«Ο Ζαμπέτας ως συνθέτης χωράει μέσα στην πρώτη δεκάδα των μεγάλων μορφών του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού. Ως μπουζουκτσής ήταν ο καλύτερος, από την άποψη του προσωπικού ήχου, αλλά σαν σώου-μαν ήταν μοναδικός. Ένας καλλιτέχνης που αν είχε γεννηθεί στην Αμερική θα πρωταγωνιστούσε, πιθανότατα, στην παγκόσμια σκηνή!» είπε ο στιχουργός και ποιητής Λευτέρης Παπαδόπουλος. Και σχεδόν τα είπε όλα.

Ads

Ο Γιώργος Ζαμπέτας γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1925 στο Μεταξουργείο, αλλά ο τόπος που τον σημάδεψε ήταν το Αιγάλεω, όπου μετακόμισε με την οικογένειά του το 1940 όταν ο ίδιος ήταν 15 χρονών και από τη στιγμή εκείνη ο Ζαμπέτας απέκτησε έναν άρρηκτο δεσμό με την πόλη, την οποία αποκαλούσε «Αιγάλεω Σίτι». Άφησε την τελευταία του πνοή από καρκίνο, στο νοσοκομείο «Σωτηρία», στις 10 Μαρτίου του 1992. Ήταν 67 ετών.

Από πολύ μικρή ηλικία ο Γιώργος Ζαμπέτας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική, αφού παράλληλα με την απασχόλησή του στο κουρείο του πατέρα του ως βοηθός, «σκάρωνε» κρυφά στο μπουζούκι τις πρώτες του μελωδίες.

Διαβάστε επίσης: «Γιώργος Ζαμπέτας: Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω» της Κατερίνας Ζαμπέτα

Ads

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 ο Ζαμπέτας γράφει τα πρώτα του γνήσια ρεμπέτικα τραγούδια με γνωστούς ερμηνευτές όπως οι Πρόδρομος Τσαουσάκης «Σαν σήμερα, σαν σήμερα», Στέλιος Καζαντζίδης «Βαθειά στη θάλασσα θα πέσω», Μανώλης Καναρίδης «Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα», Πόλυ Πάνου «Να πας να πεις στη μάνα μου», «Ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου», κ.ά.

Το 1959 ο Μάνος Χατζιδάκις τον έκανε «σολίστ» στις συνθέσεις του. Τα επόμενα χρόνια, ο Γιώργος Ζαμπέτας «κέντησε» με τις ξεχωριστές πενιές του τις εισαγωγές και τα τραγούδια των Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Πλέσσα, Μαρκόπουλου, Μαρκέα, Καπνίση και πολλών άλλων συνθετών.

Την επόμενη δεκαετία, τα τραγούδια του, όπως «Τα δειλινά», «Τα ξημερώματα», «Δεν έχει δρόμο να διαβώ», «Με το βοριά», «Μεσάνυχτα που θα σε βρω», «Τι να φταίει», «Σταλιά-σταλιά», κ.ά, γνωρίζουν τεράστια επιτυχία, πραγματοποιεί εμφανίσεις στα σπουδαιότερα λαϊκά κέντρα διασκέδασης, ενώ ταξιδεύει στο εξωτερικό, Ευρώπη και Αμερική, και παράλληλα συμμετέχει σε περισσότερες από 100 ταινίες του ακμάζοντα Ελληνικού Κινηματογράφου.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, όταν τα πράγματα – και τα μουσικά – αρχίζουν να αλλάζουν, ο Ζαμπέτας κάνει στροφή στη σάτιρα υπό μορφή σώου, με τις γνωστές του επιτυχίες «Ο Θανάσης», «Ο πενηντάρης», «Μάλιστα κύριε» κ.λπ. να δημιουργούν και πάλι αίσθηση στο κοινό.

Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται πάνω από 250 τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία έγιναν επιτυχίες και πολλά από τα οποία τα τραγουδάμε αλλά δεν (ανα)γνωρίζουμε ότι είναι δικά του.

Το γεγονός όμως είναι και το αποφασιστικό σημείο στην πορεία του την καλλιτεχνική, όπως είπε ο ίδιος, ότι κατόρθωσε να ξεφύγει απ ‘όλους τους άλλους που συνέθεταν τραγούδια και να δημιουργήσει μια κατάσταση, μια δική του «σχολή», με τραγούδια όπως «Τα Δειλινά», «Ο πιο Καλός ο Μαθητής», «Ο Αράπης», «Πατέρα κάτσε φρόνιμα».

Λαϊκός, αυθεντικός, αθυρόστομος, χιουμορίστας και μάγκας. Μοναδικός.

Στις αρχές του 1992, δεν ένιωθε καλά, η κατάστασή του επιδεινώθηκε, πονούσαν τα κόκκαλά του. Μπήκε στο νοσοκομείο με τη διάγνωση του καρκίνου στα οστά σε προχωρημένη κατάσταση. Άφησε την τελευταία του πνοή από καρκίνο, στο νοσοκομείο «Σωτηρία», στις 10 Μαρτίου του 1992. Ήταν 67 ετών. Τραγική ειρωνεία, την ίδια ημερομηνία (10 Μαρτίου) πέθανε και ο γιος του, Μιχάλης Ζαμπέτας, το 2008.

Η συνάντηση με τον Χατζιδάκι

«Μάντεψε ποιος ήρθε στο μαγαζί» είπε ο Ζαμπέτας μία μέρα στην γυναίκα του. «Ο Μανόλης ο Χατζιδάκις! Το φαντάζεσαι; Κάθησε σε ένα τραπέζι μόνος του και μας άκουσε πολύ προσεκτικά. Ξέρεις, αυτός έχει σπουδάσει μουσική, αλλά τώρα τον βλέπω να σπουδάζει την μπουζουκοκατάσταση και την μπουζουκοϊστορία. Μου φαίνεται πως μας γουστάρει πολύ!», λέει στο βιβλίο της «Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω» που έγραψε η Κατερίνα Ζαμπέτα για τον πατέρα της.

Κάπως έτσι ήρθε και η πρόταση να παίξει στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή». Ο Ζαμπέτας περιγράφει την πρώτη φορά που άκουσε στο πιάνο το βραβευμένο με Όσκαρ τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά»:

«Ε την άλλη μέρα να τ’ απόγευμα να πούμε, ξεκίνησα, πήγα με το μπουζούκι μου στο σπίτι του Μανόλη. Πάμε σε ένα σπίτι, Λεωφόρο Αμαλίας. Σ’ ένα σπίτι ψηλό, σ’ενα παλιό αρχοντικό, ανεβήκαμε απάνω “καλώς τον Γιώργο”, μου λέει ο Μανόλης. Πάμε μέσα, ήτανε πολλοί μαζεμένοι. Αλλά εμένανε με πήρε και μ’έβαλε μέσα εκεί που υπήρχε ένα πιάνο. Και κάθεται με το πιάνο, βγάζω και κι εγώ το μπουζούκι κι αρχινάει να παίζει. Και μου παίζει “Τα παιδιά του Πειραιά”. Αυτό ήτανε. Του λέω, κάτσε να το μάθω. Μία, δύο, τρεις να πούμε, το πέρασε, το παίζα. “Μπράβο ρε Μανόλη} του λέω. “Μπράβο ρε Μανόλη. Ωραίο πράγμα”, του λέω, “Πως έτσι; Σ’αρέσει;”μου λέει. “Τι λες ρε Μανόλη του λέω; εκατομμύρια δίσκοι!”. Το προαίσθημα ήταν προφητικό.»

Η απίστευτη διήγηση για τις Κάννες

Η πρώτη φορά, όμως, που του έγινε επίσημη βράβευση ήταν στη Γερμανία, στο Δημαρχείο του Ντόρτμουντ: «Πρώτη φορά με μεταλλώνουνε και μάλιστα σε ξένη χώρα». Η αλήθεια είναι ότι είχε παίξει πολλές φορές στη Γερμανία, σε διάφορες πόλεις. Έχει εμφανιστεί, επίσης, στο Albert Hall του Λονδίνου, σε σπίτι κροίσου στην Ελβετία, σε δεξιώσεις, σε νυχτερινά κέντρα, σε συναυλιακούς χώρους δεκάδων ευρωπαϊκών και αμερικανικών πόλεων. Είχε δυσαρεστηθεί, όμως, από την επίσκεψή του στο Γιοχάνσεσμπουργκ, λόγω του ρατσισμού που συνάντησε εκεί: «Άνθρωποι είναι και αυτοί, ρε», έλεγε, «δυο πόδια και δυο χέρια έχουνε. Επειδή έχουνε άλλο χρώμα; Και τι μ’ αυτό;».

Το σκάνδαλο Ζαμπέτοβιτς στο Βελιγράδι

Το 1968 η τραγουδίστρια Μπέμπα Μπλας- την οποία ζήλευε η σύζυγος του Ζαμπέτα, Αργυρώ- ερμήνευσε το τραγούδι «Καράβι» και πήρε το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ στο Βελιγράδι. Η ίδια νόμιζε ότι το τραγούδι ανήκε στον τραγουδιστή  Μίκι Γιαβρέμοβιτς, ο οποίος το είχε κλέψει από τον Ζαμπέτα.  Ο γιουγκοσλαβικός Τύπος όμως το ανακάλυψε και ο Γιώργος Ζαμπέτας έγινε πρωτοσέλιδο.

Ο ίδιος αφηγείται το περιστατικό αποκαλύπτοντας ότι -όχι μόνο- δεν κυνήγησε τον τραγουδιστή αλλά στο τέλος του βάφτισε και το παιδί του: «Και με γράψανε οι βελιγραδινές εφημερίδες στη πρώτη σελίδα, στα Πολιτικά Εξπρές, και αυτός κλαιγόταν και έλεγε μπροστά Giorgie Zabetovits, Μiki Gevremopoulos, επειδή αυτός είχε κλέψει το δικό μου τραγούδι., Τελικά δεν δέχτηκα ότι το’χε κλέψει, γιατί ο ανθωπάκος αυτός, θα του παίρνανε το βραβείο και τα 25.000 που είχε πάρει από το βραβείο θα τον πετάγανε από τα ραδιόφωνα και από τις τηλεοράσεις. Κι εγώ δέχτηκα ότι ο άνθρωπος αυτός είχε κάνει δικό του το τραγούδι και αυτός δέχτηκε να του βαφτίσω το παιδί» είχε πει ο Ζαμπέτας.

Η γυναίκα του και οι γυναίκες

Η Αργυρώ ή Ρούλα, την οποία γνώρισε και παντρεύτηκε από μικρή κι έκαναν μαζί τρία παιδιά, λειτούργησε κατά κάποιον τρόπο σαν τη μάνατζερ του Ζαμπέτα. Έβλεπε αν γραφόταν το όνομά του στις μαρκίζες, τον μάλωνε όταν η ίδια ένιωθε πως τον έριχναν αλλά και για τις σπατάλες του, τον πρόσεχε και τον ζήλευε πολύ.

Ήταν, όμως, λάτρης του γυναικείου φύλου, γενικότερα. «Θες το παίξιμό μου, θες η μαγκιά μου, μου την πέφτουνε», έλεγε περιπαικτικά. Χαρακτηριστικά είναι τα σχόλια του Γιώργου Ζαμπέτα για την εμπειρία του στις Κάννες, όπου, με την αφορμή της βράβευσης για την ταινία «Ποτέ την Κυριακή», όπου συνάντησε «όλες τις Μπαρντό, τις Μονρόε και της Βουγιουκλάκες της εποχής. Τις φούχτωσα όλες. Και όχι μόνο τις φούχτωσα, μου κολλάγανε κιόλας».

Που σαι Θανάση…Μάλιστα κύριε

Το 1973 ηχογραφείται το τραγούδι Μάλιστα Κύριε, σε στίχους του Αλέκου Καγιάντα, που τους είχε γράψει όσο βρισκόταν στη Γερμανία, από όπου και τους είχε στείλει στον Ζαμπέτα. Αυτός ήταν και ο λόγος που πρόσεξε ο Ζαμπέτας τον συγκεκριμένο φάκελο: «Βάστα, ρε, να πούμε. Ποιος ξέρει ποια τύχη και ποια μοίρα τον έριξε στο Μόναχο;». Τη φράση «Μάλιστα, κύριε» την προσέθεσε ο Ζαμπέτας, επειδή το τραγούδι χωρίς αυτήν του φαινόταν λειψό. Αποφάσισε, μάλιστα, να το πει ο ίδιος. Άλλωστε, το συγκεκριμένο τραγούδι υπήρξε πολύ προσωπικό γι’ αυτόν, μοιάζει να το απηύθυνε, ουσιαστικά, στον ίδιο του τον εαυτό.

Κάπως έτσι προέκυψε και το «Πού ‘σαι, Θανάση», πάλι πίσω στο 1972. Το είχε γράψει κατά την απουσία του Ζαμπέτα στην Αμερική, επειδή του έλειπε. Για χάρη της ρίμας, όμως, δεν έβαλε το όνομα «Γιώργος». Ο Ζαμπέτας, μόλις έμαθε ότι ο αγαπημένος του φίλος και συνεργάτης είχε σβήσει, γύρισε άρον-άρον. Η μητέρα του Βασιλειάδη του έδωσε έναν φάκελο που είχε μέσα τους στίχους. Ο ένας υπήρξε το γούρι του άλλου, έτσι έλεγαν μεταξύ τους – «Ήθελα να σ’ αντάμωνα/η γρουσουζιά να σπάσει». Την ίδια κιόλας μέρα, ο Ζαμπέτας συνέθεσε τη μουσική και η κόρη του θυμάται ότι, στο τέλος, «το μπουζούκι γυάλιζε, υγραμένο από τα δάκρυα που είχαν στάξει στην ξύλινή του επιφάνεια».

Η τελευταία εμφάνισή του στη δισκογραφία με τα «Χίλια περιστέρια»

«Δεν σταμάτησε ποτέ να δημιουργεί. Έγραφε συνέχεια και έκανε και τότε κάποιους δίσκους που δεν έτυχαν της ανάλογης προβολής από τις εταιρίες. Θυμάμαι όταν είχε γράψει τα τραγούδια για τα «Χίλια περιστέρια» ήτανε ήδη άρρωστος και του είχανε πει από την εταιρία πως θα περνάγανε από το σπίτι να τα ακούσουνε, γιατί δεν ήτανε εύκολο πια να μετακινηθεί και τους περίμενε με πολύ αγωνία. Τότε είχανε κάνει και ένα βιντεάκι για το δίσκο και ήτανε στο νοσοκομείο και όλη την ώρα έψαχνε απεγνωσμένα τα κανάλια στην τηλεόραση να το δει. Όταν τελικά μετά από καιρό έτυχε να το δει μου είπε: Όταν πεθάνω αυτό το βίντεο θα βάλουν αλλά εγώ θα έχω πεθάνει… Και έτσι έγινε… Τα Χίλια περιστέρια ακούστηκαν πολύ όταν πέθανε και δεν πρόλαβε να τα χαρεί…» λέει η κόρη του Κατερίνα.

Ο θάνατος είν’ έξοδο κι ο Τζακ σε αδιέξοδο

«Πολλά τραγούδια μπορεί να ‘χουνε μέσα τους καλαμπούρι, αλλά, άμα τα προσέξεις, έχουνε και την πίκρα τους μέσα. Μέσα από την πλάκα και το μαύρο χιούμορ κρύβεται η πικρία. Εγώ κοροϊδεύοντας και βρίζοντας δεν απευθύνομαι μόνο σ’ αυτούς που με ακούνε, αλλά σε όλες τις καταστάσεις της ζωής, στους βλάκες και ανεγκέφαλους, στους νεόπλουτους, στους τάχα μου και στους κυβερνώντες μας και σ’ όλα τα στραβά μας». Γιώργος Ζαμπέτας.