Σαν σήμερα, 6 Νοεμβρίου του 1925, σε ένα δάσος έξω από τη Μόσχα, τρεις Σοβιετικοί πράκτορες της ΓκεΠεΟυ (GPU) εκτέλεσαν με πιστολιές έναν Βρετανό κατάσκοπο της Ιντέλιτζενς Σέρβις, που δύο δεκαετίες αργότερα έγινε το καλούπι πάνω στο οποίο ένα άλλο πρώην στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών, ο Ίαν Φλέμινγκ, δημιούργησε τον χαρακτήρα του Τζέιμς Μποντ. Του Γιώργου Τσιάρα 

Ads

Λένε ότι την εντολή για την εξόντωσή του την έδωσε προσωπικά ο Στάλιν.

Το όνομα του μακαρίτη ήταν φυσικά ψεύτικο, αλλά με αυτό έμεινε στην Ιστορία: τον έλεγαν Σίντνεϊ Τζορτζ Ράιλι, ο «Άσος των Κατασκόπων».

Στην περίπτωση του Ράιλι, μύθος και πραγματικότητα χόρευαν ανέκαθεν τανγκό, και πολλές από τις ιστορίες που τον συνοδεύουν έχουν γερές δόσεις φαντασίας.

Ads

Ήταν άλλωστε και ο ίδιος μια σκοτεινή, αμφιλεγόμενη αλλά τρομερά γοητευτική προσωπικότητα, από αυτές που με τις πράξεις τους παίζουν ρόλο καταλύτη στις ιστορικές εξελίξεις, χωρίς καλά καλά να γνωρίζουν και οι ίδιοι τις μελλοντικές συνέπειες των πράξεών τους.

Στην πραγματικότητα ήταν ένας δαιμόνιος Ρωσοεβραίος, που γεννήθηκε – μάλλον στην Οδησσό – το 1874.

Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιόργκι – άλλοι βιογράφοι λένε Σολομόν ή Ζίγκμουντ – Ρόζενμπλουμ και η «καριέρα» του άρχισε μόλις στα 18 του χρόνια, όταν συνελήφθη από την Οχράνα, την τσαρική μυστική αστυνομία, για συμμετοχή σε αριστερή οργάνωση: κατάφερε όμως να αποδράσει – κάποιοι βιογράφοι του λένε πως απλώς κατέδωσε τους συντρόφους του – και να καταφύγει στη Λατινική Αμερική.

Εκεί έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού, έως ότου έσωσε τη ζωή ενός Βρετανού ταγματάρχη, που του πρόσφερε ένα βρετανικό διαβατήριο με το νέο του όνομα και μια θέση στο «δεύτερο γραφείο» της Σκότλαντ Γιαρντ – το Special Branch, που αργότερα μετεξελίχτηκε στη γνωστή μας Ιντέλιτζενς Σέρβις.

Επικεφαλής του είναι ο Γουίλιαμ Μέλβιλ, το μετέπειτα πρότυπο του «Μ».

Το 1895 τον βρίσκει στο Λονδίνο, να σπιουνεύει στους κύκλους των αριστερών Ρώσων εμιγκρέδων.

Ήταν όμορφος, τρομερά χειριστικός και γεννημένος απατεώνας, σπεσιαλίστας στις μεταμφιέσεις και την αποπλάνηση γυναικών της υψηλής κοινωνίας, ενώ το πέρασμά του από την επαναστατική Αριστερά τού επέτρεπε την εύκολη «διείσδυση» σε συνωμοτικούς πυρήνες.

Λένε, επίσης, ότι μιλούσε άπταιστα επτά γλώσσες. Τη πρώτη του μεγάλη «βρομοδουλειά», πάντως, την έκανε για τον εαυτό του: ερωτεύτηκε την όμορφη σύζυγο ενός ηλικιωμένου, πλούσιου αιδεσιμότατου, ο οποίος σύντομα χαιρέτησε τα εγκόσμια, αφήνοντάς της μεγάλη περιουσία.

Ο γιατρός που επιβεβαίωσε τον θάνατο του παπά «από φυσικά αίτια» ήταν φτυστός με τον Ράιλι: αυτοψία δεν έγινε ποτέ. Στον γάμο τους, μόλις τέσσερις μήνες αργότερα, μάρτυρες ήταν δύο γνωστοί πράκτορες της Yard.

Ο Ράιλι είναι πια ένας βαθύπλουτος κοσμικός, που ταξιδεύει για αναψυχή σε όλο τον κόσμο με την όμορφη γυναίκα του, μπαινοβγαίνοντας στα καζίνα και τα σαλόνια του τζετ – σετ: κανείς δεν ξέρει την πραγματική του ιδιότητα.

Έτσι, μεταξύ 1899 και 1901 ταξιδεύει στον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή, «χαρτογραφώντας» τα πετρελαϊκά κοιτάσματα που έχουν μόλις ανακαλυφθεί.

Κατόπιν εγκαθίσταται για λίγους μήνες στο Πορτ Αρθουρ, στην Άπω Ανατολή, όπου κατασκοπεύει για λογαριασμό των Ιαπώνων τις ρωσικές αμυντικές εγκαταστάσεις.

Μια νύχτα του Φλεβάρη, το 1904, ο ιαπωνικός στόλος περνάει τα ναρκοπέδια και καταστρέφει τα ρωσικά πολεμικά. Οι Βρετανοί «handlers» τρίβουν τα χέρια τους: χωρίς τον Ράιλι, που ανταμείφθηκε πλουσιοπάροχα από το Τόκιο, ο ρωσο-ιαπωνικός πόλεμος θα είχε πιθανότατα άλλη έκβαση.

Την ίδια χρονιά, το βρετανικό Ναυαρχείο αμφιταλαντεύεται: να μετατρέψει τον πολεμικό στόλο της αυτοκρατορίας σε πετρελαιοκίνητο ή να επιμείνει στο κάρβουνο;

Ο Ράιλι συμβάλλει καθοριστικά υπέρ της πρώτης εκδοχής: μεταμφιεσμένος σε ιερέα, ανεβαίνει στη θαλαμηγό της οικογένειας Ρότσιλντ και πείθει τον Γουίλιαμ Νοξ ντ’ Αρσί, τον κατοπινό ιδρυτή της Anglo – Persian Oil Company, να μεταβιβάσει τα πετρελαϊκά δικαιώματα που έχει εξασφαλίσει από τους Οθωμανούς στη Βρετανία, αντί για τη Γαλλία.

Πώς θα είχε άραγε εξελιχθεί η ιστορία – και ο χάρτης – της Μέσης Ανατολής, αν ο Ντ’ Αρσί είχε προτιμήσει τους Γάλλους και η Anglo-Persian εξελισσόταν σε… Petroleum de France, αντί για British Petroleum;

Ακολούθησαν πολλές ακόμη μυστικές αποστολές στη Γερμανία και τη Ρωσία, τόσο πριν από τον Α’ Παγκόσμιο, όσο και στη διάρκειά του: μακάρι να είχα χώρο να τις περιγράψω, αλλά αναγκαστικά θα «πηδήξω» στο τέλος της ιστορίας μας.

Το βέβαιο είναι πως, μέσα από τη γνωριμία του με το σερ Μπέιζιλ Ζαχάροφ, τον μεγαλύτερο έμπορο όπλων της εποχής του, ο Ράιλι ξέφυγε από την άμεση επιρροή των Βρετανών και άρχισε να δουλεύει για τον εαυτό του, πουλώντας όπλα και στις δύο πλευρές της σύρραξης.

Όμως το 1918 τον βρίσκει στη Μόσχα, μεταμφιεσμένο σε Γεωργιανό έμπορο, να μοιράζει χρυσές λίρες και να συνωμοτεί με στρατιωτικούς και πρώην υπουργούς του Κερένσκι ενάντια στη νεογέννητη κυβέρνηση των Μπολσεβίκων.

Το «σχέδιο Λόκχαρτ», που περιλάμβανε τη δολοφονία του Λένιν και την απελευθέρωση των Ρομανόφ, προχώρησε πολύ, τα πάντα ήταν έτοιμα για τις αρχές του Σεπτέμβρη, και ο Ράιλι ετοιμάστηκε να ξαναγίνει καταλύτης της Ιστορίας.

Όμως στις 30 Αυγούστου του 1918 όλα τινάχτηκαν στον αέρα, όταν η σοσιαλ-επαναστάτρια Φάνια Κάπλαν πυροβόλησε μεν εξ επαφής τον Λένιν, αλλά απέτυχε να τον σκοτώσει.

Τι θα είχε συμβεί άραγε αν την κρίσιμη κουμπουριά την έριχνε ο «φαρμακοχέρης» Ράιλι ή κάποιος από τους ανθρώπους του;

Οι Μπολσεβίκοι εξαπέλυσαν πογκρόμ, συλλαμβάνοντας και εκτελώντας χιλιάδες αντικαθεστωτικούς, μεταξύ των οποίων και τους περισσότερους συνεργάτες του Ράιλι: μάλιστα πραγματοποίησαν έφοδο στη βρετανική πρεσβεία και σκότωσαν τον στρατιωτικό ακόλουθο, που ήταν το δεξί χέρι του αρχικατασκόπου.

Εκείνος κατάφερε να φύγει από το κρησφύγετό του, μόλις μισή ώρα πριν φτάσουν οι ασφαλίτες.

Ένα χρόνο αργότερα παρασημοφορήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Στέμματος για την αποτυχημένη προσπάθειά του.

Αλλά η εμμονή του με την «παλιννόστηση» της Ρωσίας δεν καταλάγιασε: το 1925 αυτός ο υπερκατάσκοπος πέφτει σαν πρωτάρης στην παγίδα της ΓκεΠεΟυ, που τον παρασύρει σε ένα ραντεβού με δήθεν αντικαθεστωτικούς στα ρωσο – φινλανδικά σύνορα.

Λίγες μέρες αργότερα θα τον σκοτώσουν σαν αδέσποτο σκυλί, στα 51 του χρόνια.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών