλαμε να περάσουμε και μέσα από το ντοκιμαντέρ.

image
image

– Το 2006 είχαμε την χαρά να παρακολουθήσουμε παρουσία σας, ένα όμορφο αφιέρωμα στο έργο σας, στο πλαίσιο του 47ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (φώτο). Φέτος στο 17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (13-22/03) προβλήθηκε σε πανελλήνια πρεμιέρα το ντοκιμαντέρ σας «Το Αλάτι της Γης» (The Salt of the Earth). Ποιες είναι οι αναμνήσεις σας από το Φεστιβάλ, θα ξαναρχόσασταν και ποια η γνώμη σας για τον νέο ελληνικό κινηματογράφο;

Ναι, θα ήθελα πολύ να έρθω και πάλι στη Θεσσαλονίκη. Έχω υπέροχες αναμνήσεις από τη διαμονή μας εκεί. Ήρθα με τη σύζυγό μου και είχαμε και οι δύο απολαύσει πολύ τη διοργάνωση. Θυμάμαι πάντα τη συνάντηση με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και πόσο γενναιόδωρος ήταν μαζί μας. Δυστυχώς κατά τραγικό τρόπο δεν είναι πλέον κοντά μας. Ελπίζω όμως ότι το ελληνικό σινεμά μπορεί και πάλι να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο και να επανατοποθέτηση σε υψηλά επίπεδα το ηθικό του ελληνικού λαού, έτσι ώστε να τον βοηθήσει, επιβεβαιώνοντας ότι είναι ζωτικής σημασίας για την ευρωπαϊκή μας ταυτότητα.

image

– Σε αντίθεση με τις ταινίες των περισσότερων σκηνοθετών, που έχουν ως αφετηρία ένα γεγονός, οι δημιουργίες σας έχουν την απαρχή τους σε μια αίσθηση του χώρου κι ενός τόπου του οποίου θέλετε να αφηγηθείτε την ιστορία. Πως επιλέγεται κάθε φορά το θέμα σας και τι είναι αυτό που σας εμπνέει; Ένα καλό ντοκιμαντέρ έχει στοιχεία μυθοπλασίας και το αντίστροφο;

Έχω σταματήσει πλέον να διαχωρίζω τη δουλειά μου σε μυθοπλασία και ντοκιμαντέρ. Ένα ντοκιμαντέρ μπορεί κάλλιστα να διηγηθεί μία όμορφη ιστορία όπως για παράδειγμα το “Buena Vista Social Club” και αντίστροφα μία ταινία όπως το τα “Φτερά του Έρωτα” (Wings of Desire / Der Himmel über Berlin), μπορεί να μετατρέπει σ’ ένα ντοκιμαντέρ για μία πόλη που πλέον δεν υπάρχει. Οι δονήσεις που λαμβάνω από έναν τόπο με βοηθούν ταυτόχρονα, είτε γυρίζω ντοκιμαντέρ είτε γυρίζω ταινία μυθοπλασίας. Έχω όμως την ανάγκη να συνδεθώ με το συγκεκριμένο μέρος που πρόκειται να κινηματογραφίσω, αλλιώς νιώθω σαν να περπατάω προς το κενό. Εξαρτάται από το ίδιο το μέρος να με κερδίσει και να μου αφηγηθεί την ιστορία του. Τότε κι εγώ με τη σειρά μου θα ξέρω που να στήσω την κάμερα.

Αν μου δημιουργήσει την αίσθηση ότι κινηματογραφώ σαν να κινηματογραφούσα σε οποιοδήποτε μέρος στον πλανήτη, τότε αρχίζω και καταλαβαίνω ότι έχω χάσει την σύνδεση. Γι’ αυτό και αναζητώ δυνατούς συνδέσμους με τα μέρη που επιλέγω να γυρίσω είτε πρόκειται για ντοκιμαντέρ, είτε για ταινία. Ιδανικά, προσπαθώ να γνωρίσω καλά την εκάστοτε περιοχή και να καταλάβω την ιστορία της η οποία είναι μοναδική και μπορεί να ειπωθεί εδώ και πουθενά αλλού. Τότε ξέρω ότι το θέμα του ντοκιμαντέρ μου έχει “κλειδώσει”. Αντίστοιχα όταν διηγούμαι την ιστορία κάποιου, έχω την ανάγκη να γνωρίσω καλύτερα τον χώρο που τον περιβάλει. Γι’ αυτό για παράδειγμα το ντοκιμαντέρ για την Πίνα Μπάους (Pina) “έπρεπε” να γυριστεί στο Βούπερταλ, ενώ αντίστοιχα το ντοκιμαντέρ για τον Σαλγκάδο (Το Αλάτι της Γης / The Salt of the Earth), έλαβε χώρα στο Παρίσι και στη Βραζιλία.

image

– Το ντοκιμαντέρ σας «Το Αλάτι της Γης» (The Salt of the Earth), πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα του πέρσι τον Μάιο στο 67ο Φεστιβάλ των Καννών στο πλαίσιο του “Un Certain Regard” (Ένα Κάποιο Βλέμμα), όπου και απέσπασε το Ειδικό Βραβείο (Special Prize Award). Παράλληλα όμως πριν λίγες εβδομάδες μας απασχόλησε και στην 87η τελετή απονομής των Βραβείων Όσκαρ. Πως βιώσατε όλο αυτό το ταξίδι του έργου σας;

Πρέπει να ομολογήσω ότι στις Κάννες ήμασταν λίγο νευρικοί. Είχαμε μόλις τελειώσει με την επεξεργασία του ήχου και κανένας δεν είχε δει ακόμα την ταινία μας, εκτός από τους ανθρώπους που είχαν δουλέψει γι’ αυτήν. Δεν είχαμε καμιά ιδέα για το πως θα αντιδράσει το κοινό. Η ταινία είναι σίγουρα δύσκολο να αφομοιωθεί από τον θεατή, αλλά και συναισθηματικά είναι ιδιαίτερα απαιτητική. Ακόμα και κατά τη διάρκεια του μοντάζ, συχνά έκλεινα το μόνιτορ και έβγαινε έξω… Κατά τη διάρκεια της προβολής του ντοκιμαντέρ στις Κάννες ένιωσα, τόσο εγώ όσο και ο Τζουλιάνο, ότι το φιλμ μας ήταν ιδιαίτερα απαιτητικό και σε σημεία ακραίο. Και ήταν ειλικρινά πολύ ανακουφιστικό και μία ευχάριστη έκπληξη το γεγονός ότι το κοινό την αγκάλιασε και μας προσέφερε ένα δυνατό και παρατεταμένο χειροκρότημα!

Με τα Όσκαρ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το ντοκιμαντέρ είχε ήδη προβληθεί σε πολλές χώρες και με αρκετή επιτυχία μπορώ να πω, οπότε υπήρχε μία σχετική αυτοπεποίθηση. Ξέραμε βέβαια ότι στο Χόλιγουντ και συγκεκριμένα στα Όσκαρ δεν θα είχαμε μεγάλες πιθανότητες για κάτι περισσότερο. Έτσι κι αλλιώς η Ακαδημία αποτελείται κυρίως από Αμερικανούς πολίτες και γι’ αυτούς ένα ντοκιμαντέρ με πρωταγωνιστή τον Έντουαρντ Σνόουντεν μιλούσε πολύ περισσότερο στην καρδιά τους, απ’ ότι ένα ντοκιμαντέρ για ένα Βραζιλιάνο φωτογράφο. Οπότε δεν απογοητευθήκαμε καθόλου που δεν κερδίσαμε.

image
image

– Το 65ο Φεστιβάλ του Βερολίνου (05-15/02) σας βράβευσε με την Χρυσή Άρκτο για τη συνολική σας προσφορά στον χώρο της Έβδομης Τέχνης (φώτο). Τι σημαίνει αυτό για εσάς; Παράλληλα στην Μπερλινάλε προβλήθηκε και η νέα σας τρισδιάστατη δημιουργία, με τίτλο «Everything Will Be Fine». Τι πραγματεύεται η συγκεκριμένη ταινία και ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;

Όντως η Μπερλινάλε με τίμησε με το βραβείο “Homage”, το οποίο παράλληλα σήμαινε ότι θα προβάλλονταν και δέκα ταινίες μου. Ευτυχώς το ήξερα λίγο καιρό πριν, έτσι ώστε εμείς να μπορέσουμε τον προηγούμενο χρόνο να επεξεργαστούμε κάποια από τα φιλμ που θα παρουσιάζονταν. Και λέω επίτηδες “εμείς” διότι αναφέρομαι στο Ίδρυμα Βιμ Βέντερς (Wim Wenders Foundation). Πλέον δεν μου ανήκουν τα φιλμ μου. Είναι εδώ και δύο χρόνια ιδιοκτησία του Ιδρύματος ή μάλλον για να το θέσω καλύτερα: “ανήκουν στον εαυτό τους”. Όλα τα έσοδα από τα φιλμ πηγαίνουν στην συντήρησή τους και σε πρότζεκτ για νέους κινηματογραφιστές, ώστε να μπορέσουν να παρουσιάσουν το δικό τους έργο.

Η συντήρηση των έργων ήταν επιβεβλημένη αν θέλαμε να επιζήσουν στην φθορά του χρόνου. Αυτά τα φιλμ έχουν τώρα υποστεί υψηλή ψηφιακή επεξεργασία (σε ανάλυση 4K) και ελπίζω ότι έτσι θα διατηρηθούν αναλλοίωτα για πολλά χρόνια ακόμα. Πλέον δεν χρειάζονται εμένα. Μπορούν να “μιλήσουν” από μόνα τους. Ήμουν ανακουφισμένος που μέσα από αυτή την ρετροσπεκτίβα είχαμε παράλληλα την ευκαιρία και τη δυνατότητα να επεξεργαστούμε τα συγκεκριμένα φιλμ.

Το γεγονός ότι παράλληλα με το αφιέρωμα στις ταινίες μου, θα είχα τη δυνατότητα να δείξω σε πρεμιέρα στην Μπερλινάλε τη νέα μου δημιουργία “Every Thing Will Be Fine“, ήταν κάτι για το οποίο ήμουν πολύ ενθουσιασμένος. Δείχνοντας την καινούργια μου δουλειά, αισθανόμουν ότι άνοιγα παράλληλα και μία πόρτα στο μέλλον. Αυτό ήταν ένα καινούργιο συναίσθημα για εμένα. Διότι πρόκειται για μία ανεξάρτητη παραγωγή μίας ταινίας μυθοπλασίας που παρουσιάζει ένα οικείο οικογενειακό δράμα, το οποίο έχει γυριστεί με την τεχνολογία του 3D.

Είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό. Είχα ένα ονειρικό καστ ηθοποιών με τον Τζέιμς Φράνκο, την Σαρλότ Γκενσμπούργκ, την Μαρί-Ζοζέ Κροζ και την Ρέιτσελ Μακ Άνταμς. Είχα επίσης έναν φανταστικό συνθέτη, τον συμπατριώτη σας Αλεξάντερ Ντεπλά (Αλέξανδρος Λαδόπουλος). Ο Ντεπλά, συνέθεσε για την ταινία ένα πραγματικά υπέροχο ορχηστικό μουσικό σκορ. Όπως καταλαβαίνετε είμαι πολύ ενθουσιασμένος με το νέο μου φιλμ: “Every Thing Will Be Fine”…

Διαβάστε επίσης:

«Το Αλάτι της Γης» δια χειρός του σπουδαίου Βιμ Βέντερς

Τέσσερα χρόνια χωρίς την Πίνα Μπάους

Το ντοκιμαντέρ «Το Αλάτι της Γης» (The Salt of the Earth), το οποίο συνυπογράφει o Βιμ Βέντερς με τον Τζουλιάνο Ριμπέιρο Σαλγκάντο, είναι ένα ταξίδι με οδηγό τον κορυφαίο φωτογράφο Σεμπαστιάο Σαλγκάδο στο ανθρώπινο τοπίο και την ψυχή της φύσης. Η ταινία κυκλοφορεί στις Κινηματογραφικές Αίθουσες, σε διανομή της Filmtrade.