Η μαγεία του κινηματογράφου και ο τρόπος που επηρεάζει και ανοίγει δρόμους για αλλαγή στη ζωή ενός σκηνοθέτη είναι στο επίκεντρο της απολαυστικής δραματικής κωμωδίας «Προς ένα λαμπρό μέλλον» του Ιταλού σκηνοθέτη Νάνι Μορέτι, βραβευμένου σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ για μια σειρά εξαιρετικών ταινιών, ανάμεσά τους τα «Χρυσά όνειρα» (ειδικό βραβείο της επιτροπής στο φεστιβάλ Βενετίας, 1981 και «Το δωμάτιο του γιου μου», Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες το 2001).

Ads

Πρωταγωνιστής στη νέα του ταινία είναι ο Τζιοβάνι, ένας διάσημος σκηνοθέτης (το alter ego του Μορέτι) που αποφασίζει να γυρίσει μια ταινία που εκτυλίσσεται στην Ιταλία το 1956, όταν η Σοβιετική Ένωση είχε εισβάλει στην Ουγγαρία. Για τον Τζιοβάνι η ταινία αυτή είναι σημαντική, ιδιαίτερα για την τότε στάση του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος, που στάθηκε αιτία να αποχωρήσει από εκείνο της Σοβιετικής Ένωσης και να χαράξει ένα δικό του δρόμο. Σήμερα όμως, όπως ανακαλύπτει ο Τζιοβάνι, τα πράγματα έχουν αλλάξει, τόσο στην πολιτική όσο και στον κινηματογράφο.

Τα προβλήματα που έχει ν’ αντιμετωπίσει, σ’ ένα τέτοιο κλίμα, είναι πολλά και δύσκολα: από τη μια, ενώ αυτός επιμένει πως γυρίζει μια πολιτική ταινία, η πρωταγωνίστριά του επιμένει πως η ταινία του είναι μια ταινία αποκλειστικά για τον έρωτα, από την άλλη, η Πάολα, η παραμελημένη γυναίκα του, και παραγωγός των ταινιών του, δεν τολμά να τον εγκαταλείψει κι έχει αρχίσει να βλέπει, κρυφά του, ψυχολόγο, ενώ παράλληλα, γυρίζει, για πρώτη φορά, μια άλλη, εμπορική, τη φορά αυτή, ταινία με ένα νέο σκηνοθέτη. Ενώ, κάποια στιγμή, ο Τζιοβάνι αρχίζει την προετοιμασία άλλων ταινιών, ανάμεσά τους κι ένα «Κολυμβητή», στοιχείο που τονίζει το πόσο τα άδεια κομμάτια στη ζωή του γεμίζουν και επηρεάζονται από τον κινηματογράφο.

Για τον Τζιοβάνι ο κινηματογράφος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ζωής του. Παρά τα προβλήματα και τις διαφορετικές απόψεις των άλλων γύρω του, ο Τζιοβάνι επιμένει στη δική του ξεχωριστή αντιμετώπιση της ζωής.

Ads

Σε μια από τις καλύτερες και πιο σημαντικές σκηνές της ταινίας ο Τζιοβάνι, που επισκέπτεται το πλατό όπου γυρίζεται η ταινία που παράγει η γυναίκα του, σταματά τον νέο σκηνοθέτη τη στιγμή που εκείνος ετοιμάζεται να γυρίσει την τελευταία, βίαιη σκηνή της ταινίας του (ένας άντρας ετοιμάζεται να πυροβολήσει, στην πραγματιμότητα να εκτελέσει, ένα άλλο, ήδη βαριά τραυματισμένο άντρα), επεμβαίνει για να χαρακτηρίσει αδικαιολόγητη τη βία, θεωρώντας την χωρίς ηθική υπόσταση, γι’ αυτόν είναι μια «απλή εκτέλεση», και προσπαθώντας, με διάφορους τρόπους, να τους πείσει:

Μιλώντας για τη β;iα χάρη στη βια που χρησιμοποιούν και εκμεταλλεύονται οι σύγχρονες ταινίες, αναλύοντας αντίστοιχη σκηνή δολοφονίας ενός ταξιτζή σε ταινία του Κισλόφσκι («Μικρή ιστορία για ένα φόνο») όπου η καταγραφή ενός φόνου σε κάνει να αντιδράσεις ενάντια στο έγκλημα.

Συζήτηση που τραβάει ώρες, ώσπου νυχτώνει, δοσμένη όμως με χιούμορ και σατιρική διάθεση (σε μια στιγμή ο Τζιοβάνι προσπαθεί να τηλεφωνήσει στον Σκορσέζε για να πάρει τη δίκη του άποψη), όπως πολλές άλλες σκηνές. με τον κινηματογράφο πάντα στο πρώτο πλάνο. Σε μια άλλη, ωραία σκηνή, βλέπουμε το νεαρό ζευγάρι, πρωταγωνιστές στην ταινία που γυρίζει ο Τζιοβάνι, να παρακολουθούν στο σινεμά την «Ντόλτσε Βίτα» του Φελίνι, τη στιγμή του φινάλε, με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στην παραλία, ενώ ακούγεται ένα όμορφο ερωτικό τραγούδι, με τα τραγούδια, όπως μαθαίνουμε να επικρατούν στην ταινία που γυρίζει.

Όπως ανάφερε ο ίδιος ο Μορέτι: «Ήθελα η ταινία μου να ακολουθεί τις σκέψεις και τα αισθήματα του Τζιοβάνι. Γι’ αυτό, στην αφήγησή μου της ιστορίας (ή, πιο σωστά, των διάφορων ιστοριών), χρειαζόμουν ένα πλούσιο και ελεύθερο σενάριο, ικανό να περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα, τόνους και στιλ. Η ταινία περνά διαφορετικές κρίσεις, μετά τις ξεπερνά χάρη στον κινηματογράφο, που έχει τη μαγική δύναμη να μας βοηθά ν’ ανακαλύψουμε την ελαφρότητα και την επιθυμία να είσαι ευτυχισμένος, παρόλα αυτά».

Οι ομορφιές και οι απολαύσεις της γαστρονομίας περνούν μέσα από την αληθινή ιστορία ενός διάσημου μάγειρα του 19ου αιώνα και της Εζενί Σατέν, της γυναίκας που του συμπαραστάθηκε και μαγείρευε μαζί του για 20 χρόνια μέχρι και το θάνατό της, στην όμορφη, δοσμένη με αγάπη και συγκίνηση, γαλλική ταινία «Το πάθος του Ντοντέν Μπουφάν» του Βιετναμέζου σκηνοθέτη Αν Χουνγκ Τραν.

Aπό τα πρώτα 15 λεπτά της ταινίας παρακολουθούμε το ζευγάρι αυτό, στη «φθινοπωρινή ηλικία» τους, όπως αναφέρει κάποια στιγμή ο ίδιος ο Ντοντέν, να φτιάχνουν όμορφες, δοσμένες με κάθε λεπτομέρεια σκηνές υπεροχής μαγειρικής, πριν μας εισάγει στην ιστορία τους, τη σχέση τους, τον έρωτά τους, τις συναντήσεις και τα γεύματά τους με στενούς φίλους, με τη μαγειρική, με τα διάφορα φαγητά και τα κρασιά, να διανθίζουν ολόκληρη την ταινία.

Εκείνο που καταφέρνει πάνω απ’ όλα να δώσει ο σκηνοθέτης είναι, πέρα από την εισαγωγή μας στα μυστικά και τις απολαύσεις της γαστρονομίας, είναι τη σχέση ανάμεσα στους δυο αυτούς ανθρώπους, μια σχέση ήρεμη, συγκρατημένη, χωρίς πάθη 20 χρόνια μαζί χωρίς να έχουν παντρευτεί (όταν ο Ντοντέν τελικά αποφασίζει να προτείνει γάμο στην Εζενί είναι πια αργά), σχέση δεμένη με το πάθος τους για τη φύση γύρω τους και τη γαστρονομία (σε μια ερώτηση της Εζενί προς τον Ντοντέν αν γι’ αυτόν είναι πάνω από όλα γυναίκα του ή μαγείρισσα, εκείνος απαντά, «μαγείρισσα», κάτι στο οποίο συμφωνούν απόλυτα). Με την Ιρέν Ζακόμπ και τον Μπενουά Μαζινέλ να δημιουργούν την απαραίτητη χημεία που, μαζί με τη μαγειρική (που κατορθώνει πραγματικά να σε μαγεύσει) είναι ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία της ταινίας.

Στην ταινία «Kubi» του Ιάπωνα Τακέσι Κιτάνο (που είδαμε εκτός συναγωνισμού) έχουμε μια ιστορία με σαμουράι με αντίπαλους πολέμαρχους να εμπλέκονται σε πολέμους για το ποιος θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.

Ο Κιτάνο, γνωστός για σειρά εξαιρετικών, ιδιαίτερα βίαιων αστυνομικών περιπετειών («Βίαιος μπάτσος», «Σονατίνα», «Πυροτεχνήματα»), έφτιαξε μια από τις πιο βίαιες ταινίες του, με άγριες σκηνές μαχών στο στιλ των ταινιών gore (γεμάτη αποκεφαλισμούς κ.ά.), τις οποίες όμως επενδύει με ένα μαύρο χιούμορ, όχι μόνο στις σχέσεις ανάμεσα στους διάφορους πολέμαρχους αλλά και σε εκείνες των φτωχών αγροτών που ακολουθούν τα στρατεύματα των σαμουράι προσπαθώντας να κερδίσουν κάτι, για να καταλήξουν οι περισσότεροι στο θάνατο (σε σκηνές που το χιούμορ τους μου θύμισε τον «Θρόνο του αίματος» του Κουροσάβα).

*Πηγή: enetpress.gr