Μια καυτή συζήτηση έχει ξεσπάσει στη Γαλλία, για το αν θα πρέπει να τιμηθεί και πώς ο θάνατος του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Οι υποστηρικτές του συμβόλου του «μεγαλείου της Γαλλίας» και μία νέα γενιά ιστορικών, οι οποίοι αρνούμενοι να θυσιάσουν το ναπολεόντειο μύθο, εξερευνούν και τη σκοτεινή πλευρά ενός αυταρχικού, πολεμοχαρούς, πατριαρχικού και δουλικού καθεστώτος.

Ads

Στην πραγματικότητα, αυτή η διαμάχη συνεχίζεται εδώ και διακόσια χρόνια… Με άλλα λόγια, η προσωπικότητά του διασπά τις απόψεις των ιστορικών, των διανοούμενων, όχι από το θάνατό του, αλλά από τη στιγμή που εμφανίστηκε στο πολιτικό τοπίο. Ήταν ο Ναπολέων ένας δυνάστης, του οποίου η πολιτική πρακτική και ο πολεμικός ιμπεριαλισμός προμήνυαν τα αυταρχικά καθεστώτα του 19ου και του 20ου αιώνα;
Ή μήπως ήταν ο προωθητής, σε όλη την Ευρώπη και πέρα από αυτήν, των αρχών του Διαφωτισμού και της Δημοκρατίας ενάντια στις αριστοκρατικές μοναρχίες και θρησκείες του Παλαιού Καθεστώτος; Με δύο λόγια: ο Ναπολέων ήταν δεξιός ή αριστερός;

Έννοιες που, ας θυμηθούμε, προέκυψαν από την τοπογραφική κατανομή των επαναστατικών βουλευτών στην αίθουσα συνεδρίασης το 1792, λίγους μήνες πριν από την απογείωση της σταδιοδρομίας του Κορσικανού αξιωματικού κατά την πολιορκία της Τουλόν (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1793).

Αστυνομικές και αυταρχικές πρακτικές

Αυτήν τη δυαδικότητα, ο ίδιος την επέδειξε με μία πρόταση που συνοψίζει όλη την ιστοριογραφική-πολιτική διαμάχη των δύο αιώνων που ακολούθησαν. Ήδη από τις 11 Νοεμβρίου 1799 -δύο ημέρες, δηλαδή, μετά την άνοδό του στην εξουσία με το πραξικόπημα της 9ης Νοεμβρίου (18ης Μπρυμαίρ)- ανακοινώθηκε η δημοσίευση ενός νέου συντάγματος.

Ads

Η συνοδευτική επίσημη «διακήρυξη» του ανέφερε: «Πολίτες, η Επανάσταση είναι προσηλωμένη στις αρχές που την ξεκίνησαν, τελείωσε». Ακόμη και το πέρασμα στην Αυτοκρατορία θα παρουσιαστεί από το Ναπολέοντα ως εδραίωση της Δημοκρατίας ενάντια στους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς της. Πράγματι, στην πρώτη φράση του Συντάγματος του 1804 -εκείνη που ιδρύει το αυτοκρατορικό καθεστώς- δηλώνεται: «Η κυβέρνηση της Δημοκρατίας ανατίθεται σε έναν αυτοκράτορα». Αυτή η ασάφεια προκάλεσε, εναντίον του Ναπολέοντα, δύο διαφορετικές αντιδράσεις.

«Η επανάσταση τελείωσε»: η διατύπωση αποξενώνει τους φιλελεύθερους, για τους οποίους η διάλυση των εκλεγμένων συνελεύσεων από τις ένοπλες δυνάμεις, στις 9 Νοεμβρίου, κάνει τον στρατηγό να μοιάζει με τον Όλιβερ Κρόμγουελ που έβαλε τέλος στη μεγάλη Αγγλική Επανάσταση το 1651.

Ο τίτλος ενός φυλλαδίου, «ανώνυμου», αλλά εμπνευσμένου και δημοσιευθέντος την 1η Νοεμβρίου 1800, υπό την επιμέλεια του αδελφού του Ναπολέοντα, Λουκιανού Βοναπάρτη, Υπουργού Εσωτερικών του νέου καθεστώτος, απλά ενισχύει αυτήν την υποψία: Παραλληλισμός μεταξύ του Καίσαρα, του Κρόμγουελ, του Μονκ και του Βοναπάρτη.

Οι αστυνομικές και αυταρχικές πρακτικές του καθεστώτος, η εναντίωση του στις επικρίσεις του Τύπου και του Κοινοβουλίου, ενίσχυσαν την αντιπολίτευση των φιλελευθέρων. Για αυτούς, το δημοψήφισμα του 1802 και, στη συνέχεια, η μετάβαση σε ένα αυταρχικό αυτοκρατορικό καθεστώς, που στέφθηκε σε μία πλούσια θρησκευτική τελετή που θύμιζε το Παλαιό Καθεστώς (2 Δεκεμβρίου 1804), ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε: επρόκειτο για επιστροφή στη μισητή μοναρχία.

«Η επανάσταση είναι προσηλωμένη στις αρχές που την ξεκίνησαν»: είναι, επομένως, ένα τετελεσμένο γεγονός ανεπιστρεπτί, το οποίο αποξενώνει εξίσου τους μοναρχικούς. Στο Λουδοβίκο ΙΗ΄, διεκδικητή του θρόνου και αδελφό του -αποκεφαλισμένου από τους επαναστάτες- βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, ο οποίος του απέστειλε επιστολή, καλώντας τον, εφόσον «η Επανάσταση τελείωσε»,  να αποκατασταθεί στο θρόνο των Βουρβόνων, ο Ναπολέων απάντησε: «Δεν πρέπει πλέον να επιθυμείτε την επιστροφή σας στη Γαλλία. Θα πρέπει να πατήσετε πάνω σε 100.000 πτώματα».
Οι μοναρχικοί θυμούνται, λοιπόν, ότι ο Βοναπάρτης είναι, επίσης, «ο στρατηγός Vendémiaire», ο οποίος, στις 5 Οκτωβρίου 1795, συνέτριψε ανελέητα την βασιλική εξέγερση, για να διασώσει τη Δημοκρατία. Θυμούνται ότι είναι φίλος του Αυγουστίνου Ροβεσπιέρου, αδελφού του Μαξιμιλιανού, και μάλιστα φυλακίστηκε για λίγο μετά την πτώση του τελευταίου, το 1794.

«Σφετερισμός» του γαλλικού θρόνου

Η χιονοστιβάδα των νόμων και των θεσμικών δημιουργιών μετά την επανάσταση, η επιστροφή στην οικονομική και νομισματική σταθερότητα (βλ. ίδρυση της Τράπεζας της Γαλλίας «Banque de France» στις 18 Ιανουαρίου του 1800), η ειρήνη, μετά από στρατιωτικές νίκες, με τον εχθρικό συνασπισμό των ευρωπαϊκών μοναρχιών η επεξεργασία του αστικού κώδικα (1803-1804), εγγυόντουσαν, στα μάτια των Γάλλων, τα επιτεύγματα της Επανάστασης, θέτοντας ένα τέλος στις αιματηρές διαμάχες μεταξύ των πρωταγωνιστών.

Η Γαλλία είναι μία Δημοκρατία, η επικράτεια της οποίας εκτείνεται στα «φυσικά σύνορα» -το Ρήνο και τις Άλπεις. Περιβαλλόταν από τις δημοκρατίες των Κάτω Χωρών και της Ιταλίας που την προστάτευαν από οποιαδήποτε επιθετική επιστροφή των ηττημένων μοναρχιών.

Ενώ ο πρώτος κυβερνήτης ήταν στο αποκορύφωμα της δημοτικότητάς του, οι βασιλόφρονες προσπάθησαν να τον βγάλουν από τη μέση( επίθεση επί της οδού Saint-Nicaise, 24 Δεκεμβρίου 1800). Το καθεστώς εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία, για να απαλλαγεί… των τελευταίων Ιακωβίνων, εξόριστων ή εκδιωγμένων από τις θέσεις που ακόμη κατείχαν.

Αλλά και βασιλόφρονες συνελήφθησαν, ορισμένοι εκτελέσθηκαν από μία πανταχού παρούσα Πολιτική Αστυνομία με επικεφαλής τον πρώην Ιακωβίνο βασιλοκτόνο Ζοζέφ Φουσέ. Οι βασιλόφρονες θεωρούσαν τη στέψη του Αυτοκράτορα ως «σφετερισμό» του γαλλικού θρόνου και έκαναν ακόμη περισσότερες απόπειρες πολιτικών δολοφονιών. Η σύλληψη και η εκτέλεση του γαλαζοαίματου πρίγκιπα, Δούκα του Ενγκχιέν (21 Μαρτίου 1804), ύποπτου για υποστήριξη αυτών των συνωμοσιών, είναι μία πράξη που, στα μάτια όλης της Ευρώπης κατατάσσει τον Ναπολέοντα Α΄ στο στρατόπεδο της Επανάστασης.

Ο πολιτικός στόχος του Αυτοκράτορα Ναπολέοντα, ωστόσο, ήταν η συμφιλίωση της παλιάς και της νέας Γαλλίας, δίχως την οποία θεωρούσε αδύνατη την επίτευξη ειρήνης με την Ευρώπη. Αφενός, θα επέτρεπε την εμφάνιση μιας νέας κυβερνώσας, πολιτικής και βιομηχανικής ελίτ, από την αστική τάξη, αφετέρου, θα επανασυνδεόταν με τη θρησκεία και τις μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες, των οποίων τα μεγαλεία και τον τρόπο νομιμοποίησης της στρατιωτικής δόξας υιοθέτησε.

Από τη μία πλευρά έριξε τα φεουδαρχικά πολιτικά συστήματα, για να επιβάλει τον Αστικό Κώδικα και τη θρησκευτική ελευθερία. Από την άλλη, τοποθέτησε τα μέλη της οικογενείας του επικεφαλής των κρατών, που κυριαρχούνταν από τη Γαλλία, και προσπάθησε να αποκτήσει την εύνοια των μοναρχών, υποτάσσοντας τον τοπικό επαναστατικό ζήλο και εφαρμόζοντας μία οικογενειακή πολιτική, αντάξια της παλαιότερης φεουδαρχίας.
Η καταρχάς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κορσικανικής οικογένειάς του ήταν μία σταθερά της αυτοκρατορικής πολιτικής, κάτι το οποίο την έκανε να επανασυνδεθεί με τις «δυναστικές πολιτικές» των κυρίαρχων οικογενειών της Ευρώπης, χαρακτηριστικές του Παλαιού Καθεστώτος.

«Ο έφιππος Ροβεσπιέρος»

Αυτή η αντιφατική στρατηγική απέτυχε: αποξένωσε, στη Γαλλία και την Ευρώπη, τις δυνάμεις της φιλελεύθερης αστικής τάξης που επεδίωκαν, σε εθνική βάση, την αναμόρφωση της ηπείρου. Αλλά, ούτε καθησύχασε τους φόβους της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας και της βρετανικής ολιγαρχίας, οι οποίες, μπροστά στο επαναστατικό κύμα, θα συνέχιζαν τον πόλεμο έως την (προσωρινή) αποκατάσταση της παλαιάς τάξης πραγμάτων.

Το 1815, ο Ναπολέων, βλέποντας, λίγο πριν από το Βατερλό, την προδοσία ενός αριστοκράτη αξιωματικού που αυτομόλησε, έκανε την εξής παρατήρηση της αποτυχίας: «Τα Μπλε θα είναι πάντα τα Μπλε, τα Λευκά θα είναι πάντα τα Λευκά».

Η στρατηγική απέτυχε, επίσης, διεθνώς. Ο πόλεμος συνεχίστηκε μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας ήδη από το Μάρτιο του 1803, εξαιτίας, κυρίως, της αντιπαλότητας μεταξύ αυτών των δύο δυνάμεων για την παγκόσμια οικονομική ηγεμονία, που, στη συνέχεια, πέρασε από τον έλεγχο του θαλάσσιου εμπορίου μεταξύ της Ευρώπης, των αποικιών της και των άλλων ηπείρων.

Η Αγγλία διαπίστωσε, κατά την επιστροφή των Γάλλων στις Δυτικές Ινδίες -παρά την αποτυχία της επανάκτησης της Αϊτής-, έναν τρομερό ανταγωνισμό: ο Ναπολέων αποκατέστησε τη δουλεία, ώστε να μην δώσει στις αγγλικές αποικίες «το συγκριτικό πλεονέκτημα» στους Άγγλους καλλιεργητές και εμπόρους.

Ωστόσο, το υπουργικό συμβούλιο του Λονδίνου είχε τα οικονομικά μέσα, για να αναβιώσει, κατά βούληση, τους ηπειρωτικούς συνασπισμούς που ενώθηκαν στο όνομα του αγώνα κατά του επαναστατικού, αντιβασιλικού, αντιθρησκευτικού ταραχοποιού, αυτού του «έφιππου Ροβεσπιέρου», όπως τον αποκαλούσε η κύρια φιλελεύθερη αντίπαλός του, Ζερμαίν ντε Σταέλ.

Για τους Γερμανούς, Ιταλούς και Πολωνούς, όμως, φιλελεύθερους, που έβλεπαν το «πνεύμα του έφιππου», ήταν, πράγματι, η Επανάσταση που εξαπλωνόταν σε όλη την Ευρώπη, δημιουργώντας ελπίδες χειραφέτησης και απελευθέρωσης των λαών από τους μονάρχες, τους κληρικούς ή τις ξένες δυναστείες.

Αλλά πέρα από τις καταστροφές του πολέμου, αυτό το κοκτέιλ καταστολής, νεποτισμού, συμβιβασμού με τις ξεπεσμένες ελίτ, θα λειτουργήσει υπέρ ενός σχεδίου σίγουρα απελευθερωτικού, αλλά και εθνικιστικού. Οι λαϊκές εξεγέρσεις εναντίον του «ναπολεόντειου συστήματος» κατέκλυσαν την Ισπανία, την Ιταλία, τις Κάτω Χώρες, τη Γερμανία, διευκολύνοντας … την επιστροφή των μοναρχιών.

Το πιο εκπληκτικό είναι ότι η πτώση της Αυτοκρατορίας (1815) και, στη συνέχεια, ο θάνατος του Ναπολέοντα, έξι χρόνια αργότερα, δεν έθεσαν ένα τέλος σε αυτήν την στειρότητα των απόψεων και σε αυτήν την ασάφεια των ερμηνειών … για δύο αιώνες.

Το 1814 έως το 1815, μετά από τη σύντομη παρένθεση της επιστροφής του Ναπολέοντας στην εξουσία (οι «ΕκατόΗμέρες», από την 1η Μαρτίου έως τις 7 Ιουλίου), σχεδόν ομόφωνη η Ευρώπη χαιρέτισε την πτώση του «τυράννου», υιοθετώντας τον τόνο των αμέτρητων λιβέλων κατά του «αντίχριστου», του σφαγέα της ευρωπαϊκής νεολαίας, του φιλόδοξου «κοντοτιέρου» («αρχηγού μισθοφόρων»), που περιφρονούσε τη φυσική τάξη των πραγμάτων, τις παραδοσιακές αξίες και τις θρησκείες – ένα όραμα, το οποίο ξεκίνησε από το συγγραφέα Φρανσουά-Ρενέ ντε Σατωμπριάν («Από το Βοναπάρτη και τους Βουρβόνους», 1814) και συνεχίστηκε από το συγγραφέα και ιστορικό Ιππόλυτο Ταιν («Η Προέλευση της Σύγχρονης Γαλλίας», 1890-1893), βλέποντας, στο Ναπολέοντα, την πεμπτουσία ενός κακού νεωτερισμού.

Μαύρος μύθος και χρυσός μύθος

Ο Ναπολέων, όμως, κατάφερε, μετά την εξορία του στην Αγία Ελένη, να αναβιώσει την «αριστερή» εκδοχή του έπους. Στο βιβλίο «Το Μνημείο της Αγίας Ελένης» (που δημοσιεύτηκε το 1823), ο γραμματέας του Emmanuel deLas Cases, συλλέγοντας -και επανερμηνεύοντας- τα λόγια του έκπτωτου Αυτοκράτορα, έθεσε ένα επαναστατικό στόχο: να διαδώσει το Διαφωτισμό που ενσαρκώθηκε από το Μεγάλο Έθνος, το οποίο γνώριζε τον τρόπο ανατροπής των «τυράννων», με στόχο την «ένωση» των λαών της Ευρώπης.

Αυτήν την ερμηνεία διατήρησαν οι φιλελεύθεροι, οι οποίοι ήταν αντιμέτωποι σε όλη την Ευρώπη με την Ιερά Συμμαχία των απόλυτων μοναρχών, των αριστοκρατών και των κληρικών, που ανυπομονούσαν να ανακτήσουν, από τις εθνικές αστικές τάξεις και τους λαούς, τις επί 20 χρόνια διαβρωμένες εξουσίες και προνόμια.

Έφτασε στο αποκορύφωμά της με την επιστροφή της τέφρας του Ναπολέοντα κάτω από το θόλο των Invalides(1840), που διοργάνωσε ο Λουδοβίκος-Φίλιππος για τη συσπείρωση των φιλελεύθερων. Η «ναπολεομανία» εξερράγη μετά από δεκαπέντε χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων οι υποστηρικτές του αυτοκράτορα μπορούσαν να τον ορίσουν μόνο ως τον «Απόντα» ή «Αυτόν» (με κεφαλαίο γράμμα), υπό το φόβο της καταστολής.

Το «Μνημείο της Αγίας Ελένης», μεταφρασμένο σε όλες τις γλώσσες και με τις περισσότερες -μετά τη «Βίβλο»- πωλήσεις του αιώνα, έγινε το αγαπημένο βιβλίο των επαναστατών και των μεταρρυθμιστών σε όλο τον κόσμο, έως τη Λατινική Αμερική και την Αίγυπτο.

Αυτό το όραμα του ναπολεόντειου έπους συνεχίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο εξωτερικό -εξ ου και η χρήση του ονόματος «Ναπολέων» στους απογόνους δυναστειών Λατινοαμερικανών, Ιταλών, Πολωνών προοδευτικών-, ενώ επέστρεψε στη Γαλλία τη 2α Δεκεμβρίου 1851, ημέρα του πραξικοπήματος, με επικεφαλής τον Ναπολέοντα τον μικρό (το όνομά του από το φυλλάδιο του Βίκτωρος Ουγκώ το 1852).

Η νοσταλγία της «ισχυρής δύναμης»

Αμέσως μετά την καταστροφή της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, το τέλος του 19ου αιώνα είδε την αναβίωση του Ναπολέοντα, τόσο προς τα δεξιά, όσο και τα αριστερά.

Στα δεξιά, υπήρχαν πολυάριθμες εκδόσεις «απομνημονευμάτων» από πρώην παράγοντες της Αυτοκρατορίας ή από τους κληρονόμους τους, οι οποίοι αναφέρονταν στο χρυσό θρύλο, τη «μεγαλοφυΐα» του Αυτοκράτορα, την εργασιακή του δύναμη,  όλα καταγεγραμμένα σε πολυάριθμα αγιογραφικά έργα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του ιστορικού Φρεντερίκ Μασόν μεταξύ 1890 και 1900.

Τα στρατιωτικά κατορθώματα αποτελούσαν αντικείμενο αμέτρητων ερμηνειών, καθώς επρόκειτο για την προετοιμασία της εκδίκησης. Η στρατιωτική δόξα της Αυτοκρατορίας -η Γαλλία μόνη εναντίον της Ευρώπης- έγινε, για τους εθνικιστές και τους πατριώτες (Albert Sorel, «Η Ευρώπη και η Επανάσταση», 1885-1904), ο επίδεσμος στις ουλές από την ήττα του 1871, ή η εκδήλωση της γαλλικής ιδιοφυΐας μετά τη νίκη του 1918.

Και στα αριστερά, εκεί όπου η εκδίκηση κατά του γερμανικού δεσποτισμού ήταν αναμενόμενη, επρόκειτο για την πρώτη περίοδο, την «εξαγωγή» της Επανάστασης και τις «Εκατό Ημέρες», που ερμηνεύονταν εκ νέου ως η γενική πρόβα των επαναστάσεων του 1830 και του 1848.

Ακόμη πιο πρόσφατα, η ιστοριογραφία και η ναπολεόντεια συζήτηση έλαβαν μία νέα γαλλο-γαλλική διάσταση, σε μια προσπάθεια να απαντηθεί ένα πολιτικό ερώτημα, που γεννήθηκε από το τέλος του Γκωλισμού, και εγκαινιάστηκε με το έργο του ιστορικού κα ακαδημαϊκού Jean Tulard, «Ο Ναπολέων ή ο μύθος του σωτήρα» (Fayard, 1980): γιατί, σε αντίθεση με πολλές άλλες δημοκρατίες, η Γαλλία ποτέ δεν κατάφερε να χτίσει -ή ακόμα και να εφαρμόσει ένα πολιτικό μοντέλο, αντίστοιχο των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών αναταραχών των δύο αιώνων από το 1789;

Γιατί αυτές οι συνεχείς κρίσεις και επαναστάσεις, αυτή η παρέλαση των Συνταγμάτων, αυτή η δυσπιστία μεταξύ ενός υπέρμαχου των δικαιωμάτων του έθνους και ενός έτοιμου να τα συντρίψει κράτους; Οι μεν, της αριστεράς, μέμφονται το ανεκπλήρωτο  μιας δημοκρατικής Επανάστασης, πάντα έτοιμης να επανεμφανισθεί μέσω της εξέγερσης του λαού, αλλά συχνά ανατρέψιμης από μία τεχνοκρατική και συγκεντρωτική ελίτ που μονοπωλεί θεσμούς και εξουσίες λήψης αποφάσεων, στο όνομα της λογικής και της επιστήμης, απόρροιας του ναπολεόντειου μοντέλου (Lionel Jospin, «Το Ναπολεόντειο Κακό», Seuil 2014).

Οι δε, της δεξιάς, νοσταλγούν την «ισχυρή δύναμη», η οποία είναι ικανή να επιβάλει τη νομιμότητά της μέσω της σοφίας της διακυβέρνησής της (Patrice Guennifey, «Ο Ναπολέων και ο ντε Γκωλ, δύο Γάλλοι ήρωες», Perrin 2017, και Thierry Lentz, «Για το Ναπολέοντα», Perrin 2021).

Κάτω από το θόλο του, ο «Αυτός» αναμφίβολα χαμογελά.

Πηγή: Le Monde