Από τις ταινίες του βωβού κινηματογράφου, μέχρι τη σημερινή εποχή με τα εντυπωσιακά οπτικοακουστικά εφέ και τη χρήση της τρισδιάστατης τεχνολογίας (3D), η Έβδομη Τέχνη έχει εξελιχθεί ραγδαία. Η μαγεία όμως της ασπρόμαυρης φωτογραφίας, παραμένει διαχρονική και ανεξίτηλη στο πέρασμα του χρόνου. Στο σημερινό μας θεματικό αφιέρωμα στην Κινηματογραφική Στήλη του Tvxs.gr παρουσιάζουμε ενδεικτικά 12 αγαπημένα ασπρόμαυρα φιλμ, τα οποία κυκλοφορήσαν στις Αίθουσες τον 21ο αιώνα.

Ads

Καληνύχτα, και Καλή Τύχη (Good Night, and Good Luck – 2005)
Σκηνοθεσία: Τζορτζ Κλούνεϊ

image

Το 1953, o Έντουαρντ Μάροου, ένας εξαιρετικά πετυχημένος πολιτικός αναλυτής του CBS, ο οποίος υποστηρίζεται από μια σπουδαία δημοσιογραφική ομάδα και τον παραγωγό Φρεντ Φρέντλι, αποφασίζει να διερευνήσει την «ομιχλώδη» υπόθεση αποπομπής από την πολεμική αεροπορία ενός ικανότατου πιλότου. Οι έρευνές του όμως σύντομα θα τον οδηγήσουν σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τον γερουσιαστή Τζόζεφ Μακάρθι, θεμελιωτή της περίφημης «μαύρης λίστας», κάτι που θα θέσει σε κίνδυνο την καριέρα του…

Ads

Αυτή η πραγματική ιστορία που προαναφέραμε είναι και το θέμα της ταινίας “Καληνύχτα, και Καλή Τύχη” (Good Night, and Good Luck, 2005). Το φιλμ, αποτελεί τη δεύτερη σκηνοθετική προσπάθεια του Τζορτζ Κλούνεϊ, που μας αφήνει με τις καλύτερες εντυπώσεις. Είχε προηγηθεί το 2002, το “Confessions of a Dangerous Mind”, ενώ στην πορεία θα ακολουθήσουν οι ταινίες: “Leatherheads” του 2008 και “The Ides of March” του 2011, ενδιαφέροντα φιλμ και σίγουρα πολύ καλύτερα από την περσινή σκηνοθετική του προσπάθεια στο “Μνημείων Άνδρες” (The Monuments Men – 2014).

image

Έχοντας μία πλειάδα γνωστών και εξαιρετικών ηθοποιών στη διάθεση του και κρατώντας για τον εαυτό έναν πιο μικρό ρόλο ο Κλούνεϊ, αποφασίζει σοφά να μας παρουσιάσει το συγκεκριμένο έργο σε ασπρόμαυρο φόντο, μεταφέροντας μας ακόμα πιο πειστικά στην ατμοσφαίρα της εποχής εκείνης. Διαθέτοντας αρκετά στοιχεία από το είδος του φιλμ νουάρ, η ταινία εντυπωσιάζει τόσο με την απλότητά της, όσο και με την ειλικρίνειά της. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι τον Τζόζεφ Μακάρθι, επίτηδες δεν τον υποδύεται κάποιος ηθοποιός, αλλά χρησιμοποιούνται πλάνα της εποχής εκείνης καταφέρνοντας έτσι ο Κλούνεϊ να μπολιάσει ιδανικά στο φιλμ του, την ιστορική εγκυρότητα με τη μυθοπλασία.

image

Για την ιστορία, η ταινία τιμήθηκε με τα βραβεία σεναρίου και ανδρικής ερμηνείας (Ντέιβιντ Στράδερν) στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 2005 ενώ ήταν και υποψήφια για έξι Όσκαρ χωρίς ωστόσο να κερδίζει κανένα. Παρόλα αυτά κατάφερε να αναδειχθεί ως η καλύτερη ταινία της χρονιάς, από το Αμερικάνικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου (AFI).

«La Antena» (The Aerial – 2007)
Σκηνοθεσία: Εστεμπάν Σαπίρ

image

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια πολιτεία μακρινή, οι άνθρωποι έχουν χάσει τη φωνή τους. Ο κος TV, ο καναλάρχης της περιοχής, είναι αυτός που έχει αναλάβει την εξουσία. Έχει κλείσει τους ανταγωνιστικούς σταθμούς και έχει κατακλύσει την αγορά με τη μόνη διαθέσιμη τροφή, κουτιά με μπισκότα “ΤV Food”! Όσο για τις φωνές εναντίωσης; Ο κος TV δεν έχει κανένα πρόβλημα, αφού βρήκε την πλέον δραστική λύση. Απλώς τις έκλεψε όλες! Η μόνη γυναίκα που έχει ανακτήσει το δικαίωμά της να μιλά, δεν είναι άλλη από τη «Φωνή». Κι όμως αυτή εξαργυρώνει το δικαίωμά της αυτό, δίνοντας παραστάσεις σε φτηνά μαγαζιά τη νύχτα, κρύβοντας το πρόσωπό της με μια κουκούλα, εξυπηρετώντας τις ορέξεις του αδίστακτου άνδρα.

Ο κος TV όμως, φαίνεται να μη σταματά εκεί και οργανώνει ένα δόλιο σχέδιο για να διατηρήσει την εξουσία του για πάντα. Γι’ αυτό και απαγάγει τη «Φωνή». Δεν ξέρει όμως πως και ο μικρός της γιος διαθέτει αυτό το «χάρισμα». Ένα μικρό κοριτσάκι που θα τον γνωρίσει θα καλέσει την – κατά τ’ άλλα διαλυμένη οικογένειά της – για να τον βοηθήσουν και τους παρασέρνει σ’ ένα ταξίδι προς μια αντένα που εκπέμπει άλλα μηνύματα, προς το άγνωστο, τον κίνδυνο, αλλά και την ελπίδα…

image

Ο σκηνοθέτης από την Αργεντινή, Εστέμπαν Σαπίρ, έχει κάτι καινούριο να μας πει. Χρησιμοποιώντας πραγματικά, τα πιο απλά μέσα για να μας αφηγηθεί μια ιστορία παντοτινή. Σαν κομμένη σκηνή από ταινία του Γερμανικού εξπρεσιονισμού, σαν φιλμ νουάρ που δεν γυρίστηκε ποτέ, σαν το πιο επίκαιρο και όμορφο παραμύθι των ημερών. Συντονισμένοι μ’ ένα μοναδικό, μελωδικό soundtrack, σε προδιαθέτει, να θες να μπεις στην οθόνη και να αγγίξεις τα σκηνικά της, ενώ την ίδια στιγμή το μόνο σημείο όπου στοχεύει, είναι η καρδιά.

Η ταινία, ενώνει τη «φωνή» της, με τη φωνή μας , τη φωνή ενός διαφορετικού κινηματογράφου που υπάρχει εκεί έξω και ζητά από εμάς να το ανακαλύψουμε. Το “La Antena”, είναι μια ταινία που τα λέει όλα χωρίς καν να χρησιμοποιεί διαλόγους, παντρεύοντας, το άσπρο με το μαύρο.

image

Μ’ έναν φόρο τιμής στο βουβό σινεμά, ο Εστέμπαν Σαπίρ, δίνει ξεκάθαρες αναφορές σε μνημειώδης ταινίες του είδους, όπως το “Metropolis” του Fritz Lang, αλλά και γενικότερα σε ταινίες Sci-Fi, ακόμα και film-noir. Ο σκηνοθέτης, απευθύνεται σ’ ένα κοινό, που αφού θα καταφέρει να ξεπεράσει την τυχόν αρχική του δυσπιστία στο αισθητικό πείραμα, καλείται να γίνει κοινωνός και είναι σίγουρο ότι θα απολαύσει ένα εκκεντρικό αλλά υπέροχο παραμύθι.

Με σαφείς υπαινιγμούς για την χειραγώγηση των μέσων μαζικής ενημέρωσης, το φιλμ “La Antena”, είναι ένα υπέροχο κινηματογραφικό διαμαντάκι από την ανερχόμενη Λατινοαμερικάνικη σκηνή και ειδικότερα της Αργεντινής που τα τελευταία χρόνια μας έχει δώσει υπέροχα δείγματα γραφής, όπως το «Medianeras» του 2011, το Οσκαρικό «The Secret in Their Eyes» του 2009, αλλά και τα πιο πρόσφατα, «Λευκός Ελέφαντας» και «Ιστορίες για Αγρίους». Ανακαλύψτε το…

«Λευκή Κορδέλα» (White Ribbon – 2009)
Σκηνοθεσία: Μίκαελ Χάνεκε

image

Γερμανία, λίγο πριν τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο. Μία σειρά ιδιαίτερων γεγονότων διαταράσσουν την καθημερινότητα της παρηκμασμένης κοινωνικής ζωής ενός προτεσταντικού χωριού. Μία καθημερινότητα αυστηρών ιεραρχιών, αυταρχικής πειθαρχίας, άκαμπτων ταξικών και έμφυλων διαχωρισμών. Τα παιδιά, οι οικογένειές τους, ο πάστορας, ο δάσκαλος, ο γιατρός βρίσκονται όλοι στο επίκεντρο.

Όμως, ανεξήγητα περιστατικά συμβαίνουν, κάτι σαν μια απροσδιόριστη τιμωρία, αναστατώνοντας τη ροή της καθημερινότητας. Ποιος βρίσκεται πίσω από όλα αυτά; Η ταινία αντιπροσωπεύει έναν ευφυή, σύνθετο στοχασμό πάνω στη γέννηση της βίας και την παρακμιακή πορεία της κοινωνίας, στις παρυφές του πολέμου που άλλαξε τον γεωγραφικό χάρτη και τις ζωές των ανθρώπων για πάντα.

image

Με την κινηματογραφική σύνθεση εικόνων ολοκληρωτισμού, βίας, μίσους και διαφθοράς, με την αλληγορική αφήγηση περί του αβγού του φιδιού, αλλά και με φωτεινή μονοχρωμία και υποβλητικά πλάνα, ο κορυφαίος Αυστριακός σκηνοθέτης Μίκαελ Χάνεκε, μοιάζει να επιδιώκει να δέσει τη «Λευκή Κορδέλα» του στον θεατή, καλώντας τον παράλληλα να ανακαλύψει τη δύναμη όσων πιθανώς ελλοχεύουν, καθώς και εκείνων που διαμόρφωσαν τον μετέπειτα ναζιστικό χαρακτήρα τους.

image

Η ταινία πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο 62 Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών, όπου και τιμήθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα, το βραβείο FIPRESCI και το Οικουμενικό Βραβείο του Φεστιβάλ. Έξοχο το καστ του φιλμ, όπου πρωταγωνιστούν οι: Ούλριχ Τουκούρ, Μπούργκαρτ Κλάουσνερ, Σούζαν Λόθαρ, Κρίστιαν Φρίντελ. Ένα αυθεντικό αριστούργημα και μία από τις καλύτερες ταινίες που προβλήθηκαν στην μεγάλη οθόνη, την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα…

«Το Άλογο του Τορίνο» (The Turin Horse / A torinói ló – 2011)
Σκηνοθεσία: Μπέλα Ταρρ

image

«Τορίνο, 3 Ιανουαρίου 1889: ο Φρίντριχ Νίτσε, βγαίνει από την πόρτα του σπιτιού που διαμένει, στην οδό Κάρλο Άλμπερτ 6. Όχι μακριά από αυτόν, ο οδηγός ενός δίτροχου κάρου έχει πρόβλημα με το πεισματάρικο άλογό του. Όσο κι αν το τσιγκλά, το άλογο αρνείται να κουνηθεί και τότε ο οδηγός χάνει την υπομονή του και αρχίζει να το μαστιγώνει. Ο Νίτσε μπαίνει στη μέση με φούρια για να δώσει τέλος σε αυτή τη βίαιη σκηνή, αγκαλιάζοντας το λαιμό του αλόγου και κλαίγοντας. Ο σπιτονοικοκύρης του, τον παίρνει μέσα στο σπίτι, τον βάζει να ξαπλώσει ακίνητο και σιωπηλό για δύο μέρες, μέχρι που ο Νίτσε θα μουρμουρίσει τα απαραίτητα τελευταία του λόγια και θα ζήσει για ακόμα 10 χρόνια, βουβός και παράφρων, με τη φροντίδα της μητέρας του και των αδελφών του. Δεν γνωρίζουμε τι απέγινε το άλογο.»

image
Αυτά ακριβώς, είναι τα εισαγωγικά λόγια του Μπέλα Ταρρ, στην αρχή της ταινίας του, που πιάνει την αφήγηση αμέσως μετά από αυτά τα γεγονότα και αποτελεί μια συγκλονιστική περιγραφή της δύσκολης ζωής του οδηγού του κάρου, της κόρης του και του αλόγου. Δείχνοντας μας, πως τρία απλά πράγματα, ένας αγρότης, μια κόρη κι ένα γέρικο και κουρασμένο άλογο, μπορούν να συνθέτουν μια τραγική ιστορία.

Όπως δυστυχώς έχει ανακοινώσει ο ίδιος ο Ούγγρος σκηνοθέτης, αυτή είναι η τελευταία του ταινία. Κι εδώ, συνεργάζεται ξανά με τον συν-σεναριογράφο του, τον συγγραφέα Laszlo Krasznahorkai, στο σενάριο του φιλμ «Το Άλογο του Τορίνο» (The Turin Horse / A torinói ló – 2011).

image

Η λιτότητα της ταινίας, φτάνει στο έπακρο, για να τονίσει την αίσθηση του θανάτου, τη μοναξιά, την τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης, μέσα από τη ζωή δύο απλών ανθρώπων που ο σισύφειος αγώνας τους για επιβίωση, συνδέεται με την σκληρή και πεζή καθημερινότητα.

Τα φιλμ του Μπέλα Ταρρ, αντί να λέμε ότι είναι ασπρόμαυρα θα ταίριαζε καλύτερα αν λέγαμε πως συνδυάζουν το σκοτεινό γκρίζο με το φωτεινό γκρίζο. Κάποτε, ρώτησαν τον σκηνοθέτη, γιατί το γκρι, κυριαρχεί στις ταινίες του, κι αυτός τους απάντησε: «Γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα. Λένε, πως η ζωή είναι πολύχρωμη, όμως για κοίτα γύρω σου!».

Παρ’ όλη την πεσιμιστική αυτή διάθεση του ίδιου του καλλιτέχνη, πρέπει να παραδεχθώ, πως η τέχνη του Μπέλα Ταρρ, με γεμίζει χαρά. Αισθαντική χαρά, καθώς μιλάμε για έναν σημαντικό σκηνοθέτη, με τόση δύναμη, που μπορεί να συνθέσει πανέμορφες όσο και περίπλοκες κινήσεις της κάμερας, χωρίς να πέφτει στην παγίδα των εύκολων λύσεων της μανιέρας.

image

Τα φιλμ του Ούγγρου σκηνοθέτη, είναι ένα σύνολο χειρονομιών, βλεμμάτων, φωνών, κορμιών και τοπίων. Αν αγαπάω τις ταινίες του Μπέλα, είναι γιατί πήρε τοις μετρητοίς τη σκέψη πως η γνώση στην κινηματογραφική τέχνη, δημιουργείται μέσα από την τέχνη, του να βλέπεις. Πιστέψτε με, το να παρακολουθείς μια ταινία, δεν είναι σε καμία περίπτωση μια εύκολη διαδικασία. Το βλέμμα, πρέπει να ενοχλείται όσο το δυνατό λιγότερο από άχρηστα στοιχεία.

Αυτή ακριβώς η σύνδεση, είναι που ενοποιεί τα πάντα με μια κίνηση και γίνεται πιο αισθητή μέσα από τις αργές, μακριές, συχνά καμπυλωτές κινήσεις της κάμερας που κινείται από αντικείμενο σε αντικείμενο, χωρίς να σταματά. Αγγίζει έτσι απαλά τον κόσμο από κοντά, ενώ ταυτόχρονα τον παρατηρεί συνολικά. Ο Μπέλα Ταρρ, χρησιμοποιεί όσο μπορεί λιγότερα πλάνα γιατί κάθε συγκόλληση του φιλμ, είναι ταυτόχρονα κι ένα κόψιμο, ένα σκίσιμο στο ύφασμα της ζωής. Χρειαζόμαστε, πραγματικά τις ταινίες του Μπέλα, για να θυμόμαστε εν τέλει, ότι είμαστε ζωντανοί…

«The Artist» (2011)
Σκηνοθεσία: Μισέλ Χαζαναβίσιους

image

O Τζορτζ Βάλενταϊν είναι ο μεγαλύτερος σταρ στο Χόλιγουντ των 20s, ένας ήρωας πάνω στην κόψη της επαναστατικής αλλαγής του κινηματογραφικού μέσου. Ο ήχος εισβάλλει στο σινεμά και η βιομηχανία πλέον, εκτός από λαμπερά πρόσωπα, αναζητά και θελκτικές φωνές. Έτσι, ο Ζορζ παίρνει την κατιούσα. Η Πέπι Μίλερ από την άλλη, είναι μια χαριτωμένη όσο και φιλόδοξη στάρλετ, την οποία ο Βαλεντίν βοήθησε στα πρώτα της βήματα. Θα αρπάξει την ευκαιρία να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα, όταν εντελώς αναπάντεχα, θα βρεθεί στο επίκεντρο της δημοσιότητας ως μία από τις πλέον, υποσχόμενες εκπροσώπους του ομιλούντος κινηματογράφου. Η έλξη που νιώθουν ο ένας για τον άλλον, είναι ακαταμάχητη, αλλά θα μπουν σε κάθε λογής περιπέτειες για να μπορέσουν να είναι μαζί.

Το «The Artist», είναι ένας πρωτότυπος, συγκινητικός και εξαιρετικά απολαυστικός φόρος τιμής σε πρωτοπόρους της Έβδομης Τέχνης, όπως ο Φριτς Λανγκ, ο Ερνστ Λιούμπιτς και ο Φρίντριχ Βίλελμ Μουρνάου. Ο ταλαντούχος Γάλλος σκηνοθέτης και σεναριογράφος, Μισέλ Χαζαναβίσιους, δικαιώνεται απόλυτα για την έμπνευσή του και κυρίως, για την τόλμη του να παρουσιάσει εν έτει 2011 μια ταινία, που εκτός από ασπρόμαυρη, είναι και σχεδόν ολόκληρη βωβή.

image

«Πριν από 8 περίπου χρόνια μου γεννήθηκε η ιδέα να γυρίσω μια βωβή ταινία. Σκοπός μου ήταν να αποτίνω φόρο τιμής σε σκηνοθέτες που θαυμάζω απεριόριστα, όπως ο Χίτσκοκ, ο Φριτς Λανγκ, ο Λιούμπιτς και ο Μουρνάου, οι οποίοι παρουσίασαν ορισμένα από τα κορυφαία δείγματα της δουλειάς του την εποχή του βωβού κινηματογράφου. Παράλληλα, όμως, ήθελα να εξερευνήσω και τα όριά μου, τις δυνατότητές μου ως δημιουργός. Στις ταινίες του βωβού, από τη στιγμή που δεν ακούγονται καθόλου διάλογοι, τα πάντα έχουν να κάνουν με τη δύναμη των εικόνων και τα συναισθήματα που αποπνέουν αυτές. Συναισθήματα για τα οποία κύριος υπεύθυνος είναι ο σκηνοθέτης. Η πρόκληση, λοιπόν, ήταν εξαιρετικά μεγάλη. Η απόφασή μου να «ντύσω» τα γυρίσματα με υπέροχα soundtracks από κορυφαίους συνθέτες, όπως ο Μπέρναρντ Χέρμαν, ο Μαξ Στάινερ και ο Φρανκ Γουάξμαν, αλλά και κλασικές συνθέσεις των Τζορτζ Γκέρσουιν και Κόουλ Πόρτερ, αποδείχτηκε ιδιαίτερα εμπνευσμένη, καθώς βοήθησε τον Ζαν και την Μπερενίς να προσεγγίσουν τους χαρακτήρες τους με περισσότερο συναίσθημα και αμεσότητα. Δεν είναι διόλου τυχαίο που λένε πως η μουσική φτιάχνει τη διάθεση και αυξάνει τη δημιουργικότητα…» – Μισέλ Χαζαναβίσιους

image

Το «The Artist», κινηματογραφήθηκε σε φορμά 1.33:1, ακριβώς, δηλαδή, όπως γυρίζονταν και οι ταινίες της εποχής του βωβού, αλλά με έγχρωμο φιλμ, το οποίο τροποποιήθηκε κατάλληλα με τη χρήση ειδικών φίλτρων. Επίσης, οι κάμερες που χρησιμοποιήθηκαν ήταν αρκετά θορυβώδεις, καθώς, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, έτσι θα γινόταν πιο εύκολα αντιληπτό στους συμμετέχοντες πως γυρίζουν βωβή ταινία.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι κάποιες από τις “ταινίες μέσα στην ταινία” που βλέπουμε στο «The Artist» είναι κλασσικές δημιουργίες του βωβού με πρωταγωνιστές τον Ντάγκλας Φέρμπανκς και τον Έρολ Φλιν, οι οποίες τροποποιήθηκαν κατάλληλα από τον τον διευθυντή φωτογραφίας Γκιγιόμ Σίφμαν, ώστε στη θέση των πρωταγωνιστών να εμφανίζεται ο Ντιζαρντέν ως Βαλεντίν. Η σκηνή του εφιάλτη του Βαλεντίν, όπου έρχεται αντιμέτωπος με τον… ήχο, είναι βασισμένη σε μια παρόμοια σκηνή από τον «Πολίτη Κέιν» του Όρσον Γουέλς.

Η ταινία «The Artist» (2011) του Μισέλ Χαζαναβίσιους, είναι μία υπέροχη βωβή κομεντί σε άσπρο-μαύρο, που στον καιρό της βασιλείας της τρισδιάστατης τεχνολογίας (3D), κλείνει έξυπνα το μάτι στην κινηματογραφική ιστορία, αποδεικνύοντας ότι η αληθινή σινε-μαγεία βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας, μακριά από ειδικά εφέ και ψηφιακές αναπαραστάσεις.

Χιονάτη (Blancanieves – 2012)
Σκηνοθεσία: Πάμπλο Μπεργκέρ

image

Η υπόθεση του έργου στηρίζεται στο γνωστό παραμύθι της Χιονάτης. Εδώ όμως ο μπαμπάς της Χιονάτης και οι επτά νάνοι είναι ταυρομάχοι. Η δε κακιά βασίλισσα είναι μια νοσοκόμα που περιποιείται τον ανάπηρο πια πατέρα – ταυρομάχο και τον πείθει να την παντρευτεί ώστε να εκμεταλλευτεί τον πλούτο και τη φήμη του. Όταν η μητριά της επιχειρεί να τη δολοφονήσει η Χιονάτη διαφεύγει – έχοντας χάσει την μνήμη της ύστερα από το τραυματικό γεγονός – και μοιράζεται τη ζωή και το επάγγελμα των νάνων ταυρομάχων. Χάρη στην παλαιότερη διδασκαλία του πατέρα της γίνεται και η ίδια διάσημη ταυρομάχος, μέχρι που η μητριά της, την ανακαλύπτει και επιχειρεί εκ νέου να τη δολοφονήσει.

image

Το παραμύθι της Χιονάτης – τη γνωστότερη εκδοχή του οποίου έχουμε μάθει από τους αδελφούς Γκριμ – αποφάσισε να μεταφέρει ο σκηνοθέτης Πάμπλο Μπεργκέρ στη Σεβίλλη του 1920. Στην εποχή του βωβού κινηματογράφου και στη χώρα του Φλαμένκο και των ταυρομαχιών, μια νεαρή κοπέλα υποφέρει από τη ζωή στα χέρια της μητριάς της και αποφασίζει να φύγει με μία ομάδα νάνων ταυρομάχων.

Ένα κινηματογραφικό διαμαντάκι, από την Ιβηρική χερσόνησο. Η ταινία σε υπέροχο ασπρόμαυρο και βουβό φιλμ, δεν είναι απλώς μία επίκληση στο συναίσθημα της νοσταλγίας και του ρετρό με την οποία γοήτευσε το κοινό αλλά και μία πραγματική ευρωπαϊκή ταινία που αναμειγνύει γενναιόδωρα το χιούμορ με το μελόδραμα.

Στο δεύτερο μέρος του Αφιερώματος «12 ασπρόμαυρα κινηματογραφικά αριστουργήματα του 21ου αιώνα», θα δούμε επίσης αναλυτικά, ακόμη έξι αγαπημένα και αξιόλογα φιλμ.

image