Από τις λαβυρινθώδεις ζούγκλες του Αμαζονίου και το αχανές τοπίο της Ανταρκτικής, μέχρι το πολύ πιο επικίνδυνο Χόλιγουντ, κανείς από τους σύγχρονούς του σκηνοθέτες, δεν έχει διανύσει μια πιο περιπετειώδη πορεία, στον Γολγοθά της αναζήτησης της κινηματογραφικής αλήθειας. Ο Βέρνερ Χέρτζογκ, γεννήθηκε στο Μόναχο και μεγάλωσε σ’ ένα απομονωμένο χωριό στα βουνά της Βαυαρίας. Από τότε η αναζήτηση της αλήθειας του, γίνεται με μια επιμονή, υπομονή και εμμονή, που δεν θα μπορούσε παρά να φέρει στο μυαλό μας, χαρακτήρες βγαλμένους από τις ταινίες του και τη συλλαμβάνει στην πιο ιδανική μορφή της, αυτή που ο ίδιος ονομάζει “εικαστική αλήθεια”. Διαβάστε επίσης το πρώτο μέρος του σχετικού Αφιέρωματος: Βέρνερ Χέρτζογκ: Δοκιμάζοντας τα όρια της Έβδομης Τέχνης.

Ads

«Έχω ασχοληθεί με θέματα που είναι τουλάχιστον ασυνήθιστα, έχω γυρίσει ταινία με νάνους, έχω σκηνοθετήσει φιλμ όπου όλοι οι ηθοποιοί ήταν σε ύπνωση, έχω κάνει σκηνές στην Ανταρκτική. Έχω γυρίσει, ό,τι μπορείτε να φανταστείτε, πολύ δύσκολα θέματα. Έχω κινηματογραφήσει οφθαλμαπάτες, έχω δουλέψει στα όρια σε πέντε ταινίες με τον τρελό ηθοποιό, Κλάους Κίνσκι…» – Βέρνερ Χέρτζογκ

image

Ο Χέρτσογκ και οι ταινίες του έχουν βρεθεί σε αναρίθμητα φεστιβάλ και σε πολυάριθμες απονομές βραβείων. Το πρώτο σημαντικό βραβείο, που κέρδισε ο γνωστός σκηνοθέτης, ήταν η Αργυρή Άρκτος για την ταινία “Signs of Life” το 1968. Το 1979 επέστρεψε στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου με την ταινία “Νοσφεράτου, ο Δράκουλας της Νύχτας”, η οποία ήταν υποψήφια για την Χρυσή Άρκτο. Ο Χέρτσογκ έχει κάνει την παρουσία του αισθητή και στο Φεστιβάλ Καννών, ξεκινώντας από το 1975, όπου απέσπασε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής, το βραβείο FIPRESCI, καθώς και το Οικουμενικό Βραβείο για την ταινία “Το Αίνιγμα του Κάσπαρ Χάουζερ”, ενώ το 1982 κέρδισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας με την ταινία “Φιτζκαράλντο, ο Τυχοδιώκτης του Αμαζονίου”.

Ads

image

Έχει βρεθεί επίσης τέσσερις φορές υποψήφιος για Χρυσό Φοίνικα, με τις ταινίες “Το Αίνιγμα του Κάσπαρ Χάουζερ”, “Βόυτσεκ”, “Φιτζκαράλντο, ο Τυχοδιώκτης του Αμαζονίου” και “Where the Green Ants Dream”. Ο Χέρτσογκ δεν έχει σκηνοθετήσει μόνο ταινίες αλλά και όπερες, ενώ έχει δοκιμάσει και την ιδιότητα του ηθοποιού σε μερικές ταινίες, όπως: “What Dreams May Come” και “Mister Lonely”.

«Μια μέρα μας επισκέφθηκε ένας περιπλανώμενος κινηματογραφιστής στο σχολείο μου, στα βουνά της Βαυαρίας, και έκανε μια προβολή. Τότε είδα ταινία για πρώτη φορά. Αργότερα, όταν ήμουν στο Μόναχο, έβλεπα πιο συχνά ταινίες, αλλά ασήμαντες, όπως Ζορό και Ταρζάν. Βλέποντας, όμως, αυτή την ταινία πρόσεξα ότι μια σκηνή επαναλαμβανόταν δύο φορές, κάτι που κανένας από τους φίλους μου δεν παρατήρησε. Τότε άρχισα να αναρωτιέμαι “πώς μας κοροϊδεύουν έτσι;” Ήταν φανερό για μένα ότι θα έγραφα ποίηση και θα έκανα ταινίες. Το κακό, όμως, ήταν ότι με απέρριψαν από όλες τις εταιρείες παραγωγής και τους τηλεοπτικούς σταθμούς. Επίσης, η εφηβεία μου άργησε να έρθει και μέχρι τα 16 μου έμοιαζα με σχολιαρόπαιδο. Αποφάσισα ότι θα έπρεπε να γίνω ο ίδιος παραγωγός των ταινιών μου και έτσι δούλευα τα βράδια σε εργοστάσια και το πρωί πήγαινα σχολείο. Έτσι, λοιπόν, συγκέντρωσα αρκετά χρήματα και μπορούσα να χρηματοδοτήσω ο ίδιος τις ταινίες μου. Πλέον η τεχνολογία μας επιτρέπει να έχουμε πολύ μικρές και σχετικά φθηνές κάμερες με τις οποίες μπορούμε να γυρίσουμε αξιοπρεπείς ταινίες. Σίγουρα είναι ένα βασανιστικό και οδυνηρό επάγγελμα, γεμάτο ταπεινώσεις και απανωτές ήττες. Θα ηττηθείτε, αλλά πρέπει να έχετε το θάρρος να συνεχίσετε και κάποια στιγμή θα πετύχετε κάτι αξιόλογο.» – Βέρνερ Χέρτζογκ

image

Στο πρώτο μέρος του Αφιερώματος – Βέρνερ Χέρτζογκ: Δοκιμάζοντας τα όρια της Έβδομης Τέχνης – περιπλανηθήκαμε στις πρώτες δημιουργίες του σπουδαίου Γερμανού δημιουργού και φτάσαμε μέχρι και το 2009, όπου συμμετείχε στο Φεστιβάλ της Βενετίας με δύο ταινίες, τη “Διαφθορά στη Νέα Ορλεάνη – Bad Lieutenant: Port of Call New Orleans” και το “Γιε μου, γιε μου, τι έχεις κάνει; – My son, my son, what have ye done?”. Ταινίες που προβλήθηκαν και στο πλαίσιο του 50ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

image

Επιστρέφοντας στην ταινία “Διαφθορά στη Νέα Ορλεάνη – Bad Lieutenant: Port of Call New Orleans”, παρακολουθούμε τη ζωή του Terence McDonagh, ντετέκτιβ ανθρωποκτονιών του αστυνομικού τμήματος της Νέας Ορλεάνης. Ο οποίος, προάγεται στο βαθμό του υπαστυνόμου μετά τη διάσωση ενός φυλακισμένου από πνιγμό την περίοδο του τυφώνα Κατρίνα, στη διάρκεια της οποίας και τραυματίζεται στη μέση. Έναν χρόνο μετά, ο Terence ενώ προσπαθεί να διαλευκάνει τη μαζική δολοφονία μιας οικογένειας Αφρικανών μεταναστών από τη Μαφία έχει παράλληλα να αντιμετωπίσει και τα δικά του προβλήματα, καθώς είναι καταχρεωμένος, εθισμένος στα παυσίπονα λόγω του τραύματος στη μέση, αλλά και μπλεγμένος στα κυκλώματα ναρκωτικών και πορνείας.

image

Ο διακεκριμένος σκηνοθέτης παρουσιάζει τη δική του εκδοχή της κλασσικής ταινίας “Bad Lieutenant” (“Διαφθορά”), με πρωταγωνιστές τον βραβευμένο με Όσκαρ A’ Ανδρικού Ρόλου, Νίκολας Κέιτζ (σε μία από τις καλύτερες ταινίες της πλούσιας αλλά αμφιλεγόμενης φιλμογραφίας του) και την σαγηνευτική Εύα Μέντες. Η ταινία συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του 66ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Βενετίας, ενώ στη συνέχεια παρουσιάστηκε στο 50ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Πρωταγωνιστούν επίσης ο Βαλ Κίλμερ και η Τζένιφερ Κούλιτζ.

image

«Με τον Νίκολας Κέιτζ δεν είχαμε δουλέψει ποτέ μαζί, παρ’ όλο που ο ένας εκτιμούσε πολύ τον άλλο. Την περίοδο λοιπόν, που έψαχνα το τηλέφωνό του για να του μιλήσω, δέχθηκα το δικό του τηλεφώνημα και σε λιγότερο από 60 δευτερόλεπτα τα είχαμε βρει μεταξύ μας. Εκείνος δεν ήθελε να υπογράψει για την ταινία αν δεν έβλεπε και τη δική μου υπογραφή, όπως και εγώ το ίδιο. Ωστόσο, μια ταινία που έχει ένα και μόνο μεγάλο κινηματογραφικό αστέρι, είναι κάπως σαν “κενό γράμμα”, γι’ αυτό και είμαι πολύ χαρούμενος που στο συγκεκριμένο φιλμ είχα όλο αυτό το εξαιρετικό καστ.» – Βέρνερ Χέρτζογκ

Την ίδια χρονιά, στο φιλμ “Γιε μου, γιε μου, τι έχεις κάνει; – My son, my son, what have ye done?”, βλέπουμε μια εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα  ιστορία, βασιζόμενη σε αρχαίου μύθου και σύγχρονης τρέλας, τεκταινόμενα. Ο Brad McCullum (Michael Shannon), ένας επίδοξος ηθοποιός που παίζει στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή, διαπράττει στην πραγματικότητα το έγκλημα που απαιτεί ο ρόλος του. Σκοτώνει δηλαδή, τη μητέρα του.

Η ταινία ξεκινά τη στιγμή που η αστυνομία καταφθάνει στον τόπο του εγκλήματος και μέσω του υπαστυνόμου Hank Havenhurst τον οποίο ενσαρκώνει ο William Defoe, αντικρίζει μια ηλικιωμένη γυναίκα, μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ο ύποπτος έχει οχυρωθεί σ’ ένα από τα απέναντι σπίτια και φαίνεται να κρατάει ομήρους.

image

Ενώ λοιπόν, φίλοι και γείτονες, ως μάρτυρες του αλλόκοτου φόνου, προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν τι συνέβη, σε μια σειρά από flashback, η ιστορία του Brad, αρχίζει σταδιακά να ξετυλίγεται. Όσο αγωνιζόμαστε να καταλάβουμε, το μυστήριο βαθαίνει όλο και περισσότερο, ενώ το προσωπικό και οικογενειακό δράμα που εκτυλίσσεται, διασταυρώνεται με τον τρόμο και την τραγικότητα του αρχαίου δράματος.

Η ταινία συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του 66ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Βενετίας, ενώ στη συνέχεια παρουσιάστηκε στο 50ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης.

Ο Βέρνερ Χέρτζογκ, τοποθετεί τις ιστορίες και τις αγωνίες των ηρώων του στα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, υπαρξιακού και φιλοσοφικού, μεταφυσικού αλλά και αφόρητα γήινου, περιβάλλοντος. Η περιπέτεια και η μοίρα του ανθρώπου απέναντι στη φύση μα και την ίδια του τη φύση. Ο ίδιος εξομολογείται:

“Είμαστε περικυκλωμένοι από ξεφτισμένες εικόνες και αξίζουμε νέες. Ίσως να κυνηγάω κάποια ουτοπικά πράγματα, χώρο για την ανθρώπινη τιμή και σεβασμό, τοπία που ακόμα δεν έχουν βεβηλωθεί, πλανήτες που δεν υπάρχουν ακόμα, ονειρικά τοπία. Πολύ λίγοι άνθρωποι σήμερα αναζητούν αυτές τις εικόνες που ανταποκρίνονται στην εποχή που ζούνε, εικόνες που μπορούν να σε κάνουν να καταλάβεις τον εαυτό σου, τη θέση σου στο σήμερα, την κατάσταση του πολιτισμού μας. Είμαι ένας από εκείνους που προσπαθούν να βρουν αυτές τις εικόνες.”

Από το “Aguirre, the Wrath of God”, μέχρι το “Fitzcarraldo” και το “Η σκοτεινή λάμψη των βουνών του Γκάσερμπρουμ” και τις “Συναντήσεις στο τέλος του κόσμου”, το “Fata Morgana” και το “Κόμπρα Βέρντε”, ο Χέρτζογκ βρίσκεται σε μια ατέρμονη αναζήτηση του γήινου παραδείσου και της ανθρώπινης κόλασης.

image

Το “Fata Morgana” του 1970, είναι μια ταινία που χωρίζεται σε τρία μέρη, τη Δημιουργία, τον Παράδεισο και τη Χρυσή Εποχή. Στη Δημιουργία, το Σύμπαν ταξιδεύει σε απόλυτη ηρεμία, υπάρχουν μονάχα ο ουρανός και η θάλασσα ενώ στις εικόνες απεικονίζονται αμμόλοφοι και επιβλητικά βουνά. Η φωνή της Lotte Eisner (Λότε Άισνερ) διαβάζει αποσπάσματα από το Πόπολ Βου, το ιερό βιβλίο της δημιουργίας της φυλής Κουιτσέ της Γουατεμάλας. Στον Παράδεισο, εμφανίζονται ανθρώπινες μορφές σε διάφορες καταστάσεις και συνθήκες, πάνω στις οποίες μένει, το βλέμμα του σκηνοθέτη. Στο μεταξύ, μια φωνή μας αφηγείται τη ζωή στη γη του Παραδείσου, με εικόνες υποβλητικές, σουρεαλιστικές και υπνωτιστικές. Αντίθετα, η Χρυσή Εποχή είναι ο καιρός της ολοκληρωτικής παρακμής και η Φύση είναι μια έννοια σχεδόν πια ξεχασμένη. Ένα συγκρότημα παίζει μουσική σε μια υπαίθρια πίστα χορού, κάποιοι τουρίστες τριγυρίζουν σ’ ένα ηφαιστειογενές τοπίο, ένας άνδρας με στολή δύτη επιδεικνύει μια θαλάσσια χελώνα…

Στο “The Dark Glow of the Mountains Gasherbrum – Η σκοτεινή λάμψη των βουνών Γκάσερμπρουμ” του 1984, η ταινία καταγράφει το ταξίδι στα Ιμαλάια του μεγάλου αλπινιστή Reinhold Messner (Ράινχολτ Μέσνερ). Ο οποίος, μαζί με τον Χανς Κάμερλαντερ, έχουν ως στόχο να σκαρφαλώσουν στις δύο κορυφές των 8.000 μέτρων, δηλαδή στα Gasherbrum I και II. Το εκπληκτικό του εγχειρήματος των δύο ορειβατών είναι ότι ρίχνονται σ’ αυτήν την περιπέτεια χωρίς φιάλες οξυγόνου, χωρίς να κατασκηνώσουν σε κάποιο σημείο της διαδρομής και κουβαλώντας μαζί τους μονάχα τα ατομικά τους σακίδια. Στη διάρκεια της προετοιμασίας, ο Χέρτζογκ έχει την ευκαιρία να συνομιλήσει με τον Messner για τις οργανωμένες αναβάσεις του παρελθόντος και για τον τραγικό θάνατο του αδερφού του Messner και των συντρόφων του, στην ανάβαση του ίδιου βουνού πριν κάποια χρόνια. Οι φιλμαρισμένες λοιπόν εικόνες της κορυφής, είναι ένα αδιάψευστο ντοκουμέντο της επιτυχημένης ανάβασης, αλλά και του μεγάλου κινδύνου του εγχειρήματος.

Έχοντας εξαντλήσει τις εσχατιές αυτού του πλανήτη, δεν υπάρχει απόκρυφη γωνιά που να μην την έχει συμπεριλάβει σε ταινία του. Από τον Αμαζόνιο στη Σαχάρα, από τις Άνδεις στον Νότιο Πόλο, από αέρος και υποβρυχίος, μέσα σε ηφαίστεια, σε παρθένα δάση, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και πέρα από αυτόν. Κάπως έτσι λοιπόν το 2007 θα γυρίσει το “Encounters at the End of the World – Συναντήσεις στο τέλος του κόσμου”. Το οποίο θα τον φέρει στην Ανταρκτική, εκεί όπου υπάρχει μια κοινότητα ανθρώπων, αφοσιωμένοι στις επιστημονικές τους έρευνες. Για πρώτη φορά, ένας ξένος γίνεται δεκτός σ’ αυτήν την κλειστή ομάδα επιστημόνων και φιλοσόφων. Ο Χέρτζογκ, συνοδευόμενος μονάχα από τον οπερατέρ του, διεισδύει στους πάγους του Νότιου Πόλου, καταγράφοντας σπάνιες εικόνες εξαιρετικής ομορφιάς. Πρόκειται για έναν ακραίο όσο και διαυγή κινηματογραφικό στοχασμό πάνω στα κρυμμένα μυστικά και στην αγνότητα της φύσης.

Η πραγματικότητα για τον Χέρτζογκ δεν είναι παρά μια απάτη, ή η επιφάνεια μιας λίμνης που, όπως στο “Bells from the Deep – Καμπάνες από τα Βάθη”, μπορεί να κρύβει στο βυθό της ένα άγνωστο σύμπαν και οι ταινίες του είναι ο μίτος που μας βοηθά να βρούμε τον δρόμο σ’ αυτόν τον κρυμμένο μυστικό κόσμο των θαυμάτων. Κάπως έτσι λοιπόν, τον Φεβρουάριο του 1993, ο Γερμανός σκηνοθέτης βρίσκεται στη Σιβηρία για μια έρευνα σχετικά με την πνευματικότητα του ρωσικού λαού. Στην ταινία αποτυπώνονται οι διάφορες μορφές σαμανισμού, λαϊκών δοξασιών, δεισιδαιμονιών και προκαταλήψεων. Παρακολουθούμε έναν κωδωνοκρούστη που χτυπά τις καμπάνες σαν αυτές να ήταν μουσικό όργανο, ενώ μαθαίνουμε για το θρύλο της βυθισμένης πόλης του Κιτέζ. Επειδή οι Ούννοι και οι Τάταροι την ισοπέδωναν συνεχώς, οι κάτοικοί της παρακάλεσαν το Θεό για τη σωτηρία τους κι εκείνος μετακίνησε την πόλη στο βυθό μιας λίμνης, όπου οι κάτοικοι βρήκαν επιτέλους τη γαλήνη, ψάλλοντας ύμνους και χτυπώντας τις καμπάνες του καθεδρικού ναού. Βλέπουμε εικόνες πιστών που σέρνονται με το αυτί τους κολλημένο στη επιφάνεια της λίμνης, προσπαθώντας ν’ ακούσουν τις καμπάνες από τα βάθη.

Η αναζήτηση του Βέρνερ Χέρτζογκ είναι μια διαρκής πρόκληση των ανθρωπίνων ορίων αντοχής και της μοίρας για τον ίδιο και τους συνεργάτες του. Μεταξύ των άλλων, έχει κάνει γυρίσματα στην κορυφή ενός υπό έκρηξη ηφαιστείου (La Soufriere) στη Γουαδελούπη κι έχει σύρει με αυτοσχέδια καρούλια ένα κανονικό ατμόπλοιο 340 τόνων πάνω απ΄ ένα βουνό των Άνδεων στο Φιτζκαράλντο. Οι κινηματογραφικοί του ήρωες διεκδικούν ακατόρθωτα όνειρα και παλεύουν με επιμονή και γενναιότητα τις δυνάμεις της άγριας φύσης. Όπως έχει πει: “Δεν θέλω να ζήσω σ’ έναν κόσμο χωρίς λιοντάρια και χωρίς ανθρώπους που είναι λιοντάρια”.

Ο Χέρτζογκ είναι φανατικός οπαδός του ταξιδιού με τα πόδια, δραστηριότητα που συστήνει σε κάθε επίδοξο σκηνοθέτη. Το 1974 διένυσε μια απόσταση 500 μιλίων από το Μόναχο στο Παρίσι περπατώντας, προκειμένου να συναντήσει την ετοιμοθάνατη φίλη του και σινεκριτικό Lotte Eisner, πιστεύοντας ότι έτσι θα την κρατήσει για λίγο ακόμα στη ζωή. Η Eisner έζησε άλλα 8 χρόνια και αυτός κατέγραψε την μνημειώδη αυτή οδύσσεια του στο βιβλίο “Of walking on ice” το οποίο και μετέφερε στην μεγάλη οθόνη το 1982.

«Αν έχετε μια καλή ιστορία, η χρηματοδότηση δεν θα αργήσει να ακολουθήσει. Στη δική μου καριέρα, τα πρώτα δέκα χρόνια δεν έφεραν καθόλου επιτυχίες. Η ταινία μου “Σημάδια ζωής”, ενώ πήρε βραβεία και απέσπασε καλές κριτικές δεν άρεσε καθόλου στο κοινό. Μετά από χρόνια, την ανακάλυψαν και μου ζήτησαν να την προβάλω ξανά. Ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω, όταν η μέντορας μου, η ιστορικός κινηματογράφου Λότε Άισνερ, μου είπε με απόλυτη ψυχραιμία και ηρεμία ότι “η ιστορία του κινηματογράφου δεν σου επιτρέπει να παραιτηθείς” και έτσι συνέχισα για τα επόμενα δέκα χρόνια. Επιπλέον, η ίδια έδειξε ταινίες μου στον Φριτς Λανγκ, ο οποίος μου είπε ότι του άρεσαν, αν και δεν είχε ενθουσιαστεί βέβαια.» – Βέρνερ Χέρτζογκ

Από τη μυθοπλασία στο ντοκιμαντέρ και πάλι πίσω, η φιλμογραφία του διανύει μια πορεία που είναι γεμάτη από στιγμές μεγαλείου, ιδιοφυΐας, γόνιμης φαντασίας, επίπονης παρατήρησης και βαθιάς αλήθειας. Η δουλειά του στο σινεμά αρνείται να υπακούσει σε οποιονδήποτε κανόνα πέρα από αυτόν που υπαγορεύει η εσωτερική του φωνή, το προσωπικό του καθήκον απέναντι στην τέχνη του.

image

Φτάνουμε έτσι στο 2012 και το 14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, όπου έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τη νέα του δημιουργία. Η ταινία “Μέσα στην Άβυσσο” (Into the Abyss) είναι ένα ντοκιμαντέρ για δύο άντρες καταδικασμένους σε θάνατο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όταν ήταν έφηβοι, οι Μάικλ Πέρι και Τζέισον Μπερκέτ δολοφόνησαν τρεις ανθρώπους μόνο και μόνο για να κλέψουν και να πάνε βόλτα μ’ ένα αμάξι πολυτελείας. Ενώ ο Πέρι εκτελέστηκε λίγες ημέρες μετά το τέλος των γυρισμάτων, ο συνεργός του, που επίσης κρίθηκε ένοχος για τις τρεις ανθρωποκτονίες, τιμωρήθηκε απλώς με ισόβια κάθειρξη.

Η ταινία είναι ένα βλέμμα στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής. Όπου κι αν κοιτάξεις, ανοίγεται μια νέα άβυσσος. Ο θάνατος δεν είναι η μόνη όψη της ταινίας: ένα παράλληλο αφηγηματικό νήμα έχει να κάνει με την αίσθηση του επείγοντος που επιβάλλει η ίδια η ζωή. Πώς θα έπρεπε να ζούμε τη ζωή μας, κατά τα λεγόμενα των θανατοποινιτών; Η ταινία παρουσιάζει τους κατάδικους ως ανθρώπινα όντα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν καθαγιάζει τους ίδιους ή τα πιθανά εγκλήματά τους.

«Για πολύ καιρό, ήμουν ο νεώτερος στην ηλικία, στα γυρίσματα που έκανα για τις πρώτες μου ταινίες. Ξεκίνησα να γυρίζω τις πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες μου, όταν ήμουν 23-24. Ήμουν πάντα ο μικρότερος στο πλατό. Πραγματικά φρόντιζα πολύ καλά τους ηθοποιούς μου. Ήξεραν ότι έβγαιναν πολύ καλοί στις ταινίες μου. Συνήθως βγάζουν τον καλύτερό τους εαυτό, όταν δουλεύουν μαζί μου. Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά.» – Βέρνερ Χέρτζογκ

Αληθινά ανεξάρτητες με κάθε έννοια της λέξης, οι ταινίες του Χέρτζογκ δεν γεννιούνται από κανέναν άλλο λόγο πέρα από την ανάγκη του για δημιουργία και τις περισσότερες φορές δεν μοιάζουν με τίποτα απ’ ό,τι έχουμε δει. Πολλές από αυτές έχουν ξεπεράσει τα όρια του μύθου, οι θεματικές τους μετρούν την απόσταση από το πανανθρώπινο ως το προσωπικό, οι μοναδικές εικόνες τους κατοικούν ανεξίτηλες στη μνήμη μας.

image

Το 2015 κυκλοφορεί το φιλμ του “Η Βασίλισσα της Ερήμου – Queen of the Desert”. Η ταινία είναι βασισμένη στην αληθινή ιστορία της Γερτρούδης Μπελ, συγγραφέα, αρχαιολόγου αλλά και απεσταλμένης των μυστικών υπηρεσιών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στη Μέση Ανατολή στις πρώτες ταραγμένες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Η ταινία συμμετείχε στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα του 65ου Φεστιβάλ Βερολίνου διεκδικώντας την Χρυσή Άρκτο. Πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί: Ντέμιαν Λιούις, Τζέιμς Φράνκο, Νικόλ Κίντμαν, Ρόμπερτ Πάτινσον.

image

«Είναι υπέροχο που εξακολουθεί να δημιουργεί ταινίες με πάθος και οίστρο. Ήταν μαζί μας στην έρημο. Δεν χρησιμοποιεί ειδικά οπτικά εφέ. Ο Βέρνερ βγαίνει μπροστά στη μάχη και εμείς απλά ακολουθούμε […] Δεν είχα ακούσει για την Γερτρούδη Μπελ, μέχρι τη στιγμή που ο Βέρνερ μου έστειλε το σενάριο. Υπάρχει το στοιχείο της παρωδίας. Είναι στην ίδια κατηγορία με τον Λώρενς της Αραβίας. Επειδή όμως ήταν γυναίκα και δεν είχε κερδίσει μεγάλη δημοσιότητα, για πολλούς διαφορετικούς λόγους, δεν έγινε ποτέ γνωστή. Εάν αυτό τραβήξει έστω και ελάχιστα το ενδιαφέρον των ανθρώπων, θα είναι πολύ καλό. Εγώ πιστεύω ότι ήταν μια εντυπωσιακή φυσιογνωμία.» – Νικόλ Κίντμαν

image

«Η έρημος λειτουργεί ως το εσωτερικό τοπίο των χαρακτήρων, είναι το τοπίο των ψυχών τους. Για μένα η ζούγκλα δεν ήταν μόνο ένα τρομακτικό δάσος, αλλά και ένα μέρος για πυρετώδη όνειρα. Η έρημος είναι ένα τεράστιο τοπίο, μια μεγαλεπήβολη μεταφορά του τι συμβαίνει στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων μου […] Οι περισσότερες ταινίες μου έχουν να κάνουν με άντρες. Σ’ αυτή την ηλικία, που είμαι τώρα, αντιλήφθηκα ότι τα πάω πολύ καλύτερα με γυναίκες. Η Νικόλ Κίντμαν είναι αξιοθαύμαστη. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι έπρεπε να κάνω ταινίες για γυναίκες σε όλη μου τη ζωή.» – Βέρνερ Χέρτζογκ

Διαβάστε επίσης:
Η Νικόλ Κίντμαν είναι η «Βασίλισσα της Ερήμου» του Βέρνερ Χέρτσογκ

Και μπορεί ο Βέρνερ Χέρτζογκ να συμπλήρωσε μόλις το 74ο έτος της ηλικίας του, όμως ευτυχώς ο σπουδαίος Γερμανός σκηνοθέτης, κάθε άλλο παρά είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει την Έβδομη Τέχνη. Ήδη μόνο μέσα στο 2016 κυκλοφορούν δύο νέα ντοκιμαντέρ του και μία μεγάλου μήκους ταινία. Πρόκειται για το «Lo and Behold, Reveries of the Connected World» όπου εντρυφεί στον κόσμο του διαδικτύου και τον συνδεδεμένο σε αυτόν κόσμο, το «Into the Inferno» με το οποίο επιστρέφει στη φύση και εξερευνά τα ηφαίστεια σε διάφορες περιοχές του κόσμου και την ταινία «Salt and Fire», με πρωταγωνιστές (και πάλι) τον Μάικλ Σάνον, τον Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ και τον ίδιο τον Βέρνερ Χέρτζογκ.

 

 
Η πραγματικότητα και η μυθοπλασία μπλέκονται αξεδιάλυτα στον κινηματογραφικό του κόσμο, η μία εμπεριέχει ή αλλάζει θέση με την άλλη και η συνύπαρξή τους μοιάζει να κάνει το σινεμά του ακόμη πιο γοητευτικό. Αυτό που το κάνει όμως αληθινά ακαταμάχητο είναι το πάθος και η θέρμη με την οποία δουλεύει, ο τρόπος που κάνει κάθε ταινία του σαν να εξαρτάται η ζωή του από αυτό. Ένα πάθος που δεν μπορεί παρά να περάσει ακέραιο στην οθόνη κι από κει να ηλεκτρίσει τον θεατή, μεταμορφώνοντας κάθε φορά τη συνηθισμένη πράξη του να βλέπεις μια ταινία, στη σχεδόν μυστικιστική εμπειρία του να βλέπεις μια ταινία του Βέρνερ Χέρτζογκ…

Ο κινηματογραφιστής, σεναριογράφος, συγγραφέας, παραγωγός, ηθοποιός και σκηνοθέτης όπερας, Βέρνερ Χέρτζογκ, αποτελεί μία μοναδική περίπτωση στην Ιστορία της Έβδομης Τέχνης. Για κάποιους, ένας ονειροπόλος, ποιητής, ρομαντικός, συμπονετικός και πνευματώδης οραματιστής. Για άλλους, μεγαλομανής, εμμονοληπτικός, ιδιοφυΐα μα και τύραννος. Και όλα αυτά τη ώρα που ο θρύλος του “πιο σημαντικού εν ζωή σκηνοθέτη”, κατά τον Φρανσουά Τρυφώ, ζει και εδραιώνεται…

Διαβάστε επίσης:
Βέρνερ Χέρτζογκ: Δοκιμάζοντας τα όρια της Έβδομης Τέχνης