Νυσταλέο μεσημέρι καλοκαιριού 27 χρόνια πριν. Πάνω στο ξυλόγλυπτο  τραπέζι του σαλονιού ο πατέρας μου έχει αποθέσει ένα χαρτόδετο βιβλίο των εκδόσεων Καρανάση. Στο εξώφυλλο εικονίζεται ένας νέος άνδρας με μπερέ, ανάρια γενειάδα και βλέμμα οξύ. Επιγράφεται «Ημερολόγιο της Βολιβίας». Ο συγγραφέας ονομάζεται Ερνέστο Τσε Γκεβάρα.

Ads

Διατρέχω τις λεζάντες των ένθετων ασπρόμαυρων φωτογραφιών: νίκη στη Σάντα Κλάρα, πανηγυρική είσοδος των επαναστατών στην Αβάνα, πανωλεθρία των Αμερικανών στον Κόλπο των Χοίρων, ο Commandante εθελοντής σε οικοδομές και φυτείες ζαχαροκάλαμου, στιγμιότυπα από δράσεις επαναστατικής διαπαιδαγώγησης εστεμμένες με το σύνθημα «patria o muerte», συνομιλία με τον Σαρτρ και τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, ομιλία στα Ηνωμένα Έθνη, απονομή τίτλων ηθικής επιβράβευσης στους άοκνους εργάτες της Επανάστασης, στιγμές ανάπαυλας και οικογενειακής γαλήνης, συναντήσεις με ξένους ομολόγους.

Το φωτογραφικό ένθετο κλείνει σαν ελεγεία: το τελευταίο αποχαιρετιστήριο γράμμα στον Κάστρο, η εξάπλωση της επανάστασης στη Νότια Αμερική με τους ελάχιστους συνοδοιπόρους, η σύλληψη από τη σπείρα Βολιβιανών Rangers και γυπαετών της CIA, το εκτεθειμένο σε δημόσια θέα άψυχο γαζωμένο κουφάρι. Το μάτι καρφώνεται σε εκείνο το παγωμένο χαμόγελο, που όπως έγραψε ο Ricardo Rojo επέμενε να κοιτάζει με την ίδια αμείωτη περιφρόνηση τους εκτελεστές του.

Η νεότητά μας έβλεπε στο πρόσωπό του έναν μαχητικό guerilla στην επική του αναμέτρηση με τον ιμπεριαλισμό. Με τα χρόνια σηκώσαμε το κάδρο για να δούμε πληρέστερα και πιο ουσιαστικά τι ήταν ο Γκεβάρα: ολοκληρωμένος επαναστάτης που ένωνε την πολιτική θεωρία με την επαναστατική πράξη, μαρξιστής διανοούμενος με εμπεδωμένη αντίληψη για τον διαλεκτικό υλισμό, μύστης της ποίησης του Χοσέ Μαρτί, θεωρητικός με άποψη για το προτσές της οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης, διεθνιστής μονομάχος στην αρένα της παγκόσμιας ταξικής πάλης για την εξαγωγή της επανάστασης, διεθνοποιημένο σύμβολο που μίλησε για τα πολλά Βιετνάμ και τον Πατρίς Λουμούμπα, ιδαλγός κήρυκας της απελευθέρωσης των λαών από τη φτώχεια, την αμάθεια και την εκμετάλλευση. Η κοινωνική του σκέψη είχε ήδη πάρει το σχήμα της χρόνια πριν όταν ως νεαρός γιατρός όργωσε τη Νότια Αμερική μαζί με τον Αλμπέρτο Γκρανάδο καβάλα πάνω σε μια γερασμένη μοτοσυκλέτα ερευνώντας το πανόραμα της κοινωνικής εξαθλίωσης στη χώρα των Ίνκας.   

Ads

Τα χρόνια κύλησαν με την αμείλικτη εκείνη νομοτέλεια που κρύβει η αιώνια λεχώνα που λέγεται ιστορία. Η μορφή του κεντημένη σε πανό απελευθερωτικών κινημάτων, τυπωμένη σε πλακάτ διαδηλώσεων διεθνιστικής αλληλεγγύης, σταμπαρισμένη σε μπλούζες καταπιεσμένου εξεγερτικού οίστρου, ζωγραφισμένη με σπρέι σε τοίχους και πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, αναρτημένη σε ακατάστατα φοιτητικά δωμάτια. Τότε που η πολιτική εξακολουθούσε ακόμα, με όποιον τρόπο, να έχει λόγο στην οργάνωση της ατομικής και συλλογικής ζωής. Τότε που ο ρεαλισμός και η φαντασιακή θέσμιση της σκέψης και της διαχείρισης της εξουσίας αλληλεπιδρούσαν. Τότε που ο ρόλος των μαζών στην ιστορία διαγραφόταν πιο παρεμβατικός και πιο δραστικός. Τότε που τα οράματα και η έμπνευση ίσχυαν ως όροι από την απλή καθημερινότητα μέχρι τη διπλωματία. Τότε που μια ομιλία του Σαρτρ μπορούσε να κάψει το Παρίσι το 1968.

Σήμερα, στα χρόνια του πολυεθνικού κεφαλαίου και της παγκοσμιοποιημένης επικράτησης των αγορών, σε ένα τοπίο αφοπλισμένης κοινωνικής αντίληψης από την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, οι όροι της επανάστασης και της ταξικής πάλης τείνουν να στριμωχτούν σε ιστορικά και εγκυκλοπαιδικά εγχειρίδια ακαδημαϊκής αναφοράς που ελάχιστα μπορούν «να κινητοποιήσουν μάζες και να ανατρέψουν καθεστώτα», όπως θα έλεγε και ο ποιητής.  Και σαν μην έφταναν όλα αυτά ο Γκεβάρα έγινε κονκάρδα, μπερές, ρολόι τοίχου, κασκόλ, πορτοφόλι, περιτύλιγμα σοκολάτας, εξώφυλλο μαθητικού τετραδίου, εικονογραφημένη κούπα του καφέ, τατουάζ σε μυώδη μπράτσα, μπρελόκ, αναπτήρας… Με λίγα λόγια, υπερφυσικό φετίχ στην αχρονική σφαίρα του μύθου. Κάποια σπαράγματα λόγων του με τη μορφή τσιτάτου αλλάζουν χέρια και «τοίχους» στο Facebook.

Και εμάς μας αρκεί η καταναλωτική ειδωλοποίηση. Όπως ακριβώς μας αρκεί να πίνουμε καφέ στο ίδιο τραπέζι που έπινε τον καφέ της η Βιρτζίνια Γουλφ, και ας μην έχουμε διαβάσει ούτε στίχο από το έργο της. Όπως μας αρκεί να φωτογραφηθούμε στο σπίτι του Παπαδιαμάντη και ας μη γνωρίζουμε ούτε τη Φόνισσα. Το ίδιο το σύστημα προνόησε και κατέστησε τον Γκεβάρα ακίνδυνο ταυτίζοντάς τον σκόπιμα με έναν νεφελώδη διαχρονικό ορισμό της επαναστατικής ορμής που ταιριάζει γάντι στη νεότητα κάθε εποχής, ενώ την ίδια στιγμή περιορίζεται να ενθαρρύνει τη ρομαντική αναπόληση των παλαιότερων που νοσταλγούν τα χρόνια της επικής δικαίωσης του όρου «νέος» πριν από τη λεγόμενη προσγείωσή τους στην άνυδρη από όνειρα χώρα της ώριμης ηλικίας. Το ίδιο το σύστημα των αγορών πουλάει επιγραφές του “hasta la Victoria siempre” απονευρώνοντας το βαθύ σημασιακό περιεχόμενο με την ξυλοκαΐνη της μόδας. Η ουτοπία πάντα είχε το προνόμιο να τραβά τα βλέμματα. Και αυτό το δόγμα το ξέρει πολύ καλά το ιδιοτελές εργοτάξιο της διαφήμισης. 

Το παράδειγμα του Γκεβάρα προβάλλει ολοζώντανο με τα κείμενά του και με το παράδειγμα της θυσιαστικής του αφοσίωσης στη συντονισμένη πάλη των λαών για το σοσιαλιστικό όραμα. Όχι με τα τεχνάσματα της εποχής της πλαστικής πανώλης ούτε με τη λογική της χαλκομανίας σε μπλούζες και σε τοίχους εγκαταλειμμένων σπιτιών. Πέρα από τα φωτογραφικά και κινηματογραφικά αρχεία αναπνέει ακόμα ζωντανός, και εν πολλοίς άγνωστος, ο πολιτικός του λόγος. Αυτός ο «μέγας δυνάστης Λόγος» που μας δίδαξε ο Γοργίας. Είναι τα κείμενά του που φανερώνουν θεμελιωμένα την ηθική πλευρά και τον αξιακό κώδικα της επανάστασης. Κείμενα που μιλούν για τον νέο τύπο ανθρώπου που πρέπει πρώτιστα να διαμορφωθεί για να μπορεί να μετασχηματισθεί συνολικά ο κόσμος. Είναι τα κείμενά του που μνημειώνουν τη δική του ιδιαίτερη στοχαστική και ανθρωποκεντρική ματιά πάνω στο μαρξισμό. Είναι πάνω στις σιδηροδρομικές ράγες των κειμένων του που ακούει κανείς με πιο μεγάλη ακόμη ευκρίνεια το ρόγχο της γερασμένης του μοτοσυκλέτας∙ που γεύεται ακόμη πιο εκστατικά τον καπνό του πούρου του∙ που νιώθει ακόμη πιο βαριά την υγρασία του βολιβιανού δάσους και μαζί το άσθμα του καπετάνιου∙ που τρομάζει ακόμη πιο δυνατά από τις τελευταίες εκείνες ριπές στο παλιό σχολείο της λα Χιγιέρα∙ που ακούει ακόμη πιο καθαρά τον αντίλαλο του θρήνου που από τότε ψάλλει για τον Commandante ο Libertador Μπολίβαρ καβάλα στον Ροσινάντε του.

Δεν φόρεσα ποτέ μπλούζα με τη μορφή σου Commandante. Άπειρες όμως υπήρξαν οι φορές που ήχησε στα αυτιά μου η παραίνεσή σου να νιώθουμε σαν δική μας την αγωνία των αγωνιζόμενων λαών από το ένα άκρο της γης στο άλλο. Αμέτρητες οι στιγμές που με συγκίνηση συλλάβισα στον καιρό της πλαστικής πανώλης και σε συνθήκες υπαρκτής δυσκολίας την προτροπή σου «Να είσαι σκληρός χωρίς να χάνεις ποτέ την τρυφερότητά σου». Αμέτρητες οι φορές που έφερα στη μνήμη τη φωτογραφία εκείνη που έξω από μια αχυροσκέπαστη καλύβα στο Κονγκό κρατάς στην αγκαλιά σου ένα μωρό. Για να χαθώ μετά εκστατικά στη φουρτουνιασμένη σημειολογία της.

* Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, εκτελέστηκε, σαν σήμερα, το 1967

** Φωτογραφία του Δημήτρη Θεοδόση