Στις 9 Μαΐου του 1958, στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνιας, πραγματοποιείται η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας «Vertigo» του Άλφρεντ Χίτσκοκ – στην Ελλάδα προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 4 Ιανουαρίου του 1960, με τον τίτλο: «Ο Δεσμώτης του Ιλίγγου» – Εξήντα (60) χρόνια μετά, κάποιοι θεωρούν την ταινία του μετρ του σασπένς, ως την καλύτερη όλων των εποχών και άλλοι πιστεύουν ότι απλά πρόκειται για ένα υπερεκτιμημένο φιλμ μυστηρίου. Ας την ξαναθυμηθούμε λοιπόν παρέα.

Ads

«Για να φτιάξεις μία πραγματικά καλή ταινία χρειάζεσαι τρία πράγματα: σενάριο, σενάριο, και σενάριο…» – Άλφρεντ Χίτσκοκ

Η ταινία «Ο Δεσμώτης του Ιλίγγου» / «Vertigo» του Άλφρεντ Χίτκσοκ, είναι ουσιαστικά μία σπουδή δύο ωρών στο συνολικό έργο του μετρ του σασπένς. Ρομαντικός, κλειστοφοβικός, ψυχωτικός, διατροφικός, φετιχιστής, έμμονο-ληπτικός, νεκροφιλικός, σουρεαλιστής, βίαιος, μελαγχολικός, τελειομανής και όλα αυτά, στο απόγειο της τεχνικής του.

«Ο Δεσμώτης του Ιλίγγου» (Vertigo – 1958) του Άλφρεντ Χίτσκοκ

Ads

image

Ένας αστυνομικός του Σαν Φρανσίσκο, ο Σκοτ Φέργκιουσον (Τζέιμς Στιούαρτ), φεύγει από το Σώμα λόγω της υψοφοβίας του. Ένας παλιός του φίλος και εφοπλιστής, τον προσλαμβάνει για να παρακολουθεί τη νευρωτική και με τάσεις αυτοκτονίας, γυναίκα του, Μαντλέν (Κιμ Νόβακ).

Ο αστυνομικός την ερωτεύεται, αλλά αδυνατεί να την σώσει όταν αυτή επιχειρεί ένα πήδημα θανάτου από ψηλά. Καιρό μετά κι ενώ προσπαθεί να ξεφύγει από τις εμμονές του, θα ξανασυναντήσει την νεκρή του αγάπη στο πρόσωπο της μελαχρινής πλέον Τζούντι…

Το φιλμ του Άλφρεντ Χίτσκοκ «Ο Δεσμώτης του Ιλίγγου», είναι μια περίπλοκη πραγματεία πάνω στη ζωή και στον θάνατο, στην πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων ψυχώσεων και στα ακαθόριστα κίνητρα μιας παθιασμένης αγάπης.

image

Με μια πρώτη ανάγνωση η ταινία είναι απλά μία ιστορία μυστήριου. Διαθέτει όμως αναμφισβήτητα όλες εκείνες τις χάρες ενός καλογυρισμένου αστυνομικού θρίλερ, με μια σειρά ανατροπών σε ανιούσα κλίμακα, εμπλουτισμένη με σωστή δοσολογία σασπένς.

Μία από τις πιο δημοφιλείς δημιουργίες του μετρ του σασπένς Άλφρεντ Χίτσκοκ, με πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Στιούαρτ στην τέταρτη και τελευταία συνεργασία τους. Η ταινία ήταν υποψήφια για δύο Όσκαρ – στις κατηγορίες Best Art Direction-Set Decoration, Black-and-White or Color και Best Sound.

Το «Vertigo» πραγματεύεται την ανθρώπινη αδυναμία. Είτε αυτή εκφράζεται μέσα από φοβίες, είτε μέσα από ψυχωτικές καταστάσεις, από την παθιασμένη αγάπη η και από τον φόβο. Απ’ όπου κι αν πηγάζει και όπως κι αν εκφράζεται, αυτή είναι το βασικό θέμα που προσεγγίζει καρέ καρέ και με ψυχαναλυτική διάθεση ο σκηνοθέτης.

image

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέσα στον ρόλο που ερμηνεύει θαυμάσια ο βετεράνος ηθοποιός Τζέιμς Στιούαρτ, ενσωματώνονται στοιχειά της αλλόκοτης προσωπικότητας του Χίτσκοκ, που εγείρουν ζητήματα μισογυνισμού, μετενσάρκωσης και υποκειμενικής θεώρησης της απόλυτης αγάπης. Ο σκηνοθέτης δομεί την σχέση του πρωταγωνιστή με την Κιμ Νόβακ, ακριβώς πάνω στα χνάρια των σχέσεων που ανέπτυσσε ο ίδιος με τις πρωταγωνίστριες του.

Διαβάστε επίσης:

Άλφρεντ Χίτσκοκ / Alfred Hitchcock

image

Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου του 1899 στο Ιστ Εντ του Λονδίνου και πέθανε στις 29 Απριλίου του 1980 στο Λος Άντζελες των Ηνωμένων Πολιτειών. Ξεκίνησε να δουλεύει σε κινηματογραφικό στούντιο του Λονδίνου το 1920 σχεδιάζοντας τους τίτλους αρχής για τις ταινίες του στούντιο. Μετά από δύο χρόνια του δόθηκε η ευκαιρία να καθίσει για πρώτη φορά στην καρέκλα του σκηνοθέτη.

Ο Χίτσκοκ μέσα από την πλούσια φιλμογραφία του και το μοναδικό του έργο, παραμένει διαχρονικά ένας πρωτοπόρος σκηνοθέτης και σημείο αναφοράς, τόσο για τους θεατές όσο και για τους συναδέλφους του στον χώρο της Έβδομης Τέχνης.

Ο Βρετανός σκηνοθέτης προτάθηκε συνολικά πέντε φορές για Όσκαρ σκηνοθεσίας: το 1941 (Ρεβέκκα), το 1945 (Στον Ίσκιο του Θανάτου / Ναυαγοί) το 1946 (Νύχτα Αγωνίας), το 1955 (Σιωπηλώς Μάρτυς) και το 1961 (Ψυχώ), αλλά δε το κέρδισε ποτέ. Ωστόσο η Ακαδημία αναγνωρίζοντας το λάθος της, του απένειμε το 1968, ένα τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο της προσφοράς του, στον χώρο της Έβδομης Τέχνης.

Ήταν η 40η Απονομή των Βραβείων Όσκαρ της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, κι εν λόγω βράβευση έχει καταγραφεί ως ο μικρότερος ευχαριστήριος λόγος στην ιστορία του θεσμού:

Διαβάστε επίσης:

«Όταν ένας ηθοποιός με πλησιάζει για να συζητήσουμε τον χαρακτήρα του, του λέω ότι τα πάντα είναι γραμμένα στο σενάριο. Αν επιμένει και ρωτήσει “Μα ποιο είναι το κίνητρό μου;”, του απαντώ “Ο μισθός σου”…» – Άλφρεντ Χίτσκοκ

Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ συζητά με τον Φρανσουά Τρυφώ

image

Θα ήταν ατόπημα να κλείσουμε το συγκεκριμένο άρθρο, χωρίς να αναφερθούμε στο θρυλικό βιβλίο του Γάλλου σκηνοθέτη Φρανσουά Τρυφώ, για τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, απ’ όπου παραθέτουμε κι ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:

Άλφρεντ Χίτσκοκ: Με ενδιέφεραν οι προσπάθειες του ήρωα να ξαναπλάσει μια γυναίκα από την εικόνα μιας νεκρής. Όπως ξέρετε, αυτή η ιστορία χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος φτάνει μέχρι το θάνατο της Μάντλεν, που πέφτει από το καμπαναριό. Το δεύτερο αρχίζει όταν ο ήρωας συναντά την καστανή κοπέλα, την Τζούντι, που μοιάζει στη Μάντλεν. Στο βιβλίο, στην αρχή του δευτέρου μέρους, ο ήρωας συναντά την Τζούντι και την υποχρεώνει να μοιάσει όλο και περισσότερο στη Μάντλεν. Μόνο στο τέλος μαθαίνουμε πως ήταν η ίδια γυναίκα. Είναι ένα φινάλε-έκπληξη. Στην ταινία δούλεψα διαφορετικά. Όταν αρχίζει το δεύτερο μέρος, με τη συνάντηση του James Stewart (Τζέιμς Στιούαρτ) με τη καστανή κοπέλα, αποφάσισα να αποκαλύψω αμέσως την αλήθεια, αλλά μόνο στο θεατή. Όλοι εναντιώθηκαν σε αυτή τη αλλαγή, γιατί πίστευαν πως αυτή η αποκάλυψη έπρεπε να γίνει στο τέλος της ταινίας. Φαντάστηκα πως ήμουν παιδί, καθισμένος στα γόνατα της μαμάς μου, που μου διηγείται την ιστορία. Όταν η μαμά σταματά να διηγείται, το παιδί ρωτά πάντα. “Και μετά”. Έβρισκα πως στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, όταν ο ήρωας συναντά την καστανή, δεν δίνεται η αίσθηση ότι κάτι θα συμβεί στη συνέχεια. Με τη δική μου λύση, το παιδί ξέρει πως η Μάντλεν και η Τζούντι είναι το ίδιο πρόσωπο κι έτσι ρωτά τη μαμά του:
“Κι ο James Stewart δεν το ξέρει;”
-“Όχι”.
Φτάσαμε λοιπόν, στο συνηθισμένο δίλημμά μας: σασπένς ή έκπληξη;
(..) Όμως το κοινό ξέρει την αλήθεια κι έτσι δημιουργήσαμε ένα σασπένς στο ερώτημα: Πως θα αντιδράσει ο James Stewart όταν ανακαλύψει πως η Τζούντι είναι η Μάντλεν και ότι του είπε ψέματα;
Αυτή είναι η κύρια σκέψη μας. Προσθέτω ότι στην ταινία υπάρχει ένα πρόσθετο ενδιαφέρον, γιατί γίνεται εμφανής η αντίδραση της Τζούντι να μοιάσει στη Μάντλεν. Στο βιβλίο έχουμε μια κοπέλα που αρνείται να μοιάσει σε κάποια άλλη, κι αυτό είναι όλο. Στην ταινία έχουμε μια γυναίκα που καταλαβαίνει πως αυτός ο άντρας σιγά σιγά την ξεμασκαρεύει. Να η πλοκή.
Υπάρχει και μια άλλη πλευρά, που θα την ονόμαζα “ψυχολογικό σεξ”. Είναι η θέληση αυτού του ανθρώπου να αναπλάσει μια σεξουαλική εικόνα. Για να πω απλά, αυτός ο άνθρωπος θέλει να κάνει έρωτα με μία νεκρή, είναι περίπτωση καθαρής νεκροφιλίας.

Φρανσουά Τρυφώ: Πράγματι, οι σκηνές που προτιμώ είναι εκείνες όπου ο James Stewart οδηγεί την Τζούντι στη μοδίστρα για να της αγοράσει ένα ταγιέρ παρόμοιο με εκείνο που φορούσε η Μάντλεν, είναι η φροντίδα με την οποία διαλέγει τα παπούτσια, σαν μανιακός…

Άλφρεντ Χίτσκοκ: Αυτή είναι η βασική κατάσταση της ταινίας. Κινηματογραφικά, όλες τις προσπάθειες του James Stewart να αναπλάσει τη γυναίκα, τις δείχνουμε σαν να προσπαθεί να τη γδύσει μάλλον, παρά να την ντύσει. Και η σκηνή που ένιωθα περισσότερο είναι όταν η κοπέλα εμφανίζεται με τα μαλλιά της βαμμένα ξανθά. Ο James Stewart δεν μένει τελείως ικανοποιημένος, γιατί δεν τα ’χει δεμένα κότσο. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως είναι σχεδόν ολόγυμνη μπροστά του, αλλά ακόμα αρνιέται να βγάλει το κιλοτάκι της.
(…) Θα θυμάστε πως στο πρώτο μέρος, όταν ο James Stewart ακολουθούσε τη Μάντλεν στο νεκροταφείο, τα πλάνα την έδειχναν μυστηριώδη γιατί χρησιμοποιούσαμε φίλτρα ομίχλης. Έτσι είχαμε ένα πράσινο χρωματικό εφέ πάνω από τη λάμψη του ήλιου. Αργότερα , όταν ο James Stewart συναντά την Τζούντι, την έβαλα να μένει στο ξενοδοχείο Εμπαίρ, στην Πόστ Στριτ, γιατί στην πρόσοψη αυτού του ξενοδοχείου, υπάρχει ένα πράσινο νέον που αναβοσβήνει ασταμάτητα. Έτσι μπόρεσα να δημιουργήσω χωρίς τέχνασμα το ίδιο μυστήριο γύρω από την κοπέλα, τη στιγμή που βγαίνει από το μπάνιο. Το πράσινο νέον τη φωτίζει και είναι πραγματικά σαν να επιστρέφει από τους νεκρούς.(…).

Φρανσουά Τρυφώ: Υπάρχει στο Vertigo (Δεσμώτη του Ιλίγγου) μια κάποια βραδύτητα, ένας ρυθμός παρατήρησης, που δεν τον συναντάμε στις άλλες ταινίες σας, που συνήθως βασίζονται στην ταχύτητα, στο αστραπιαίο.

Άλφρεντ Χίτσκοκ: Πολύ σωστά, αλλά αυτός ο ρυθμός είναι εντελώς φυσικός γιατί αφηγούμαστε την ιστορία από τη σκοπιά ενός συναισθηματικού ανθρώπου. Σαν άρεσε το παραμορφωτικό εφέ όταν ο James Stewart κοιτάζει στο κλιμακοστάσιο του καμπαναριού. Ξέρετε πώς το κάναμε;

Φρανσουά Τρυφώ: Φαντάστηκα πως ήταν ένα τράβελινγκ προς τα πίσω σε συνδυασμό με ένα ζουμ προς τα εμπρός, έτσι είναι;

Άλφρεντ Χίτσκοκ: Πράγματι. Λύσαμε αυτό το πρόβλημα χρησιμοποιώντας Ντόλυ και ζουμ ταυτόχρονα. Τους ρώτησα πόσο θα μου κόστιζε και μου απάντησαν “πενήντα χιλιάδες δολάρια”, γιατί θα έπρεπε να βάλουμε την κάμερα ψηλά στο κλιμακοστάσιο και να φτιάξουμε ένα ολόκληρο σύστημα που θα την ανύψωνε, θα την κρατούσε στο κενό, με κάποιο κατάλληλο αντίβαρο κ.λ.π. Τότε τους είπα “Δεν υπάρχουν ηθοποιοί σ’ αυτή τη σκηνή, είναι ένα υποκειμενικό πλάνο. Γιατί να μην φτιάξουμε σε μακέτα ένα κλιμακοστάσιο, να βάλουμε τη μακέτα οριζόντια στο έδαφος και να κάνουμε τα τράβελινγκ-ζουμ που θέλουμε;”. Έτσι μου κόστισε μόνο δεκαεννέα χιλιάδες δολάρια.

Φρανσουά Τρυφώ: Ε, έχει διαφορά! Νιώθω πως αγαπάτε ιδιαίτερα αυτή την ταινία, έτσι δεν είναι;

Άλφρεντ Χίτσκοκ: Δεν μου αρέσει το κενό που υπάρχει στην ιστορία. Πώς ο άντρας που έριξε τη Μάντλεν από το καμπαναριό, ήξερε πως ο James Stewart δεν μπορούσε να ανέβει τις σκάλες; Μόνο και μόνο επειδή έπασχε από υψοφοβία. Δεν μπορούσε να είναι τελείως σίγουρος.

Φρανσουά Τρυφώ: Συμφωνώ, αλλά μου φάνηκε πως το δώσατε μ’ ένα πολύ πειστικό τρόπο… Από ό,τι ξέρω, η ταινία δεν ήταν ούτε επιτυχία ούτε αποτυχία..

Άλφρεντ Χίτσκοκ: Απλώς κάλυψε τα έξοδα της.

Φρανσουά Τρυφώ: Τη θεωρείτε λοιπόν αποτυχία;

Άλφρεντ Χίτσκοκ: Μάλλον ναι. Ξέρετε πως ένα από τα ελαττώματα μας όταν μια ταινία δεν πάει καλά, είναι να κατηγορούμε το γραφείο διανομής. Για να σεβαστούμε, λοιπόν, το έθιμο, ας πούμε πως η ευθύνη είναι του γραφείου διανομής.

(απο το βιβλίο Χίτσκοκ – Φρανσουά Τρυφώ, μετάφραση Γιάννης Δ. Ιωαννίδης, εκδόσεις Ύψιλον, 1986)