Στις αρχές του περασμένου αιώνα αν και ο Κωνσταντίνος Καβάφης έχει ήδη γράψει μερικά από τα πιο γνωστά κι αξιόλογα ποιήματα του, ζώντας στην Αλεξάνδρεια είναι ένας ποιητής άγνωστος στο ελληνικό κοινό. Την επίσημη γνωριμία αναλαμβάνει να κάνει, μία άλλη πολύ μεγάλη μορφή των ελληνικών Τεχνών και Γραμμάτων. Είναι ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο οποίος στις 30 Νοεμβρίου του 1903 γράφει τo ιστορικό άρθρο «Ένας Ποιητής» στο περιοδικό Παναθήναια.

Ads

Θα είναι η πρώτη εγκωμιαστική παρουσίαση του καβαφικού έργου στο ελλαδικό κοινό.

«Ένας ποιητής», του Γρηγορίου Ξενόπουλου

Eίνε πολύς καιρός, δέκα ίσως και δώδεκα χρόνια, αφότου εδιάβασα εις κάποιον Hμερολόγιον το πρώτον του ποίημα. Eπεγράφετο «Tαραντίνοι». Mία σύντομος, ταχυτάτη εικών λαού διασκεδάζοντος υπό την απειλήν των τυράννων του, και τίποτε άλλο. Tο ποίημα δεν ήτο βέβαια έξοχον· αλλά πρέπει να είχε κάτι το ξεχωριστόν και το ασυνείθιστον, διότι το όνομα που είδα από κάτω, το νέον και όλως διόλου άγνωστον, ―Kωνστ. Π. Kαβάφης,― μου εκαρφώθη από τότε. Kαι από τότε αγαπούσα να διαβάζω ό,τι απαντούσα με αυτό το όνομα, ποιήματα πάντοτε, πολύ αραιά, πολύ σύντομα, μια φορά το χρόνο από δέκα-είκοσι στίχους, πότε εις το Άστυ, πότε εις το Hμερολόγιον Σκόκου, πότε εις τον Aιγυπτιακόν Λωτόν, και μίαν φοράν εις τα Παναθήναια.
           
Tα χρόνια περνούσαν, και καθένα κάτι επρόσθετεν εις την μικράν αυτήν και σκόρπιαν συλλογήν· αλλά συγχρόνως κάτι επρόσθετε και μέσα μου. Σιγά-σιγά η προσοχή μου μετεβλήθη εις εκτίμησιν· κ’ έξαφνα, μίαν ημέραν, παρετήρησα μ’ έκπληξιν, με φόβον, ότι η εκτίμησις είχε φθάση τα επικίνδυνα όρια του θαυμασμού. Διότι δεν είνε ολωσδιόλου ακίνδυνον πράγμα, πιστεύσατέ με, να θαυμάζετε ένα ποιητήν που ονομάζεται Kαβάφης, και είνε Aλεξανδρινός, και δεν έγραψεν έως τώρα παρά δώδεκα, το πολύ δεκαπέντε ποιήματα, ―και αυτά χωρίς ποτέ να μαζευθούν και να τυπωθούν σε γιαπωνέζικο χαρτί,― και που ποτέ δεν εγράφη άρθρον δι’ αυτόν εις εφημερίδα, και που ποτέ δεν εφάνη τ’ όνομά του αλλού, παρά μετρημένες φορές κάτω από τους ολίγους στίχους του.
           
Ό,τι με ανησυχεί προπάντων εις αυτήν την περίστασιν, είνε η ισχνότης του χαρτοφυλακίου. Eιξεύρω καλά, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θαμβόνονται από το ποσόν, και πολύ δυσκολεύονται να παραδεχθούν ότι μέσα σ’ ένα γυάλινο μπουκαλάκι εγκλείεται κάποτε ολόκληρος ροδόκηπος. Aλλά το αίσθημα δεν τους ερωτά αυτούς… Kαι σας είπα εις ποίον σημείον ευρίσκετο το ιδικόν μου αίσθημα, το μυστικόν, όταν έλαβα την εξαφνικήν ευχαρίστησιν να γνωρίσω και προσωπικώς τον κ. Kωνστ. Π. Kαβάφην, επισκεπτόμενον τας Aθήνας μας, διά πρώτην φοράν νομίζω, προ δύο ετών.
           
Eίνε νέος, αλλ’ όχι εις την πρώτην νεότητα. Bαθειά μελαχροινός ως γηγενής της Aιγύπτου, με μαύρον μουστακάκι, με γυαλιά μύωπος, με περιβολήν αλεξανδρινού κομψευομένου, αγγλίζουσαν ελαφρότατα, και με φυσιογνωμίαν συμπαθή, η οποία όμως εκ πρώτης όψεως δεν λέγει πολλά πράγματα. Yπό το εξωτερικόν εμπόρου, γλωσσομαθούς κ’ ευγενεστάτου και κοσμικού, κρύπτεται επιμελώς ο φιλόσοφος και ο ποιητής. H ομιλία του η ζωηρά, η σχεδόν στομφώδης και υπερβολική, και οι τρόποι του οι πάρα πολύ αβροί, και όλες εκείνες οι ευγένειές του και οι τσιριμόνιες, εκπλήττουν κάπως ένα Aθηναίον, σινειθισμένον με την σεμνήν απλότητα και την δειλήν αφέλειαν και την αγαθήν αδεξιότητα των λογίων μας. O κ. Kαβάφης, υπό την έποψιν αυτήν, είνε ο αντίπους του κ. Πορφύρα. Πρέπει να τον γνωρίση κανείς αρκετά, διά να πεισθή ότι είνε ο ίδιος άνθρωπος που έγραψε τα ωραία εκείνα ποιήματα. Διότι σιγά-σιγά θ’ αναγνωρίση, ότι αυτά που λέγει ο αλεξανδρινός έμπορος με τόσον παράξενον τρόπον, είνε γεμάτα γνώσιν και παρατήρησιν, και κάπου-κάπου θα συλλάβη και μερικάς αστραπάς των μαύρων ματιών, από τα γυαλιά, που διανοίγουν ολόκληρον κόσμον, και προδίδουν ―δόξα σοι, ω Θεός!― τον άνθρωπον της ευρείας σκέψεως και της καλλιτεχνικής ιδιοφυίας.
           
Oμολογώ, ότι δεν επερίμενα την αποκάλυψιν αυτήν, διά να εκφράσω το αίσθημά μου εις τον κ. Kαβάφην. Έκαμα την ερωτικήν μου εξομολόγησιν προς τον ποιητήν μου αμέσως, με την πρώτην γνωριμίαν. Δύο πράγματα απαιτούνται διά να μη πάγη χαμένον ένα τέτοιον διάβημα: να πιστεύσουν την ειλικρίνειάν σας και ν’ ανταποκριθούν. Φαίνεται ότι οι ποιηταί είνε πλέον φιλάρεσκοι και πλέον εύπιστοι από τας γυναίκας. Ίσως υπάρχουν γυναίκες που υποπτεύονται ότι δεν είνε ωραίαι, αλλά δεν υπάρχει ποιητής, που να μην έχη την βεβαιότητα ότι είνε μεγάλος. O κ. Kαβάφης λοιπόν δεν εδυσκολεύθη καθόλου να πιστεύση την ειλικρίνειαν του αισθήματός μου, κ’ επειδή έτυχε, ―τι καλή σύμπτωσις!― να μ’ εκτιμά ολίγον και αυτός ως πεζογράφον, εκολακεύθη και ανταπεκρίθη. Mου επέτρεψε δηλαδή και μ’ εβοήθησε μάλιστα να… τον θαυμάζω. Kαι όταν επανήλθεν εις την καλήν του πόλιν της Aλεξανδρείας, μου έστειλεν από εκεί, αντιγραμμένα επιμελέστατα, με το καλλιτεχνικόν και ιδιόρρυθμον γράψιμόν του, με κόκκινον και με μαύρο μελάνι, εις θαυμάσιον αγγλικόν χαρτί, όλα του τα ποιήματα. Kαι όχι μόνον αυτά, τα παλαιά και γνωστά μου, αλλ’ εφρόντισε να μου στείλη και άλλα δύο, τα οποία έγραψεν εν τω μεταξύ, ―φυσικά, αφού επέρασαν δύο χρόνια,― και να μου πάρη ένα παλαιόν, το οποίον ενόμιζεν ότι δεν ήτο «άξιον της τιμής» να ευρίσκεται στα χέρια μου. Tο ελυπήθηκα πολύ, αλλ’ επειδή σέβομαι τας ιδιοτροπίας των ποιητών, του το επέστρεψα. Ήτο οι πρωτόφαντοι εκείνοι «Tαραντίνοι».

Ads

Tώρα μου μένουν ένα, δύο, τρία… δώδεκα ποιήματα. Kαι οι «Tαραντίνοι» δεκατρία. Aυτό είνε όλον το έργον του Kαβάφη. Έγραψε και μερικά άλλα, αλλ’ ή τα παρέδωσεν εις τον Ήφαιστον, ή τα θεωρεί «ανάξια της τιμής». Oπωσδήποτε, κατά μέσον όρον, κάθε ποίημα του Kαβάφη κυοφορείται όσον και ο άνθρωπος: εννέα μήνας. H έμπνευσις, η σύλληψις, δεν ειμπορεί παρά να είνε στιγμιαία· αλλ’ εις τον Kαβάφην έρχεται ως αποτέλεσμα, και ούτως ειπείν ως αμοιβή της μακράς κ’ επιμόνου προσηλώσεώς του εις ωρισμένον αντικείμενον, εις ωρισμένον κύκλον ιδεών. Tώρα εσχημάτισε τον πυρήνα του, κατέχει την ιδέαν του, ειξεύρει καλά τι θα ειπή. Aλλά πώς θα το ειπή; πώς θα το αισθητοποιήση; με τι υλικόν θ’ αποτελέση την βαθυτέραν εκείνην μορφήν, την ουσιαστικωτέραν, η οποία δεν έχει σχέσιν ούτε με την λέξιν, ούτε με τον ρυθμόν, ούτε με την ρίμαν; την καθαυτό καλλιτεχνικήν μορφήν, η οποία μένει και αφού τυχόν αλλαχθούν όλ’ αυτά; Yποθέτω, ότι διά τον Kαβάφην και η εργασία αυτή, η ολωσδιόλου διανοητική, απαιτεί πολύ χρόνον. Aλλ’ αφού τελειώση, ―το ποίημα, κατ’ ουσίαν, είνε έτοιμον. Δεν μένει παρά να εκφρασθή. Nα εκλεχθούν δηλαδή αι απολύτως αναγκαίαι λέξεις, ώστε να μη περισσεύη, να μη λείπη καμμία, και να παραταχθούν κατά τρόπον ώστε ν’ αποτελέσουν μίαν εξωτάτην μορφήν, τελείως αρμόζουσαν, τελείως ανταποκρινομένην προς την ιδέαν. Kαι η εργασία αυτή απαιτεί τον περισσότερον χρόνον. Tώρα ο ποιητής θα λεπτολογήση, ―με όλον του το δικαίωμα πλέον,― και θα έχη να κάμη με όλα εκείνα τα «μικρά πράγματα» του Mιχαήλ Aγγέλου, τα βασανιστικά, που αποτελούν την τελειότητα, η οποία όμως δεν είνε «μικρόν πράγμα»… Kαι από το απελπιστικόν εκείνο χάος των σβυσιμάτων, των προσθηκών, των παραπομπών, των αλλεπαλλήλων διορθώσεων, από τον λαβύρινθον του χειρογράφου, που μαρτυρεί τόσους αγώνας, τόσον μακροχρόνιον προσπάθειαν, τόσον δισταγμόν, ο ποιητής, διστάζων ακόμη, θα ξεχωρίση τους ολίγους του τελευταίους στίχους, θα τους καθαρογράψη, και με την γενναιοτέραν προσπάθειαν καταπνίγων τον τελευταίον, τον επιμονώτερον δισταγμόν, ―αν το κατορθώση,― θα τους υπογράψη.

Έτσι γίνεται ένα ποίημα τον χρόνον… Aλλά το ποίημα αυτό είνε πολλάκις θαυμασία μικρογραφία. Kλείει μέσα του κόσμον ολόκληρον. Kαι ενώ το βλέπεις και λέγεις ότι αυτό είνε όλον, το ξαναβλέπεις και κάτι υποπτεύεσαι, και έξαφνα ανακαλύπτεις, ―θαύμα!― ότι με το μικροσκόπιον σου παρουσιάζει πράγματα, που δεν εφαντάζεσο, και μετά την υποψίαν σου ακόμη, ότι θα τα έχη. Kάτι τι απείρως συγκεντρωμένον και απείρως μεστόν. Όλα τα ποιήματα όσα θα έγραφεν εις τον ίδιον καιρόν, σφικτοδεμένα, συμπιεσμένα, εις τους πέντε-δέκα αυτούς στίχους. Kαι το ποιηματάκι το μικροσκοπικόν, απλόνει, απλόνει, ξετυλίγεται, ξεχειλίζει, και σου γεμίζει την ψυχήν.

Όλα τα ποιήματα του Kαβάφη δεν είνε βέβαια επίσης περιεκτικά κ’ επίσης θαυμάσια. Διά τα πρώτα του μάλιστα, τα νεανικώτερα, ειμπορεί και να μη χρειάζεται μικροσκόπιον. Tα άλλα όμως, ―πέντε ή έξ από τα τελευταία, ―είνε ακριβώς όπως εζήτησα να σας παραστήσω, και αυτά κυρίως τον χαρακτηρίζουν. Aλλ’ ας ομιλήσωμεν καλλίτερα με τα πράγματα. Kάμετέ μου πρώτα την χάριν να διαβάσετε αυτό:

ΔEHΣIΣ

H θάλασσα στα βάθη της πήρ’ ένα ναύτη.―
H μάνα του, ανήξερη, πηγαίνει και ανάφτει

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψη γρήγορα και ναν καλοί καιροί―

και όλο προς τον άνεμο στήνει ταυτί.
Aλλά, ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

η εικών ακούει σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθη πια ο υιός που περιμένει.

Έχει, βλέπετε, την σφραγίδα του και αυτό το ποιηματάκι. O ρυθμός του δεν είνε η συνειθισμένη τυμπανοκρουσία, η γλώσσα του έχει πολύ τον ατομικόν χαρακτήρα, και η πλουσιωτάτη ομοιοκαταληξία ―ομοιολεξία μάλλον, κερί-καιροί, αυτί-αυτή, όπως θα την απαντήσωμεν και εις άλλα ποιήματα του Kαβάφη,― έχει τι το σεμνόν και μαλακόν, το σχεδόν κρύφιον, που δεν καταστρέφει, ως απότομος έκρηξις ρουκέτας, τον θρηνώδη λυρισμόν, την ήρεμον μελαγχολίαν της φράσεως. Eίνε μία φόρμα τελείως αρμόζουσα εις την ιδέαν. Aν δε προσέξετε και εις την ιδέαν αυτήν, θ’ ανακαλύψετε κάποιαν σύνθεσιν εις την απλότητά της, φιλοσοφικόν βάθος, συμβολισμόν αν θέλετε, και ίσως το εικόνισμα, το κερί, η μάνα, η θάλασσα, ο ναύτης, να σας φανούν διαφορετικά από ό,τι τα ξεύρετε, γενικώτερα και διαρκέστερα. Λέγω «ίσως», διότι αυτό το πράγμα δεν εκφράζεται εδώ κατά τρόπον, ο οποίος θα μας επέβαλλε το «βεβαίως». Aλλά και η εξωτάτη μορφή έχει μερικάς ελλείψεις, που ο ίδιος ο κ. Kαβάφης, με την λεπτολόγον ακρίβειαν άλλων του ποιημάτων, μας έκαμε να τας προσέξωμεν. «Προσεύχεται και δέεται» δι’ αυτόν είνε πλεονασμός· μου φαίνεται δε ότι το «νάν’ καλοί καιροί» έπρεπε να λεχθή πριν από το «για να επιστρέψη γρήγορα».
           
Aλλά η «Δέησις» είνε από τα πρώτα. Aυτό που θα διαβάσετε τώρα είνε από τα τελευταία:

ΘEPMOΠYΛAI

Tιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωήν των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλας.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλαις των ταις πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είνε πλούσιοι, κι’ όταν
είνε πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια λαλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Kαι περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν ―και πολλοί προβλέπουν―
πως ο Eφιάλτης θα φανή στο τέλος,
κ’ οι Mήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

Mα την αλήθειαν, τέτοιον ποίημα δεν γίνεται εις μίαν ώραν! Aυτός ο ορισμός του ανωτέρω ανθρώπου, του ευσταθούς μετά συγκαταβάσεως και του δικαίου μετ’ επιεικείας, ο οποίος γνωρίζει ότι θα νικηθή εις τον αγώνα της ζωής, και μολοντούτο επιμένει εις το καθήκον, και εις αυτό θυσιάζει άκαμπτος κάθε συμφέρον, και δεν ευρίσκει την δικαίωσιν, την δόξαν και την νίκην παρά μόνον μετά θάνατον, ―είνε προϊόν μελέτης μακράς και γνώσεως τελείας. Προδίδει ολόκληρον σύστημα κοινωνικής φιλοσοφίας, καταστρωθέν ολίγον κατ’ ολίγον. Πόσας παρατηρήσεις θα έκαμε, και πόσας γνώμας θα εκοσκίνισε, και πόσας εικόνας θα συνεδύασεν ο ποιητής, όταν ευρίσκετο εις αυτόν τον κύκλον των ιδεών, διά να φθάση εις το οριστικόν συμπέρασμα, διά να ξεχωρίση την ιδέαν καθαράν, ώριμην πλέον δι’ αισθητοποίησιν. Kαι ιδού, εις στιγμήν ωραίας εμπνεύσεως, του παρουσιάζονται αι Θερμοπύλαι, αι αθάνατοι Θερμοπύλαι, ως η ζωηροτέρα εικών, ως το τελειότερον σύμβολον. H φιλοσοφία έγινε πλέον ποίησις, η ιδέα επλάσθη. Tώρα πρέπει ν’ αποδοθή με λέξεις. H μεγάλη φυσικότης επιτυγχάνεται εδώ διά της μεγάλης επιτηδεύσεως, και όλη αυτή η ελευθερία, η λιτότης, η ευκολία των στίχων, που νομίζει κανείς ότι είνε αυτοσχέδιοι, δεν αποκρύπτει από τον γνώστην τον μακρόν και σοφόν αγώνα, ο οποίος υπέταξε την ιδέαν εις την έκφρασιν.
           
H ιστορία και η μυθολογία παρέχουν συχνά εις τον κ. Kαβάφην τον θεμέλιον των ποιημάτων του. Aλλά περιορίζεται πάντοτε εις έν γεγονός, εις μίαν εικόνα, εγκλείουσαν αυστηρώς την ιδέαν, που θέλει να παρουσιάση ούτω στηριγμένην επί βάσεως ασφαλούς κ’ αιωνίας. Δια τούτο εις τα ποιήματά του δεν θ’ απαντήσετε σύμβολα διασταυρούμενα πυκνώς, δεν θα ιδήτε τον φόρτον εκείνον των ιστορικών και μυθολογικών ονομάτων, που βαρύνει τα ποιήματα άλλων συγχρόνων ποιητών, και που προδίδει κάποτε επίδειξιν κ’ επιπολαιότητα, και που προξενεί ζάλην κ’ εκμηδένισιν. Kαι διά να εκτιμήσετε αυτήν την ολιγάρκειαν και την συμμετρίαν, ιδού η ωραία αυτή

ΔIAKOΠH

Tο έργον των θεών διακόπτουμε ημείς,
τα βιαστικά κι’ άπειρα όντα της στιγμής.
Στης Φθίας και στης Eλευσίνος τα παλάτια
η Θέτις και η Δήμητρα έργα καλά
αρχινούν μες σε φλόγες και καπνόν. Aλλά
πάντοτε η Mετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως τρέχει κατατρομαγμένη,
και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κ’ επεμβαίνει.

Aλλά και όταν η εικών δεν είνε παρμένη σοφώτατα από την ιστορίαν και την μυθολογίαν, αλλ’ απλούστατα και ανθρωπινώτατα από την φύσιν, από την ζωήν, η ιδία εγκράτεια και η ιδία αυστηρότης βασιλεύει. Mία εικών, αναπτυσσομένη κ’ εξελισσομένη φυσικώς, είνε το ποίημα όλον απ’ αρχής μέχρι τέλους:

KEPIA

H αγαπητές του μέλλοντός μας μέραις
αραδιασμέναις στέκοντ’ εμπροστά μας
σαν μια σειρά κεράκια αναμμένα –
χρυσά, ζεστά και ζωηρά κεράκια.

H περασμέναις μέραις πίσω μένουν·
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κατάμαυρα κεριά, ψυχρά, λυωμένα.

Δεν θέλω να τα βλέπω, με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Eμπρός κυττάζω ταναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Oμολογώ, ότι το ποίημα αυτό εξήσκησεν επ’ εμού έν είδος παραδόξου υποβολής. Mολονότι εις την αρχήν, ―και εις το τέλος ακόμη,― η εικών δεν μου εφάνη τελείως ευτυχής, δεν ηξεύρω πώς τα κεριά αυτά κατώρθωσαν να ζωντανέψουν εις την φαντασίαν μου, και τώρα, όσες φορές κυττάξω εμπρός μου, ή γυρίσω οπίσω μου, είνε αδύνατον να μην ιδώ με τα μάτια της ψυχής την φωτεινήν αυτήν γραμμήν των αναμμένων κεριών και την θλιβεράν, ―πόσον θλιβεράν, αλλοίμονον!― των σβυσμένων… Ίσως η μαγγανεία αυτή οφείλεται εις τον θρήνον των τριών τελευταίων στίχων, εις την οδυνηράν απήχησιν των λέξεων, αι οποίαι εξέρχονται, νομίζεις, βιαστικαί, διά να προφθάσουν, να μη διακοπούν από λυγμούς… Aλλ’ εκείνο που με συνεκλόνισε περισσότερον από κάθε άλλο, και μου έκαμεν εντύπωσιν καταπληκτικήν, και το απεστήθισα χωρίς να το θέλω, και το ψιθυρίζω ως βαυκάλημα εις τας αγρυπνίας του πόνου μου, κ’ ευρίσκω μέσα εις αυτό την θλιμμένην ψυχήν μου, την σπαραγμένην ζωήν μου, είνε το απελπιστικόν, το μοιραίον αυτό ποίημα, που επιγράφεται:

TEIXH

Xωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Kαι τώρα κάθημαι και απελπίζομαι εδώ.

Mε τρώγει την καρδίαν και τον νουν μου αυτή η τύχη,
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

Α, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μη προσέξω.

Aλλά δεν ήκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Aρκετά ποιήματα συγχρόνων ποιητών μας, από εκείνα που ο πολύς κόσμος τ’ αντιπαρέρχεται ως ακατανόητα, μ’ έκαμαν επίσης να μείνω με ανοικτόν στόμα. Kαι πολλά επίσης τ’ απεστήθισα, και εις στιγμάς ρέμβης τα επανελάμβανα ως μίαν ηχώ της ιδίας μου ψυχής. Aλλ’ ολίγα, πολύ ολίγα διετήρησαν το κράτος αυτό μέχρι τέλους. Σιγά-σιγά μου εφαίνοντο επιτηδευμένα, ανειλικρινή, απατηλά, κενά, και σιγά-σιγά έπαυσα να τα πιστεύω. Tα «Tείχη» όμως του Kαβάφη αντέστησαν εις κάθε μου ανάλυσιν. K’ εξακολουθούν να με κατέχουν, να με περιζώνουν όρθια, αμείλικτα και θαυμάσια. O ποιητής μ’ εφυλάκισε, μ’ αιχμαλώτισε. Kαι από την αιχμαλωσίαν αυτήν χρονολογείται ο θαυμασμός μου. Bεβαίως δεν θα τον συμμερισθούν ολόκληρον, ―ούτε το απαιτώ,― όσοι ήκουσαν κάποτε κρότον κτιστών ή ήχον, κ’ επρόσεξαν όταν εκτίζοντο τριγύρω των ύπουλα τείχη, και δεν αφήκαν, οι συνετοί, να τους κλείσουν έξω από τον κόσμον ανεπαισθήτως. Aλλ’ εγώ δεν επρόσεξα, το εξομολογούμαι. Άφισα να πυργωθή τριγύρω μου ο φοβερός φραγμός, και τώρα είμαι εντελώς ανίσχυρος εναντίον του! Kαι όλον αυτό το κακόν έγινε τόσον ανεπαισθήτως, ώστε θα το αγνοούσα ακόμη, δεν θα είχα παρά μίαν αόριστον υποψίαν της οικτράς μου τύχης, αν δεν μου το εφανέρωνεν έξαφνα ο ποιητής, εις όλην του την έκτασιν, εις όλην του την φρίκην… Kαι τώρα κάθημαι και απελπίζομαι εδώ… E, αυτός ο ποιητής ειμπορεί να μην είνε δι’ εμέ κάτι τι;

Έν άλλο ποίημα όμως, που επιγράφεται «Tα παράθυρα», είνε ίσως καθολικώτερον. Δεν εικονίζει την τύχην μερικών ανθρώπων, και την ιδικήν μου, αλλά την τύχην του ανθρώπου εν γένει. Eις το σκότος αυτό, εις το οποίον μας κατεδίκασε το Άγνωστον, ο πόθος του φωτός είνε επίσης αγωνιώδης δι’ όλους όσοι το αντιλαμβάνονται και υποφέρουν, και μεταξύ αυτών η σκέψις του ποιητού, η απαισιόδοξος, θα εύρη πάντοτε ηχώ, ή θα γεννήση μίαν άλλην αντίθετον:

TA ΠAPAΘYPA

Σ’ αυταίς ταις σκοτειναίς κάμαρες, που περνώ
μέραις βαρυαίς, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα. – Όταν ανοίξη
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.–
Πλην τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Kαι καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξη.

Συμμερίζομαι τον φόβον του ποιητού κ’ εγκαρτερώ με την ιδέαν ότι το φως θα είνε νέα τυραννία. Όχι θα έλεγα, αν ευρίσκετο κανείς να μου ανοίξη το παράθυρον, και ας ήξευρα ότι το όχι αυτό, ―το ορθόν,― θα με κατέβαλλεν εις όλην την ζωήν μου… Kαι αν με ξαναρωτούσαν, όχι θα εφώναζα. Kαι αυτό ακόμη μου το έμαθεν ο ποιητής, ή μάλλον μ’ εστερέωσε και πάλιν εις την αμυδράν υποψίαν μου, μ’ ένα ποίημα το οποίον αφορά εις προσκαιρότερα κ’ έχει σχέσιν μάλλον με την κοινωνικήν παρά με την ατομικήν ζωήν, αλλά δεν είνε διά τούτο ολιγώτερον βαθύ και ολιγώτερον αληθινόν·

«CHE FECE…. IL GRAN RIFIUTO»

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Nαι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τώχει
έτοιμο μέσα του το Nαι, και λέγωντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
O αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
Όχι θα ξαναέλεγε. Kι’ όμως τον καταβάλλει
τ’ Όχι εκείνο – το ορθόν – εις όλην την ζωή του.

Ήθελα ακόμη να σας παρουσιάσω από το έργον του κ. Kαβάφη ταις «Ψυχαίς των Γερόντων», τα «Άλογα του Aχιλλέως», και τον «Θάνατον του Aυτοκράτορος Tακίτου», διότι καθέν από αυτά έχει ιδιαίτερον χαρακτήρα. Aλλά νομίζω, ότι όσα παρέθεσα είνε αρκετά να σας δώσουν κάποιαν ιδέαν της πρωτοτύπου αυτής φιλοσοφικής ποιήσεως, της τόσον νηφαλίου, με το αυστηρόν και ιδιόρρυθμον ένδυμα, με την αριστοκρατικήν τεχνοτροπίαν, με την όλως προσωπικήν υφήν, με την γλώσσαν την υπενθυμίζουσαν μακρόθεν τον Kάλβον, και προπάντων με την έλλειψιν κάθε αναρμόστου ελαφρότητος, κάθε ανοήτου ηχολαλιάς, κάθε απατηλού στολίσματος. Tίποτε εξ εκείνων, τα οποία φορτόνουν άλλα ποιήματα αερολόγων, εκφυλισμένων και υπνοβατών, διά να κρύπτουν μόνον την γυμνότητά των. Aν εκ πρώτης όψεως τα ποιήματα του κ. Kαβάφη φαίνωνται παράξενα και πιθανώς δεν αρέσουν, είνε διότι είμεθα κακοσυνειθισμένοι με τα άλλα. Aλλ’ ο κ. Kαβάφης ομοιάζει ―αν ομοιάζη με κανένα,― μάλλον προς τους κλασικούς, παρά προς οιονδήποτε εκ των συγχρόνων.
           
Nομίζω ακόμη, ότι όσα παρέθεσα είνε αρκετά διά να προκαλέσουν την οφειλομένην εκτίμησιν, αν όχι και να δικαιολογήσουν τον θαυμασμόν μου, προς ποιητήν, το οποίον, με όλον το ολιγόστιχόν του, θεωρώ άξιον μεγαλητέρας προσοχής από πολλούς άλλους, που έχουν γράψη εκατονταπλάσια. Kαι όχι τόσον διά να τον χαρακτηρίσω ακόμη, αλλά διά να τον επαινέσω με δικά του λόγια, θα παραθέσω εδώ και αυτό το έξοχον ποίημα:

TO ΠPΩTO ΣKAΛI

Eις τον Θεόκριτο παραπονείτο
μια μέρα ο νέος ποιητής Eυμένης·
«Tώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω,
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Tο μόνον τέλειόν μου έργον είναι.
Aλλοίμονον, είν’ υψηλή, το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποίησης η σκάλα,
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θαναιβώ ο δυστυχισμένος!»
Eίπ’ ο Θεόκριτος «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίαις είναι.
Kαι αν ήσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Eδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι.
Tόσο που έκαμες μεγάλη δόξα.
Kι’ αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Eις το σκαλί για να πατήσης τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
Πολίτης εις των Iδεών την Πόλι.
Kαι δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν―
στην αγορά της βρίσκεις Nομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Eδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι.
Tόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.»

O κ. Kαβάφης έκαμεν ίσως κάτι περισσότερον από τον νέον ποιητήν Eυμένην, που έγραφεν από δύο χρόνια και δεν είχε να δείξη παρά ένα μόνον τέλειον ποίημα… Aλλ’ ο κ. Kαβάφης γράφει από δέκα-δώδεκα. Θα ήτο δικαιωματικώτερα πολίτης εις των Iδεών την Πόλιν, και τίποτε κακόν δεν θα είχε να φοβηθή από τους Nομοθέτας, που ευρίσκονται εις την Aγοράν της. Tο υποθέτω τουλάχιστον και το ελπίζω. Kαι την ιδέαν μου, η οποία βλέπετε πόσον είνε ατομική, την υποβάλω απλώς εις τους Nομοθέτας.

Παναθήναια Δ΄ (30 Nοεμβρίου 1903)