Ο Μάικλ Φασμπέντερ (Michael Fassbender) γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1977 στη Γερμανία, μεγάλωσε στο Κιλάρνεϊ της Ιρλανδίας και σπούδασε στο Drama Centre. Η καριέρα του στην υποκριτική ξεκίνησε από την τηλεόραση, με ρόλους σε γνωστές σειρές. Το 2006 έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο με τους «300» του Ζακ Σνάιντερ. Το βιογραφικό του περιλαμβάνει ταινίες κάθε είδους, από ανεξάρτητες παραγωγές, μέχρι εντυπωσιακά blockbuster, από το εξαιρετικό «Hunger» του Στιβ ΜακΚουίν, μέχρι το «X-Men: Απόκαλιψ» του Μπράιαν Σίνγκερ, ως Μαγκνέτο. Με αφορμή τα γενέθλιά του, επιλέξαμε και παρουσιάζουμε δέκα (10) χαρακτηριστικές ερμηνείες του.

Ads

«Hunger» (2008) του Στιβ ΜακΚουίν

image

Σε μια φυλακή της Βόρειας Ιρλανδίας που μοιάζει με κόλαση, ο αγωνιστής του IRA Μπόμπι Σαντς θα επιδοθεί το 1981 σε μια απεργία πείνας μέχρις εσχάτων. Η ταινία αποδίδει τις έξι τελευταίες εβδομάδες της ζωής του με ανατριχιαστικό ρεαλισμό, πετυχαίνοντας μια ανελέητη επίθεση στις αισθήσεις του θεατή. Το φιλμ διακατέχεται από την συγκλονιστική ερμηνεία του Μάικλ Φάσμπεντερ.

Ads

Συζητημένη όσο ελάχιστες ταινίες το 2008 στο Φεστιβάλ των Καννών, το «Hunger» βραβεύτηκε με τη Χρυσή Κάμερα για το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Στιβ ΜακΚουίν. Ο αξιόλογος Βρετανός δημιουργός, έχει επίσης υπογράψει τη σκηνοθεσία στο «Shame» το 2011 και βέβαια στο Οσκαρικό «12 Years a Slave» του 2013.

«Άδωξοι Μπάσταρδη» (Inglourious Basterds, 2009) του Κουέντιν Ταραντίνο

image

Στην κατεχόμενη απ’ τα Γερμανικά στρατεύματα Γαλλία, κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, μια Εβραία κοπέλα, η Σοσάνα, γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας ολόκληρης της οικογένειάς της από τους Ναζί. Εκείνη, κατορθώνει να γλιτώσει και να δραπετεύει στο Παρίσι, όπου αποκτά νέα ταυτότητα και ζωή ως ιδιοκτήτρια ενός μικρού κινηματογράφου. Ταυτόχρονα, μια επίλεκτη ομάδα στρατιωτών, με επικεφαλής τον Υπολοχαγό Άλντο Ρέιν, αποφασίζει να εισβάλλει στη Γαλλία και να κάνει τη ζωή των Γερμανών του Τρίτου Ράιχ κόλαση, μην αφήνοντας κανένα ζωντανό στο πέρασμά της, ασκώντας πάνω τους τα απάνθρωπα αντιεβραϊκά μέτρα των Ναζί, με στόχο την τιμωρία τους με το ίδιο νόμισμα. Γνωστοί στους εχθρούς τους ως “Μπάσταρδοι”, η ομάδα του Ρέιν βρίσκει στο πρόσωπο μιας Γερμανίδας ηθοποιού μία ανέλπιστη σύμμαχο στη μάχη που δίνει. Αλλά κι η Σοσάνα, καλείται να παίξει έναν σημαντικό ρόλο.

Μια ταινία γεμάτη αδρεναλίνη, με πρωταγωνιστή τον αγνώριστο Μπραντ Πιτ σε ρόλο εξολοθρευτή των ναζί, όπως μονάχα ο παρανοϊκά εμπνευσμένος σκηνοθέτης – ενορχηστρωτής, Κουέντιν Ταραντίνο θα μπορούσε να τον οραματιστεί. Η ταινία αποτελεί παράλληλα κι ένα remake της αντίστοιχης ταινίας του 1978, «Inglorious Bastards» του Έντζο Καστελάρι, ο οποίος πραγματοποιεί κι ένα cameo στην ταινία. Πρωταγωνιστούν: Μπραντ Πιτ, Νταϊάν Κρούγκερ, Κρίστοφ Βαλτς, Ντάνιελ Μπρουλ, Μελανί Λορέν, Ιλάι Ροθ, Τιλ Σβάιγκερ, Μίκαελ Φασμπέντερ, Μάικ Μάγιερς.

«Shame» (2011) του Στιβ ΜακΚουίν

image

Ο Μπράντον (Μάικλ Φασμπέντερ) είναι γύρω στα 30, ζει στην Νέα Υόρκη και δεν μπορεί να χειριστεί την σεξουαλική του ζωή. Όταν η ιδιότροπη νεότερη αδερφή του μετακομίζει στο διαμέρισμά του, ο κόσμος του Μπράντον εκτροχιάζεται. Ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης του “Hunger”, Στιβ ΜακΚουίν, συνεργάζεται ξανά με τον Μάικλ Φασμπέντερ σε μια συγκλονιστική και επίκαιρη ταινία γύρω από τις επιλογές που κάνουμε στη ζωή μας και τις εμπειρίες που μας καθορίζουν. Συμπρωταγωνιστεί η υποψήφια για Όσκαρ Κάρεϊ Μάλιγκαν (An Education). Πρωταγωνιστούν: Μάικλ Φασμπέντερ, Κάρι Μάλιγκαν, Τζέιμς Μπαντζ Ντέιλ, Χάνα Γουέιρ, Νικόλ Μπεχαρί, Ελίζαμπεθ Μασούτσι, Λούσι Γουόλτερς.

Το «Shame» γυρίστηκε στη Νέα Υόρκη το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 2011. Ο Μάικλ Φασμπέντερ υποδύεται τον Μπράντον, ένα νεαρό Νεοϋορκέζο γιάπη που δραπετεύει από τη σιγουριά της ύπαρξής του μέσα από την αναζήτηση σύντομων σεξουαλικών επαφών. Η μόνη του ενασχόληση έξω από την καθημερινή, τετράγωνη ζωή του είναι να κατακτά γυναίκες, να κινεί τα νήματα σχέσεων εξαρχής καταδικασμένων και ν’ αναλώνεται σε one-night-stands.

Σε αντίθεση με την πρώτη ταινία «Hunger» (2008) στην οποία πρωτο-συνεργάστηκαν σκηνοθέτης και ηθοποιός, το «Shame» εξετάζει ένα χαρακτήρα που έχει στη διάθεσή του όλη την ελευθερία που του παρέχει ο δυτικός πολιτισμός και τη χρησιμοποιεί για να δημιουργήσει την προσωπική του φυλακή. Συναντάμε όμως και πάλι το διεισδυτικό και ενδόμυχο ύφος που ο ΜακΚουίν καθιέρωσε στην προηγούμενη ταινία, ενώ ταυτόχρονα επεκτείνει την οπτική γωνία παραπέρα από τον κεντρικό του χαρακτήρα, με σκοπό να διερευνήσει τις προκλήσεις των σύγχρονων διαπροσωπικών σχέσεων.

«Το να συνεργάζεσαι με τον Στιβ είναι σα ν’ ανεβαίνεις ένα γκρεμό», σύμφωνα με τον  Τζέιμς Ματζ Ντέιλ, που υποδύεται το ρόλο του αφεντικού του Μπράντον. «Δεν μπορείς να δεις τι γίνεται στην κορυφή, αλλά εκείνος σου λέει πήγαινε, πήδα, χωρίς να ξέρεις τι θα συμβεί… Κι ο Στιβ πηδάει κι αυτός μαζί σου, γιατί ρισκάρει ποντάροντας σε σένα»

«12 Χρόνια Σκλάβος» (12 Years a Slave – 2013) του Στιβ ΜακΚουίν

image

Στο προ-εμφυλιακό τοπίο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ο Νεοϋορκέζος Σόλομον Νόρθαπ (Τσιούιτελ Ιτζίοφορ) ζει ως ελεύθερος Αμερικανός πολίτης. Παρότι καλλιεργημένος οικογενειάρχης και ταλαντούχος μουσικός, ο Σόλομον έχει ένα σημαντικό μειονέκτημα. Το χρώμα του δέρματός του δεν είναι συμβατό με εκείνο της καθεστηκυίας τάξης. Η μοίρα του επιφυλάσσει μια αρκετά απρόβλεπτη, όσο και δυσάρεστη έκπληξη. Ο Νόρθαπ απάγεται και πωλείται ως σκλάβος στον οπισθοδρομικό Νότο, αντιμετωπίζοντας τη βιαιότητα μιας πολωμένης κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που παρουσιάζεται προσωποποιημένη μέσα από τα μάτια ενός σκληρού, δυνάστη σωματέμπορου, τον οποίον υποδύεται πειστικότατα ο Μάικλ Φασμπέντερ.

Διατηρώντας την πίστη του στην ανθρωπιά και στην εγγενή καλοσύνη του κόσμου, ο Σόλομον δεν χάνει ποτέ την ελπίδα και το κουράγιο του για δικαιοσύνη. Παρόλο που η μοίρα του μοιάζει απόλυτα καταδικασμένη, ο ίδιος κοιμάται και ξυπνά αναζητώντας το άρωμα της χαμένης ελευθερίας. Μέσα από την ευτυχή συγκυρία της γνωριμίας του με έναν φιλάνθρωπο Καναδό (Μπραντ Πιτ), ρεφορμιστή και πολέμιο της θανατικής καταδίκης, ο Σόλομον καταφέρνει εν τέλι όχι μόνο να επιζήσει μέσα σ’ αυτή τη δωδεκαετή κόλαση, αλλά να βγει αλώβητος από την απίστευτη αυτή δοκιμασία, διατηρώντας, στο ακέραιο, το ήθος και την αξιοπρέπειά του.

Ο αξιόλογος Βρετανός σκηνοθέτης Στιβ Μακουίν, μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη την συγκλονιστική και βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, ιστορία του Σόλομον Νόρθαπ, ενός ανθρώπου που αγωνίστηκε για την προσωπική του ελευθερία και επιβίωση. Η ιστορία εξελίσσεται σε μία εποχή που το τίμημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, διακυβευόταν από το χρώμα του δέρματος…

«Στιβ Τζομπς» (Steve Jobs – 2015) του Ντάνι Μπόιλ

image

O Μάικλ Φασμπέντερ – υποψήφιος για Όσκαρ ‘Β Ανδρικού Ρόλου στην υπέροχη ταινία «12 Χρόνια Σκλάβος» (12 Years a Slave), τον οποίο πρόσφατα απολαύσαμε και στο φιλμ «Macbeth» – αναλαμβάνει να ενσαρκώσει ένα πρόσωπο-σταθμό για τον 20ο αιώνα, τον ιδιόρρυθμο γκουρού της τεχνολογίας και ιδρυτή του κολοσσού που ακούει στο όνομα Apple.

Ο Στιβ Τζομπς, αφιέρωσε όλη του τη ζωή στη δημιουργία εργαλείων που θα βελτίωναν την επικοινωνία των ανθρώπων, αλλάζοντας για πάντα την ανθρωπότητα, με τις ανάλογες όμως συνέπειες, αλλά και με αμφιλεγόμενες πολλές φορές μεθόδους. Με οδηγό το σπουδαίο σενάριο του Άαρον Σόρκιν – το οποίο βασίζεται στο βιβλίο του Γουόλτερ Άιζακσον – ο Ντάνι Μπόιλ, δύο χρόνια μετά το φιλμ «Trance» (2013), επιστρέφει με τη νέα του μεγάλου μήκους ταινία: «Στιβ Τζομπς» (Steve Jobs – 2015). Ο βραβευμένος με Όσκαρ, Βρετανός σκηνοθέτης, μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη, τη ζωή και το έργο του ιδρυτή της Apple, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο, τις υποκριτικές ικανότητες, τόσο του εντυπωσιακού Μάικλ Φασμπέντερ, όσο και της υπέροχης Κέιτ Γουίνσλετ.

«Ο Τζομπς ήθελε να κάνει τους υπολογιστές μαζικούς. Να είναι προσβάσιμοι στον καθέναν. Σαφώς ήταν Μακιαβελικός. Ίσως και να ήταν και κάπως απάνθρωπος. Αλλά κάποιες φορές οι άνθρωποι χρειάζονται να χειραγωγηθούν για να είναι αποδοτικοί. Ενίοτε το κάνουν και οι σκηνοθέτες στους ηθοποιούς τους. Ο Τζομπς ήθελε συνέχεια να εξελίσσεται. Σπάνια έπαιρνε άδεια. Είχε ένα όραμα και ήθελε εμμονικά να το υλοποιήσει. Ήταν τόσο χειμαρρώδης που και τα παράλογά του καθίσταντο τελικά λογικά στους γύρω του και έβλεπαν τον κόσμο μέσα από τα δικά του μάτια. Την ίδια στιγμή ήταν τόσο απόμακρος και δεν άφηνε κανέναν να τον πλησιάσει ουσιαστικά ή να τον δει σε στιγμή αδυναμίας – αν υπήρχε…» – Μάικλ Φασμπέντερ

«Macbeth» (2015) του Τζάστιν Κερζέλ

image

Μεταφερόμαστε στην Σκωτία του 16ου αιώνα. Έπειτα από μια σκληρή μάχη, ο Μάκβεθ (Μάικλ Φασμπέντερ), πιστός ακόλουθος και στρατηγός του Βασιλιά Ντάκαν (Ντέιβιντ Θιούλις), κατάφερε να καταστείλει την επανάσταση. Μαζί με τον στρατηγό Μπάνκο (Πάντι Κονσιντάιν), συναντούν τρεις γυναίκες που αναδύονται από τα πτώματα των πεσόντων στρατιωτών και προφητεύουν ότι ο Μάκβεθ θα γίνει Βασιλιάς της Σκωτίας, ενώ ο Μπάνκο πατέρας μελλοντικών βασιλιάδων.

Τυφλωμένος από φιλοδοξία, ο Μάκβεθ στέλνει ένα γράμμα στη σύζυγο του (Μαριόν Κοτιγιάρ), λέγοντάς της για την προφητεία. Εκείνη, χρόνια μακριά από τον σύζυγο της και σε βαθύ πένθος για την απώλεια του μοναδικού τους παιδιού, τον παρακινεί να δολοφονήσει τον Βασιλιά για να καταλάβουν τον θρόνο. Μετά τους εορτασμούς για τη νίκη, ο Βασιλιάς πέφτει για ύπνο, αγνοώντας ότι η Λαίδη Μάκβεθ έχει ναρκώσει τους φρουρούς του. Ενώ κοιμάται, ο Μάκβεθ σκοτώνει τον Βασιλιά του. Μέσα στη σύγχυση και το πένθος, ο Μάκβεθ στέφεται Βασιλιάς. Ο Μπάνκο ωστόσο υποψιάζεται τον νέο του Βασιλιά – καθώς δεν έχει ξεχάσει την προφητεία.

Ο Αυστραλός σκηνοθέτης Τζάστιν Κούρζελ – The Snowtown Murders (2011) – στη δεύτερη μεγάλου μήκους δημιουργία του, επιχειρεί να προσδώσει μία διαφορετική αίσθηση στο δημοφιλές έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, το οποίο έχει μεταφερθεί αρκετές φορές στην μεγάλη οθόνη. Το αποτέλεσμα τον δικαιώνει σε μεγάλο βαθμό, προσφέροντάς μας μία μοναδική εμπειρία θέασης, πολύ διαφορετική απ’ ό,τι έχουμε συνηθίσει μέχρι σήμερα. Πρωταγωνιστούν δύο από τους καλύτερους ηθοποιούς της εποχής μας, ο εμβληματικός Μάικλ Φασμπέντερ και η αγαπημένη, Μαριόν Κοτιγιάρ.

«Παρακολουθείς τον Μάικλ (Φασμπέντερ) και την Μαριόν (Κοτιγιάρ), ή τον Μάικλ και τον Πάντι (Κονσιντάιν) και είναι σαν να βλέπεις σκηνή από το «Goodfellas», με όλους αυτούς τους χαρακτήρες να προσπαθούν να χειραγωγήσουν ο ένας τον άλλο με πολύ έξυπνους τρόπους.» – Τζάστιν Κερζέλ

«Παράνομες Ζωές» (Trespass Against Us – 2016) του Άνταμ Σμιθ

image

Τρεις γενιές της διαβόητης οικογένειας Cutler ζουν παράνομα στην καταπράσινη και ειδυλλιακή εξοχή του Gloucestershire της Αγγλίας. Ο καιρός περνάει κυνηγώντας, κλέβοντας και περιπαίζοντας την αστυνομία στην καρδιά της πιο ακριβής περιοχής της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Chad (Μάικλ Φασμπέντερ) βρίσκεται διχασμένος ανάμεσα στον σεβασμό για τον πατέρα του, τον Coldy (Μπρένταν Γκλίζον) και την επιθυμία να εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή για τη γυναίκα του, την Kelly (Λίντσεϊ Μάρσαλ) και τα παιδιά του. Όταν ο Coldy καταστρώνει σχέδιο να ληστέψει ένα αρχοντικό που βρίθει από θησαυρούς, ο Chad βρίσκεται αντιμέτωπος με μια επιλογή που μπορεί να αλλάξει τη ζωή του για πάντα.

Οι χαρισματικοί Μάικλ Φασμπέντερ (The Light Between Oceans) και Μπρένταν Γκλίζον (The Guard) πρωταγωνιστούν ως πατέρας και γιος μιας οικογένειας που κινείται στο περιθώριο της κοινωνίας. Τοποθετημένη στην ειδυλλιακή εξοχή της Αγγλίας, η ταινία λειτουργεί σε πλήρη αντίθεση καθώς διαδραματίζεται στα πλαίσια μιας περιπλανώμενης κοινότητας εγκληματιών που έχουν τους δικούς τους κανόνες, ακόμα και τη δική τους διάλεκτο. Ρεαλιστική και ανθρωποκεντρική η ιστορία επικεντρώνεται στον αιώνιο ανταγωνισμό μεταξύ πατέρα και γιου, στο διαχρονικό θέμα της ελεύθερης βούλησης αλλά και των προκαταλήψεων. Πρωταγωνιστούν: Μάικλ Φασμπέντερ, Μπρένταν Γκλίζον, Λίντσεϊ Μάρσαλ, Κίλιαν Σκοτ, Ρόρι Κίνεαρ, Σον Χάρις.

«Το Φως Ανάμεσα στους Ωκεανούς» (The Light Between Oceans – 2016) του Ντέρεκ Σιανφράνς

image

Λίγα χρόνια μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Τομ (Μάικλ Φασμπέντερ) και η Ιζαμπέλ (Αλίσια Βικάντερ) ζουν ήσυχα σε ένα μικρό νησάκι κοντά σε μια απομακρυσμένη περιοχή της Αυστραλίας, όπου ο Τομ είναι φαροφύλακας. Ενώ προσπαθούν να ξεπεράσουν το τραύμα της τρίτης κατά σειρά αποτυχημένης κύησης της Ίζαμπελ, βρίσκουν ένα φαινομενικά εγκαταλελειμμένο μωρό σε μια βάρκα που ξεβράζεται στο νησάκι. Μέσα στο πένθος τους, αποφασίζουν να το παρουσιάσουν σαν δικό τους μωρό και περνούν ευτυχισμένοι τα χρόνια που έρχονται. Όμως, η συντετριμμένη μητέρα του παιδιού (Ρέιτσελ Βάις) μπαίνει ξαφνικά στη ζωή τους…

Ζευγάρι στη ζωή, ο Μάικλ Φασμπέντερ και η Αλίσια Βικάντερ συναντιούνται ως ζευγάρι και στην μεγάλη οθόνη, με αφορμή την καινούργια ταινία του Ντέρεκ Σιανφράνς («Blue Valentine», «The Place Beyond The Pines») που τους σκηνοθετεί μαζί με την  Ρέιτσελ Βάις στην κινηματογραφική μεταφορά του συγκλονιστικού ομώνυμου μπεστ-σέλερ μυθιστορήματος «The Light Between Oceans» του Μ.Λ.Στέντμαν. Η ταινία συμμετείχε στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του φετινού 73ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.

«Υπάρχουν τόσα στοιχεία στο φιλμ και είναι κάτι που το βλέπουμε σήμερα στο ζήτημα της μετανάστευσης. Αυτό που συμβαίνει στον Φραντς είναι κάτι που μπορούμε να δούμε και σήμερα, να το κατανοήσουμε. Μπαίνει σε μια βάρκα και πεθαίνει στη θάλασσα. Βλέπουμε τόσους πολλούς μετανάστες να πεθαίνουν στη θάλασσα, στις μέρες μας.» – Μάικλ Φασμπέντερ

«Alien: Covenant» (Προμηθέας 2 – 2017) του Ρίντλεϊ Σκοτ

image

Η ταινία ξεκινάει με μία ειρηνική αποστολή, η οποία προορίζεται να οδηγήσει την ανθρωπότητα πέρα από τα όρια της Γης, σ’ έναν άγνωστο πλανήτη, τον Origae-6. Εκεί, λοιπόν, οδηγούνται αρκετά ζευγάρια, καθώς και δεκάδες έμβρυα με σκοπό να δημιουργήσουν μία νέα αποικία. Το πλήρωμα έχει ως επικεφαλής τον Κάπτεν Τζέικομπ (Τζέιμς Φράνκο) και τη σύζυγό του, Ντάνιελς (Κάθριν Ουότερστον).

Αμέσως δεύτερος σε ιεραρχία έρχεται ο Κρίστοφερ Οράμ (Μπίλι Κράνταπ) και η βιολόγος γυναίκα του Καρίν (Κάρμεν Ετζόγκο). Οι πιλότοι Τένεζι (Ντάνι Μακμπράιντ) και Φάρις (Έιμι Σέιμετζ). Ο επικεφαλής Ασφαλείας, Λογαχός Λόουπ (Ντέμιαν Μπισίρ) και ο Λογαχός Χάλετ (Ναθανιέλ Ντιν). Μαζί τους βρίσκεται και ο πάντα πιστός συνθετικός Ουόλτερ (Μάικλ Φασμπέντερ), που τους προσέχει όλους, ενώ βρίσκονται σε κατάσταση ύπνου μέχρι να φτάσουν στον τελικό προορισμό τους.

Όλα, όμως, ανατρέπονται όταν μία μηχανική ζημιά του Covenant οδηγεί στον θάνατο του Κάπτεν Τζέικομπ και αναγκάζει τον Ουόλτερ να ξυπνήσει πρόωρα τους επιβάτες προκειμένου να τους σώσει. Η Ντάνιελς ψάχνει παρηγοριά για τον  θάνατο του συζύγου της στον Ουόλτερ, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι η εξελιγμένη μορφή του συνθετικού Ντέιβιντ, που είχαμε γνωρίσει στο “Prometheus”. Αν και τεχνολογικά είναι ανώτερος από τον προκάτοχό του, η συναισθηματική του ικανότητα είναι αρκετά περιορισμένη. Δεν μπορεί να ερωτευθεί κι έχει προγραμματιστεί ώστε να είναι απόλυτα πιστός στο πλήρωμα του Covenant.

«Βρίσκεται εκεί κατά κύριο λόγο για να προστατέψει και να υπηρετήσει, σαν ένας καλός αστυνομικός. Είναι ορθολογιστής και δεν έχει κανένα συναισθηματικό υπόβαθρο, ακόμη και όταν κάποιος από το περιβάλλον του αναζητάει κάποιου είδους επαφή μαζί του, όπως κάνει η Ντάνιελς.» – Μάικλ Φασμπέντερ

Αυτή είναι η τρίτη φορά που ο Φασμπέντερ συνεργάζεται με τον Σκοτ και ο σκηνοθέτης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο Μάικλ είναι ένας σπουδαίος ηθοποιός, με τρομερή αίσθηση του χιούμορ. Πάντα ευχαριστιέμαι να δουλεύω μαζί του, κάτι που είναι πολύ σημαντικό για εμένα. Και πάντα προσπαθώ να αναδεικνύω αυτήν την ιδιαίτερη πλευρά του Μάικλ, αυτό το πολύ ιδιαίτερο χιούμορ που διαθέτει.»

«Ο Χιονάνθρωπος» (The Snowman – 2017) του Τόμας Άλφρεντσον

image

Ένα αγοράκι ξυπνά κι αναζητά τη μητέρα του. Το σπίτι άδειο. Στον κήπο ένας χιονάνθρωπος με το φουλάρι της μητέρας του τυλιγμένο στο λαιμό του. Ο συναισθηματικά ασταθής αστυνόμος Χάρι Χόλε και η ομάδα του ξεκινούν την έρευνα κι ανακαλύπτουν έναν ανησυχητικό αριθμό γυναικών που έχουν χαθεί στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων. Ένας serial killer παίζει διεστραμμένα παιχνίδια στρατηγικής στην έδρα του και ο Χάρι Χόλε καλείται να μπει στο μυαλό του.

Πρόκειται για το πολυαναμενόμενου θρίλερ μυστηρίου, βασισμένο στο ομώνυμο παγκόσμιο bestseller του Jo Nesbo, με πρωταγωνιστή τον Μάικλ Φασμπέντερ και σκηνοθέτη τον Τόμας Άλφρεντσον (“Άσε το Κακό να Μπει”, “Κι ο Κλήρος Έπεσε στον Σμάιλι”), ενώ στην παραγωγή συναντάμε τον σπουδαίο, Μάρτιν Σκορσέζε. Πρωταγωνιστούν: Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Μάικλ Φασμπέντερ, Βαλ Κίλμερ, Κλοέ Σεβινί, Τζ. Κ. Σίμονς, Τζέιμι Κλέιτον, Σαρλότ Γκένσμπουργκ, Τζέιμς Ντ΄Αρσί, Τόμπι Τζόουνς.

«Όταν έλαβα το σενάριο, δεν είχα ιδέα για το χαρακτήρα. ήταν ένας ολοκαίνουργιος κόσμος για μένα, Μετά άρχισα να διαβάζω τα βιβλία και άρχισε να με καταλαμβάνει ο κόσμος του Χάρι και να συμπαθώ το χαρακτήρα… Το σενάριο ήταν ανεξάρτητο από το βιβλίο και δεν ήθελα να «μάθω» πράγματα που υπήρχαν στο βιβλίο, αλλά όχι στο σενάριο. Διάβασα, βέβαια, την αρχή του βιβλίου για να πάρω μια ιδέα για το πώς ξεκίνησε ο ήρωας και ποιο ήταν το όραμα του Τζο για τον ήρωα. Ήθελα να δω τα πρωτόλεια χαρακτηριστικά του. Ο Χάρι κουβαλάει την ενοχή του θανάτου ενός συναδέλφου του από δική του υπαιτιότητα… Λόγω μέθης του προκάλεσε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και ο συνάδερφός του σκοτώθηκε. Η υπηρεσία το κάλυψε λέγοντας πως, οδηγός ήταν ο εκλιπών κι όχι ο Χάρι. Αυτό δικαιολογεί το σκοτάδι που τον περιβάλλει και την τάση αυτοκαταστροφής.» – Μάικλ Φασμπέντερ